Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Μαθήματα εξουσίας

ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ στον καθένα μας άπειρες φορές. Και πάντα ζητάμε μια απάντηση. Γιατί; Γιατί ο αστυνομικός που σταματάει τον οδηγό στον δρόμο χωρίς αφορμήγια έναν απλό έλεγχο εγγράφων, όπως αποδεικνύεται τελικά- τον αντιμετωπίζει προκαταβολικά σαν πιθανό εγκληματία; Γιατί δεν προσπαθεί καν να κρύψει τη δίψα του για τη διαπίστωση μιας παράβασης, ώστε να αποκτήσει το δικαίωμα εξευτελισμού του; Ανέκαθεν ψάχναμε μια εξήγηση. Ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι θα ήταν τόσο τραγική. Μια σφαίρα... Δύο ή τρεις πυροβολισμοί, το βράδυ ενός Σαββάτου στα Εξάρχεια, μας έλυσαν την απορία. Μόνο που αυτή τη φορά η εξουσία των οργάνων της τάξης έναντι των πολιτών επιβεβαιώθηκε με μια δολοφονία. Και μάλιστα ενός 15χρονου παιδιού, που δεν είχε πρόθεση να ανατρέψει το πολίτευμα, ούτεπολύ περισσότερο- να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του ειδικού φρουρού. Η εξουσία του ενστόλου επισφραγίστηκε με μια πράξη της οποίας οι συνέπειες δεν μπορούν ασφαλώς να συγκριθούν με τον ψυχολογικό πόλεμο που υφίσταται ο οδηγός, αλλά- κοιτάζοντας τα πράγματα με μια ψύχραιμη ματιάβλέπεις ότι οι συμπεριφορές είναι ίδιες. Αλαζονεία, έλλειψη παιδείας, εκδικητική μανία. Είναι γλυκιά η εξουσία. Και τα εμβλήματά της γίνονται... φετίχ. Οι πολυτελείς καρέκλες των μεγάλων γραφείων, οι έδρες των δικαστηρίων, οι στολές. Ακόμη και χωρίς γαλόνια. Φαίνεται όμως πως για κάποιους κλάδους εργαζομένων- που όλως τυχαίως ανήκουν στο Δημόσιο και πληρώνονται από τον φορολογούμενο πολίτη- είναι συνώνυμη με μια αναιδή οίηση. Που τη συναντάμε σε όλες σχεδόν τις συναλλαγές μας με τους δημόσιους οργανισμούς, όπου η ευγένεια θεωρείται μάλλον αδυναμία. Οφείλεται στη σιγουριά της μονιμότητας, διδάσκεται σε σχολές και σεμινάρια ή μήπως αποτελεί κατάλοιπο του ραγιαδισμού; Αν κάναμε σφυγμομέτρηση, οι εκδοχές θα ισοψηφούσαν. Και οι τρεις συγκαταλέγονται στις παθογένειες του πολιτισμικού μας επιπέδου. Οι οποίες, αν ενισχυθούν με κάθε είδους όπλο, το μείγμα εκρήγνυται και ενίοτε σκοτώνει. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Αφαιρεί ζωές, κουρελιάζει συνειδήσεις, καταστρέφει για να επικρατήσει. Γιατί το καλό δεν ταιριάζει στην εξουσία που έχει ανάγκη διαρκούς επιβεβαίωσης. Και αυτό συνιστά δόγμα...

Ο θείος με τα βιβλία

Όταν ήμασταν παιδιά ο θείος μας ερχόταν για τις γιορτές και μας χάριζε κάθε φορά μια μικρή στοίβα βιβλία της Εστίας, εκείνα τα μικρά με το σκληρό εξώφυλλο. Η διαδικασία ήταν σκέτη απογοήτευση: το τυλιγμένο πακέτο που πάντα, ξεχνώντας τη μανία του για βιβλία, περιμέναμε να έχει κάποιο παιχνίδι μέσα, το ανοίγαμε και βλέπαμε τους δεμένους τόμους. Πείσμα που είχε να χαρίζει σε ανυπόμονα παιδιά «δύσκολα» βιβλία λογοτεχνίας, ξέροντας ότι θα αντίκρυζε κατεβασμένα μούτρα και θα άκουγε ξινισμένα «ευχαριστώ». Δεν είχαμε καλλιτεχνικές εορταστικές πολυτέλειες, θεατρικές παραστάσεις ή κονσέρτα, υπήρχε όμως αυτή η σταθερή προσφορά, που δεν εκτιμούσαμε. Ένα σωρό βιβλία, μεγαλίστικα, χωρίς εικόνες, τα ξεφυλλίζαμε λίγο αναζητώντας κάτι χρωματιστό, αλλά είχαν μόνο τα κοσμήματα των αρχικών γραμμάτων και σελίδες ατελείωτες με τυπωμένες λέξεις, απελπισία. Μυθιστορήματα φημισμένα κατά τους μεγάλους, οι οποίοι κουνούσαν επιδοκιμαστικά το κεφάλι, άγνωστα και αδιάφορα σε μας. Τα κλείναμε και μένανε στο ράφι της βιβλιοθήκης, που ήταν πολύ πιο λιτή από αυτές που έχουμε σήμερα στα σπίτια μας. Ερχόταν ύστερα κάποιο πληκτικό απόγευμα που δεν είχες τι να κάνεις, δεν σε χωρούσε ο τόπος, και τότε καμιά φορά άπλωνες το χέρι, άνοιγες κάποιο τόμο, έλεγες, ας κάνω μια προσπάθεια. Κι εκεί απέδιδε το δώρο. Πόση ευχαρίστηση, πόσες συγκινήσεις χρωστούσα τελικά στον θείο μου . Ακόμα αναρωτιέμαι, τώρα που έχει πια χαθεί, αν τον ευχαρίστησα ποτέ μέσα από την καρδιά μου για την τόσο ακατανόητη εκείνον τον καιρό γενναιοδωρία του, την επιμονή να μας χαρίζει βιβλία. Πρόλαβα; Αμφιβάλλω. Τον θυμάμαι τέτοια εποχή αγοράζοντας βιβλία και λίγο τον ζηλεύω. Δύσκολα ρισκάρω να κάνω τέτοια δώρα σε παιδιά.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Το παπουτσωμένο κράτος

Εναντίον ποιου θα εκσφενδόνιζα τα παπούτσια μου, αν είχα την ευκαιρία και τα κότσια; Η ερώτηση μοιάζει απλή, μπορεί και διασκεδαστική. Φόρος τιμής στον σύγχρονο ξυπόλητο ήρωα, τον Ιρακινό δημοσιογράφο που παπούτσωσε τον απερχόμενο Αμερικανό πρόεδρο. Οπότε; Μέσα στο μυαλό μου αρχίζω να αντιγράφω την πράξη του: Ετοιμος, με καθαρές κάλτσες (μη γίνουμε και ρεζίλι), πάνοπλος, με στοκ από Γκούτσι μέχρι Μιγκάτο, για τη φανταστική μου επίθεση. Γεμάτος ορμή, αγωνιστικό θάρρος και... αμηχανία. Αμηχανία γιατί, τελικά, δεν ξέρω σε ποιον να πετάξω το παπούτσι. Η, μάλλον, σε ποιον να το πρωτοπετάξω. Στο κράτος, που μοιάζει να έχει σταθεί απέναντί μου σαν εχθρός; Που παίρνει τους φόρους μου για να τους στείλει, ύστερα από πολλές μιζο-περιπέτειες, σε βλαμμένα ομόλογα και προσωπικές offshore; Στους πολιτικούς, που ακούγονται όλο και περισσότερο σαν εκφωνητές τηλεμάρκετινγκ, διαλαλώντας με υστερική χαρά τις αρετές διαφόρων προϊόντων και μαντζουνιών στα οποία ούτε οι ίδιοι δεν έχουν εμπιστοσύνη; Στη Δικαιοσύνη, που αισθάνομαι ότι με αφήνει εντελώς ξεκρέμαστο, όταν εκδίδει αποφάσεις ατιμωρησίας για πράξεις απαράδεκτες, που εξαγριώνουν την κοινή γνώμη; Αυτό το παπούτσι, ποιος θα το πάρει; Σε ποιο δόξα πατρί θα καταλήξουν τα ορειβατικά μου μποτάκια, τα ιδρωμένα μου αθλητικά; Μεσάζοντες, παπαγαλάκια, φορομπήχτες, γκόλντεν μπόις, ιερομάρτυρες Παχούμιοι, θα μιλήσετε με τα ξώφτερνά μου! Τόσα πολλά τα μέτωπα, τόσο λίγα παπούτσια... Θα έπρεπε να είμαι η παπουτσομανής Ιμέλντα Μάρκος για να έχω τόσα πολλά ζευγάρια, αρκετά για να καταλήξουν στις κουρούπες όλων των πιθανών αποδεκτών. Εκεί είναι που αρχίζω να ζηλεύω τον Ιρακινό - τον άνθρωπο με το ένα μόνο ζευγάρι, και τον έναν, τον ενσαρκωμένο, τον αληθινό εχθρό. Η μοίρα του είναι φοβερή, αλλά ο στόχος του, τουλάχιστον, ξεκάθαρος.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Ανοιχτά

Από τις αγαπημένες μου μέρες του χρόνου η αυριανή Κυριακή. Επειδή τα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Οχι ότι θα πάω σε κανένα. Η έφοδος των μυρίων που γίνεται στα χριστουγεννιάτικα καταστήματα (όσα ακόμα απέμειναν στην Αθήνα, ειδικά στο κέντρο της) είναι ένα άθλημα ακατάλληλο για τα ήδη κουρελιασμένα νεύρα μου. Είναι απλώς, θέμα αντίληψης . Πριν με πιάσετε από τον λαιμό και με σύρετε για πίσσα και αντεργατικά πούπουλα, δώστε μου μόνο μια μικρή ευκαιρία: Τι θα πείραζε, δηλαδή, να βρίσκουμε καταστήματα ανοιχτά τις Κυριακές, με την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση, να μην παραβιαστεί ούτε στο ελάχιστο το κατοχυρωμένο ωράριο των εργαζομένων; Τι κοσμοϊστορικό θα γινόταν, αν οι καταστηματάρχες χωρίς προσωπικό που θα επέλεγαν να δουλέψουν Κυριακή κατοχύρωναν μια άλλη μέρα της εβδομάδας ως αργία; Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες Ελληνες που δουλεύουν Κυριακές, όλη τους τη ζωή, γιατί αυτή είναι η φύση της δουλειάς τους -και πιστέψτε με, δεν έχουν ούτε δύο κεφάλια, ούτε είκοσι δάχτυλα, είναι άνθρωποι σαν κι εσάς, σαν κι εμένα. Κατά τα άλλα, αν υπάρχουν δύο πόλεις στον κόσμο που «φωνάζουν» από μακριά ότι θέλουν ανοιχτά μαγαζιά τις Κυριακές, αυτές είναι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Απαλλαγμένες από τα μιλιούνια των «υποχρεωτικώς» κινουμένων της εργάσιμης εβδομάδας, θα μπορούσαν να προσφέρουν το καλύτερο κυριακάτικο πρόσωπό τους στους καταναλωτές: Στο πακέτο -φιλί ζωής που δόθηκε στα κατεστραμμένα μαγαζιά, γιατί δεν προσφέρθηκε η ευκαιρία να λειτουργήσουν -προαιρετικά- και Κυριακή; Θα ήταν ένα μέτρο ανέξοδο, ορισμένου χρόνου ίσως, που θα έδινε μια «ιδέα» στους Ελληνες εργαζομένους και καταναλωτές για το πώς δουλεύει ένα τέτοιο μοντέλο. Δεν θα έχανε κανείς και πάνω στα συμπεράσματα μιας σεζόν θα μπορούσαν να ληφθούν και αποφάσεις. Είπα... αποφάσεις; Μπρρ, κακή λέξη, Πιπέρι στο στόμα!

Αχ, Ελλάδα σ' αγαπώ...

Γιατί δεν αγαπώ τη σημερινή Ελλάδα; Εύκολο. Ο καθένας μπορεί να γράψει (ειδικά τώρα) ολόκληρους τόμους γι' αυτό. Τo δύσκολο είναι το αντίθετο. Γιατί αγαπάω την Ελλάδα; Θα προσπαθήσω να απαριθμήσω τους λόγους που με κάνουν να αγαπάω τη χώρα μου, ακόμα κι αν φανούν παιδαριώδεις. Λοιπόν, αγαπάω την ελληνική φύση, το τοπίο της. Κάτι γίνεται όταν αράζω κάτω από λεμονιές, συκιές και πεύκα, όταν κρύβομαι από το ανελέητο φως σ' ένα σκιερό βραχάκι μιας γυμνής παραλίας. Γίνομαι ολόκληρος. Αγαπάω το ελληνικό «παιδικό»: Είμαστε ακόμα πιτσιρίκια, άτακτα, απείθαρχα, μας αρέσει να αμφισβητούμε, να παίρνουμε το χαρτζιλίκι των μεγάλων και να το τρώμε σε τσιχλόφουσκες αντί να το «αποταμιεύουμε» για ένα σοβαρό μέλλον. Μας λένε αεριτζήδες, εμείς απλώς καταλαβαίνουμε ότι τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Αγαπάω τους σπαραξικάρδιους στίχους των τραγουδιών της πίστας, την κλειστοφοβική ποίηση της Νικολακοπούλου, τη ρομαντική μουντρουχιά των Active Member, τα πολλά κιλά τρέλας του Ρασούλη. Κόβομαι για vintage Σαββόπουλο. Αγαπάω τους ταξιτζήδες, τις διπλές πίτες με γύρο, τους περιπτεράδες, τους καραγκιοζοπαίκτες, τους «φεύγα» γέρους στο Ζάππειο. Αγαπάω τα συνθήματα σε δρόμους, τοίχους και γήπεδα. Αγαπώ το Λεμονοδάσος, τη βόρεια Κέρκυρα, όλες τις Κυκλάδες και όλες τις θείες της Σκιάθου που έμειναν απαράλλαχτες από τα χρόνια του Παπαδιαμάντη. Αγαπάω ένα χωριό τέρμα Θεού στην Τήνο, που συμπτωματικά λέγεται «Αγάπη»... Αγαπάω τους ποιητές μας, επειδή ζωγράφισαν με λέξεις την Ελλάδα που όλοι έχουμε στην καρδιά μας, γλυκιά και πικρή, ηρωίδα και κότα, αγία και πόρνη. Δεν αγαπώ απλώς την Ελλάδα, τη λατρεύω. Αρνούμαι να την ανταλλάξω με το ξεπουλημένο μπορντέλο που μου αντιπροτείνουν να αποδεχτώ ως πατρίδα. Δεν θα μασήσω. Αυτό που αγαπώ εγώ αισθάνομαι ότι βαστάει γερά, σε γερά θεμέλια. Δεν είμαι μόνος μου. Δεν είμαστε μόνοι μας. Δεν το πιστεύετε; Ε, ας βγούμε να μετρηθούμε. Κι αν τα πληκτρολόγια δεν είναι αρκετά, υπάρχει πάντα και ο δρόμος. Που, ως γνωστόν, γράφει τη δική του ιστορία.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Ένας Δαβίδ ποτέ δεν σκέφτεται ότι είναι Δαβίδ

Ακόμα έχω στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά των γιορτών έτσι όπως τις ζούσαμε στο σχολείο. Μια ένταση ζεστασιάς και συντροφικής διάθεσης ξεχυνόταν από τους διαδρόμους καθώς οι τάξεις προετοίμαζαν τα ταμπλό τους για να συμμετάσχουν στον χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό. Ήταν ωραία τα Χριστούγεννα στην τρίτη γυμνασίου, γιατί σε κείνη την ηλικία ο κόσμος είναι του χεριού σου. Έτοιμος να ανταποκριθεί (αμέσως) στο προσωπικό σου μεγαλείο. Έτοιμος να σε εντάξει- εσένα το “άξιο τέκνο του”- σε περίοπτη θέση. Ή να διαλυθεί και να ξαναφτιαχτεί πάραυτα με τους δικούς σου όρους. Μια μικρή λεπτομέρεια: Στην περίπτωσή μας, ο κόσμος όντως είχε ξαναγεννηθεί με καλύτερους όρους και μεις- δικαίως ή αδίκως- βλέπαμε το μεγαλείο μας στον καθρέφτη. Η εικόνα του Δαβίδ- λίγο μεγαλύτερος από μας ήταν- που τόλμησε και τά ΄βαλε με τον Γολιάθ κι έστειλε το “πουλί” τού Ελλάς Ελλήνων στο πυρ το εξώτερο ήταν το πιο δυνατό αφροδισιακό της γενιάς μας, τα χέρια που ανέμιζαν μέσα από τα παράθυρα του Πολυτεχνείου και καλούσαν τον κόσμο να κατέβει στον δρόμο (κι εκείνος σφύριζε κλέφτικα) ήταν δικά μας- έτσι το πήραμε εμείς, έτσι θέλαμε να το πάρουμε, έστω κι αν οι γονείς θα μας τά ΄κοβαν απ΄ τη ρίζα αν τολμούσαμε να τα βγάλουμε έξω απ΄ την πόρτα. Έτσι δεν συμβαίνει πάντα; Οι λίγοι την κάνουν τη δουλειά, οι πολλοί την απολαμβάνουν... Το θέμα είναι ότι ο αέρας μύρισε ξαφνικά άνοιξη κι αυτή η άνοιξη, η τόσο δυνατή, έμπαινε παντού και ξύπναγε ακόμα και τις σχολικές γιορτές των Χριστουγέννων. Προχτές έτυχε να περάσω από το Σύνταγμα και να δω το νέο χριστουγεννιάτικο δέντρο (και τα σπιτάκια, τ΄ αλογάκια, το καρουσέλ κ.λπ.) που έσπευσε να φέρει ο Δήμος της Αθήνας και μ΄ έπιασαν τα γέλια. Το ίδιο συναίσθημα έχω όταν ακούω εκείνη τη γλυκιά κοπελίτσα στην τηλεόραση να λέει: “είναι θέμα συνείδησης...” μπλα μπλα, και να μας παρακινεί να πληρώνουμε τους φόρους μας, γιατί λέει έτσι σεβόμαστε τον διπλανό μας (ή κάτι τέτοιο). Επίτηδες το κάνουν, σκέφτομαι. Μας δουλεύουν. Δεν μας υπολογίζει κανείς. Ούτε κι εμείς μάς υπολογίζουμε πια. Ροχαλίζουμε μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση και καταπίνουμε το ένα Βατοπέδι μετά το άλλο. Και τα παιδιά; Καλά μωρέ, αυτά είναι αλλού, είναι ζαλισμένα απ΄ το πολύ βιντεογκέιμ, είναι απολιτίκ, είναι ανώριμα, δεν είναι οργανωμένα, είναι μικρά, δεν έχουν στόχους. Είναι αγνά. Γι΄ αυτό και πήραν τους δρόμους. Ένας Δαβίδ ποτέ δεν σκέφτεται ότι είναι Δαβίδ. Ευτυχώς!

Κρυφές χαρές στα μετόπισθεν

Άδεια ξανά η Πανεπιστημίου. Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά περπατάει στο οδόστρωμα κάνοντας ζικ-ζακ. Φοράει χρωματιστό κασκόλ, κάνει δυο βήματα χορευτικά, κοριτσίστικα. Αμέσως μετά κοιτάζει με αγωνία μήπως τη βάλει σημάδι κανένα μηχανάκι. Ανεβαίνει ένας ποδηλάτης από τη λεωφορειο- λωρίδα, λαχανιασμέ- νος αλλά χαμογελαστός. Για λίγη ώρα, μέχρι να βγάλουν την ασπροκόκκινη λωρίδα οι τροχαίοι και να χυμήξουν τα αυτοκίνητα, φαίνεται τόσο μεγάλη η λεωφόρος, τόσο ανοιχτός ο ορίζοντας. Δεν ακούγονται τα κορναρίσματα και τα λαχανιασμένα μοτέρ των αυτοκινήτων που βασανίζονται να ανέβουν στριμωγμένα την Ακαδημίας, να κατέβουν τη Σόλωνος. Εδώ απολαμβάνει κανείς τους σχηματισμούς των νεφών σε γκρο-πλαν. Κατά βάθος πιστεύω ότι γι΄ αυτό οι διαδηλωτές κλείνουν τους δρόμους, αλλά το δράμα είναι πως δεν το καταλαβαίνει κανείς. Μόνο μερικοί μοναχικοί τύποι που ξεμένουν πίσω και απολαμβάνουν. Είναι μια ανάγκη που υποβόσκει πιστεύω, όχι να βασανιστούν οι οδηγοί και να ταλαιπωρηθούν οι επιβάτες τρόλεϊ και λεωφορείων, αλλά να ελευθερωθεί λίγος χώρος, υποσυνείδητα, να επιστρέψει σε κάποια μάλλον ανύπαρκτη εποχή του παρελθόντος, πιο γαλήνια. Λέμε συχνά ότι σε άλλες μεγάλες πόλεις του κόσμου οι διαδηλώσεις πάνε από το πεζοδρόμιο, αλλά δεν έχουμε αναλύσει επαρκώς τις διαφορές του δρόμου και του πεζοδρομίου της Αθήνας από των άλλων μεγάλων πόλεων. Είναι άγρια τα πράγματα γύρω μας, γι΄ αυτό αγριεύουμε κι εμείς. Παρακάτω, κάποιος ονειρεύεται ολοκληρωτικές καταστροφές: «Οι άσχημες πόλεις όμορφα καίγονται», έχει γράψει σε έναν τοίχο κοντά στην Ομόνοια. Θα ακουγόταν ποιητικό αν δεν είχε κινδυνέψει να γίνει πραγματικότητα. Δεν ξέμεινε ποτέ πίσω από την πορεία, να δει ότι μπορεί να είναι και όμορφη. Μπροστά στην ικανοποίηση πρωτόγονων ενστίκτων πυρομανίας οι κλεμμένες κρυφές χαρές στους αποκλεισμένους δρόμους είναι ειρηνική συνεισφορά.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Οι «μπάτσοι»

Όταν πρόκειται για εθνικούς, κοινωνικούς ή ιδεολογικούς αγώνες, το μίσος είναι αναπόφευκτο, γεννιέται αυθόρμητα. Θα πρέπει όμως τουλάχιστον να κατευθύνεται προς τη σωστή κατεύθυνση. Σήμερα παρατηρώ ότι το μίσος των μαθητών ακολουθεί ένα μονόδρομο με στόχο τους αστυνομικούς, γεγονός που κατά τη γνώμη μου τους αποπροσανατολίζει στην αναζήτηση των αληθινών συνθηκών που τους οδήγησαν στη σημερινή θέση τους μέσα στο σχολείο και μέσα στην κοινωνία. Ενώ θα πρέπει να βρουν τα αληθινά αίτια και να αποκαλύψουν τους αληθινούς ενόχους και τους πραγματικούς λόγους για όσα γίνονται γύρω τους και γενικότερα γύρω μας, στη χώρα μας και στην οικουμένη. Έτσι μοιάζει σαν κάποιοι να τους έβαλαν παρωπίδες, ώστε η οργή τους να διοχετευθεί σε μια ομάδα συνανθρώπων μας, τους αστυνομικούς, που όταν δεν λειτουργούν σωστά, είναι απλά πιόνια του Συστήματος, που ΑΥΤΟ είναι υπόλογο για όλα, δηλαδή για την Παιδεία αλλά και για καθετί που αφορά τη λειτουργία της κοινωνίας, του κράτους και των υπηρεσιών του. Και αναφέρω εδώ το παράδειγμα της γενιάς του 1-1-4 που όσον αφορά την Παιδεία έθεσε ως στόχο το 15% του Κρατικού Προϋπολογισμού. Είδαν δηλαδή οι νέοι της εποχής εκείνης τη βασική αιτία για τα χάλια της Παιδείας μας, δηλαδή το οικονομικό. Από ΄κει και πέρα παρ΄ ό,τι τότε η Ελληνική Αστυνομία είχε μια καθαρά φασιστική νοοτροπία και οι εκδηλώσεις βίας σε σύγκριση με το σήμερα ήταν εκατό φορές πιο πολλές και σοβαρές από πλευράς μαζικότητας και βιαιότητας (τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από νέους τραυματισμένους από την αστυνομική βία της εποχής), οι πρωτοπόροι νέοι εκείνης της εποχής, βασικά φοιτητές, μπορούσαν να δουν ελεύθερα, σφαιρικά και σε βάθος. Έτσι με το 1-1-4 έθεταν ως πρώτο καθήκον τους την υπεράσπιση του Συντάγματος, δηλαδή της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Χτυπούσαν στην καρδιά της την αντιδραστική εξουσία (θρόνο, αστυνομοκρατία, αμερικανοκρατία). Πάλευαν για την Κύπρο και αγωνίζονταν μαζικά για την Ειρήνη. Είχαν δηλαδή μπροστά τους ανοιχτούς ορίζοντες για ό,τι πραγματικά συνέβαινε στη χώρα τους αλλά και πέρα από τη χώρα τους. Ήταν άτομα ολοκληρωμένα και ελεύθερα, αν και τότε υπήρχαν όπως και σήμερα πονηρά «κέντρα» που προσπαθούσαν να περιορίσουν την οργή τους και να τη διοχετεύσουν μόνο σε ένα λούκι, για τις δικές τους επιδιώξεις. Με μια λέξη να τους αποπροσανατολίσουν, όπως γίνεται τώρα. Και για να πάω και πιο πέρα, εμείς οι νέοι της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, όπου οι χωροφύλακες και η Αστυνομία ήταν απέναντί μας με όπλα που ξερνούσαν ομαδικό θάνατο, είχαμε την ψυχική και πνευματική δύναμη να βλέπουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτοί που σήμερα αποκαλούνται περιφρονητικά «μπάτσοι» ήταν παιδιά σαν κι εμάς παρασυρμένα από τη θύελλα των γεγονότων να κάνουν πράξεις που δεν ήθελαν. Δεν γενικεύαμε. Αντίθετα μπορούσαμε ακόμα και μέσα στις πιο κρίσιμες για μας συνθήκες να δούμε ότι δεν είναι το ίδιο όλοι και ότι ο πραγματικός ένοχος ήταν η Εξουσία, που είχε κατορθώσει να μας τυλίξει στα δίχτυα της, που έσταζαν αίμα και μίσος αδελφού προς αδελφό. Και πολλοί είχαν τότε ακόμα τη δύναμη να φωνάζουν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα πριν σκοτωθούν «Αδέρφια, πεθαίνουμε και για τη δική σας ευτυχία». Αναγκάστηκα να γράψω αυτό το σημείωμα με αφορμή κάποια εκπομπή με αγόρια και κορίτσια 15-16 ετών, που μιλούσαν στο ίδιο ακριβώς μοτίβο, λες και κάποια αόρατη δύναμη να είχε κατευθύνει την οργή, το μίσος και τη σκέψη τους μόνο προς ένα στόχο. Και μάλιστα σε μια εποχή πολύπλοκη, όπου ο κόσμος έχει μικρύνει και το έξω μπερδεύεται με το μέσα και γίνονται όλα ένα κουβάρι. Πώς θα φτάσουμε έτσι στην ΑΙΤΙΑ του Κακού; Και πώς, αν δεν γνωρίζουμε τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, θα μπορέσουμε να βρούμε τις λύσεις που πρέπει; Και για να γυρίσω στα τελευταία γεγονότα, ο βίαιος θάνατος ενός παιδιού αποτελεί μια μεγάλη τραγωδία. Πρώτα για τη μάνα του, τον πατέρα του, τα αδέλφια του αλλά και για όλους τους νέους και τις νέες, για όλους εμάς, για όλη την κοινωνία. Ο θύτης είναι ένας αστυνομικός. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι σημερινοί αστυνομικοί είναι θύτες. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν είναι αληθινό αλλά είναι και άδικο. Και μιλάει κάποιος που γνωρίζει πολύ καλά τι θα πει Αστυνομία. Γι΄ αυτό θα πρέπει να αποφεύγουμε τις γενικεύσεις, γιατί έτσι οδηγούμε τους νέους σε λάθος δρόμο. Τους κρύβουμε το δάσος της πραγματικότητας με το δέντρο μιας εικονικής πραγματικότητας. Θα ήθελα να μπορούσα να απευθυνθώ στους σημερινούς νέους και να τους πω: Κλείστε τα αυτιά σας στις γλοιώδεις κολακείες όσων προσπαθούν ουσιαστικά να εκτονώσουν την οργή και την ενέργειά σας σε ψεύτικους στόχους απομακρύνοντάς σας από τους πραγματικούς. «Αυτούς» εξυπηρετεί να τρώμε τις σάρκες μας στρεφόμενοι ο ένας κατά του άλλου. Ο στόχος όμως δεν είναι βέβαια αυτός που έχει το μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας και βγάζει από αυτό το ψωμί του, τα φάρμακά του, τη μόρφωση του παιδιού του, όπως οι δικοί σας γονείς. Στα Ιουλιανά, μια από τις πιο ταραγμένες εποχές της Ιστορίας μας, η νεολαία κατέβαινε κατά δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους και ποτέ δεν είχαμε την παραμικρή καταστροφή, αν και θρηνούσαμε δύο νεκρούς, τον Λαμπράκη και τον Πέτρουλα, που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για ένα καλύτερο αύριο. Περιφρουρούσαμε τον αγώνα μας και γι΄ αυτό ποτέ δεν έγινε τίποτα, δεν αφήσαμε εμείς να γίνει τίποτα που να τον αμαυρώνει. Και συγχρόνως η γενιά αυτή δημιουργούσε. Ίσως ποτέ άλλοτε στη νεώτερη Ιστορία μας δεν είχαμε τόσα έργα σε όλους τους τομείς, ποίηση, λογοτεχνία, μουσική, σε όλες τις τέχνες, που έγιναν όπλο του αγώνα της νεολαίας, από ανθρώπους νέους που αγωνίζονταν και δημιουργούσαν. Βγάλτε τις κουκούλες από τους κουκουλοφόρους. Μην τους επιτρέπετε να στιγματίζουν τον αγώνα σας. Τι θα πει «κουκούλα»; Ο πραγματικός αγωνιστής και επαναστάτης ούτε ντρέπεται ούτε φοβάται να δείξει το πρόσωπό του. Μην αφήνετε να σπιλώνουν τη μνήμη του Αλέξανδρου συνδέοντας το πρόσωπό του και το όνομά του με εικόνες φρίκης. Είναι σαν να τον σκοτώνουν για άλλη μια φορά. Ανοίξτε δρόμους. Αντισταθείτε στα εύκολα που τόσο ύπουλα βάζουν μπροστά σας προσπαθώντας να σας ξεγελάσουν ότι είναι δήθεν δικές σας επιλογές. Πάρτε τη ζωή στα χέρια σας και προχωρήστε μπροστά. Θετικά και δημιουργικά! ΒΓΑΛΤΕ ΤΙΣ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ από τους κουκουλοφόρους. Μην τους επιτρέπετε να στιγματίζουν τον αγώνα σας. Τι θα πει «κουκούλα»; Ο πραγματικός αγωνιστής και επαναστάτης ούτε ντρέπεται ούτε φοβάται να δείξει το πρόσωπό του

Η παραίτηση των τριαντάρηδων

Η «εξέγερση των καλομαθημένων» ή, για να είμαστε ακριβείς, «των χαϊδεμένων» άρχισε από την Αθήνα. Ποιος το περίμενε; Η πρωτεύουσα είχε καιρό να δει τόσες διαδηλώσεις και ταραχές. Τόση συσσωρευμένη διαμαρτυρία σε τόσο λίγες μέρες. Όλοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν τι συνέβη στους δεκαεξάρηδες και βγήκαν στους δρόμους. Και εγώ, εγκλωβισμένος στη θέση του οδηγού από ένα μαθητικό μπλόκο στην Κηφισίας, αναρωτιόμουν. Η απάντηση που οι ίδιοι μου έδωσαν; «Δεν είμαστε η γενιά της ευκολίας. Ακούστε μας. Είμαστε απογοητευμένοι. Είμαστε οργισμένοι, νιώθουμε ότι δεν έχουμε μέλλον». Αυτή είναι η εκδοχή που έχουν υιοθετήσει και τα ΜΜΕ. Αυτό φαίνεται να πιστεύουν οι περισσότεροι. Στα δεκαέξι, όμως, ο κόσμος σού ανήκει. Πότε πρόλαβες να απογοητευτείς; Δεν έχεις ξεκινήσει καν. Πώς χάνεις κάθε ελπίδα όταν δεν έχεις προσπαθήσει; Και δεν το λέω «αφ΄ υψηλού». Είναι η εύλογη απορία που έχουν όσοι δεν είναι στην εφηβεία. Υπάρχουν όμως κάποιες άλλες γενιές που κανείς δεν θα απορούσε με την απογοήτευσή τους, όπως αυτή που είναι μερικά χρόνια στην αλυσίδα παραγωγής και αυτή που τώρα προσπαθεί να μπει στην αγορά εργασίας. Οι εκπρόσωποί τους έχουν όλα τα... προσόντα για να είναι εξοργισμένοι και να νιώθουν πως δεν υπάρχει αύριο. Έχουν πτυχίο ΑΕΙ, έχουν κάνει μεταπτυχιακό σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού, μιλούν τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες, για να βρουν δουλειά έχουν αναγκαστεί να χρησιμοποιήσουν «μέσον», δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ και κοιμούνται ακόμη στο παιδικό τους δωμάτιο γιατί πολύ απλά αμείβονται με 700 ευρώ. Αυτές οι γενιές θα έπρεπε να βγουν στον δρόμο. Ήδη ζουν χειρότερα από τους γονείς τους. Έχουν δοκιμάσει τις δυνάμεις τους και τώρα τις βλέπουν να τους εγκαταλείπουν. Αυτές οι γενιές, θα είχε κάποιο νόημα να εξεγερθούν. Ήταν όμως μειοψηφία στις διαμαρτυρίες. Δεν αμφισβητώ την αγωνιστικότητα και τα όνειρα των πιτσιρικάδων. Ίσως, μόνο την πρόωρη οργή τους. Αμφισβητώ τις εξηγήσεις που όλοι εμείς αποπειραθήκαμε να δώσουμε. Ανησυχώ και για την πρόωρη παραίτηση των τριαντάρηδων, εμού συμπεριλαμβανομένης, που δεν έχουν τη δύναμη να πολεμήσουν την αναξιοκρατία, την ανεργία, τα κακώς κείμενα που παρέλαβαν. Απλώς παραιτούνται και συμβιβάζονται. Ίσως στην προσπάθειά μας να δείξουμε ότι ακούμε τους εφήβους, εμείς πρώτοι προβάλαμε πάνω τους όλα όσα θα θέλαμε να έχουμε το σθένος να διεκδικήσουμε.

Ανακωχή

Κανονικά θα έπρεπε όλες αυτές τις μέρες να αποστηθίζει ρήματα της αρχαίας ελληνικής, κεφάλαια της πανελληνίως εξεταζόμενης Ιστορίας, ολίγα λατινικά. Αντί γι΄ αυτό φτιάχνει συνθήματα, αποστηθίζει στίχους τραγουδιών που θεωρήθηκαν ανατρεπτικά, νότες για την κιθάρα. Κατεβαίνουν τα τραγούδια από το Ίντερνετ με καταιγιστικό ρυθμό, αφομοιώνο- νται σε δευτερόλεπτα. Στίχοι γραμμένοι τις τελευταίες ημέρες, παλιότεροι που αξιοποιούνται καταλλήλως. Ένα βράδυ ήταν Βάρναλης. Κρίμα που δεν αλλάζει εκτάκτως η ύλη των Πανελληνίων, τόση δίψα για ποίηση πάει χαμένη. Ιδέες και απόψεις μεταβάλλονται διαρκώς, τη μία μέρα είναι μαχητικά ειρηνιστικές, την επόμενη γίνονται πολεμοχαρείς, ανοίγει ο προβληματισμός να πετάξουμε και κανένα νεράντζι, ύστερα συζητιέται και η πέτρα. Με πιάνει αγωνία, θα σταματήσει εκεί; Έχω δώσει καλή αγωγή, πρόλαβα τον πειρασμό της βίας; Ό,τι ήταν να δώσω έχει δοθεί πάντως, το γκισέ έχει κλείσει. Τα Σαββατοκύριακα είναι διήμερες εκδρομές στο κέντρο της Αθήνας, το πρωινό ξύπνημα πιο δύσκολο από ποτέ. Ζητώ μια τυπική ενημέρωση, πού είσαι, πότε θα γυρίσεις (στο περίπου), είσαι αρτιμελής, κ.λπ. Μιλάμε λίγο, οι συζητήσεις γίνονται καβγάδες, υψώνεται φωνή. Στην εφηβεία, έχω διαβάσει, ο εγκέφαλος πλουτίζεται με τεράστιο αριθμό νέων κυττάρων, συνάψεων, νευρώνων, όλα τα σπουδαία υλικά του μυαλού, είναι τόσο απότομη η έκρηξη που τα παιδιά διαθέτουν το πιο φρέσκο μέσο σκέψης και αντίληψης, αλλά δεν μπορούν να το οργανώσουν, μπερδεύονται, χάνουν τον έλεγχο. Σκέφτομαι επιστημονικά, σωπαίνω. Πώς θα ξαναγυρίσουμε στο σχολικό πρόγραμμα; Τα ωράρια έχουν διαλυθεί. Πέρσι τέτοιες μέρες ανυπομονούσε να έρθουν Χριστούγεννα. Φέτος, το λένε οι τοίχοι, άλλες γιορτές πήραν τη σκυτάλη. Ανησυχία και θυμός διασταυρώνονται στον διάδρομο με την αμηχανία των μεγάλων. Μόνο χτες, σαν κάτι να θυμήθηκε απότομα, γυρίζει και ρωτάει σχεδόν φιλικά: Έλατο πότε θα στολίσουμε φέτος; Όπα! Συμβιβασμός στον ορίζοντα...

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Δεν τα θέλω αυτά τα Χριστούγεννα

Tα χριστουγεννιάτικα στολίδια μένουν μέσα στα κουτιά στην αποθήκη. Κανείς δεν έχει κέφι να τα ανεβάσει. Το ίδιο μού έλεγε κι ένας φίλος- κι ας έχει μικρά παιδιά, κι ας ψήφισε το κόμμα που κυβερνά. Και η τριανταπεντάχρονη εξαδέλφη, που δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πολιτική, με ξάφνιασε όταν μου τηλεφώνησε και μου εξομολογήθηκε: «Δεν θέλω να κατέβω στις πορείες, γιατί φοβάμαι ότι θα φάω ξύλο. Θέλω όμως να διαμαρτυρηθώ για όσα γίνονται. Δεν θέλω να κάτσω πια στο σπίτι και στον καναπέ μου. Τι να κάνω;». Δεν τα θέλω αυτά τα Χριστούγεννα. Για πρώτη φορά δεν προσδοκώ τις γιορτές. Θέλω να έρθουν και να περάσουν γρήγορα. Τίποτα δεν είναι πια ίδιο με χθες. Δεν θέλω να σεργιανίσω στις βιτρίνες- όσες έμειναν - ούτε να αγοράσω δώρα. Στην καθιερωμένη εδώ και χρόνια ερώτηση της καλύτερής μου φίλης από το εξωτερικό «Τι θα κάνουμε την Πρωτοχρονιά;», παρουσίασα ένα απόλυτο νοητικό μπλακ άουτ. «Δεν μου φαίνεσαι συγκεντρωμένη» σχολίασε εκείνη σκεπτική και πολύ σοφά ανέβαλε τη συζήτηση επ΄ αόριστον. Πήγαμε με βαριά καρδιά το Σάββατο το βράδυ στον Παπαϊωάννου, γιατί τα εισιτήρια ήταν αγορασμένα από μήνες. Είδαμε πηγαίνοντας τα παιδιά που ήταν καθισμένα μπροστά στη Βουλή από το πρωί και περάσαμε δίπλα από τα αναμμένα κεριά που έριχναν τις σκιές τους στα μάρμαρα της Πλατείας Συντάγματος. Μια βδομάδα είχε περάσει από τον θάνατο του Αλέξανδρου. Και αισθανθήκαμε ένα πολιτισμικό σοκ όταν αντικρύσαμε τα ΜΑΤ να έχουν γεμίσει τον πεζόδρομο μπροστά στο θέατρο και στον κόσμο που περίμενε να αρχίσει η παράσταση. Η οργή και η κατάθλιψη της Μήδειας ταίριαζε στη διάθεσή μας... Η συνάδελφος που έχει μανία με την αστρολογία μου είπε: «Πέντε πλανήτες πάνω στον Αιγόκερω! Ήταν αναμενόμενο». Αυτό λέω κι εγώ. Για όσους σκέπτονται, ήταν αναμενόμενο. Οι άλλοι απλώς θέλουν να ζουν μακριά από την πραγματικότητα...

Στη Γαλλία κάτι άλλαξε

Άλλο ένα μέιλ από τη Γαλλία, αισιόδοξο αυτή τη φορά, για να μη νομίζετε πως δεν ιδρώνει το αυτί κανενός. Φίλοι καθηγητές, φιλόλογοι ελληνιστές που δίνουν μάχη για να μην καταργηθεί η διδασκαλία των Ελληνικών στα σχολεία (και άλλη μια μάχη, προσωπική, για να μάθουν οι ίδιοι Νέα Ελληνικά), μου γράφουν ότι ο υπουργός Παιδείας της Γαλλίας Ξ. Ντερκό υποχώρησε για τις περικοπές που ήθελε να κάνει και για τις μεταρρυθμίσεις που μόνο στόχο είχαν τη μείωση της χρηματοδότησης. Τα πήρε πίσω, μάλλον επειδή φοβάται μη γίνει «της Ελλάδας» και εκεί με τους νέους, οι οποίοι- όπως μου γράφουν- είναι πολύ νευρικοί. «Το χρωστάμε σε εσάς» καταλήγουν. Ορίστε, λοιπόν, κάτι είναι κι αυτό. Περιμέναμε βέβαια άλλα πράγματα να συμβούν στο πολιτικό τοπίο. Απόφαση για ριζικές αλλαγές στην Αστυνομία, το λιγότερο, το πιο λογικό που περιμέναμε. Αυτό πριν από καθετί. Και εν συνεχεία, μια γενικότερη συνειδητοποίηση, αφύπνιση που θα αποδεικνυόταν με το πόρισμα για το Βατοπέδιο για παράδειγμα, το οποίο δεν θα έμοιαζε με συνηθισμένες κομματικές ανακοινώσεις, όπου όλοι ρίχνουν τις ευθύνες σε κάποιον άλλον και τελικά δεν τις έχει κανείς. Προβληματισμό, ανησυχία, προτάσεις τολμηρές, φαντασία, ενδιαφέροντα διάλογο, πυρετό ανανέωσης και παραγωγής ιδεών, κάποια κυβερνητική πρωτοβουλία τουλάχιστον, έτσι για τα προσχήματα, συμβολικά. Αλλά όχι, τίποτα δεν συνέβη. Επισκέψεις αβρότητας με τους αρχηγούς των κομμάτων, και τέλος. Τα πράγματα συνεχίζονται ως έχουν, απλώς μένουν πίσω πάρα πολλές δουλειές, ένα αίσθημα βαλτώματος μας βουλιάζει την καρδιά, απογοήτευση και πίκρα. Ε, να λοιπόν, ανταποκρίθηκαν οι Γάλλοι. Μη μου πείτε ότι δεν αισθάνεστε περήφανοι!

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Προκλητική διαφήμιση

ΚΑΙΡΟ ΤΩΡΑ ήθελα να μιλήσω γι΄ αυτό, αλλά λίγο τα απαράδεκτα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας και ο φόνος του 15χρονου, λίγο η δυσωδία από το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, λίγο τα λόγια του... παπά και το άφησα πίσω μου. Κι όμως! Αυτή η ανεκδιήγητη και απίστευτης σύλληψης διαφημιστική καταχώριση του υπουργείου Οικονομικών με την οποία καλούνται οι Έλληνες πολίτες να αποκτήσουν «φορολογική συνείδηση», με κυριεύει και κυριαρχεί ακόμη και απέναντι σ΄ αυτό το λεγόμενο άγιο πνεύμα των ημερών. Ε, όχι και μαθήματα... ηθικής από αυτή την κυβέρνηση! Θα ήθελα ειλικρινά να ξέρω πόσοι Έλληνες αισθάνθηκαν τη διάθεση να σπάσουν την τηλεόρασή τους διαπιστώνοντας ότι το φορομπηχτικό και ανάλγητο υπουργείο των Οικονομικών προτρέπει ανερυθρίαστα τους πολίτες να λειτουργούν με ευθύνη και συνέπεια απέναντι στην Εφορία τους. Ήτοι να σταματήσουν να επιχειρούν να κλέβουν την Εφορία- γιατί το πόσοι πραγματικά το κατορθώνουν, είναι άλλο ζήτημακαι να αφήσουν το κράτος ανενόχλητο να λεηλατεί τα εισοδήματά τους! Η προκλητική καταχώριση του υπουργείου των Οικονομικών ξεπερνά κάθε λογική στην Ελλάδα των τελευταίων μηνών. Θεωρητικώς θα μπορούσε κανείς εύκολα να συμφωνήσει πως όσοι πολίτες σέβονται τον εαυτό τους και ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου, οφείλουν να καταβάλλουν τους φόρους τους χωρίς να κάνουν προσπάθειες να ξεφύγουν από την τσιμπίδα της Εφορίας. Θεωρητικώς όμως. Διότι στην πράξη την ίδια ώρα που το υπουργείο των Οικονομικών προτρέπει τους Έλληνες να συνειδητοποιηθούν φορολογικά- μεσούσης της οικονομικής κρίσης και της αβάσταχτης ακρίβειας- δεν διστάζει να επιβάλει νέα χαράτσια που μειώνουν δραματικά τα εισοδήματα των πολιτών. Αυξάνει τα τέλη κυκλοφορίας στο μισό ενός μέσου δώρου Χριστουγέννων, επιβάλλει τέλος ακίνητης περιουσίας, αρνείται να φορολογήσει την περιουσία της Εκκλησίας και παράλληλα μοιράζει απλόχερα 28 δισ. ευρώ στις άγιες τράπεζες αντί να τα δώσει στους ασθενέστερους που υποφέρουν. Ένα ερώτημα που θα μπορούσε να υποβάλει κανείς είναι πόσα άραγε εκατομμύρια ευρώ σπαταλήθηκαν για την παραγωγή και προβολή αυτής της διαφήμισης; Ψιλά γράμματα ίσως. Το θέμα είναι ότι για να καλλιεργήσει ένα κράτος την ανάγκη απόκτησης φορολογικής συνείδησης, θα πρέπει το ίδιο να αποκτήσει κοινωνική συνείδηση. Ή απλώς συνείδηση...

Τέτοια μιζέρια δεν μας αξίζει

Χριστούγεννα; Πότε έχουμε Χριστούγεννα; Την άλλη εβδομάδα; Τετάρτη πέφτουν ή Πέμπτη; Εσύ στόλισες; Ούτε εγώ... Έχεις προγραμματίσει κάτι; Δεν το περίμενα πως θα μπορούσε να σημειωθεί τέτοια μαζική «αποχή» από τη χριστουγεννιάτικη διάθεση- τη γιορτή του χρόνου που είτε την περιμένεις με ανυπομονησία όπως τότε που ήσουν παιδί είτε την απεχθάνεσαι μέχρι θανάτου! Φέτος δεν στόλισα, δεν έχω προλάβει. Πέρυσι είχα ξετρυπώσει τα στολίδια από την αποθήκη ένα μήνα πριν, με μια μικρή ανησυχία ομολογουμένως, μήπως και χαθεί πρόωρα η μαγεία των ημερών. Δεν συνέβη τίποτα από εκείνα που φοβόμουν. Δώδεκα μήνες μετά, το μόνο που θυμίζει γιορτές είναι το διπλανό σπίτι που λάμπει σαν πυγολαμπίδα από τα φωτάκια, όταν παρκάρω αργά το βράδυ. Όχι, δεν είμαι υπερβολική, μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα και έχω λάβει μόνο μία κάρτα με... επαγγελματικές ευχές! Το καλό είναι πως λίγο- πολύ όλοι είμαστε «κουρδισμένοι» στην ίδια υποτονική- όσον αφορά τις γιορτές- διάθεση. Και δεν είναι μόνο που η Αθήνα μετατράπηκε σε εμπόλεμη ζώνη. Ούτε που οι μαθητές και οι φοιτητές βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας τα αυτονόητα. Ούτε το γεγονός πως όλη η Ευρώπη έχει στραμμένο το βλέμμα της στη νεολαία, που βράζει. Κουρασμένοι- αυτό εισπράττω από τους ανθρώπους που συναντώ στον δρόμο, στο Μετρό, στα λεωφορεία. Απογοητευμένοι, πιθανόν και από τον ίδιο τον εαυτό τους, γιατί αλλιώς τα περίμεναν και αλλιώς τους ήρθαν. Λοιπόν, δεν πάμε τώρα να στολίσουμε κανένα δέντρο, να στείλουμε καμιά κάρτα και να κανονίσουμε- έστω, τελευταία στιγμή- γιορτές με φίλους και συγγενείς; Γιατί τέτοια μιζέρια δεν μας αξίζει, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο

Πολύ όχι και λίγη οχιά

Έρχονται μέιλ από τους ξένους φίλους, γεμάτα ερωτηματικά. Μα τι συμβαίνει, τόσο πολλούς αναρχικούς έχετε στην Ελλάδα; Δεν ξέρω κι εγώ τι να απαντήσω. Το σκέφτομαι. Έχουμε τόσο πολλούς αναρχικούς; Ή μήπως πιο πολύ από την αναρχία σαν θεωρία πολιτική που ελπίζει την κατάργηση κάθε εξουσίας σε μια κοινωνία απόλυτα υπεύθυνων πολιτών, έχει μεγάλη πέραση η ιδέα της άρνησης γενικότερα; Η λατρεία του Όχι, που αρχίζει από τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου, περνάει από το Όχι στο σχέδιο Ανάν και φτάνει στην περίφημη «ανυπακοή» που εσχάτως έχει γίνει σύνθημακαραμέλα του ΚΚΕ. Είναι τραγικό, ένα κόμμα που κατάστρεψε ζωές απαιτώντας τυφλή υπακοή από τα μέλη του σε κάθε καταστροφική επιλογή του, να λανσάρει τώρα την ανυπακοή προς κάθε αρχή και κανόνα, αλλά δείχνει τόσο καθαρά την τάση αυτή που έχουμε υιοθετήσει σαν στάση ζωής. Λέμε όχι σε όλα, κυρίως στους πολεοδομικούς κανόνες και τους άλλους, του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, λέμε όχι στα σήματα της Τροχαίας και στην απαγόρευση να κυκλοφορούν μηχανάκια στα πεζοδρόμια και να παρκάρουν αυτοκίνητα. Όχι στους κανόνες με την καθημερινή μας συμπεριφορά, όχι και στις προσπάθειες να οργανωθούν κάποια πράγματα όσο κι αν μας βασανίζει η ανοργανωσιά, όχι στις χωματερές φυσικά, όχι στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, αλλά όχι και στα δημόσια, που είναι κλειστά και κατεστραμμένα, όχι στα μαθήματα των σχολείων, όχι στη ρουτίνα της κυκλοφορίας, που λένε κι οι μαθητές κλείνοντας τον δρόμο, έστω κι αν η ρουτίνα της κυκλοφορίας περιλαμβάνει κλείσιμο δρόμων κάθε μέρα. Όχι στους συμβιβασμούς γενικά, το μεγάλο όχι, το κάθε όχι, το μικρό όχι, όχι στους άλλους που θέλουν τα δικά τους, οι οποίοι λένε όχι σε μας και γίνεται τελικά το όχι σαν το φίδι που τρώει την ουρά του, σκέτη οχιά.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Άγιος Βασίλης έρχεται

Κατηφόριζα τις προάλλες βράδυ τη Σούτσου ύστερα από μια βραδιά μνήμης για τον φίλο και ποιητή Στέλιο Λύτρα. Κι όπως μετρούσα τα δεκαπέντε χρόνια που πέρασαν από τον θάνατό του, τα πόδια μου κόλλησαν στην άσφαλτο και ξαφνικά πεθύμησα ένα πετραδάκι, να το κλωτσήσω μαλακά κι εκείνο να με πάει έτσι καρότσι ίσα με το Φάληρο. Μέχρι να βγω στην πλατεία Μαβίλη η ματαίωση μέσα μου ήταν ολοσχερής. Πού να βρεις πέτρα στην Αθήνα τη σήμερον ημέρα... Η μελαγχολία μου αυτή δεν πρόλαβε να εμπεδωθεί. Σαράντα οχτώ ώρες αργότεραένα περίεργο πράγμα- γέμισε η Αθήνα ιπτάμενες πέτρες, πέτρινες, κανονικές, αλλά και πάλι δεν βρήκα εκείνη τη μια που θα μ΄ έβγαζε από τη ματαίωση. Τελικά δεν είναι καθόλου ευχάριστο πολίτευμα η δημοκρατία. Άπαξ και τη διαλέξεις, δεν αρκεί η ανά τετραετία multiple choice. Πρέπει να είσαι διαρκώς στην τσίτα. Να σκέφτεσαι, να ψάχνεις, να ακούς, να μαθαίνεις, να συγκρίνεις, να λογοδοτείς, να διεκδικείς, να αντιδράς και να υποχωρείς, όλα την ίδια στιγμή. Κι αυτό το γαρμπίλι που μέρες τώρα βράζει στην μπετονιέρα, μου φαίνεται πως θα βγάλει κάμποσες κακοτεχνίες. Από μια άποψη, χίλιες φορές καλύτερα που γέρασα και δεν αποτελώ πια δέλεαρ για κανέναν πολιτικό σχηματισμό. Ας έχουν το μυαλό τους οι μικροί να μην πέσουν σε τίποτε εργολάβους λαμόγια και πολιτικούς παιδοτρίβες της συμφοράς. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος ο Αϊ-Βασίλης είναι σκέτη λέρα.

Καλησπέρα κατάθλιψη

Σάββατο βράδυ, κατεβαίνοντας τη Μαυρομματαίων για το Τριανόν, τους είδα στη γωνία της Πατησίων, καμιά δεκαπενταριά με μαύρους φερετζέδες, λοστούς στα χέρια και μια μολότοφ. Δεν ήταν έφηβοι, σίγουρα ηλικίες μετά τα είκοσι. Μια κοπέλα ανάμεσά τους. Διέκρινα καθαρά το μπουκάλι με το κουρέλι να κρέμεται, έτοιμο να πάρει φωτιά, να κάψει τι; Με έκοψε φόβος, τάχυνα το βήμα, να βρεθώ στο σινεμά. Όλη την ώρα είχα άγχος, μη γίνει τίποτα εκεί κοντά και κλειστούμε μέσα. Βγαίνοντας είδαμε τι είχαν κάψει- τις δυο Εθνικές στην Πατησίων, τον Γερμανό και τη Βόνταφον, κι είχαν σπάσει ενδιαμέσως πολλές βιτρίνες. Η κατάθλιψη που είχε αρχίσει να διαλύεται μετά το ειρηνικό μήνυμα του Συντάγματος το πρωί, με ξανάπιασε. Και ενοχές που δεν μίλησα, δεν έκανα τίποτα, φοβήθηκα τόσο. Θα νόμιζαν ότι δεν με νοιάζει, ότι ίσως αρέσκομαι. Τι μπορούσα να τους πω; Για τα παιδιά που πέρασαν όλη την ημέρα μπροστά στη Βουλή κρατώντας το πανό με το σύνθημα εναντίον της βίας; Ή μήπως για τη ζεστασιά που δίνουν στη νύχτα οι φωτισμένες βιτρίνες; Μας βάζουν σε πειρασμό οι βιτρίνες, άρα; Φωτιά και τσεκούρι, ή μάλλον σιδηρολοστός. Κακά τα ψέματα, ό,τι και να λέω εκ των υστέρων, εκείνη την ώρα με έκοψε φόβος. Χειρότερος από ό,τι όταν βλέπω ΜΑΤ σε κατάσταση έξαρσης. Γιατί στα ΜΑΤ δικαιούμαι να φωνάξω, και καμιά φορά φωνάζω, εδώ όμως ήταν σαν να έβλεπα τυφλούς, να μη φορούσαν τα μαύρα μαντίλια κάτω από τα μάτια, να έκλειναν με αυτά μάτια και αυτιά. Έπρεπε να έχω ειδική εκπαίδευση πολίτη που ζει σε ειδικές συνθήκες, αλλά ούτως ή άλλως στις συνθήκες αυτές δεν υπάρχει διάλογος.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Τσοβόλα, δώς τα όλα

Πριν από λίγες εβδομάδες βρέθηκα εκτός Αθηνών για ένα δικαστήριο, όπου την υπόθεση είχε αναλάβει ο Δημήτρης Τσοβόλας. Εγιναν τα δέοντα και περιμέναμε ατελείωτες ώρες μας μαζέψει το πλοίο για Πειραιά. Εκεί έγινα μάρτυρας σ' ένα ενδιαφέρον θέαμα που θέλω σήμερα, λόγω της επικαιρότητας, να το καταγράψω. Ο άνθρωπος είναι είδωλο. Ναι, ο Τσοβόλας. Ο γνωστός, με το τσουλούφι και το ταλαιπωρημένο κοστούμι. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί: Πανικός. Τα «γεια σου πρόεδρε» και τα «καλημέρα σας» αντηχούσαν σ' όλη τη Σύρο. Τον σταματούσαν κάθε τρία μέτρα για να του σφίξουν το χέρι... Το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι νέοι: Πού τον ήξεραν οι πιτσιρικάδες τον Τσοβόλα; Μιλάμε για κατάσταση ρισπέκτ, όχι αστεία. Τα κινητά έπαιρναν φωτιά, να φωτογραφηθούν μαζί, να τον τραβήξουν ένα βιντεάκι για να το στείλουν στο... κορίτσι τους, να κάνουν εντύπωση. «Ετσι είναι κάθε μέρα;» τον ρώτησα πανηλιθίως. «Κάθε μέρα», παραδέχτηκε πανσέμνως. Τι ήξερα για τον Τσοβόλα; Λίγα πράγματα, μετά το 89. Οτι έχει επιστρέψει στη δικηγορία. Οτι έχει ξεκόψει από τη «σκληρή» πολιτική. Οτι έδωσε μάχη για την υγεία του, δύσκολη, και στάθηκε όρθιος. Οτι κάποτε ήταν πανίσχυρος και μετά «έπεσε». (Τέτοια «πτώση», πιστέψτε με, θα τη λιγουρεύονταν πολλοί εν ενεργεία πανίσχυροι). Ολες αυτές οι εικόνες ήρθαν στο μυαλό μου, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Δημήτρης Τσοβόλας ήταν αυτός που ανέλαβε τη νομική εκπροσώπηση της οικογένειας του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Λόγω των γεγονότων, αλλά και των αχαρακτήριστων δηλώσεων της «υπερασπιστικής γραμμής», η υπόθεση Γρηγορόπουλου έγινε σχεδόν προσωπικό θέμα του καθενός μας. Σαν ιστορική ειρωνεία, ακούγεται στ αυτιά μου το παλιό σύνθημα, που τότε το είχα βρει πολύ λαϊκάντζα για τα γούστα μου: «Τσοβόλα, δώς τα όλα». Κι αυτήν τη φορά, πιστεύω ότι μπορεί να το κάνει.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Τι ωραίο πλιάτσικο!

Θερμά συγχαρητήρια σε όλους μας για το πιο θεαματικό, το πιο οργανωμένο, το πιο επιτυχημένο πλιάτσικο της δεκαετίας: αυτό που στήθηκε πάνω από ένα σκοτωμένο παιδάκι. Για το κομματικό πλιάτσικο: όλοι εναντίον όλων, βουρ στον πατσά κι ό,τι αρπάξουμε. Αλλος θέλει εκλογές, άλλος υπουργείο, άλλος θέλει μοναδούλες στις δημοσκοπήσεις, άλλος προσπαθεί να αρμέξει συσπείρωση. Ορμάμε στην αναμπουμπούλα και βουτάμε. Μέσα στη σύγχυση, όλοι από κάτι παίρνουν, όλοι κάποιο κόκαλο γλείφουν, και φεύγουν ευχαριστημένοι. Για το τηλεοπτικό πλιάτσικο: για τις κάμερες-όρνια στο νεκροταφείο, για τα κλεμμένα πλάνα στο πρόσωπο της μαμάς, για τη δημοσίευση χρήσιμων στην κοινή γνώμη λεπτομερειών όπως «παιδί χωρισμένων γονιών» και «πλουσιόπαιδο του Ψυχικού». Για το επικοινωνιακό πλιάτσικο: τι ωραία πλάνα, τι ωραίες φωτιές, τι μαζική διαδήλωση, τι κακοί κουκουλοφόροι, τι απελπισμένα παιδιά, τι γουρούνια οι μπάτσοι, επιτέλους, πού είναι η αστυνομία; Ολα αυτά, τα εντελώς αντίθετα, χωρίς το παραμικρό συμπέρασμα που θα μπορούσε να φωτίσει τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις - αυτό, προς Θεού, δεν θα συνέφερε κανέναν. Για το ρατσιστικό πλιάτσικο: μην ξεχάσουμε, βέβαια, και τους «αλλοδαπούς» που έκλεβαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Γιατί να χάσουμε την ευκαιρία να κάνουμε μαύρους στο ξύλο και καμιά εκατοστή πεινασμένους φουκαράδες; Αυτοί, έτσι κι αλλιώς, δεν μετράνε για ζωές κανονικές, αλλιώς έπρεπε να έχουμε τέτοιες εκρήξεις διαμαρτυρίας, σε όλη την Ελλάδα, τρεις φορές την ημέρα. Ηταν υπέροχα. Και τώρα πάμε για σουβλάκια. Τι θα βάλεις στο ρεβεγιόν, Σούλα μου;

Η δίκη

Μακάρι να είχαμε τη δύναμη να μπούμε στον δρόμο αυτής της σφαίρας, να σωζόταν ο μικρός. Ομως δεν την είχαμε. Εγινε το έγκλημα, πιάστηκε ο ένοχος και τώρα γίνεται η δίκη. Η τηλεοπτική, εικονική δίκη, με συνοπτικές διαδικασίες, κορώνες, ουρλιαχτά και αφορισμούς. Δύο ή τρία χρόνια μετά, στις αληθινές δίκες, είμαστε πιο «φρόνιμοι». Αποδεχόμαστε την επιβολή ποινών επιπέδου τροχαίας παράβασης, τις επιεικείς τιμωρίες και, πολύ συχνά, τις αθωώσεις. Ποιος θα θυμάται το σκοτωμένο παιδί μετά από τρία χρόνια; Σίγουρα όχι οι δεκάδες χιλιάδες των πολιτών που σήμερα, οργισμένοι, ζητάνε την τιμωρία των ενόχων. Οσο εύκολα θυμώνουμε, άλλο τόσο εύκολα ξεχνάμε. Ο πιτσιρικάς ξεψύχησε τη νύχτα του Σαββάτου, αλλά η σφαίρα που τον σκότωσε έκανε μεγάλη διαδρομή μέσα στα χρόνια για να τον πετύχει στο στήθος. Από το πρώτο «μπαμ» που ξέκανε τον Καλτεζά, η σφαίρα αυτή εξοστρακίστηκε σε χοντρούς τοίχους δικαστηρίων, χτύπησε πάνω σε τσιμεντένιες ζαρντινιέρες, λοξοδρόμησε στη Θεσσαλονίκη, θερίζοντας έναν δεκαεφτάχρονο Σέρβο στη μέση της Τσιμισκή. Ενδιαμέσως, πήρε μαζί της και κάμποσους άλλους. Κι όλα αυτά τα χρόνια, αυτή η ίδια σφαίρα κέρδιζε δύναμη θανάτου τρεφόμενη από τη δική μας αδιαφορία κι από τη δική τους ατιμωρησία. Αυτή η σφαίρα «έτρεχε» επί είκοσι τέσσερα χρόνια, με στόχο την καρδιά του «Γκρέγκορυ», όπως τον έλεγαν οι κολλητοί του. Κανείς δεν μπήκε στον δρόμο της να τη σταματήσει. Είμαστε πολύ ανήμποροι, πολύ ανίκανοι, ή πολύ χορτάτοι. Και είμαστε όλοι ένοχοι. Αν δεν τη σταματήσει κάποιος τώρα, σήμερα, η ίδια σφαίρα θα εξακολουθεί να σφυρίζει, αδέσποτη, ανεξέλεγκτη, και το ίδιο θανάσιμη, πάνω από τα κεφάλια μας. Και η τάξη του 2008, οι ενήλικες του μεθαύριο, με δικές τους πια οικογένειες, θα συντρίβονται από την ίδια σφαίρα, όταν θα χτυπήσει, ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, κάποιο από τα δικά τους παιδιά, που δεν έχει γεννηθεί ακόμα.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

«Έσωθεν θυμός» και οργάνωση

Το 2006 και το 2007 στην Κοπεγχάγη, το κλείσιμο του «Σπιτιού της Νεολαίας»- ενός αντισυμβατικού στεκιού νέων- προκάλεσε θύελλα μαζικών αντιδράσεων και πρωτόγνωρης έκτασης συγκρούσεις ανάμεσα σε χιλιάδες νέους (με πρωτοπόρους τους αναρχικούς) και την αστυνομία. Το 2005, η έκρηξη βίας στα προάστια του Παρισιού έφερε τη χώρα στα πρόθυρα του καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης». Οι πιο πάνω αντιπαραθέσεις, όπως και οι μετωπικές μάχες με την αστυνομία του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, παραπέμπουν, παρά τη διαφορετικότητά τους, σε ένα κοινό- στον πυρήνα του- φαινόμενο: τη σταδιακή καθιέρωση μορφών οργάνωσης, δημόσιας έκφρασης και δημόσιας δράσης, που υπερβαίνουν τους παραδοσιακούς τρόπους του ασκείν πολιτική και αγνοούν το θεσμικό πολιτικό σύστημα. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, το μείζον γεγονός ήταν πάντα το μέγεθος των κινητοποιήσεων, ο μεγάλος αριθμός των εμπλεκομένων, η έκταση της βίας, η έκπληξη και το ξάφνιασμα των κυρίαρχων ελίτ. Τα γεγονότα της Αθήνας είναι, συνεπώς, πιθανόν να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο ρεύμα «μικρών» εξεγέρσεων, που εμφανίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Στην αφετηρία αυτού του νέου ρεύματος βρίσκεται η διαμόρφωση ενός δυναμικού διαμαρτυρίας , που αγγίζει σημαντικά τμήματα της νεολαίας αλλά και των φτωχότερων νεώτερων ηλικιακά εργατικών στρωμάτων. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αιτίες (σε διαφορετική δοσολογία ανάλογα με τη χώρα) εξηγούν την εμφάνισή του. Το σιωπηλό ή κοιμισμένο αυτό δυναμικό, όταν υπάρξει μια θρυαλλίδα, ξαφνικά παίρνει φωτιά, τινάζεται σαν ελατήριο και, τότε, συνταράσσει με τη δράση του μια πόλη ή μια χώρα. Μέχρι φυσικά να επιστρέψει, φθαρμένο το ίδιο από τη βία που ασκούν οι πιο ακραίες συνιστώσες του, στη χειμερία νάρκη του. Οι αιτίες, όμως, δεν είναι μόνο κοινωνικές είναι και οργανωτικές. Η εξασθένιση των δομών - κομματικών, συνδικαλιστικών και πολιτισμικών-, που παραδοσιακά είχαν ως ρόλο να οργανώνουν, να πλαισιώνουν και να εκπροσωπούν τους «εκτός συστήματος» ή τους «αδικημένους», έχει αφαιρέσει από το σημερινό δυναμικό διαμαρτυρίας τα κανάλια έκφρασης και αντιπροσώπευσής του. Αυτό καθιστά τη διαμαρτυρία, όταν ξεσπάει, χαοτική και ανεξέλεγκτη. Την καθιστά «αναρχική». Εν τούτοις, ανεξέλεγκτη και χαοτική δεν σημαίνει ανοργάνωτη. Η έλλειψη περιεκτικής οργάνωσης διευκολύνει την κυριαρχία άλλου τύπου οργανωτικών δομών, για παράδειγμα: των μικρών, αλλά ευκίνητων αντιεξουσιαστικών ομάδων ή των μικρών οργανωτικών δικτύων στις παρυφές της επίσημης Αριστεράς- οι οποίες έλκονται από τη βία, έχουν θεοποιήσει τη «μάχη των δρόμων» και ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ είναι πιθανόν να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο ρεύμα «μικρών» εξεγέρσεων, που εμφανίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις έχουν σχηματίσει το φαντασιακό τους στη βάση της αντιπαράθεσης με το κράτος. Οι θεωρίες του «μεγάλου θυμού» των προοδευτικών διανοουμένων υποβαθμίζουν την οργανωμένη διάσταση της βίας, την οποία έζησαν οι ελληνικές πόλεις τις τελευταίες ημέρες. Υποβαθμίζουν, επίσης, την αποτελεσματικότητα της τυφλής τακτικής «κλέφτες και αστυνόμοι» του Πολύδωρα, η οποία την περίοδο των εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων συνειδητά ανέδειξε σε πολιτικό «παίχτη» τις αντιεξουσιαστικές ομάδες (σε αντίθεση με την πιο μετρημένη προσέγγιση Παυλόπουλου). Εάν, συνεπώς, είναι βέβαιο ότι ο «αυτοδίδακτος έσωθεν θυμός», όπως θα έλεγε ο Αισχύλος, οδήγησε στον δρόμο χιλιάδες νέους, είναι άλλο τόσο βέβαιο ότι το μέγεθος των καταστροφών υπήρξε πρωτίστως το προϊόν της δράσης οργανωμένων «πρωτοποριών». Οι πολιτικές ελίτ έχουν υποτιμήσει, όταν δεν αγνοούν τελείως, αυτό το «μεταμοντέρνο» δυναμικό διαμαρτυρίας που αναπτύσσεται στις σύγχρονες κοινωνίες. Το γεγονός ότι μεταξύ δύο εκρήξεων, συνήθως, μεσολαβεί μια μάλλον μακρά περίοδος νηνεμίας ευνοεί την τάση υποτίμησής του. Ωστόσο, αυτού του τύπου οι κινητοποιήσεις αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης πολιτικής. Τα θεσμικά κόμματα θα βρεθούν και στο μέλλον απέναντι σε αυτό τον τύπο διαμαρτυρίας. Και κατά πάσα πιθανότητα, θα τον αντιμετωπίσουν όπως και σήμερα: με ξύλινο λόγο, με ανάσυρση αναλύσεων παλαιάς κοπής και με προσπάθεια αποκόμισης βραχυπρόθεσμου πολιτικού πλεονεκτήματος. Τα κόμματα, και εδώ και στην Ευρώπη, δεν μπορούν να διαχειριστούν αυτό το «μεταμοντέρνο» δυναμικό διαμαρτυρίας που τα υπερβαίνει- και πολιτισμικά και πνευματικά και οργανωτικά. Ταυτόχρονα, αυτό το δυναμικό δεν είναι ούτε τόσο ισχυρό ούτε δομημένο ή συνεκτικό για να βρει τη δική του, όποια και αν είναι αυτή, πολιτική έκφραση. Στοιχείο της σύγχρονης πολιτικής γίνεται, έτσι, η ανάδυση μιας μη θεσμικής πολιτικής, δίπλα στην επίσημη θεσμιμένη πολιτική. Η μη θεσμική πολιτική δημιουργεί την αίσθηση ότι το πολιτικό πεδίο μεγεθύνεται για να συμπεριλάβει τις νέες μορφές πολιτικής κινητοποίησης. Όμως, οι αιτίες που γεννούν τη μη θεσμική, πολύ δε περισσότερο την παραβατική, δράση είναι οι ίδιες που δεν επιτρέπουν την ένταξή της στο σύστημα. Θεσμική και μη θεσμική δράση θα συνυπάρχουν, χωρίς να συναντώνται. Όπως ακριβώς δύο παράλληλες ευθείες, που δεν τέμνονται ποτέ. Αυτός ο νέος δυϊσμός, εμφανής ήδη στην Ευρώπη, έκανε με επιβλητικό τρόπο την εμφάνισή του και στην Ελλάδα. Το ελληνικό όμως πολιτικό σύστημα, ξεγυμνωμένο από αξίες και αναποτελεσματικό, με τις «ελίτ της συμφοράς» (Α. Καρκαγιάννης) να δίνουν τον τόνο, θα έχει μεγαλύτερη δυσκολία να τον διαχειριστεί.

Το game τελείωσε, το παιχνίδι αρχίζει

Και τώρα τα καλά νέα: Καλά νέα; Υπάρχουν; Ναι, ο ασθενής αντιδρά. Κινείται, κλωτσάει, αναπνέει. Πεσμένος κάτω τόσο καιρό, δεχόταν το ένα μετά το άλλο τα πυρά, ενώ άσχημες μυρωδιές μπούκωναν τα ρουθούνια του. Γύρω, αχόρταγα στόματα ανοιγόκλειναν και δεν άφηναν ψίχουλο από το μεγάλο φαγοπότι. Και κάπου μεταξύ του δώσε - πάρε και- κράτα- και- κάτι- στην- άκρη- για- τους - δικούς- μας, όλοι εκείνοι έξω ξεχάστηκαν, ήσυχοι πως τα παιδιά βλέπουν τηλεόραση. Θα παίζουν- έλεγαν- μέσα σε μακάρια ηρεμία κανένα παιχνίδι, περνώντας από τη μία πίστα στην άλλη και κερδίζοντας πόντους και πυρομαχικά για το επόμενο επίπεδο. Πολλοί το νόμιζαν αυτό, ακόμη και αυτοί που δεν θα έπρεπε να το νομίζουν- και η σφαίρα τρύπησε την καρδιά και το μεγάλο μπαλόνι της ανοχής. Και αυτό έσκασε. Με δύναμη. Αντίδραση και δράση. Σαν να ανέβηκε στην επιφάνεια από δυνάμεις της άνωσης το κομμάτι του Νick Lowe «Ι Love the sound of breaking class» και βρήκε από μόνο του τον δρόμο για να «παίξει»- είναι παλιό, αλλά μπήκε στην καινούργια συλλογή του «Jesus Οf Cool» και ξετρύπωσε πάνω στην ώρα. Έτσι, με αυτόν τον ήχο των τζαμιών που σπάνε, ξύπνησαν και είδαν τους καναπέδες άδειους, το σαλόνι ατσαλάκωτο, την τηλεόραση ανάποδα. Το game τελείωσε, το παιχνίδι αρχίζει. Πάνω στην ώρα, που λέτε, όπως κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες εμφανίστηκε ο κυρ Αλέξανδρος, κατεβαίνοντας τη Σόλωνος προς την πλατεία και περπατώντας αργά με το κεφάλι σκυμμένο- ποιος να ΄ξερε τι να ΄τρεχε στο μυαλό ενός κοσμοκαλόγερου τέτοιους καιρούς. Αν άλλες φορές διάβαζες το βλέμμα του, αυτή τη φορά δεν φαινόταν καθαρά, σαν σαστισμένος φαινόταν, σαν απίστευτα να τα έβλεπε όλα αυτά, αλλιώς την ήξερε την εκκλησία κι αλλιώς τον άνθρωπο. Περπάτησε ανάμεσα σε σπασμένες βιτρίνες, κιτρινισμένες σελίδες, αναποδογυρισμένα κομπιούτερ και κάπου στο βάθος, αν δεν με γελούσαν τα μάτια μου από τους καπνούς, τον είδα να μιλάει με ένα παιδί. Και μετά πάλι χάθηκε, δεν ήταν κανείς εκεί πέρα. Είπαν λοιπόν οι αρμόδιοι σε αυτή την πόλη να φωτίσουν τον Δρομέα εορταστικά. Καλή κίνηση νομίζω πως είναι. Γιατί ο δρόμος πάντα κάπου θα σε βγάλει.

Εξάρχεια

Τι γύρευαν παιδιά από το Ψυχικό να γιορτάζουν στα Εξάρχεια, αναρωτιούνται πολλοί, και ο δικηγόρος του ειδικού φρουρού ρίχνει κιόλας λάσπη- κάτι δεν πήγαινε καλά, σου λέει, με το παιδί αυτό. Επειδή και τα δικά μου παιδιά στα Εξάρχεια τριγυρίζουν, φοράνε φούτερ με κουκούλες, να σας εξηγήσω όσο μπορώ: τα Εξάρχεια είναι χώρος ενδιαφέρων. Έχει μαγαζιά με κόμικς που δεν βρίσκεις αλλού, προχωρημένα ηλεκτρονικά, ρουχάδικα, βιβλιοπωλεία, στους τοίχους αφίσες με αστεία και ανατρεπτικά συνθήματα, πρωτότυπες ιδέες. Γενικά μια αύρα ελευθερίας που υπόσχεται πρωτότυπες ανταλλαγές ιδεών, ήταν πάντα γειτονιά φοιτητική και καλλιτεχνική. Από όλα αυτά τα ωραία, το κράτος έβλεπε μόνο τις ομάδες καταστροφέων, φρουρούσε την περιοχή με ΜΑΤ. Και οι δημοσιογράφοι μιλούσαν και έγραφαν με ελαφριά καρδιά για το «κράτος των Εξαρχείων». Συμπεριφορά συντηρητικής κοινωνίας. Τώρα λένε ότι τα Εξάρχεια εξήχθησαν παντού, και δεν εννοούν την ελευθερία και τις ιδέες, αλλά τη βία. Από όλον τον πλούτο, τις τάσεις, το πιο φτωχό, πρωτόγονο, βάρβαρο κομμάτι κυριάρχησε. Ανάμεσα στις ιδέες που εκφράζονταν, ήταν και οι αναρχικές, οι μηδενιστικές, οι ακραίες. Έχουν ενδιαφέρον ως αναλύσεις. Νομίζω όμως ότι ούτε οι ίδιοι οι φορείς αυτών των ιδεών δεν είχαν αποφασίσει αν έπρεπε να καταλυθεί το αστικό κράτος με φωτιά και τσεκούρι τη νύχτα που βγήκαν οι καταστροφείς και έκαιγαν την πόλη. Δεν μπορώ να δω την εφαρμογή καμίας ιδέας, Εξαρχείων ή μη, ούτε του Μπακούνιν, ούτε καν κάποιου μεθυσμένου πυρομανούς, στο να κοπανάς με λοστό ένα βανάκι της Πυροσβεστικής- μια κοινή περιουσία που χρησιμεύει να σβήνεις φωτιά- και να το πυρπολείς. Αλλά φοβάμαι ότι άδικα προσπαθούν οι μαθητές να ξεχωρίσουν από τους τρελούς και οργανώνουν ειρηνικές και ευφάνταστες διαμαρτυρίες· το μπάχαλο μόνο προκαλεί ενδιαφέρον.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Η οργή της ανημπόριας

Αυτό το γραπτό θέλει να είναι πριν απ΄ όλα έκφραση του συναισθήματος οργής που διακατέχει χιλιάδες, ενήμερους, πολιτικοποιημένους πολίτες, που τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούν ανήμποροι τον εκφυλισμό, τη σπέκουλα, τη δημαγωγία και τον κυνισμό να βασιλεύουν χωρίς αντιστάσεις, χωρίς φραγμούς, χωρίς αιδώ. Είναι σύμπτωμα των καιρών. Κάθε τόσο έρχεται ένα γεγονός, αυτήν τη φορά ιδιαίτερα τραγικό όπως η δολοφονία του μαθητή, για να φωτίσει σαν αστραπή, ξαφνικά και για λίγο, την ευκολία με την οποία μπορεί να οδηγηθεί στο πολιτικό- κοινωνικό ξεχαρβάλωμα αυτή η χώρα. Θάνατος προαγγελθείς, που μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε στον χώρο της ενδημικής βίας ο οποίος ορίζεται από τα Εξάρχεια και το συλημένο άσυλο των όμορων πανεπιστημιακών κτιρίων. Δεν θα μιλήσω για την πολιτική κρίση, τη βλέπουμε. Μια κυβέρνηση που έχει πάψει να κυβερνά αφήνοντάς μας να δούμε τη φθορά που έχει προκαλέσει στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών. Μια διαχείριση της κρίσης από αθεράπευτα ενοχικούς δεξιούς που αισθάνονται ανεπανόρθωτα «εγγονοί του Γκοτζαμάνη». Ένα κομματικό σύστημα που οργάνωσε εννέα ξεχωριστές διαδηλώσεις μέσα σε τρεις ημέρες για να «τιμήσει» τον νεκρό. Σαν η τιμή να ήταν συλλυπητήριο μπιλιέτο που το υπογράφει ο καθένας μόνος του. Η μικροκομματική πολιτική τεμάχισε ώς και την κοινωνική συγκίνηση. Αυτό που ζήσαμε και ζούμε δεν είναι επίπτωση της κρίσης. Προηγείται της κρίσης. Είναι το κύμα ενός «τσουνάμι» που έχει ως επίκεντρο την κρίση αυθεντίας των κεντρικών θεσμών που ξεφτιλίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Ο ένας μετά τον άλλον. Δικαστικό σύστημα, Εκκλησία, Πανεπιστήμια και Δημόσια Εκπαίδευση, Κοινωνικές Υπηρεσίες. Μαζί φυσικά και το πολιτικο-κομματικό-μιντιακό σύστημα, όπως και η κρατούσα ιδεολογία της ιστορικής Αριστεράς. Οτιδήποτε δηλαδή μπορούσε να παραγάγει κυβερνησιμότητα, ασφάλεια και προσανατολισμό. Το κύμα λοιπόν έφτασε και πλημμύρισε όλους τους πόρους μιας κοινωνίας που ζει σε συνθήκες υποβόσκουσας έντασης. Όχι γιατί φτώχυνε ξαφνικά ή γιατί βίωσε μια δυσβάστακτη όξυνση των ανισοτήτων. Δεν ζούμε το ξέσπασμα μιας τέτοιας κοινωνίας. Η ένταση πηγάζει από τη διαίσθηση του εύθραυστου της ευμάρειας, από την εμπειρία μιας πραγματικής ή την αγωνία μιας πιθανής καταναλωτικής- κοινωνικής υποβάθμισης, από το βίωμα μικρών προς το παρόν «ταξικών εκπεσμών» και οπωσδήποτε από το μπλοκάρισμα της ανοδικής κινητικότητας για τους πολλούς. Από τη συνειδητοποίηση ότι η συναίνεση που όλοι δώσαμε στον συνδυασμό ιδιωτικού πλουτισμού και δημόσιας φτώχειας, γυρνάει τώρα και μας εκδικείται. Το κύμα έφτασε και στο εσωτερικό της ελληνικής οικογένειας. Εκεί όπου ώς τώρα εξομαλύνονται οι μεγάλες οικονομικέςκοινωνικές αντιφάσεις του «μοντέλου ανάπτυξης». Εξομαλύνονται τρόπος του λέγειν. Στην ουσία πρόκειται για έναν «διαγενεακό συμβιβασμό» που έχει επιτευχθεί εις βάρος των νέων. Οι νέοι στερούνται επί μακρόν τα μέσα αυτονόμησής τους από τους γονείς (εργασία, ικανοποιητική εκπαίδευση, υποστηρικτικές κοινωνικές πολιτικές) και οι γενιές των γονέων «ανταποδίδουν» με την παράταση της «προστασίας». Για το μεγαλύτερο μέρος των χαμηλών- μεσαίων στρωμάτων, πρόκειται για την παράταση μιας επίπλαστης συμμετοχής στην καταναλωτική κοινωνία με άγνωστο μέλλον. Το μεγαλύτερο όμως κόστος που πληρώνουν οι νέοι δεν είναι οικονομικό- κοινωνικό αλλά ψυχολογικό. Η κοινωνία των «μεγάλων» τους στερεί τη δυνατότητα ομαλής ενηλικίωσης, τους δίνει προσδοκίες χωρίς ρεαλισμό, δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, κατανάλωση χωρίς μόχθο, αυταπάτες επιλογών χωρίς οριοθετήσεις. Αν οι νέοι καταλάβαιναν το κόστος που πληρώνουν στον «διαγενεακό συμβιβασμό» με την παράταση της εξάρτησης, θα εξοργίζονταν πραγματικά. Σε πείσμα της διάχυτης «νεολαγνείας», το «κίνημα» που βλέπουμε σήμερα δεν εκφράζει ούτε πηγάζει από αυτήν τη δύσκολη νεολαιίστικη κατάσταση. Πρόκειται για την κοινωνικοπολιτική παθογένειά του. Θα ήταν μακροπρόθεσμα δραματικό οι νεώτερες γενιές των Γυμνασίων και των Λυκείων να πολιτικοποιηθούν με βάση τους κώδικες των Εξαρχείων και των «μπαχαλάκηδων», θεωρώντας ότι έτσι θα αποκαταστήσουμε τρόπους επικοινωνίας και μελλοντικού επηρεασμού. Το βλέπουμε ήδη μπροστά μας. Θέλουμε να «πολιτικοποιήσουμε» μια γενιά με την εντύπωση ότι το Κράτος είναι το Αστυνομικό Τμήμα; Ότι η πεμπτουσία της πολιτικής είναι το απολίτικο, σχεδόν φασιστικό «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»; Ζούμε το ξέσπασμα μιας πολιτικά πληγωμένης κοινωνίας που έχει συσσωρεύσει εντάσεις πριν ακόμα από την κρίση. Προτού επανέλθουμε στην πολιτική ρουτίνα, προτού υποταχτούμε και πάλι στους απατεώνες λαϊκιστές των μίντια που ντύθηκαν την προβιά του «αντιεξουσιαστή», ας εκμεταλλευτούμε το πρόσκαιρο φως της αστραπής για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του ξεχαρβαλώματος και το κόστος της γενικευμένης δημαγωγίας. Γιατί έρχονται πιο δύσκολοι καιροί, καθώς μόλις τώρα μας αγγίζουν οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης. Παρά το αριστερό στερεότυπο, συχνά οι κρίσεις λειτουργούν «πειθαρχικά», επιβεβαιώνουν την ισχύ των ισχυρών και την αδυναμία των αδύναμων. Τα δραματικά γεγονότα μάς έδειξαν μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, πόσο αναγκαίο είναι να ανοίξουμε τον «φάκελο νεολαία» μαζί με τον «φάκελο φτώχεια» και ένα αξιοπρεπές ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως «κάτω όριο» στο κοινωνικό κόστος της κρίσης. Τουλάχιστον έτσι δεν θα πάει χαμένο το πένθος, οι καταστροφές και η οργή της ανημπόριας μιας συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας.

Το Πνεύμα των Χριστουγέννων

Oι χριστουγεννιάτικες βιτρίνες φέτος έβγαλαν αντί να βάλουν τα γιορτινά τους στην Αθήνα. Έτσι, το δώρο που σκεφτόμουν να πάρω τα Χριστούγεννα, άκυρο. Το κατάστημα κάηκε. Ο ΑϊΒασίλης έχασε τον δρόμο του και τα ξύλινα στρατιωτάκια έπεσαν από τον σάκο του, καθώς οι τάρανδοι ζαλισμένοι από τα δακρυγόνα φρέναραν απότομα στην Πανεπιστημίου. Τα φετινά Χριστούγεννα κάηκαν, πληγώθηκαν, αιμορραγούν και θρηνούν για το δεκαπεντάχρονο αγόρι, που τόλμησε να σταθεί όρθιο απέναντι σε αυτούς που επιβάλλουν τον νόμο και την τάξη και το πλήρωσε με τη ζωή του. Δύο μέρες μετά τα όργανα της τάξης σφύριζαν αδιάφορα στις πορείες, τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις. Αυτοί που εύκολα τραβούν τη σκανδάλη και σημαδεύουν, δυσκολεύονται αίφνης να συνοδεύσουν τα πυροσβεστικά οχήματα για να σβήσουν τις φωτιές στα καταστήματα και παρακολουθούν απτόητοι τις λεηλασίες. Είναι το ίδιο παραμύθι που πουλάνε κάθε φορά μετά την κατάχρηση εξουσίας. Φορούν την προβιά και στέκονται εκ νέου ανίκανοι να επιτελέσουν το έργο της προστασίας της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να σκέφτηκε πως αν φανούν κακοί οι διαδηλωτές στα μάτια του κόσμου, εκείνοι αυτόματα θα φανούν καλύτεροι. Αυτή η αλληλουχία γαλόνια και καδρόνια, φωτιές και δακρυγόνα, άνοιξε μαγαζιά και έκλεισε σπίτια. Νισάφι πια. Ας σεβαστούν, αν μη τι άλλο, το Πνεύμα των Χριστουγέννων!

Οι «βεντέτες» και τα «γκέτο»

Έχουν, λέει, βεντέτα τα ΜΑΤ με τους αναρχικούς στα Εξάρχεια! Άκου να δεις! Τι είναι δηλαδή τα ΜΑΤ για να έχουν βεντέτες; Τάγματα ατάκτων είναι, τίποτα φίλαθλοι ή οικογένεια Μανιατών οχυρωμένη στον πύργο της; Δεν είναι ελληνικό κράτος τα ΜΑΤ; Σε αυτό το κράτος, οι ηγέτες του οποίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός, εξέφρασαν τη βαθύτατη οδύνη τους στην οικογένεια του παιδιού που σκότωσε ο ΜΑΤατζής; Δεν υπάγονται σε υπουργείο τα ΜΑΤ, δεν πληρώνονται από το κρατικό ταμείο; Κι αν δεν έχουν καταλάβει τα ίδια τι ρόλο παίζουν και πιάνουν βεντέτες από παρεξήγηση, τους εξαφανίζεις από την κυκλοφορία μέχρι να τους περάσει και η βεντέτα και οι βεντετισμοί. Δεν είναι δυνατόν ούτε να δεχόμαστε να ακούμε τέτοιες φράσεις. Ή την άλλη εξυπνάδα, το «γκέτο των Εξαρχείων». Εκτός αν αποφασίζεις, εσύ το κράτος, να ζήσεις με βεντέτες που ανθούν όχι απλώς στην επικράτειά σου, αλλά στα ίδια σου τα μισθωτά όργανα, οπότε έχεις αυτοκτονήσει ως κράτος. Δεν υπάρχεις, καταργείς την κρατική κυριαρχία αν επιτρέπεις σε ΜΑΤ ή οτιδήποτε άλλους να χρησιμοποιούν όπως τους καπνίσει τα όπλα που τους έχεις δώσει για να υπερασπίζονται τη νομιμότητα. Κλείσ΄ το το μαγαζί, δεν έχει νόημα. Αλλά θα μου πεις, όταν γίνεται η δίκη «της ζαρντινιέρας» και μόνο που δεν τον ξαναδέρνουν τον νεαρό επειδή τις έφαγε τότε από την Αστυνομία, ξεχνάνε τα ΜΑΤ τι ρόλο παίζουν και ξεχνάμε κι οι υπόλοιποι τι ρόλο παίζουν κι αυτοί κι εμείς. Παύουμε να είμαστε πολίτες, παύουμε να είμαστε Πολιτεία, παραδινόμαστε μοιραίοι στον νόμο της ζούγκλας και του ισχυροτέρου, πίσω στην καθυστέρηση, στον Μεσαίωνα, στην αυθαιρεσία, στον αυταρχισμό, στη σύγχυση και την ανομία. Για συνέλθετε λίγο, μην τρελαθούμε τελείως.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Ντρέπομαι...

Στη γωνιακή κολόνα της ΔΕΗ στον δρόμο μας, το κολλημένο χαρτί έγραφε: «Ντρέπομαι που ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που σκοτώνουν ανυπεράσπιστα ζώα». Την προηγουμένη, το αγαπημένο γατάκι της γειτονιάς, ο Κεφάλας για το δικό μας σπίτι, ο Τίγρης για τους διπλανούς, άφησε με σπασμούς την τελευταία του πνοή στην άκρη του πεζοδρομίου, με φρικτό θάνατο. Κάποιοι το είχαν δηλητηριάσει. Τους ενοχλούσε. Η κτηνίατρος που φωνάξαμε επειγόντως μάς είπε πόσο επώδυνο είναι για τα ζωάκια ένα τέτοιο τέλος. Μαζευτήκαμε οι γείτονες και το θάψαμε συγκινημένοι σε έναν κήπο. Λίγες ώρες μετά, το χαρτί είχε ξεκολλήσει βίαια από την κολόνα. Και μερικές ημέρες μετά, κάποιοι «φύλακες της τάξης» και «προασπιστές των νόμων», που τους πληρώνω από τον μισθό μου και τους δίνω ένα όπλο για να με προστατεύουν από τους εγκληματίες, πυροβολούν με ευκολία- στις 9 το βράδυ μιας ζεστής δεκεμβριανής ημέρας- ένα γλυκό παιδί, που ζει την εφηβική επανάστασή του στη δύσκολη ηλικία των δεκαπέντε. Και ενοχλεί. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε παιδί: Ο Παναγιώτης, ο Βασιλάκης, ο Λεωνίδας, ο Άγγελος... Οποιοσδήποτε μαθητής της Α΄ Λυκείου, που το έχει σκάσει από το σχολείο ή που γυρνά από μια συναυλία μέταλ, εκφράζοντας έτσι- έστω και με λάθος τρόπο- την αιώνια αντίθεση των εφήβων προς τον κόσμο των μεγάλων. Ορισμένοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν τον φόνο. Δεν υπάρχει δικαιολογία. Μόνο τσαμπουκάς και θρασυδειλία για τζάμπα μάγκες. Υπάρχει μόνο έλλειψη εκπαίδευσης (τεχνικής και ψυχολογικής) των λεγόμενων σωμάτων ασφαλείας, επικίνδυνα επιπόλαιη επιλογή προσώπων για το επάγγελμα, λανθασμένος προσανατολισμός της Αστυνομίας όλης. Σε όλες τις κολόνες της Αθήνας, θέλω να κολλήσω ένα χαρτί που να λέει: «Ντρέπομαι που ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που σκοτώνουν ανυπεράσπιστα παιδιά»...

Σταματήστε τα όλα!

Μούδιασε το μυαλό μας και το σώμα μας ξεράθηκε. Δεν έχουμε πόλη πια, αλλά δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτε καλύτερο από το να οργανώσουμε καινούργιες πορείες, ειρηνικές, στην οποία θα έρθουν πάλι οι επαγγελματίες της βίας και θα οργανώσουν την πυρά για ό,τι έχει μείνει όρθιο. Το χριστουγεν- νιάτικο δέντρο και την Εθνική Βιβλιοθήκη τα χαρήκαμε που κάηκαν; Τι θα κάψουν τώρα, το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία, τη Βουλή; Δεν είναι όλα δείγματα του αστικού κράτους; Γιατί όχι την Αρχαία Αγορά και την Ακρόπολη; Η αρχαία κοινωνία ήταν πολύ χειρότερη, ήταν δουλοκτητική. Τίποτα να μη μείνει, λίθος επί λίθου... τέλειο έργο της ενδιαφέρουσας μηδενιστικής ιδεολογίας η πόλη μας. Άβουλοι, σαν υπνοβάτες, συνεχίζουμε στον δρόμο μας. Τις πορείες μας, τις απεργίες μας, δεν μας ξυπνάει τίποτα. Η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει ότι γύμνωσε από νόημα τους θεσμούς με το πλιάτσικο που άφησε να γίνει. Τα άλλα κόμματα δεν καταλαβαίνουν ότι είναι στιγμή που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι μας συμβαίνει. Ποιος θα καταλάβει; Η ΓΣΕΕ θα κάνει πορεία αύριο. Μήπως η ΓΣΕΕ νιώσει ότι αντί για πορεία πρέπει να μαζέψει συνεργεία ειδικευμένων να πάνε για επισκευές στα κατεστραμμένα κτίρια; Τι θέλουν οι εργαζόμενοι δηλαδή, να ζήσουν ο καθένας οχυρωμένος σε ένα μικρό ιδιωτικό κάστρο; Θέλουμε την πόλη μας πίσω, ναι ή όχι; Θα την αφήσουμε στη μοίρα της; Αυτά τα μαγαζιά που κάηκαν θα τα αφήσουμε στη μοίρα τους; Δεν είναι δικά μας, οι πεζόδρομοι, οι βιτρίνες, η ελπίδα για τις γιορτές, οι δημόσιοι χώροι; Έχουμε εντελώς τρελαθεί; Δεν ήταν και Παρίσι, να την κάνουμε νεκροταφείο λοιπόν; Να χάσουμε και τον ελάχιστο χώρο δημόσιας ζωής που είχαμε, πριν συνέλθουμε, τα τελευταία ψίχουλα;

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Το καζάνι βράζει

ΘΥΜΑΣΤΕ πριν από μερικούς μήνες τα γαλάζια παπαγαλάκια που άφηναν να διαρρεύσει ότι «ο Πρωθυπουργός έχει μόνο μια σφαίρα και γράφει το όνομα Τατούλης»; Πολύ φοβάμαι ότι η σφαίρα του ειδικού φρουρού που δολοφόνησε τον 15χρονο στα Εξάρχεια γράφει το όνομα του ίδιου του Πρωθυπουργού. Η συσσωρευμένη κοινωνική οργή μπορεί να εκραγεί τόσο ξαφνικά όσο... τυχαία «εκπυρσοκρότησε» το όπλο του αστυνομικού. Και η πολιτική και οικονομική κρίση να μετατραπεί σε κοινωνική. Δεν είναι η πρώτη φορά που η αστυνομική αυθαιρεσία αποτελεί τη θρυαλλίδα ευρύτερης αναταραχής. Το 1985, πάλι ένας 15χρονος έπεφτε νεκρός από την πισώπλατη σφαίρα άνδρα των ΜΑΤ. Το 1980, ένας φοιτητής και μια εργάτρια, οι Ιάκωβος Κουμής και Σταματίνα Κανελλοπούλου έχαναν τη ζωή τους από τα αστυνομικά κλομπ. Στις εξεγέρσεις στα προάστια του Παρισιού- που ξεκίνησαν από δολοφονία Αφρικανού μετανάστη- οι διαμαρτυρόμενοι μετέτρεψαν επί εβδομάδες σε κόλαση την «αστική ηρεμία». Φυσικά οι περιπτώσεις ποικίλλουν ως προς τις αιτίες. Και ουδείς μπορεί να επικροτήσει την ωμή βία απ΄ όπου και αν προέρχεται. Ωστόσο, όλες οι περιπτώσεις διάχυσης της οργής του πλήθους είχαν ως αφορμή μια αστυνομική αυθαιρεσία. Τα όργανα της τάξης μετατράπηκαν σε όργανα αταξίας. Από θεματοφύλακες της αίσθησης δικαίου και ασφάλειας του πολίτη, για τα οποίαυποτίθεται ότι- έχουν εκπαιδευτεί, μεταμορφώθηκαν σε κοινούς ταραξίες. Αφαίρεσαν ανθρώπινες ζωές είτε από εκδικητικό αίσθημα επιπέδου χουλιγκάνου είτε από φόβο (απαράδεκτο για εκπαιδευμένους) είτε λόγω ενός τονισμένου «υπερεγώ» από κηρύγματα του τύπου «το κράτος είστε εσείς». Και στις τρεις περιπτώσεις, η πολιτεία έχει αποτύχει στην αποστολή της. Ούτε την ασφάλεια των πολιτών διαφυλάττει ούτε τη ζωή τους προστατεύει ούτε τους φύλακες του νόμου προφυλάσσει. Το πώς θα χειριστεί από εδώ και πέρα τη διαμορφούμενη κατάσταση η πολιτεία μένει να αποδειχθεί- αν και τα ώς τώρα δείγματα δεν είναι ιδιαιτέρως θετικά. Τουναντίον. Οι Παυλόπουλος και Χηνοφώτης επέδειξαν ευθιξία, υποβάλλοντας τις παραιτήσεις τους- πράγμα ανήκουστο μέχρι τώρα για τη Νέα Διακυβέρνηση... Ο Πρωθυπουργός, άφαντος, αρνείται και πάλι να αναλάβειέστω τυπικά- τις πολιτικές ευθύνες. Και το καζάνι βράζει...

Υπάρχει η μέση οδός

Τι θα έκανα αν είχα παιδί; Εάν ήταν σε ηλικία που θα μπορούσε να κατέβει μόνο του να διαδηλώσει; Θα το άφηνα, εν μέσω χάους, να ασκήσει το δικαίωμά του να διαμαρτυρηθεί; Και πώς θα μπορούσα να του το αρνηθώ; Με ποιο επιχείρημα: ότι ανησυχώ; Μήπως θα με άκουγε; Μήπως θα ήθελα ένα πειθήνιο παιδί; Μόλις τρία 24ωρα πριν, η απάντηση που θα έδινα θα ήταν άμεση- αν και ομολογώ πως μιλώ θεωρητικά: «Μα φυσικά και θα το άφηνα...». Αυτό όμως ήταν «χθες», πριν από τη δολοφονία του Αλέξη. Σήμερα, που ο Αλέξης έχει πεθάνει, το πρόβλημα δεν είναι ούτε τα δακρυγόνα ούτε οι μικροφασαρίες ούτε η ελεγχόμενη ένταση. Η εκτέλεση ενός παιδιού- γιατί παιδί ήταν- είναι το ζητούμενο. Η είδηση που έσκασε σαν κρότος, συμπαρασύρει το αίσθημα της αδικίας, της ανασφάλειας, του φόβου. Μαθητές και φοιτητές ξεσηκώνονται κατά της βίας. Και οι γονείς; Τους βλέπω ανήσυχους. Παίρνουν κάθε πέντε λεπτά στο κινητό, μόνο και μόνο για να ακούσουν τη φωνή της κόρης ή του γιου τους. Ρωτάνε πού είναι. Τους ενημερώνουν για όσα ακούνε: πού πέφτουν δακρυγόνα, ποιον δρόμο να πάρουν για να αποφύγουν τις οδομαχίες. Κάποιοι χάνουν την ψυχραιμία τους. Λυγίζουν από την αγωνία. Ουρλιάζουν στα τηλέφωνα, απαιτώντας να γυρίσει το παιδί τους σπίτι. Και να μη θέλουν να είναι καταπιεστικοί, μετατρέπονται σε αυτό που απεχθάνονται. Άκουσα κάποιον στον δρόμο να λέει πως εάν χρειαστεί θα κλειδώσει τον γιο του. Μονόπλευρη προσέγγιση σε ένα τέτοιο θέμα δεν υπάρχει. Είναι από αυτές τις- ελάχιστεςπεριπτώσεις που όλοι έχουν δίκιο. Μέχρι στιγμής πάντως, φαίνεται πως ο κανόνας της δράσης και της αντίδρασης δεν έχει εξαιρέσεις. Απλά, επιδέχεται παραλλαγές σε ό,τι αφορά την αντίδραση και οι μαθητές έδειξαν χθες πως υπάρχει η μέση, «καθαρή» οδός.

Δεν υπάρχει ειρμός

Τελικά όσα έγιναν στην Αθήνα το Σαββατοκύριακο δεν έχουν ειρμό, άδικα ψάχνουμε να βρούμε. Δεν προκάλεσε την επίθεση του αστυνομικού η συμπεριφορά των παιδιών. Ο αστυνομικός είναι έμπειρος επαγγελματίας επίλεκτων σωμάτων, τα παιδιά είναι- ήταν- έφηβοι που κάναν βόλτα, επιδεικνύοντας αυτό το άγριο στυλ που έχουν συχνά οι έφηβοι. Κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι, κάποιος άλλος δέχτηκε τρεις σφαίρες από τον ειδικό φρουρό δεν ξέρω-γωπώς-τους-λένε, ο οποίος τσαντίστηκε, νευρίασε, ξέσπασε. Αργότερα, όταν οι ομάδες των κουκουλοφόρων-προσωποσκεπασμένων-πετροβολητών- μολοτοφοριπτών κατέστρεφε την Αθήνα, κανένας αστυνομικός δεν θέλησε να ξεσπάσει. Τα έχουν συνηθίσει αυτά. Οι έφηβοι τους εκνευρίζουν. Οι καταστροφείς σε μια θεωρητική σφαίρα απευθύνονται εναντίον της Αστυνομίας, και δικαιολογούν την ύπαρξή της. Δηλαδή, σου λέει, εφόσον κυκλοφορούν τέτοιοι, καλώς υπάρχουν ΜΑΤ οπλισμένα. Μα τα ΜΑΤ δεν πειράζουν κουκουλοφόρους, παρά μόνο αν είναι ακίνδυνοι έφηβοι. Θα μπορούσε να είναι δικός μου γιος εκεί, μπροστά στις σφαίρες, κάνει συχνά βόλτες φορώντας κουκούλα. Θα μπορούσε να είναι δικός σας, του καθενός. Η Αστυνομία κυνηγά τους εφήβους, κινδυνεύουν επειδή περπατάνε και κάνουν εφηβικές ανοησίες, να χάσουν τη ζωή τους. Έπρεπε να κατέβουμε όλοι με τα παιδιά μας στην πορεία. Δεν υπάρχει ειρμός. Οι πετρορίπτες καίνε μεγάλα μαγαζιά επειδή έτσι θέλουν. Από ζήλεια, κακία, γινάτι που δεν τους φτάνουν τα λεφτά να ψωνίσουν τα πάντα. Δεν καταστρέφουν απλώς περιουσία των καταστηματαρχών. Καταστρέφουν την ελευθερία μας να κυκλοφορούμε, να συναλλασσόμαστε, να ψωνίζουμε, να επιθυμούμε, να σχεδιάζουμε, να ζούμε ειρηνικά. Καταστρέφουν την πόλη μας, ολωνών μας. Ζούμε ανάμεσα σε πυρά που δεν διασταυρώνονται καν. Ο στόχος είμαστε εμείς οι πολίτες. Και η μία πλευρά των πυρών, η πιο επικίνδυνη όπως αποδείχτηκε, είναι το κράτος. Η αστυνομία κυνηγά τα παιδιά μας. Οι κουκουλοφόροι κυνηγούν εμάς. Δεν υπάρχει ειρμός. Υπάρχει το συμπέρασμα ότι έχουμε παραδοθεί στη βία.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Φαύλος κύκλος βίας

«Τελική μάχη, τελική λύση, ολοκληρωτική καταστροφή»! Είχαμε χθες μια ολοκληρωτική καταστροφή; Όχι με την απεχθή έννοια που εννοούσε ο Γκέμπελς, όταν έλεγε τα παραπάνω φοβερά λόγια. Όμως ο θάνατος ενός ανθρώπου για το αξιακό σύστημα της σύγχρονης Δύσης είναι η μεγαλύτερη απώλεια και υπ΄ αυτή την έννοια, ναι, χθες δοκιμάσαμε (ως χώρα) μια υπέρτατη καταστροφή με τον τρομερό θάνατο ενός 15χρονου παιδιού! Ποιος φταίει ή ποιος έχει την ποινική υπαιτιότητα γι΄ αυτό το αποτρόπαιο περιστατικό; Το γεγονός και μόνο ότι κινήθηκε αμέσως ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σημαίνει πως οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές έκριναν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής κατά του ειδικού φρουρού που πυροβόλησε, έστω και σε αυτό το πρώιμο διαδικαστικό στάδιο, και αυτή η παραδοχή λέει πολλά από μόνη της. Βεβαίως, η συνέχιση και η ολοκλήρωση της ανακριτικής έρευνας θα μας αποκαλύψει ολόκληρη την ιστορική αλήθεια. Όμως σε αυτό το στάδιο μπορούμε άνετα και ευχερώς να καταλογίσουμε στη σημερινή κυβέρνηση μια (ευρύτερη) βαριά πολιτική ευθύνη για την εκκόλαψη του χθεσινού θανατηφόρου περιστατικού. Τι εννοώ; Εννοώ ότι η σημερινή κυβέρνηση θα καταγραφεί μεταπολιτευτικά ως η χειρότερη πολιτική εξουσία στον τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων! Τι να θυμηθούμε σε αυτά τα τέσσερα χρόνια από τις προκείμενες άθλιες επιδόσεις που καταρρακώνουν το κράτος δικαίου στη χώρα μας; Έτσι επιλεκτικά αναφέρω ότι οι βασανιστές του Κύπριου φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, αντί να τιμωρηθούν, πήραν προκλητικά ποινές- χάδια και μάλιστα ο ένας επιβραβεύθηκε κιόλας, αφού προήχθη σε αστυνομικό διευθυντή γειτονικής περιοχής! Επίσης ενδεικτικά αναφέρω ότι η χώρα μας μονίμως επικρίνεται τα τελευταία χρόνια από διεθνείς οργανισμούς για συστηματική και εκτεταμένη κακομεταχείριση κρατουμένων στα αστυνομικά τμήματα. Υπ΄ αυτήν την έννοια θα ήταν καλό οι αρμόδιοι Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ θα καταγραφεί μεταπολιτευτικά ως η χειρότερη πολιτική εξουσία στον τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κυβερνητικοί παράγοντες να μελετήσουν λίγο την έκθεση του 2007 της Διεθνούς Αμνηστίας για τον τόπο μας! Τέλος, θα ήταν περιττό να αναφερθώ στην αλγεινή υπόθεση με τον σαδιστικό εξευτελισμό των αλλοδαπών στην Ομόνοια. Όλα αυτά φανερώνουν ότι η κυβέρνηση με τη συνολικότερη ιδεολογική της στάση καλλιέργησε μια κουλτούρα ατιμωρησίας και άφησε το περιθώριο σε ένα τμήμα (ή μια κάστα) του αστυνομικού σώματος να χρησιμοποιεί ανεξέλεγκτα τη- θανατηφόρο- βία! Ποιος ειλικρινά μπορεί να ξεχάσει την ολέθρια θεωρία των πραιτώρων την οποία υποστήριζε ο προηγούμενος υπουργός Δημόσιας Τάξης; Υπ΄ αυτήν την έννοια νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει ή να εξηγήσει και τον θάνατο του 15χρονου, γιατί κανείς δεν αφαιρεί εύκολα μια ανθρώπινη ζωή, έστω και αν βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας. Όμως σε αυτό το σημείο θα ήταν απαραίτητο να παρατηρήσουμε και ένα άλλο σημαντικό πράγμα: δηλαδή η ανεξέλεγκτη βία κάποιων αστυνομικών τροφοδοτεί με τη σειρά της και την ασύστολη βία των ασύλληπτων κουκουλοφόρων που καταστρέφουν αδιάκριτα και αδικαιολόγητα τις περιουσίες απλών ανθρώπων, γιατί πιστεύουν στη «δημιουργική βία», δηλαδή στην αλλαγή του κόσμου μέσα από θεαματικές καταστροφικές πράξεις! Βέβαια η βία είναι «αντιπολιτική», όπως έλεγε και η Χάνα Άρεντ και οδηγεί ολέθρια σε έναν φαύλο και αδιέξοδο κύκλο. Έτσι δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι την προηγούμενη εβδομάδα ξυλοκοπήθηκε άγρια, στο πλαίσιο μεταπτυχιακού μαθήματος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ο αστυνομικός διευθυντής φυλακών των Διαβατών! Όλοι κατακρίνουμε τις απάνθρωπες και κτηνώδεις συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές φυλακές, αλλά η έλλειψη μιας κουλτούρας διαλόγου δεν οδηγεί πουθενά. Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Η κυβέρνηση έχει βαριά πολιτική ευθύνη για τον φαύλο κύκλο βίας που επικρατεί σήμερα στη χώρα μας, επειδή δεν διαπαιδαγώγησε σωστά ένα τμήμα των αστυνομικών, οι οποίοι πιστεύουν ότι μπορούν πολύ εύκολα να καταφεύγουν στη βία. Στον ίδιο βαθμό καταδικαστέα είναι και η βία των κουκουλοφόρων, όταν μάλιστα γνωρίζουμε ότι τα ηθικά θεμέλια της σύγχρονης Ευρώπης στηρίζονται στην ευαισθητοποίηση για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!

Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες

Αυτό δεν ήταν απλό πρωτοσέλιδο αλλά «τα δώδεκα εκατοστά που συγκλόνισαν τη χώρα». Την τελευταία εβδομάδα γνωστοί και φίλοι είναι τρομερά αναστατωμένοι. Μιλούν ψιθυριστά, ανταλλάσσουν email, τηλεφωνιούνται μεταξύ τους κι ας τους εξηγώ σε όλους τους τόνους ότι οι «τηλεφωνικές μετρήσεις» είναι κατά κανόνα αναξιόπιστες. Η πανευρωπαϊκή έρευνα που βγάζει τους Έλληνες ουραγούς στο μήκος του πέους συσκότισε τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου και τα γύρισε τσιφ στην ηλικία που το μικρό και το μεγάλο είχαν τεράστια σημασία. Παρακολουθώ με πόνο ψυχής αυτό το «βάδην όπισθεν» και ψάχνω ενθαρρυντικά λόγια, φτάνοντας συχνά σε υπερβολές που θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία μου, αλλά τι να κάνεις; Γι΄ αυτούς, κατά πώς φαίνεται, το μήκος, ως διάσταση, είναι σοβαρότερος παράγων από το πλάτος ή, αν θέλετε, το βάθος. Κρατάει χρόνια αυτή η ασυνεννοησία μεταξύ των φύλων κι ας τους παρηγορούσαν κάποτε με θέρμη οι φεμινίστριες ότι λυχνίας σβεσθείσης το μέγεθος δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο. Αυτοί τον χαβά και τον σεβντά τους. Τόσο, που τείνω να πιστέψω ότι η σεξουαλικότητά των ανδρών δεν απευθύνεται στις γυναίκες παρά πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ συμμοριών της ίδιας μαύρης κωμωδίας. Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, σoβαρευτείτε.

Κάλπικη φροντίδα, σφαίρες αληθινές

Τους έβλεπα εκείνο το ίδιο πρωί, του Σαββάτου, περνώντας τον πεζόδρομο της Βαλτετσίου, τους αστυνομικούς με ασπίδες και ρόπαλα να βαριούνται και να χαζεύουν. Ένας είχε βάλει το κλομπ παραμάσχαλα και σκέφτηκα ότι λίγο να έστριβε απότομα κάποιον θα χτυπούσε, αν δεν πρόσεχε. Κουβαλάνε τόσα όπλα, τόσα εξαρτήματα, πώς να τα κουμαντάρουν όλα. Μήνες και χρόνια τούς βλέπω, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, στις ίδιες γωνίες να φυλάνε τι; Τα σύνορα των Εξαρχείων, αυτό το καλαμπούρι που ξεκίνησαν οι τηλεοράσεις μέσα στην πλήξη τους και πες- πες κατάφεραν να το ιδρύσουν το «ανεξάρτητο κράτος»; Και να ομάδες αστυνομικών στις γωνίες, οπλισμένοι σαν αστακοί, άντρες- τι άντρες δηλαδή, αγόρια χαμένα στις στολές τους, να περιμένουν τι; Τόσοι μήνες, τόσα χρόνια, τόσος οπλισμός, εναντίον τίνος; Δεν περίσσεψαν ποτέ λεφτά και διάθεση να αναζητηθούν λύσεις άλλου τύπου για τα προβλήματα με τους βίαιους νεαρούς και τις επιθέσεις τους, με το εμπόριο ναρκωτικών, με την υποβάθμιση της συνοικίας, με την έλλειψη χώρων για κοινωνική ζωή, με την περίφημη εντύπωση της ανασφάλειας και της ασφάλειας, με τη βρώμα, που και αυτή δημιουργεί κλίμα- δεν είναι τυχαίο ότι συνέχεια βάζουν φωτιά στα σκουπίδια οι «αναρχικοί». Μόνοι τους οι κάτοικοι προσπαθούσαν να ευπρεπίσουν τη γειτονιά, να καλλιεργήσουν μια ποιότητα ζωής, να ξεφύγουν από τη συγκρουσιακή λογική, να προσεγγίσουν τα προβλήματα. Το κράτος μόνο για όπλα και στολές είχε αυτιά και χρήμα. Άλλο τίποτα δεν είχε σκεφθεί από το να ανταποκρίνεται στις κραυγές της τηλεόρασης. Κάτι σαν ηθοποιούς παρέτασσε με τρομερή εξάρτυση, αλλά δυστυχώς και αληθινές σφαίρες στα περίστροφά τους. Ε, όταν συσσωρεύεις τόσα όπλα και καλλιεργείς τέτοια νοοτροπία, δεν θα έρθει κάποια στιγμή η έκρηξη;

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Τα «σκληρά»

Τους τελευταίους μήνες, που εμάς εδώ μας έχουν φάει τα μοναστηριακά, μια κοντινή μας ευρωπαϊκή χώρα, η Ελβετία, ξεσηκωνόταν για ένα κοινωνικό ζήτημα: την κρατικά ελεγχόμενη χορήγηση ηρωίνης σε εξαρτημένους τοξικομανείς. Δεν ενθουσιάστηκαν όλοι οι Ελβετοί με την ιδέα -δεν είναι τόσο «προχώ»... Για να γίνει νόμος του κράτους, το συντηρητικό κόμμα, που είχε αντιρρήσεις, ζήτησε εθνικό δημοψήφισμα. Το μέτρο πέρασε και ξεκινάει σε εθνικό, πλέον, επίπεδο. Το σκεπτικό των νομοθετών ήταν απλό: Αν δεν μπορούμε να πολεμήσουμε την εξάρτηση, ας περιορίσουμε τουλάχιστον όλες τις παράπλευρες απώλειές της. Την εξαθλίωση των χρηστών, την εγκληματικότητα, τους θανάτους. Προσωπικά, μου φαίνεται σαν μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Δυστυχώς, δεν έχω αρκετές γνώσεις ώστε να πω με βεβαιότητα αν είναι σωστή ή λάθος. Αυτό που με έκανε να «ζηλέψω» είναι που κατέβηκε ο κόσμος στις κάλπες για να τοποθετηθεί σε ένα μεγάλο, σύγχρονο πρόβλημα. Θα μου πείτε, Ελβετία, τι περιμένεις; Εχουν λύσει τα βασικά τους θέματα. Κάνουν δημοψηφίσματα σε πράγματα τελείως τρελά, όπως, ας πούμε, για το αν θα απαγορευτούν οι πτήσεις μαχητικών αεροπλάνων πάνω από τουριστικές περιοχές, για να μη χάνουν την ησυχία τους οι... ορειβάτες. Πράγματι, δεν μπορείς να συγκρίνεις τα ασύγκριτα. Αλλά με πιάνει και το παράπονο: Πόσο διαφορετικός μπορεί να είναι ένας Ελβετός τοξικομανής από έναν Ελληνα; Από την ίδια ασθένεια πάσχουν, ίδια ηλικία έχουν, ίδιος καημός δέρνει τις οικογένειές τους. Στη μια χώρα ψάχνουν, πειραματίζονται, προσπαθούν. Στην άλλη χώρα, δεκαετίες τώρα, η πληγή των ναρκωτικών απλώς χάσκει, όλο και πιο μολυσμένη, όλο και πιο βαθιά. Μαζί με άλλες «πληγές» φοβερές, τα τροχαία, την υπογεννητικότητα, την ποιότητα της παιδείας, το περιβάλλον. Καμιά απόφαση. Καμιά τόλμη. Προβλήματα «πολυτελείας». Εχουμε σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούμε. Είναι λίμνη η Βιστωνίδα; Μήπως λιμνοθάλασσα; Χαλαρώστε, έχουμε μια αιωνιότητα μπροστά μας για να το λύσουμε το ζήτημα!

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Θέμα συνείδησης

Φαντάζομαι θα την έχει πάρει το μάτι σας την καμπάνια με γενικό τίτλο «ας αποκτήσουμε φορολογική συνείδηση». Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, παιδιά. Μας κάνουν πλάκα. Τι έγινε; Ποιος ήρθε; Πότε ακριβώς αποκτήσαμε οικολογική συνείδηση και παίρνουμε σειρά για φορολογική; Οικολογική συνείδηση, στην εποχή μας, δεν είναι να μαζεύεις τις βρωμιές σου από την παραλία, όπως μας εξηγεί σε ήρεμο τόνο λοβοτομής η όμορφη κοπέλα στη διαφήμιση. Κι ένας πίθηκος θα το έκανε. Οικολογική συνείδηση είναι να εξοικονομείς συνειδητά νερό και ενέργεια. Να περιορίζεις τα σκουπίδια σου, να ανακυκλώνεις με συνέπεια. Να ενημερώνεσαι για τους ρύπους και τις κλιματικές αλλαγές, να ξέρεις ποιοι δηλητηριάζουν τον αέρα και το νερό σου, να συμπεριφέρεσαι, να σκέφτεσαι -και να ψηφίζεις- ανάλογα. Πόσοι Ελληνες έχουν αυτή τη «συνείδηση»; Οσο για τη σύγκριση με τη φορολογική συνείδηση, τι να πω; Ολόκληρος ο μηχανισμός του κράτους μας είναι βασισμένος σε μια αδιάκοπη και άκρως φορομπηχτική αστυνόμευση των συναλλαγών μας. Το ένα χιλιοστό του φοροεισπρακτικού μηχανισμού να είχε εφαρμοστεί για περιβαλλοντική μας προστασία, θα ήταν ένα θαύμα! Αν αφήσετε απλήρωτο τον ΦΠΑ, το κράτος θα σας κάνει να μετανιώσετε την ώρα και τη στιγμή που σας γέννησε η μανούλα σας, με πρόστιμα, κατασχέσεις, τα γνωστά. Αν πάλι αδειάσετε τα λύματα του σπιτιού ή της βιομηχανίας σας στο ποτάμι, αν ακυρώσετε όλο το φορτίο της ανακύκλωσης στη γειτονιά σας πετώντας στον πράσινο κάδο ακατάλληλα σκουπίδια, τα πράγματα είναι απείρως πιο «φλου». Η καμπάνια δεν είναι μόνο άστοχη, αλλά ίσως και επικίνδυνη. Διότι, εκτός όλων των άλλων, προσπαθεί να μας πείσει ότι «οι Ελληνες αποκτήσαμε οικολογική συνείδηση». Που δεν αποκτήσαμε. Και, μεταξύ μας, το ξέρουμε. Οπότε, τι ποιότητος θα είναι η «φορολογική συνείδηση» που θα ξυπνήσει μέσα μας; Ιδιας ποιότητας με την υποτιθέμενη οικολογική. Δηλαδή, πέτσινη.

Η κρέμα του παραλόγου

Πιο ευγενής δεν θα μπορούσε να είναι η υπάλληλος ασφαλείας του αεροδρομίου. Και πιο αμετάπειστη: «Πρέπει να την πετάξετε». Μου υπέδειξε έναν τεράστιο, μαύρο κάδο, όπου έπρεπε να ξεφορτωθώ το ύποπτο σωληνάριο με την απειλητική επιγραφή «κρέμα περιποίησης μαλλιών». Δεν είμαι άσχετος. Ζω στον αιώνα όπου ένα τσιμπιδάκι φρυδιών μπορεί κατάσχεται ως όπλο αεροπειρατείας και μια μεταλλική λίμα μπορεί να σε στείλει τσιφ στο Γκουαντάναμο. Ολα τα υπέμεινα. Με όλα συμμορφώθηκα. Αλλά όταν το μοναδικό καλλυντικό στη χειραποσκευή μου ήταν ένα σωληνάριο κρέμας μαλλιών, κι αυτό μου το κατέσχεσαν, (διότι η συσκευασία ξεπερνούσε το όριο των εκατό ml), θόλωσα. Ξύπνησαν μέσα μου ο Καρβέλας και η Αννίτα, αλλά τους ξανάβαλα αμέσως για ύπνο, αφού δεν ήταν ώρα για τσαμπουκάδες. Εκτός από τσαμπουκά, χρησιμοποίησα όλα τα άλλα μέσα: Γκρίνιαξα. Ικέτεψα. Υπαινίχθηκα «γυρίσματα» στο εξωτερικό, τα οποία, φυσικά και δεν είχα - για χαβαλέ ταξίδευα. Εκμεταλλεύτηκα τη γυναικεία φύση της υπαλλήλου, («κι εσείς μαλλάκια έχετε, καλέ») μήπως και κάνει τα στραβά μάτια. Κανένα κόλπο δεν έπιασε. Το σωληνάριο εκτοξεύτηκε στον κάδο μαζί με μπουκάλια κολόνιας, ξυριστικές κρέμες, σαμπουάν και διάφορα πασαλειψατέρ, έναν Καιάδα ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Στην ουρά της επιβίβασης, μελαγχόλησα. Οχι για την απώλεια της κρέμας, παρά το γεγονός ότι θα κυκλοφορούσα με το μαλλί τζιβόστουπο τις επόμενες μέρες. Πενθούσα την απώλεια της λογικής. Τι κόσμος είναι αυτός όπου η υπηκοότητα στο διαβατήριο αποτελεί κριτήριο για να σου φυτέψει κάποιος μια σφαίρα στο κεφάλι, (βλέπε Ινδία), κι από την άλλη σου κατάσχει ένα κοντίσιονερ ως υλικό πιθανής δολιοφθοράς; Τι είναι αυτό το σύστημα που μου διαφημίζει την ηλίθια κρέμα ως είδος πρώτης ανάγκης, κι όταν τελικά με πείθει να «μην την αποχωρίζομαι ποτέ», θεωρεί την κατοχή της επικίνδυνη ενέργεια; Να τρελαθούμε τώρα, ή να το αφήσουμε για μετά, όταν θα μας κατάσχουν και τα νύχια, ως «αιχμηρά αντικείμενα»;

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Περιβαλλοντικός λαϊκισμός

Στα Δερβενοχώρια αντιδρούν για την εγκατάσταση αιολικού πάρκου. Η αντίδραση προέρχεται κυρίως από τη Μονή Οσίου Μελετίου Κιθαιρώνος. «Η βλάβη, εν προκειμένω, δεν είναι μόνο αισθητική αλλά και ηθική, ανάρμοστη δηλαδή με τη θρησκευτική φύση ιεράς μονής εν ενεργεία», επισημαίνεται μεταξύ των άλλων στην προσφυγή που έκανε η μονή προς το Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου να σταματήσουν οι εργασίες του αιολικού πάρκου. Και συμπληρώνουν: «Η Πολιτεία οφείλει έμπρακτο σεβασμό της πνευματικής ασκήσεως των μοναχών με την αποφυγή παντός έργου και δραστηριότητας που δύναται να διαταράξει την αισθητική και ησυχία των τόπων αυτών». Δεν ξέρω πώς θα χειριστεί το ζήτημα το ΣτΕ και πώς θα συμβιβάσει το δικαίωμα της πνευματικής ασκήσεως με τα έργα του Διαβόλου. Είναι βέβαιο όμως ότι δεν αντέδρασε στις νεο-κιτς προσθήκες του μοναστηριού (ξενώνες, χώροι υποδοχής κ.τ.λ.) για την εξυπηρέτηση της θρησκευτικής του πελατείας ούτε στη μετατροπή σε πάρκινγκ του εσωτερικού περιβόλου του ναού. Όπως δεν αντέδρασε στην ανεπανάληπτη προσβολή του τοπίου από τις πολυάριθμες- νέας κοπής- μονές που ξεφυτρώνουν αυθαίρετα μέσα σε δάση και λειμώνες. Όπως δεν αντέδρασε στην εγκατάλειψη των αρχιτεκτονικά υπέροχων βυζαντινών και μεταβυζαντινών μοναστηριών, των σκαρφαλωμένων στα βράχια, των ακροβολισμένων σε νησιωτικά ακρωτήρια, των χαμένων μέσα σε πανάρχαια και (ευτυχώς) ξεχασμένα τοπία της ορεινής Ελλάδας. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια περίεργη (ως προς τη συγκυρία και την επιλεκτικότητα) ανάδυση της ευαισθησίας πολλών συμπολιτών μας για την αισθητική και το περιβάλλον, που δεν εκφράστηκε με τον ανάλογο ζήλο κατά τη διάρκεια της ανεπανάληπτης λεηλασίας που υπέστη το ελλαδικό τοπίο από την οικοδόμηση (πολυκατοικία, εκτός σχεδίου, παραθεριστικά), από τους πυλώνες της ΔΕΗ, από τους επιθετικούς δρόμους στα πρανή των κλιτύων, από τους σκουπιδότοπους, από την εκτεταμένη επιδρομή στους βιότοπους. Θα ήθελα δηλαδή από όλους τους τοπικούς πληθυσμούς που θέτουν θέμα αισθητικής για την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας, να επιδείξουν στοιχειωδώς το ίδιο ενδιαφέρον για την επέλαση ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ η υπόθαλψη των αδιευκρίνιστου χαρακτήρα «περιβαλλοντικών κινημάτων» από πολιτικούς ή αυτοδιοικητικούς μηχανισμούς, προς άγραν πολιτικής πελατείας. Των οικολογικών σχηματισμών μη εξαιρουμένων. Επέρχονται άλλωστε εκλογές της καθημερινής βαρβαρότητας του κράτους και των ιδιωτών και τη «Λιβανοποίηση» τόσο του αστικού όσο και του εξωαστικού χώρου σε διάστημα μόλις τριών- τεσσάρων δεκαετιών. Θα ήθελα επίσης να επιδείξουν την ίδια ευαισθησία για το περιβάλλον της Πτολεμαΐδας, τη μαύρη σκόνη και τα φουγάρα, χάρις στα οποία ηλεκτροδοτείται η χώρα για μισό και πλέον αιώνα. Άλλως, η αγανάκτηση μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον προσχηματική και υποκρύπτουσα ιδιοτελή κίνητρα, όπως προς τιμήν της επισημαίνει σε ανακοίνωσή της μεγάλη περιβαλλοντική οργάνωση: «Πολλοί δήμοι και πολίτες αντιδρούν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας επειδή πιστεύουν ότι οι εκτάσεις γης που διαθέτουν πρέπει να αξιοποιηθούν μόνο για οικιστικούς και τουριστικούς λόγους». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως οι ανεμογεννήτριες δεν έχουν δυνάμει επιπτώσεις στο περιβάλλον, τόσο από την ανάπτυξη των πυλώνων στις κορυφογραμμές όσο και από τα συνοδά έργα. Η απάντηση όμως δεν μπορεί να είναι η δαιμονοποίηση μιας πολλά υποσχόμενης τεχνολογίας, αλλά η απαίτηση για σωστές μελέτες, για τήρηση των περιβαλλοντικών όρων που περιέχουν οι αδειοδοτήσεις, για αυστηρότερες προδιαγραφές σε ό,τι αφορά τα ζητήματα του τοπίου- η αρχιτεκτονική τοπίου είναι σχεδόν άγνωστη στη χώρα μαςκαι εν τέλει για συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στον σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων. Αυτό δεν γίνεται βέβαια με πετροβολισμούς, κραυγές και απειλές εναντίον των «αντιπάλων» αλλά με διάλογο, πολλές φορές δύσκολο και κουραστικό, που είναι η μόνη οδός στις δημοκρατίες. Διαφορετικά, ανοίγει ο δρόμος προς την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό, στο καθεστώς δηλαδή όπου ισχύει το δίκιο του ισχυροτέρου. Φυσικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι οι αυθόρμητες αντιδράσεις πολιτών, ακόμη και αν αυτές γίνονται για το λάθος θέμα. Το πρόβλημα είναι η υπόθαλψη των αδιευκρίνιστου χαρακτήρα «περιβαλλοντικών κινημάτων» από πολιτικούς ή αυτοδιοικητικούς μηχανισμούς, προς άγραν πολιτικής πελατείας. Των οικολογικών σχηματισμών μη εξαιρουμένων. Επέρχονται άλλωστε εκλογές.

«Έχεις ρυτίδες...»

Nα μοιραστούμε μυστικά, της λέω. Να γίνουμε φίλες. Δεν θες να γίνουμε φίλες; Με κοιτάζει με απορία μεγάλου παιδιού και καθώς φτιάχνει την αλογοουρά της- αμάν με αυτή την ανοικονόμητη μαλλούμπα που την παρακαλάμε να αποκτήσει καλύτερη σχέση με το σαμπουάν- ψελλίζει ότι είναι ακόμα μικρή και ότι προτιμάει να είμαι η μαμά της. Μικρή; Βρε κοτζάμ κορίτσι έγινες. Εγώ στα δέκα ήμουν ερωτευμένη με τον Παναγιώτη. Δεν θες να μου πεις; Εγώ το πιστεύω απόλυτα, είναι καλό να λέμε πράγματα μεταξύ μας από τώρα. Να οικοδομήσουμε μοναδική σχέση, μια σχέση που θα μας επιτρέψει αργότερα να είμαστε ολότελα οι εαυτοί μας. Είσαι η κόρη μου, σ΄ αγαπώ, αλλά δεν είμαι μόνο μαμά, δεν έχω μόνο αυτό τον ρόλο. Έχω και μια άλλη ζωή, τη ζωή μιας κανονικής γυναίκας που έχουν αρχίσει και την παίρνουν- επικινδύνως- τα χρόνια. «Ακριβώς» απαντά. «Είσαι μεγάλη πια. Τι θα είχες να μου πεις δηλαδή; Ότι έχεις πίεση; Ότι σε πονάει η μέση σου; Σιγά τα μυστικά» (το σκατόπαιδο θα το δείρω). ΟΚ, της λέω. Εσύ χάνεις, γιατί εγώ έχω να σου πω πράγματα. Αν μου πεις κι εσύ βέβαια. «Η μαμά της Ελευθερίας έχει φίλο» λέει. Με νόημα όμως. Έχει φτιάξει την αλογοουρά τέλεια και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Η σιωπή που ακολουθεί είναι βαριά και γεμάτη αναμονή κι έχει μία essance αμηχανίας και φόβου που καθρεφτίζονται στο τζάμι. «Θα σου πω το μυστικό μου» λέει, «αλλά δεν θα μου κάνεις άλλες ερωτήσεις. Ούτε ποιος ούτε πότε ούτε τίποτα. ΟΚ;». ΟΚ. «Λοιπόν, μου αρέσει ένα αγόρι. Πιο μεγάλο. Τώρα εσύ». Σκέφτομαι καλά καλά γιατί δεν ξέρω τι να πω. Έχω κάνει botox, λέω τελικά. Χρόνια τώρα. Πώς σου φαίνεται αυτό; Σιωπή νεκρική για μερικά δευτερόλεπτα. «Μαμάααα! Και δεν το είπες σε κανέναν; Πονάει; Πώς γίνεται αυτό το “λίφτινγκ”;». Είναι λαμπερή σαν ήλιος με αλογοουρά, περήφανη που την έχω για μεγάλη, ανακουφισμένη που το «μυστικό» δεν θίγει τρίχα από την κεφαλή της. Σιγά σιγά το συνωμοτικό μειδίαμα μετατρέπεται σε βλέμμα που με καρφώνει εντόνως σαν να μετράει τις συντεταγμένες του προσώπου μου. «Και τώρα το χρειάζεσαι» λέει. «Έχεις ρυτίδες». Σε λίγο συννεφιά. «Αλλά τι το θες εσύ αυτό; Μεγάλη γυναίκα και θες να κάνεις ακόμα την ωραία;».

Επαρχιακός καπιταλισμός

Γιατί έχω την αίσθηση ότι βρήκαν ευκαιρία την παγκόσμια κρίση οι εγχώριοι εργοδότες για να κάνουν τους μαθητευόμενους μάγους εις βάρος των εργαζομένων; Τζάμπα υπερωρίες, μείωση ημερών εργασίας, απολύσεις στα γρήγορα και αχός απειλών που φτάνει στ΄ αυτιά των υπολοίπων, για να σκύβουν το κεφάλι όσο χαμηλά πρέπει και να μην αντιδρούν. Ήταν πάντα εύθραυστη η συνδικαλιστική συνείδηση σε πολλούς τομείς που δεν έχουν να κάνουν με το Δημόσιο, τώρα φαίνεται ότι έχει λιποθυμήσει. Τα μηνύματα της ευέλικτης εργασίας, το να είσαι δηλαδή έτοιμος να κάνεις οτιδήποτε οποιαδήποτε στιγμή για όσο λίγα λεφτά αποφασίσουν να σου δώσουν, ήρθαν με εντυπωσιακή ταχύτητα και πρόλαβαν μέτρα και πολιτικές πρωτοβουλίες, αντιδράσεις και οργανώσεις. Άλλου είδους ιδέες καθυστερούν χρόνια, δεκαετίες, άλλες δεν έρχονται ποτέ, όταν έχουν να κάνουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα, με τις ιδέες της προόδου, την αμφισβήτηση, τη χειραφέτηση, την ποιότητα ζωής, αυτά όλα πολύ δύσκολα κατεβαίνουν προς νοτιοανατολάς, στην περήφανη χώρα μας. Σε κάτι τέτοια τα σύνορα είναι άτεγκτα, τα μυαλά έχουν κάγκελα, αντιστέκονται σθεναρά, αλλά άμα είναι καμιά οικονομική κρίση που μπορεί να χρησιμεύσει ως αφορμή για απολύσεις και μειώσεις μισθών, τότε ανοίγουμε την αγκαλιά μας στην Ευρώπη και στον κόσμο, την αρπάζουμε και τη χορεύουμε ταγκό σφιχτά πριν καταλάβει τι της συμβαίνει. Και πριν φανεί η κρίση οι επιχειρήσεις προληπτικά κατεβάζουν ιδέες, όλες εις βάρος των εργαζομένων, ιδέες που δεν πέρασαν ακόμα από το μυαλό της δεξιάς Μέρκελ και του δεξιού Σαρκοζί, αλλά που θα δυσκολεύονταν ίσως να τις περάσουν στη χώρα τους. Εδώ πρόκειται για το ελληνικό δαιμόνιο: εισαγωγές- εξαγωγές ενδυμάτων που μας ταιριάζουν. Γιατί να μας ταιριάζουν όμως;

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Η Όπερα της πεντάρας

ΚΥΝΙΚΟΣ γεννιέσαι ή γίνεσαι; Μάλλον γίνεσαι, αν και η απάντηση στο ερώτημα δεν έχει και τόση σημασία στην ελληνική πολιτική επικαιρότητα, όπου η συζήτηση έχει στραφεί αποκλειστικά γύρω από το Βατοπέδι, τη λίμνη Βιστωνίδα, τα φιλέτα γης, τις οφσορ, τους μεσάζοντες και άλλα σουρεαλιστικά... Αλλά και να μην είσαι κυνικός, γίνεσαι. Με τόσους ρασοφόρους επενδυτές και τέτοιο ξεπούλημα περιουσίας του Δημοσίου στην πολιτική συζήτηση και βασική έγνοια αν θα γίνει ή όχι ανασχηματισμός (λες και αυτό είναι το πρόβλημα!), ο κυνισμός μοιάζει το πιο ασφαλές καταφύγιο. Η αποξένωση των πολιτικών από τα κοινά δεν είναι νέο φαινόμενο στην ελληνική κοινωνία. Μόνο που αυτή τη φορά είναι οι πολιτικοί (και δη η κυβέρνηση) που υποτιμούν την κρίση και τη νοημοσύνη των ψηφοφόρων. Το «ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό» του Γιώργου Βουλγαράκη, ανέδειξε για άλλη μια φορά την κρίση νομιμοποίησης της πολιτικής, για την οποία σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται η αποσύνδεσή της από το αξιακό της περιεχόμενο και η αποϊδεολογικοποίησή της. Το μεγαλύτερο θύμα είναι η πολιτική ως δύναμη που αλλάζει την κοινωνία και τους πολίτες. Είναι αυτή η πολιτική που θριάμβευσε τη νύχτα της 4ης Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, διαψεύδοντας τους κυνικούς. Στην ελληνική περίπτωση, νικήτρια είναι η πολιτική ως τεχνική διαχείρισης και διατήρησης της εξουσίας. Στην υπόθεση του Βατοπεδίου, το νόμιμο και το παράνομο, το ηθικό και το ανήθικο, συγχέονται με βασική συνισταμένη και τελικό θριαμβευτή τον κυνισμό. Αντιμέτωπη με τον παράνομο πλουτισμό ή με τη ληστεία, η κυνική αντίδραση συνίσταται στον ισχυρισμό ότι ο νόμιμος πλουτισμός είναι μακράν αποτελεσματικότερος ενώ, επιπλέον, προστατεύεται από τον νόμο. Όπως το θέτει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στην «Όπερα της πεντάρας»: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας σε σύγκριση με την ίδρυση μιας τράπεζας;». Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη. Ίσως γι΄ αυτό λένε ότι εννιά φορές στις δέκα, οι κυνικοί έχουν δίκιο... Ο κυνισμός πράγματι είναι ρεαλιστικός. Δεν παύει, ωστόσο, να αποτελεί και παραδοχή δειλίας, γιατί όταν δηλώνεις κυνικός, δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις για τίποτα. Όσο ισχύει αυτό για κυβέρνηση και αντιπολίτευση, άλλο τόσο ισχύει και για τους πολίτες.

Το κατοχικό σύνδρομο επιστρέφει

Τα χειρότερα έπονται. «Δύσκολα αναμένεται να είναι το 2009 και το 2010». Η ψυχολογία του μέσου Έλληνα είναι κάπου κοντά στο ναδίρ. Ή οδεύει προς τα εκεί. Και η οικονομία, λένε πολλοί, είναι πρωτίστως θέμα ψυχολογίας. Υποθέτω ότι το θεώρημα ισχύει και στα μικροοικονομικά. Στα του νοικοκυριού. Οι βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας έρχονται στη μόδα. Ή, όπως λένε κάποιοι πικρόχολοι, το κατοχικό σύνδρομο επιστρέφει. Οι αναλύσεις κόστους- οφέλους κατά τη διάρκεια της εβδομαδιαίας επίσκεψης στα σούπερ μάρκετ είναι must. Έχουμε «αποκτήσει» όλοι στον εγκέφαλό μας εκείνο το μηχανάκι που είχαν οι παλιοί λογιστές. Πατάς τα πλήκτρα, κάνεις γρήγορες προσθαφαιρέσεις, βγαίνει η κορδέλα με τους αριθμούς από πίσω και μετά αποφασίζεις να πάρεις την προσφορά: πεντάκιλο ηλιέλαιο. Συμφέρει. Στα δύο τρίτα της τιμής και μεγαλύτερη ποσότητα. Βέβαια, πόσα τηγανητά θα φας για να κάνεις απόσβεση δεν σου περνά από το μυαλό. Κοιτάς προσεκτικά τις τιμές και συγκρίνεις. Είσαι συνειδητοποιημένος καταναλωτής. Προτιμάς το απορρυπαντικό που είναι 0,45 ευρώ φθηνότερο, αλλά πάλι δεν σκέπτεσαι πόσο συχνά αγοράζεις απορρυπαντικό και πόσο ασήμαντη είναι τελικά η συμβολή αυτής της επιλογής στην τσέπη σου. Κάνεις έρευνα αγοράς για το βενζινάδικο με τη χαμηλότερη τιμή. Τώρα, αν αυτό είναι κάπου στα Μεσόγεια και μένεις στο κέντρο, δεν σε απασχολεί η βενζίνη που θα κάψεις μέχρι εκεί. Το θέμα είναι ότι οι γιαγιάδες μας, που έζησαν την Κατοχή και κουβαλούν ακόμη το σύνδρομο, έχουν το know how. Εμείς πάλι, παρ΄ ότι αντιλαμβανόμαστε τις οικονομικές αναλύσεις λίγο καλύτερα από αυτές, μεγαλώσαμε μέσα στην αφθονία. Και η νοοτροπία είναι διαφορετική. Εφαρμόζουμε τα τρικ του μάλλον αποσπασματικά. Πιστεύουμε ότι κάναμε τον σωστό υπολογισμό. Παραβλέπουμε όμως κάποια δεδομένα. Το αποτέλεσμα; Καταλήγουμε «ακριβοί στα πίτουρα»- που θα έλεγαν και οι γιαγιάδες-, γιατί αν δούμε μια 32άρα LCD στα 400 ευρώ δεν θα αντισταθούμε, είναι μεγάλη η ευκαιρία με βάση τους υπολογισμούς. Βέβαια, δεν μας απασχολεί ότι από κανένα οικονομολόγο ούτε φυσικά από έναν σώφρονα νοικοκύρη παλιάς σχολής δεν θα εντασσόταν στη λίστα με τα αναγκαία προϊόντα σε περίοδο οικονομικής δυσκολίας. Γινόμαστε όχι μόνο μίζεροι αλλά και αναποτελεσματικοί. Ο λόγος, εκτός από την έλλειψη βιωμάτων και πρακτικής εξάσκησης; Ακολουθούμε άκριτα τη μαζική υστερία περί ορθολογικής διαχείρισης των οικονομικών, αλλά στην ουσία ξεχνάμε μέχρι και τον πρώτο κανόνα. Τις προτεραιότητες.

Ξωτικά της Λαχαναγοράς

Ανεβαίνοντας την Πειραιώς με μποτιλιάρισμα, Σάββατο βράδυ, είχαμε τη φαεινή ιδέα να στρίψουμε προς Ευριπίδου. Κι εκεί κολλήσαμε κανονικά μισή ώρα σε δυο τετράγωνα, σε μια γεμάτη νταραβέρι ακινησία. Το πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο μαύρα κορίτσια και δεν καταλάβαινες αν παζάρευαν με τους οδηγούς και καθυστερούσε η πομπή ή ήταν κλειστός ο κάθετος δρόμος και δεν υπήρχε περίπτωση να προχωρήσει ποτέ κανένας. Για μερικά εφιαλτικά δεκάλεπτα νιώσαμε αληθινά εγκλωβισμένοι στο λαμαρινένιο κουτί μας, περιεχόμενο ενός δοχείου που το έχουν ρίξει σε αφιλόξενα νερά, ενώ μας αγνοούσαν βεβαίως και τα κορίτσια και οι υποψήφιοι πελάτες τους. Όλες υπερβολικά νέες, όμορφες και έμοιαζαν μεταξύ τους κατά κάποιον τρόπο. Κάπου διάβασα πως είναι από ένα συγκεκριμένο χωριό στο Μάλι, ένα μέρος που εξάγει καλλονές για πορνεία όπως άλλα εξάγουν χαλιά. Ήταν παράξενη η νιότη τους, έμοιαζαν άφθαρτες και με δέρμα κρουστό, ήταν εντυπωσιακή η στάση τους, περήφανη, με το κεφάλι ψηλά, το πρόσωπο ανέκφραστο, το χαμόγελο, όταν εμφανιζόταν, δεν το προκαλούσαν οι προτάσεις των πελατών, ούτε η άδεια Λαχαναγορά πίσω τους, ούτε και με μας γελούσαν. Από κάτι μακρινό έπαιρναν ενέργεια, ίσως μια εικόνα από το χωριό στο Μάλι, όπως θα διαμορφωθεί όταν επιστρέψουν εκεί πλούσιες, ή κάποια άλλη μελλοντική εικόνα της δικής τους μοίρας, κάτι πάντως πολύ πέρα από τα στενά της Ομόνοιας. Δεν θύμιζαν εικόνες γυναικών που εκδίδονται, και για μια στιγμή κόντεψα να πιστέψω ότι δεν πρόκειται για πλάσματα που υφίστανται την καθημερινή βία του «αρχαιότερου επαγγέλματος» αλλά για υπερκόσμια ξωτικά που περνούν λίγο από τη Λαχαναγορά τη νύχτα, έτοιμη να διώξω γρήγορα την πικρή σοφία μου με μια ρομαντική υπέρβαση.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Δικαιώματα των ασθενών και ανθρωπιά

Σε κάθε επαφή μου με τα νοσοκομεία, καταγράφω πάντα δύο κατηγορίες αρρώστων: Τους φοβισμένους, που δεν τολμούν να ρωτήσουν ή να ζητήσουν κάτι. Και τους επιθετικούς, που σε κάθε πρόβλημα απειλούν «να φέρουν τα κανάλια». Σκέπτομαι ότι και στις δύο περιπτώσεις, η συμπεριφορά ίσως να οφείλεται στην ανασφάλειά τους, τη συναίσθηση ότι είναι το αδύναμο μέλος της σχέσης γιατρού- ασθενούς. Και αναρωτιέμαι μήπως, εάν οι ασθενείς γνώριζαν καλύτερα τα δικαιώματά τους, άλλαζε κάτι γι΄ αυτούς. Εκείνα τα δικαιώματα που όταν πρωτοκαθιερώθηκαν επίσημα και στην Ελλάδα, πανηγυρίζαμε σαν να ήταν κάτι επαναστατικό. Ξέρει, για παράδειγμα, ο Έλληνας ότι έχει δικαίωμα να ζητήσει οποιαδήποτε πληροφορία αφορά την ασθένειά του, τη θεραπεία και την εξέλιξή της χωρίς να αισθάνεται ότι ο γιατρός τού κάνει χάρη; Γνωρίζει ότι μπορεί να ζητήσει ελεύθερα όχι μόνο δεύτερη ιατρική γνώμη, αλλά και όσες γνώμες άλλων ειδικών επιθυμεί χωρίς να αισθάνεται άβολα προς τον θεράποντα γιατρό; Ότι εάν απευθυνθεί σε γιατρούς του ιδιωτικού τομέα, δικαιούται να πληροφορηθεί εκ των προτέρων και χωρίς καμία ντροπή την οικονομική επιβάρυνσή του; Κάποιοι αντικρούουν ότι οι ασθενείς δεν έχουν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις, τις οποίες δεν τηρούν. Και εάν τύχει κανείς σε επισκεπτήριο ελληνικού νοσοκομείου, με την οχλοβοή και τον συνωστισμό των συγγενών μέσα στα δωμάτια, θα καταλάβει τι εννοούν. Μάλλον λοιπόν ασθενείς και γιατροί πρέπει να «επανεκπαιδευθούν», για να βρεθούν κάπου στη μέση. Από την άλλη, οι γνώσεις και μόνο αρκούν; Ένα πρόσφατο περιστατικό με έκανε να το ξανασκεφθώ. Μια αξιόλογη νέα γυναίκα, ιστορικός της τέχνης με πολλές διακρίσεις, χρειάστηκε να επισκεφθεί γνωστό ογκολόγο της Αθήνας, περίπου συνομήλικό της. Μου περιέγραψε σοκαρισμένηως πολύ τραυματική εμπειρία- τον παγερό και αγενή τρόπο με τον οποίο την αντιμετώπισε σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της ζωής της. Μου είπε ότι την απέτρεψε η στάση του να ζητήσει την ενημέρωση που επιζητούσε με πάθος. Φυσικά, αποτάθηκε αλλού. Δεν είναι τελικά μόνο η νομοθεσία, η μόρφωση, η γενιά. Είναι- και θα είναι πάντα- η ανθρωπιά...

Φορολογικοί και άλλοι παράδεισοι

Ψάχνοντας έναν τρόπο να πληρώνει λιγότερους φόρους, κάποιος αγρίως φορολογούμενος πολίτης πριν από μερικά χρόνια, είχε ανακαλύψει το εξής: υπήρχε κάποιο μοναστήρι, όχι στον Άθω, εδώ κοντά στην Αθήνα, το οποίο του χάρισε μια απόδειξη για δωρεά που δεν είχε κάνει. Τουλάχιστον όχι τόσο μεγάλη όσο έλεγε η απόδειξη, μόνο το 10% του ποσού είχε δώσει. Καθώς όμως το ποσό της δωρεάς εκπίπτει από το εισόδημα, βρέθηκε πολύ κερδισμένος. Μιλάμε για ποσά ελάχιστα μπροστά στο κρατικό πάρε- δώσε, αλλά καταλαβαίνει κανείς ότι οι κομπίνες από το Άγιον Όρος δεν είναι κάτι διεστραμμένα εγκληματικό που σκέφτηκε ένας άρρωστος εγκέφαλος, αλλά ένα είδος μεταπτυχιακού στην επιστήμη που έχει αναπτυχθεί σε πολλά μοναστήρια. Γενναιόδωρο το μοναστήρι, βοήθησε τον πλησίον να γλιτώσει λίγους φόρους, αφού το ίδιο δεν πληρώνει καθόλου. Αφορολόγητα όλα, κέρδη, έσοδα, μισθοί, εισφορές, ό,τι έχει να κάνει με την επίσημη θρησκεία. Διαβάζουμε για φορολογικούς παραδείσους που λυμαίνονται τον συσσωρευμένο πλούτο του κόσμου ενώ τον δικό μας δεν τον έχουν πάρει χαμπάρι διεθνώς. Μοναστήρια, παπάδες, αυτόνομες περιοχές, όλα αυτά μόνο οι πολύ υψηλά ιστάμενοι τα ήξεραν, κι ακόμα κι εμείς, που τα τρέφουμε με το αίμα μας, δεν θέλουμε να τα σκεφτόμαστε. Τώρα τα βάζουν όλοι με τον Εφραίμ και ζητάνε κάθαρση, αλλά όσο το ελληνικό κράτος προσφέρει στην Εκκλησία τον παράδεισο επί της γης, όταν απαλλάσσει πλήρως από κάθε φόρο τα εισοδήματά της, και πληρώνει τους μισθούς του προσωπικού της, δεν ζητάει για τίποτα ούτε ΦΠΑ, είναι μεγάλος ο πειρασμός να τον γευτούν οι θρησκευόμενοι τον επίγειο παράδεισο και να αναπτύξουν τις τέχνες που εμπνέει. Για να σώσει τις ψυχές τους πρέπει το κράτος να χωρίσει τα τσανάκια του και να τους φορολογήσει κανονικά.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Κι όμως, είμαι εξαρτημένος...

Νόμιζα πως είχα νικήσει την εξάρτησή μου με την τηλεόραση μια για πάντα. Σπάνια ένιωθα την ανάγκη να την ανοίξω. Μόνον όταν είχε την αγαπημένη μου σειρά- κάθε Σάββατο απόγευμα. Κατά τα άλλα, την έβρισκα ενοχλητική. Έως και εκνευριστική- ιδίως όταν έπαιζε στη διαπασών κάθε βράδυ που γυρνούσα από τη δουλειά μου. Ο ήχος, τα τσιριχτά- για συζήτηση ούτε λόγος-, τα χαχανητά, οι ανάλατες ατάκες στα σίριαλ... όλα με ενοχλούσαν. Οι δικοί μου άνθρωποι με αποκαλούσαν συχνά-πυκνά περίεργο. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν κατάφερα να κρύψω τον εκνευρισμό μου. Αντίθετα, απαιτούσα να κλείσουν την τηλεόραση ή να χαμηλώσουν τη φωνή- μέχρι να γίνουν οι φωνές μακρινοί ψίθυροι. Να, όμως που η τηλεόραση πήρε την εκδίκησή της από εμένα. Μετά τη μετακόμιση βρέθηκα με καινούργια τηλεόραση, αλλά χωρίς κεραία. Δώρο-άδωρον, αφού η οθόνη της παραμένει εδώ και ημέρες κατάμαυρη. Το πρώτο 24ωρο ούτε που το πρόσεξα. Τη δεύτερη ημέρα, όμως, αισθάνθηκα την ανάγκη για μια συντροφιά. Με ενοχλούσε η σιωπή καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Και περισσότερο από όλα, με δυσαρεστούσε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να απολαύσω τον καναπέ μου. Όπως και να το κάνουμε, η απόλυτη χαλάρωση στον καναπέ πάει συνοδεία με χάζεμα στην τηλεόραση- και ένα μπολ σνακ... Το να κοιτάει κανείς τον τοίχο δεν αποδίδει! Αλλά, όπως έχουν άλλωστε πει πριν από εμένα, πρέπει να χάσεις κάτι για να το εκτιμήσεις- ή επειδή ταιριάζει περισσότερο στη δική μου περίπτωση, να το αναζητήσεις. Στο μεταξύ, θα πεταχτώ στο σπίτι μιας φίλης για να συζητήσουμε παρέα με την... τηλεόραση.