Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Μια ωραία πεταλούδα

Την ώρα λοιπόν που κοιτούσαμε αλλού και είχαμε στραμμένη κάπου έξω την προσοχή μας, κλέφτες μπήκαν στο μαντρί, σήκωσαν το ταμείο, τα πήραν όλα, έριξαν και ένα καθάρισμα στα τζάμια βγαίνοντας (σηκώνουν τα ταμεία με στυλ και ήθος πια), μπήκαν στην αμαξάρα με τα φιμέ τζάμια που περίμενε απ΄ έξω κι έφυγαν. Καπνός. Την ώρα που οι μάγκες με τον παρά γίνονταν καπνός, κάποιοι άλλοι συνέχιζαν τις έρευνές τους στο εργαστήριο για να βρουν το φάρμακο που περιμένει ο κόσμος και ξενυχτούσαν πάνω σε πειράματα και έκαναν ακροβατικά αξιοθαύμαστα μετρώντας πάνω σε προϋπολογισμούς ώστε να τους φτάσουν τα χρήματα που εγκρίθηκαν- αυτά που εγκρίθηκαν, τι να κάνουμε- και να προχωρήσει η έρευνα παρακάτω. Με υπομονή. Την ώρα που με υπομονή δούλευαν εκείνοι, κάποιοι άλλοι έκαναν μεγάλους σταυρούς και γονυκλισίες ώστε να ξεμπερδεύουν γρήγορα με τον όρθρο γιατί τους περιμένουν δουλειές με φούντες και εξαπτέρυγα σε μεγάλα καλογυαλισμένα γραφεία με πολλούς γραμματείς και φαρισαίους. Βοήθειά μας. Την ώρα που έψελναν αυτοί, κάποιοι άλλοι φρόντιζαν να δίνουν ό,τι μπορούν να δώσουν σε εκείνον που δεν έχει, μπας και περάσει κι αυτή η κρίση πριν αρχίσει ο ένας να δαγκώνει τον άλλον. Και πριν βγουν οι Τράπεζες παγανιά να μαζέψουν από το τραπέζι ότι έχει μείνει και δεν μείνει. Ώς και το τελευταίο ψίχουλο. Ξέρουν να το κάνουν καρβέλι αυτοί. Σε χρόνο ντε-τε. Την ώρα που μάζευαν αυτοί, κάτι άλλοι τέντωναν τα αυτιά τους για να ακούσουν καλύτερα, έχωναν τη μύτη τους εκεί που δεν έπρεπε, σε συνδέσεις που λόγος δεν τους έπεφτε, παρακολουθούσαν κάθε τι, για να ξέρουν, να ελέγχουν και να κάνουν τις συναλλαγές χωρίς πρόβλημα. Με άνεση. Την ώρα που συναλλάσσονταν εκείνοι κάπου- πολύ μακριά από εδώ, δεν ξέρω πού ακριβώς να σας- πω - τίναξε τα φτερά της μια πεταλούδα και δημιούργησε ένα χάος τύφλα να΄ χουν εγκαίνια μαγαζιού με υπερπροσφορές σε εποχή κρίσης. Αλλά έτσι όπως είχαν πάει τα πράγματα ώς εκεί και μαθημένοι από τις κακοτοπιές, εμείς μπορεί και το χάος να το βολέψουμε. Ας ελπίσουμε και σε κάτι.

Έξυπνη καρδιά

Τόσα χρόνια, τόσους αιώνες τη σχεδιάζουν ροζ και συμμετρική, γι΄ αυτό δεν βγάζουμε άκρη. Η καρδιά είναι γκρίζα με μπλε σωλήνες και μάλλον άχρωμες βαλβίδες που τις περιβάλλει πλαστικό ασφαλείας. Υδραυλική, ηλεκτρική, καλωδιωμένη, με μοτεράκια, με αισθητήρες, από βιοσυνθετικά πορώδη υλικά που θυμίζουν δέρμα, τέλεια σε όλα της. Και χωράει στη χούφτα του γιατρού που την κατασκεύασε, σε κατάσταση ηρεμίας. Και η καρδιά και ο γιατρός. Έξυπνη καρδιά, όχι σαν τη χαζή που περιέχει ο ανθρώπινος οργανισμός και δεν κατάφερε να ξεπεράσει σε τεχνολογία ούτε την καρδιά βατράχου. Καρδιά από ψαγμένα υλικά, που θα καταφέρνει ίσως να αντιστέκεται σε συγκινήσεις και να μην πέφτει θύμα τους, όπως η άλλη. Γιατί έχει καταντήσει το πιο ανεξέλεγκτο, το πιο τυχάρπαστο όργανο αυτού του τόσο εξελιγμένου οργανισμού, έχει καταντήσει η πρώτη αιτία θανάτου σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, έτσι που είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή με το παραμικρό να αρχίσει να χτυπάει σαν τρελό ταμπούρλο, με κάθε ασήμαντη αφορμή που της λαχαίνει. Που πας να βγεις από το σπίτι κι είναι έτοιμη να λειώσει με κάποιον που σου χαμογελά, να διαλυθεί με κάποιον άλλον που σε βρίζει. Τεμπέλα, πρόθυμη να σταματήσει να χτυπά από βλακώδεις επιθυμίες, από ασήμαντες αθετήσεις, από αναίτιους τρόμους. Σε προδίδει όταν ντρέπεσαι στέλνοντας αίμα στα μάγουλα, σε εκθέτει όταν ξεπερνάς την ντροπή και γίνεσαι θρασύς σταματώντας τις λέξεις στο στόμα σου. Για πράγματα που δεν λογαριάζεις παθαίνει ταραχή χωρίς να σε ρωτήσει. Αμόρφωτη ενώ εσύ προοδεύεις, πρωτόγονη ενώ εσύ καλλιεργείσαι, αυθόρμητη όταν θέλεις να είσαι μετρημένος και μετρημένη όταν θέλεις να είσαι αυθόρμητος. Φάλτσο πράγμα, ρευστό, απρόσμενο, κάπως τρελό, ένας εχθρός μέσα στο ίδιο μας το σώμα. Μια έξυπνη καρδιά, τι όνειρο, κρίμα που πρέπει να είσαι του θανατά για να την αποκτήσεις...

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

Ίσως μας σώσει η αισιοδοξία

Γεννήθηκαν μεταξύ 1980 και 1990. Μεγάλωσαν τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Είναι οι «γόνοι» της περίφημης γενιάς του baby boom. Ανήκουν κυρίως στις λεγόμενες μεσαίες τάξεις. Ανατράφηκαν χωρίς να στερηθούν τίποτα. Ξέρουν πόσο κοστίζει ένα i-pod, αλλά αν τους ρωτήσεις πόσο κάνει το γάλα στο συνοικιακό σούπερ μάρκετ κατά πάσα πιθανότητα θα δώσουν τη λάθος απάντηση. Η σχέση τους με την τεχνολογία περιγράφεται και ως «στενή επαφή τρίτου τύπου». Οι σπουδές τους είναι πολύ καλύτερες από των γονιών τους. Ο μπαμπάς τους πήρε δώρο το πρώτο τους αυτοκίνητο όταν πέρασαν στο πανεπιστήμιο. Και η λύση για τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι μία: shopping therapy. Είναι η λεγόμενη «γενιά Υ». Είναι η πρώτη γενιά εδώ και περίπου 100 χρόνια, η οποία- σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς- θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της. Και ανήκω σε αυτήν σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες. Γιατί; Αφού έχουν όλα τα εφόδια. Μεγάλωσαν με αυτά και δεν κουράστηκαν καθόλου για να τα αποκτήσουν. Θα ζήσουν όμως μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις και, δυστυχώς, το μόνο που μάλλον δεν έχουν μάθει είναι πώς θα την αντιμετωπίσουν, παρ΄ ότι πιθανώς γνωρίζουν να σου πουν κάθε ιστορική λεπτομέρεια για το Μεγάλο Κραχ του 1929, ξανασκεφτόμουν. Βρέθηκα προσφάτως αυτήκος μάρτυς μιας συζήτησης τυπικών εκπροσώπων αυτής της γενιάς και φίλων μου. Το μότο ήταν: «Η κρίση μάλλον επηρεάζει τους γονείς μου, αλλά όχι εμένα. Πιθανότατα θα ζοριστούν λίγο, αλλά θα τα καταφέρουν». Κι όμως, είναι η ίδια γενιά που παίρνει από 700 μέχρι 1.000 ευρώ τον μήνα και φεύγει από το πατρικό σπίτι γύρω στα 30, και αν. «Γιατί η κρίση δεν σας ανησυχεί; Γιατί δεν σας αγχώνει;» ρώτησα, για να λάβω την αφοπλιστική απάντηση: «Σύμφωνα με έναν Βρετανό καθηγητή Διοίκησης Επιχειρήσεων, έχουμε γεννηθεί αισιόδοξοι». Ίσως τελικά αυτή η αισιοδοξία να μας σώσει. Για να δούμε.

Κι αν δεν τον σκοτώσουν;

Στην Τράπεζα περίμεναν δυο άτομα, το χαρτάκι προτεραιότητας έλεγε ότι ερχόταν η σειρά μου σε τρία λεπτά. Έμεινα όρθια, αλλά πέρασαν έξι λεπτά και κάθησα. Περίμενα ακόμα δέκα. Στο γκισέ ο πελάτης είχε πιάσει υψηλού επιπέδου συζήτηση για τον Ομπάμα με τον ταμία. Γύριζε και προς το μέρος μας, να ακούμε κι εμείς τις σοφίες του. Υποστήριζε ότι τον Ομπάμα θα τον σκοτώσουν οπωσδήποτε μέχρι τις εκλογές. Προφανώς ήθελε να τον φέρουμε στον νου μας όταν θα συμβεί, να σκεφτούμε πόσο μάντης ήταν. Είχαν σβήσει τα νούμερα στα φωτεινά πινακάκια, κουβέντιαζαν αμέριμνοι. Εργαζόμενοι με οκτάωρο, να μην πάρουν ανάσα; Αφού ανέλυσαν διεξοδικά όλους τους τρόπους για να σκοτώσεις έναν υποψήφιο πρόεδρο των ΗΠΑ και διαβεβαίωσαν την ομήγυρη ότι είναι πανεύκολο, αποφάσισαν να προχωρήσουν στον επόμενο πελάτη. Είχαν περάσει είκοσι λεπτά και ο υπάλληλος ζαλισμένος από τη συζήτηση δεν μπορούσε να προσγειωθεί στις ταπεινές ανάγκες του κοινού του. «Επιταγή να καταθέσετε; Δεν γίνεται, αδύνατον!». Εμένα με έβαλε να τηλεφωνάω, μου έδωσε λάθος χαρτιά, τελικά ξεμπέρδεψα έπειτα από άλλα είκοσι λεπτά. Προφανώς ήταν το σοκ από την επικείμενη δολοφονία που τους είχε όλους απορρυθμίσει. Δεν άντεξα να μη ρίξω την μπηχτή όταν για τρίτη φορά με κοίταξε κατάπληκτος με το απλούστατο πράγμα που του ζητούσα. Αφήστε λίγο τον Ομπάμα κι ασχοληθείτε μαζί μας, του είπα, και με κοίταξε ακόμα πιο ενοχλημένος. «Ομπάμα; Α, αυτόν θα τον σκοτώσουν!», με διαβεβαίωσε, να με καθησυχάσει ότι τίποτα δεν απειλεί την τάξη αυτού του κόσμου, ή μάλλον την αταξία. Έφυγα χωρίς σχόλια. Μόνο να σκέφτεσαι το πολιτιστικό σοκ του ταμία τη νύχτα των εκλογών, όταν δεν θα έχουν σκοτώσει τον Ομπάμα, και θα έχει νικήσει, σου φτιάχνει τη μέρα.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Δάσκαλοι που... δεν διδάσκουν

Απογοητευμένοι δηλώνουν οι φρέσκοι, πρωτοετείς, φοιτητές από την κατάσταση που βρίσκουν στις (πολυπόθητες) σχολές τους, όπου τόσο κοπίασαν να μπουν. Παραπονούνται ότι σε άλλες δεν έχουν ακόμα αρχίσει ουσιαστικά τα μαθήματα, ενώ σε άλλες οι καθηγητές ούτε που πατάνε. «Γι΄ αυτό και βλέπεις ακόμα και καλά μυαλά να ΄΄κάθονται΄΄, να εφησυχάζουν», μου σχολίασε φίλη πανεπιστημιακή καθηγήτρια. «Παιδιά είναι ακόμα. Εάν βλέπουν τον καθηγητή να λείπει συνέχεια, λένε κι αυτά ΄΄δεν πάμε καλύτερα για καφέ και χαβαλέ;”». Όσο για τα βιβλία που τους δίνονται- όταν τους δοθούν, συνήθως πολύ αργά- είναι απηρχαιωμένα, δύσχρηστα, πολλές φορές αλληλοκαλυπτόμενα (τρεις-τέσσερις Παθολογίες π.χ. στην Ιατρική). Οι χοντροί τόμοι τους- με περιττές συνήθως γνώσεις για τα πρώτα στάδια σπουδώναποτρέπουν τους φοιτητές ακόμα και από το να τα ανοίξουν. Οι φήμες- από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς- μιλάνε για κλίκες και συμφέροντα. «Αντί για τα άχρηστα αυτά βιβλία, θα ήταν καλύτερα να δίνει το κράτος ένα ποσό (π.χ. 500 ευρώ τον χρόνο) σε κάθε φοιτητή για να αγοράζει ο ίδιος τα βιβλία που θα επιλέγει για τη μελέτη του», μου λέει καθηγητής από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Κάτι δεν πάει καλά στο... πανεπιστημιακό βασίλειο. Και πολιτεία και καθηγητές παίζουν απλώς την κολοκυθιά!

Στης Πάρνηθας τις γκρίζες ράχες

Όλο ανέβαλλα να πάω στην Πάρνηθα, ελπίζοντας. Ο χρόνος δεν θα έκανε το θαύμα του πάνω στο αγαπημένο βουνό, δεν θα άλλαξε το χρώμα της, έστω με κάποιο απαλό χνούδι, από γκρίζο σε πράσινο; Και καθώς ανέβαινα, τελικά χθες, από την ανατολική πλευρά που είναι πράσινη και άκαυτη, λέω εφιάλτης ήταν και πέρασε, φήμες, υπερβολές. Η Πάρνηθα είναι όπως πάντα. Έτσι ανύποπτος φτάνει κανείς επάνω και αντικρύζει, αντί για τις απαλές πλαγιές με τα έλατα, γκρίζες ράχες με τα φράγματα από κορμούς σαν μαύρα σιρίτια που τις στόλισαν μάταια. Πόσος καιρός ακόμα θα χρειαστεί για να θυμηθεί η γη το χρώμα του χώματος, για να μην πούμε των δέντρων; Περνώντας γρήγορα με το αυτοκίνητο, είδαμε από ψηλά το μονοπάτι που κάποτε μας έβαζε στη μαγεία του δάσους να διακρίνεται σαν ουλή σε ξυρισμένο κρανίο. Πένθιμο πέρασμα στην ολόμαυρη ράχη. Δεν περπατάει η δόξα εδώ μονάχη, κάποιοι περιπατητές μόνο, θλιμμένοι, ανήμποροι σαν δεμένοι χεροπόδαρα. Τέλος βρήκαμε ένα κομμάτι πράσινο, την άκρη από ένα μονοπάτι, και χωθήκαμε μέσα όπως κρύβεις το πρόσωπο στα χέρια να μη βλέπεις γύρω σου. Και εκεί είδαμε το πιο απρόσμενο. Το δάσος αυτό, το λιγοστό και πολύτιμο πια κομμάτι, είναι τόσο παρατημένο, τόσο γεμάτο ξερούς κορμούς και κλαριά, τόσο εγκαταλειμμένα τα έλατα στο γκι και άλλα, λιγότερο γραφικά παράσιτα που τα κατατρώνε, που δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Ύστερα από τέτοια συμφορά, είναι δυνατόν να μη φυλάμε σαν κόρη οφθαλμού ό,τι απέμεινε; Ή μήπως είναι μπελάς, ένα κομμάτι διαφορετικό που χαλάει το σύνολο, και αποφασίστηκε να γίνει κάποιο πείραμα εδώ, να δούμε με ποιες συνθήκες θα καεί ένα δάσος τόσο πλούσιο σε έτοιμη καύσιμη ύλη;

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Ηappy days

Την ομιλία Ρουσόπουλου στο Κοινοβούλιο προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα να την ακούσω μέχρι το τέλος. Λίγο πριν από τη μέση και συγκεκριμένα στην αποστροφή του για τον «γιο τού ταχυδρόμου», τ΄ αυτιά μου έγιναν κατακόκκινα και αρνήθηκαν να δεχτούν άλλες πληροφορίες. Το «κουφό» της ιστορίας είναι πως υπάρχουν κι άλλοι υιοί τε και θυγατέρες που επιδιώκουν το κοινωνικό σουξέ υπεραναπληρώνοντας την ντροπή που νιώθουν για το «ταπεινό» επιτήδευμα των γονιών τους. Ταπεινό, τρόπος του λέγειν, διότι αν μαντεύω σωστά την ηλικία του Θόδωρου Ρουσσόπουλου, ο πατέρας του ήταν εν ενεργεία ταχυδρόμος, δηλαδή κάτι σαν δημόσιος υπάλληλος, τη δεκαετία 1950-1960, τότε που πολλοί Έλληνες πατεράδες ήταν μετανάστες, ενώ ουκ ολίγοι έκαναν διακοπές διαρκείας σε φυλακές και ξερονήσια. Από αυτής της απόψεως ο μικρός Θεόδωρος θα έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του από τα ευνοημένα παιδάκια της γενιάς του κι όχι τώρα, κοτζάμ άντρας, να βγαίνει παραπονούμενος. Το παρατραβάω, αλλά έχω τον σκοπό μου. Στην πραγματικότητα θέλω να πω ότι όταν ένας γονιός κρατάει την επικοινωνία των πολιτών μέσα στην ταχυδρομική του σάκα είναι λογικό και ευκταίο ο γιος του να εξελίξει την ίδια δεξιότητα γενόμενος μία των ημερών δημοσιογράφος, δηλαδή λειτουργός της μαζικής επικοινωνίας και επικοινωνιακός ενδιάμεσος μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών. Αν δεχτείτε ότι ο συλλογισμός μου έχει μια κάποια βάση, τότε είναι σίγουρο ότι εδώ μιλάμε για την καλύτερη δυνατή εκδοχή του κληρονομικού χαρίσματος, διότι ασφαλώς υπάρχουν και οι λυπητερές.

Αποχαιρετισμοί του φθινοπώρου

Με συγκίνηση σας αποχαιρετώ, υπήρξατε καταπληκτικός. Εργαστήκατε τόσο πολύ σε αυτό το υπουργείο και γενικότερα στη ζωή και τον αγώνα. Δεν θα σας ξεχάσω ποτέ, κάθε βράδυ θα σκουπίζω ένα δάκρυ. Ζήσαμε στιγμές ωραίες, έχουμε αναμνήσεις. Ο Παυλόπουλος στον Ρουσόπουλο. Η Μαντόνα στον Γκάι Ρίτσι. Ο Νοέμβρης στον Οκτώβρη. Η Κάρμεν στους παλιούς εραστές της, στον ρυθμό του φλαμένκο. Η χειμερινή ώρα στη θερινή ώρα. Οι κρύες μέρες και οι παγωμένες νύχτες στις μέρες τις ζεστές και τις νύχτες τις υγρές. Η ύφεση στην ανάπτυξη. Η παρακμή στην ακμή. Και τα χρυσάνθεμα στα γιασεμιά. Ο τρελός καπιταλισμός στον καπιταλισμό του ψυχιατρείου με ελεγχόμενα χάπια. Και το κτηματολόγιο και το κτηματολογημένο μέλλον μας, η κατοχυρωμένη πλέον γη της πατρίδας, στο ακτηματολόγητο παρελθόν των αυθαιρέτων και της αυθαιρεσίας. Ωραίο φθινόπωρο αποχαιρετισμών. Να φεύγουμε, να πηγαίνουμε παραπέρα. Λίγη ανανέωση δεν βλάπτει, την αναζητά και η φύση. Ρίχνει τα κίτρινα φύλλα να λιπάνουν τους γυμνούς κορμούς, να βγάλει φρέσκα. Μόνο να μην παρασυρθούμε και πολύ με τους αποχαιρετισμούς και αρχίσουμε να ελπίζουμε ότι θα αποχαιρετήσουμε διάφορα άλλα πράγματα μόνιμα και αναπόφευκτα καταπώς φαίνεται. Μην αρχίσουμε να ελπίζουμε σε αληθινές αλλαγές, βαθιές και λυτρωτικές που σε ανύποπτο χρόνο πιστέψαμε ότι μπορούν να συμβούν, ότι θα συνέβαιναν οπωσδήποτε, ότι είναι εγγυημένες και σίγουρες, υπόσχεση στην ανθρώπινη μοίρα, και περνάνε τα χρόνια και δεν έρχονται οι άτιμες, και τρελαινόμαστε, λέμε, ποιος τη διάψευση, ποιος έκανε τη λάθος εκτίμηση; Να κάνει ένα βήμα μπροστά, να πάρει την ευθύνη. Ναι, μην το παρακάνουμε στις αλλαγές που ξαναφέρνουν ενισχυμένες και βελτιωμένες τις παλιές φαγούρες. Ψυχραιμία, κάποια πράγματα αλλάζουν πολύ αργά και χωρίς τελετές. Γιατί δεν μπορεί ποτέ να μην αλλάζουν...

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Ενα ποτήρι, τι;

Προχωρημένη νύχτα στον Μητροπάνο. Ο κόσμος δεν διασκεδάζει απλώς, προσκυνάει. Ο μάστορας έχει πάρει τη σκηνή παραμάζωμα και τα δίνει όλα. Κι ενώ γύρω γίνεται ο κακός χαμός (και δικαίως), εγώ έχω κολλήσει και μεταφράζω τα τραγούδια στον αόρατο τουρίστα που δεν ξέρει Ελληνικά, που δεν έχει ιδέα για τι πράγμα τα σπάμε στα ελληνικά μπουζούκια. Δοκιμάστε το, με αληθινό τουρίστα ή με φανταστικό. Θα περάσετε το πιο αξέχαστο βράδυ της ζωής σας. Κατ αρχάς, θα πάθει την πλάκα του με το πόση μαυρίλα ψυχής έχουν αυτά τα ζωηρά τραγούδια με τα οποία πίνουμε, χορεύουμε και γενικώς απογειωνόμαστε. Θα σε σφάξω, θα με σφάξεις, θα χυθεί αίμα, θα σε εκδικηθώ, θα σε μπήξω, θα σε δείξω. Είμαι χάλια, είσαι πιο χάλια και σκοπεύω να γίνω εντελώς χάλια μέσα στα επόμενα δεκαπέντε λεπτά. Περνάμε τέλεια, φανταστικά, απίθανα. Και μετά έρχεται ο Χάρος. Και περνάμε ακόμα καλύτερα.. Ειδικά τα μεγάλα τραγούδια του Μητροπάνου (μεγάλα σαν τα παλαιωμένα γαλλικά κρασιά, ανεκτίμητης αξίας) θα έκαναν ακόμα και τους Grateful Dead να μελαγχολήσουν. Θα έκαναν κάθε ψευτο-emo, κάθε μαυροφορεμένο «ντεθά» με αλυσίδα και τρύπια να γυρίσει κλαίγοντας στη μαμά του. Αλλά όχι και την ελληνική μπουζουκοπαρέα, που ακούει «ο Χάρος βγήκε παγανιά και θέρισε» έτσι απλώς για προπόνηση και προχωράει με χαρακτηριστική άνεση σε τσουγκρίσματα ποτηριών «μπρος στην Αχερουσία». Χαλάει τον κόσμο στο «ένα ποτήρι θάνατο θα πιω» και κάνει το μαγαζί λαμπόγιαλο όταν σκάει ο ύμνος: «Οσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη». Ο αόρατος τουρίστας δίπλα μου κοντεύει να πάθει εγκεφαλικό. Γουρλώνει τα μάτια. «Με αυτά κάνετε κέφι;». Γες. Αϊ γουίλ ντρινκ ε γκλας οφ ντεθ. Και μη με ζαλίζεις, διότι στον γυρισμό έχω και να κάνω στάση στη διπλή γραμμή του δρόμου! Να σταματήσω την κυκλοφορία και να ρίξω κι ένα ζεϊμπέκικο...

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

«Το φτωχό μου το μυαλό»

Αν έπαιζα στις αγορές θα είχα χρεοκοπήσει. Οχι τώρα, που γίνεται ο κακός χαμός. Θα είχα βαρέσει κανόνι όταν όλοι έβγαζαν λεφτά, ακόμα και οι αδέσποτες γάτες. Τόσο άσχετος είμαι. Παρ όλα αυτά θα υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου να έχω «άσχετες» απορίες και να τις διατυπώνω δημοσίως. Παράδειγμα: Γιατί στον διάβολο πέφτουν οι τιμές του πετρελαίου (μη σας πω κατρακυλάνε) και εμείς το πληρώνουμε ακριβότερα απ όσο πέρυσι τέτοια εποχή; «Δεν ξέρεις, είσαι άσχετος», μου λένε οι συνάδελφοι των οικονομικών στηλών. «Δεν ξέρεις εσύ, φιλε μου, είσαι καλλιτέχνις», μου λένε οι μάστορες που φέρνουν το καύσιμο. Ε λοιπόν, εγώ θα ρωτάω. Επειδή όσο και να με μπουρδουκλώσεις με λογιστικά, «στο φτωχό μου το μυαλό» η αλήθεια είναι μία: Ενα βασικό αγαθό φτηναίνει, αλλά για μας ακριβαίνει. Και θα επιμένω. Και θα ρωτάω. Και θα γκρινιάζω. Δεν βλέπω άλλωστε να φτωχαίνει το μυαλό μου, αλλά η τσέπη μου. «Το φτωχό μου το μυαλό» είναι αυτό που με βαστάει στα πόδια μου. Που με βάζει να υπάρχω, να κινούμαι, να δουλεύω. Να διαπραγματεύομαι και να κερδίζω χρήματα, τα οποία ξοδεύω για να πληρώσω είδη και υπηρεσίες σαν αυτές που «έξω φτηναίνουν, αλλά στην Ελλάδα ποτέ». Με «το φτωχό μου το μυαλό» πορεύομαι, αποφασίζω, και επίσης, μία στις τόσες, όταν με καλούν στο πάρτι, ψηφίζω. Οχι, θα ρωτάω. Και θα γκρινιάζω. Και θα θυμώνω. Ειδικά όταν δεν φτάνει που μου κάνουν τη χοντράδα με την ακρίβεια, με προσβάλλουν κι από πάνω, θεωρώντας με πολύ απλοϊκό άνθρωπο που αδυνατεί να «κατανοήσει σύνθετες οικονομικές παραμέτρους που οδηγούν σε τέτοια φαινόμενα». Κοινώς, σκάσε και πλήρωνε, ή πλήρωνε και μη ερεύνα. Ε λοιπόν, σας ενημερώνω ότι «το φτωχό μου το μυαλό» τα χει πάρει... στο κρανίο!

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Πόσο πάει η ανάγκη για δημιουργία;

Μικρος ήμουν αδύναμος στο σχολείο και το ΄φερα βαρέως. Κάθε φορά που η πίεση έφτανε στο απροχώρητο, έβγαζα τα πινέλα μου στη φόρα και χωνόμουν σε έναν δικό μου «χώρο» όπου ο χρόνος δεν είχε λεπτά, μόνον ώρες. Φυσικά ζωγράφιζα καλά. Πάρα πολύ καλά (για την ηλικία μου). Και το ΄ξερα από νωρίς ότι διέθετα το χάρισμα. Και οι δικοί μου το ήξεραν- αλλά μάλλον τους έφερνε αμηχανία το γεγονός. Ζωγράφος; Καλλιτέχνης; Πφφφφ. Με το που βγήκε η πάνα βρακάκι και τέλειωσε και το μπιμπερό, άρχισε να σχηματίζεται αργά αργά και σταθερά η γκαρνταρόμπα του... γραμματέα. Του τραπεζικου υπαλλήλου. Του υπαλλήλου γενικά. Γιατί όλα αυτά, όπως καταλαβαίνετε, είναι σταθερά επαγγέλματα, έχουν μηνιάτικο, έχουν δώρο Πάσχα, έχουν σύνταξη. Έχουν και σύζυγο σοβαρή. Εκείνοι (και δεν μιλάω μόνο για τους δικούς μου) ήταν τα παιδιά του πολέμου, της φτώχειας. Της ανάκαμψης. Και της ανάπτυξης. Ήθελαν συγκεκριμένα πράγματα για τα παιδιά τους. Ήθελαν ασφάλεια. Και αφθονία αγαθών. Αυτά τα τελευταία, ανακατωμένα με δόσεις ιδεολογίας. Όχι πολύ γερή δόση όμως- μην τρελαθούμε κιόλας και πάρουμε τα βουνά. Τόση όση χρειάζεται κανείς για να είναι καλά. Να είναι άνετα. Καταλαβαίνετε, μέσα στα πράγματα και ταυτόχρονα απ΄ έξω. Να έχει έναν- έστω μικρό- προβληματισμό την ώρα που βρίσκεται μπροστά στο ράφι και πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε 45 μάρκες απορρυπαντικών. Κάθε λεκές και το απορρυπαντικό του - πώς θα γίνει! Κάθε φαΐ και η μουστάρδα του. Και το τζιπ (στην πυλωτή) με leasing. Είναι κακό αυτό άραγε; Ενοχλεί σε τίποτα; Ενοχλεί να βγάζεις πολλά και να τρως περισσότερα; Τo σίγουρο είναι ότι κάτι στράβωσε στον δρόμο κι από ΄κεί που το «πακέτο» ήταν λειτουργικό γιατί αγόραζε τα πάντα, ξαφνικά ο βασιλιάς έμεινε γυμνός. Και- το χειρότερο- το ταμείο είναι άδειο. Πόσο πάει παρακαλώ η ανάγκη για δημιουργία; Ο έρωτας; Η φιλία; Η τρέλα τού να ανακαλύψεις τον δικό σου βηματισμό; Η χαρά να τον μοιραστείς με τους «δικούς» σου ανθρώπους; Πόσο πάει η ικανοποίηση που σου δίνει μια χρωματιστή πινελιά που δεν έχει τη φιλοδοξία να γίνει έργο τέχνης; Η ηρεμία και η πληρότητα μιας δουλειάς που σου αρέσει; Μπορώ να τη βρω αυτή τη χαρά και να τη μεταφέρω στο δικό μου παιδί; Να το κάνω- απλά- να θέλει κάτι; Να το θέλει πολύ όμως! Αν ήξερε πόσο ωραίες ήταν εκείνες οι «άχρονες» ώρες που μύριζαν μπογιά και φευγιό. Αν το ΄ξερα κι εγώ τότε...

Κρίση ρομαντική

Α, να ήταν απλώς μια στάση η κρίση αυτή, μια ευκαιρία για ενδοσκόπηση και περισυλλογή, για αυτογνωσία. Να μπορούσαμε απλώς να πάρουμε μια ανάσα στην τρελή ζωή, να πούμε για σιγά, πού πάμε, μήπως ήρθε η στιγμή να αναθεωρηθεί το μοντέλο ανάπτυξης, να φροντίσουμε τον πλανήτη; Να κάναμε λίγο κράτει απλώς στο σούπερ μάρκετ και στις άλλες καταναλωτικές συνήθειες, να ανοίγαμε και την ντουλάπα να κοιτάξουμε τα ρούχα μας ξανά, να τα χαϊδέψουμε λίγο, να δούμε μήπως τους δοθεί καινούργια δυνατότητα να μας ντύσουν, ας είναι παλιά, μήπως αναβαθμίζονται; Και να μαγειρεύαμε ξανά λίγα όσπρια, τα τρώει και η Μαντόνα! Να επανεξετάζαμε λέει τις επιθυμίες μας και να τις κάναμε πιο φυσιολατρικές, τι καλύτερο; Και να μπορούσαμε να πιστέψουμε όλους αυτούς που αισιόδοξα θα αναγγείλουν ότι όλα αυτά θα συμβούν, κι όχι τους άλλους που προβλέπουν καταστροφές και δυστυχίες. Να ήμασταν σίγουροι ότι δεν είναι παρά μια τιμωρία του θανάσιμου ελαττώματος της απληστίας αυτή η κρίση, σαν καλοί χριστιανοί που επωφελούνται από τα συμπεράσματά τους και αμέσως στρέφονται στην αρετή και αναγνωρίζουν τις χαρές της στέρησης. Καλά θα ήταν. Εδώ στην Αθήνα θα το γιορτάζαμε με μια εκδρομή στην Πάρνηθα, πάνδημη, να τη δούμε να πρασινίζει. Μη σας πω ότι θα αναπέμπαμε και ύμνο στον Απόλλωνα, τώρα που του έχουμε πάρει το κολάι. Τι άλλο θα θέλαμε αν βλέπαμε ξανά το ωραίο της δάσος; Ακόμα και οι Τράπεζες θα επέστρεφαν στον Αλογοσκούφη τα 28 δισ.. Στη φύση ξανά, μαζί με τον Αιμίλιο του Ρουσώ, πιστοί στην καλή και αγαθή πάστα του ανθρώπου... Λες και η απληστία γεννήθηκε με τον καπιταλισμό, δεν υπήρχε πριν σε αυτό τον κόσμο. Αχ να το πιστεύαμε, καλά θα ήταν!

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Χρημα

Να το ρίξουμε... ... στον Ντίκενς, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε; Ο μεγάλος συγγραφέας ήξερε καλά να βάζει δύσκολα ερωτήματα κι ακόμη καλύτερα να αποφεύγει τις εύκολες απαντήσεις. Κάπου στην αρχή... ... του «Ντόμπι και υιός», ο μικρός κι αϊτομάτης Πολ Ντόμπι ρωτά: «Μπαμπά, τι είναι χρήμα;». Και μαθαίνει πως χρήμα είναι «το χρυσάφι, το ασήμι κι ο χαλκός, οι γκινέες, τα σελίνια και οι πένες». Όμως για τον πατέρα του, έναν πλούσιο επιχειρηματία, το χρήμα είναι κάτι άλλο: «Μέσο κυκλοφορίας, νόμισμα, ισοτιμίες, χρηματιστηριακή αξία πολύτιμων μετάλλων». Για τον ίδιο τον Ντίκενς, το χρήμα ήταν κάτι παραπάνω: κάτι που μπορούσε να ενώνει αλλά και να χωρίζει τους ανθρώπους, να τους κάνει υποδείγματα γενναιοδωρίας αλλά και τέρατα πλεονεξίας, κάτι που κινούσε τον κόσμο, αλλά και που κάθε τόσο απειλούσε να τον βυθίσει στο χάος. Στα μυθιστορήματά του ο Κάρολος Ντίκενς γράφει για έναν κόσμο όπου καθετί έχει την τιμή του, όπως τα κάρβουνα που ο Σκρουτζ τσιγκουνεύεται να κάψει στο τζάκι σαν να είναι διαμάντια. Η τηλεοπτική... ... προσαρμογή της «Μικρής Ντόριτ» από το ΒΒC έρχεται στην κατάλληλη στιγμή, καθώς η Βρετανία βυθίζεται κι αυτή σιγά σιγά στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Σε όλα τα έργα του Ντίκενς βρίσκουμε εικόνες από έναν κόσμο που τον είχαμε ξεχασμένο- έναν κόσμο με πυκνή ομίχλη, που πάλευε να την τρυπήσει το φως του γκαζιού από τους φανοστάτες. Τώρα, όσο πιο κοντά σκύβουμε πάνω από τον κόσμο του Ντίκενς τόσο τον αναγνωρί- ζουμε πιο κοντινό μας: στεγαστική κρίση, οικονομικά σκάνδαλα, πανικός, «κλείσε τη βρύση», «σβήσε το γκάζι». Κι ανακαλύπτουμε ξαφνικά πως ο Ντίκενς είναι σύγχρονός μας. Μια από τις πιο λυπητερές σκηνές στη «Μικρή Ντόριτ» είναι εκεί που ο συγγραφέας μάς συστήνει τον Ουίλιαμ Ντόριτ, τον αρχαιότερο ένοικο των φυλακών Μάρσαλσι. Καταδικασμένος σε κάθειρξη 20 ετών και κάτι για χρέη, έχει καταντήσει να ζει με τις ελεημοσύνες «θαυμαστών» που ακούν στα ονόματα «Λαμόγιο», «Σκυλάς», «Νταβάς». Είναι μια σκηνή που ο Ντίκενς την έγραψε από μνήμης. Γιατί ο πατέρας του είχε φυλακιστεί κι αυτός στο Μάρσαλσι, όταν ο Ντίκενς ήταν μικρός. Και μολονότι ο Τζον Ντίκενς φαίνεται πως έμεινε ανεπηρέαστος από αυτή την εμπειρία, ο γιος του ποτέ δεν ξεπέρασε την ντροπή. «Ένιωθα πραγματικά τότε», έγραψε αργότερα, «σαν να μου είχαν ραγίσει την καρδιά». Τα έργα του Ντίκενς, όπως λέει ο βιογράφος του Ρόμπερτ Ντάγκλας-Φέρχαρστ, ευτυχώς προτείνουν διεξόδους. Στις «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», ο Σκρουτζ μαθαίνει επιτέλους πως αυτά που αγοράζει το χρήμα δεν είναι τίποτα μπροστά σε ένα γιορτινό τραπέζι με πρόσωπα αγαπημένα, όσο κι αν είναι αυτό στρωμένο φτωχικά. Η ειρωνεία... ... είναι πάντως πως σε αυτή τη διαρκή αντιπαράθεση του Ντίκενς με το χρήμα, αυτό είχε την τελευταία λέξη: από το 1992 έως το 2003, το πρόσωπο του συγγραφέα κοσμούσε το χαρτονόμισμα των 10 στερλινών. Μια ύπουλη εκδίκηση.

Δήλωση μεταμέλειας δεν κάνω

Αχός βαρύς ακούγεται κάθε φορά που δηλώνω πως δεν θα αγοράσω (ακόμα) τηλεόραση. «Παιδάκι μου θα τρελαθείς», αναφωνεί η μαμά μου. Ο φίλος μου ο Σταμάτης με απειλεί πως θα μου κόψει τις επισκέψεις διότι αισθάνεται «ανασφάλεια σε ένα σαλόνι που δεν έχει τηλεόραση». Και η Δάφνη κόβει κάθε φορά (με πολλή απογοήτευση- σχεδόν κλάμα- στη φωνή) τη φράση της: «Καλά, είδες χθες στην τηλεόραση που.... ααααχ, ξέχασα, εσύ δεν έχεις». Άμα ήθελα καβγάδες από τα παράθυρα για το ποια άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα (άντε και για το ποιος πήρε τη λίμνη και την έκανε φιλέτο), έμενα στη Δραπετσώνα. Αν ήθελα φεστιβάλ βλακείας έπινα δυο ποτηράκια παρέα με τους φίλους μου. Κι αν ήθελα να διευρύνω τις γνώσεις μου άνοιγα καμιά εγκυκλοπαίδεια. Πες, πες, πες, όμως, είπα κι εγώ να δώσω μια ευκαιρία έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι μπορεί και να χρειαστεί να κάνω δήλωση μεταμέλειας (εδώ έχουν μετανοήσει κι έχουν μεταμεληθεί...). Δευτέρα βράδυ μπρος στον καναπέ (όχι στον δικό μου, προφανώς). Το σουβλάκι αγκαλιά και το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Στο ένα κανάλι μάς παίζει ειδήσεις (copyright Χάρρυ Κλυνν). Στο άλλο μια παρέα γιαγιάδες με λίφτινγκ για να δείχνουν νέες, αλλά ασπρομάλλες περούκες για να δείχνουν γριές, περνάνε ένα μωρό από μπαλκόνι σε μπαλκόνι με σκοινί λες και είναι μπουγάδα στα καντούνια της Κέρκυρας. Στο άλλο μια άλλη παρέα αδέξιων μπάτσων αλληλοβρίζεται άγαρμπα. Και στην παρακάτω συχνότητα μια μελαχρινή κοπελίτσα σουφρώνει διαρκώς τη μύτη της, αλλά δεν έχει συνάχι. Είναι το μοναδικό κοινό σημείο που έχει με τον ρόλο της. Υποδύεται την Αλίκη. Για να έρθει το επόμενο πάτημα του κουμπιού να με εξοντώσει. Μια άλλη παρέα-σοβαρή αυτήν τη φορά- επιχειρεί να μας πείσει πως η εθνική σταρ μπορεί να έδειχνε δυνατή, αλλά «πονούσε» από τα άδικα χτυπήματα (γιατί την αποδομείτε μετά θάνατον; Αν ήθελε να δείξει τον πόνο της θα το έκανε η ίδια). Το σουβλάκι μού έχει κάτσει στο στομάχι. Ο καναπές έχει καρφιά. Και δήλωση μεταμέλειας δεν κάνω. Ι hate ΤV.

Παιδί με κράνος

O μπαμπάς, οδηγός μοτοσυκλέτας, είχε βάλει τον μικρό του γιο να καθήσει μπροστά του, του φορούσε και κράνος. Τους είδα να στρίβουν κάπως απότομα σε έναν στενό δρόμο όπου άκρη άκρη περπατούσε μια γριά τραβώντας κολλητά πάνω της ένα μικρό σκυλί. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ θετικά για τον μπαμπά που είχε φροντίσει να προφυλάξει τη ζωή του παιδιού του με το κράνος και με ξεκούφανε η φωνή του- τόσο δυνατή, που κατάφερε να τραντάξει τα τζάμια της γειτονιάς, κι ας ήταν το στόμα πίσω από γυαλί: «Α, να χαθείς παλιόγρια με το κωλόσκυλό σου!», πέταξε, κι αμέσως μετά ανέπτυξε ταχύτητα μαρσάροντας και εξαφανίστηκε μέσα στην αγανάκτηση της εξάτμισής του. Η θετική μου σκέψη έμενε μετέωρη. Γιατί, τι να το κάνεις το κράνος στο παιδί αν δεν μπορείς να το προφυλάξεις από τις δικές σου επιθέσεις; Ξέρετε πώς είναι τα παιδιά, αγαπάνε ανεξήγητα τα μικρά σκυλάκια, ενδιαφέρονται υπερβολικά για τα ζώα, λαχταράνε να τα χαϊδέψουν. Και για τις μεγάλες γυναίκες έχουν έμφυτο σεβασμό. Επειδή οι γιαγιάδες τα υποδέχονται με ενθουσιασμό στον κόσμο, και γενικά οι ηλικιωμένες είναι επιεικείς και γενναιόδωρες μαζί τους, συνήθως τις λατρεύουν. Πώς διδάσκεις ένα παιδί ότι μπορεί κανείς να βρίζει τόσο άσχημα μια ασπρομάλλα γυναίκα, πώς του επιβάλλεις την άποψη ότι τα χαριτωμένα ζωάκια που προκαλούν τρυφερότητα και φιλική διάθεση αξίζουν τέτοιες κουβέντες; Κι όχι για κάποιο σφάλμα που έκαναν, αλλά μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν και κυκλοφορούν στον δρόμο, επειδή κόβουν τη φόρα της μοτοσυκλέτας σου; Τι του φοράς κράνος, αν δεν έχει και ενσωματωμένες ωτοασπίδες να του βουλώνουν τα αυτιά, να το προφυλάσσουν από το σμπαράλιασμα που απειλεί την ψυχή του με τέτοια διαπαιδαγώγηση;

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Η γεύση του εαυτού μας

Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής, και οι ειδικοί δίνουν μια χρυσή συμβουλή για όσους θέλουν να τρέφονται σωστά. «Αποφύγετε, όσο μπορείτε, τις τροφές που βγαίνουν από κουτιά». Οπως είναι ανθυγιεινό να τρως μόνο λιπαρά, ας πούμε, ή ζάχαρες, το ίδιο ανθυγιεινό είναι να ταϊζεις το μυαλό σου μόνο από μία πηγή. Προσωπικά, ομολογώ ότι αποτελώ μια τυπική περίπτωση χαλασμένης πνευματικής διατροφής. Θυμάμαι (σαν σε όνειρο) ότι κάποτε διάβαζα πολύ και απ όλα, άκουγα μουσικές, πήγαινα σε θέατρα, σε μουσεία, σε συναυλίες. Τώρα, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του «φαγητού» της ψυχής μου το έχει μασήσει η τηλεόραση. Πού καιρός για άλλη πνευματική τροφή; Πού χρόνος για βιβλία, για συναυλίες, για εκθέσεις; Κουτί και κουμπί. Πολιτική μαθαίνω από την τηλεόραση, όπως και καλλιτεχνικά νέα, και αθλητικά, ακόμα και επιστημονικά. Πιο γρήγορο, πιο εύκολο, πιο χορταστικό, άλλωστε κάποιος άλλος το έχει μασήσει για μένα, κι εγώ καλούμαι μόνο να το χωνέψω, Κι έτσι έγινε πλαδαρό και δυσκίνητο το μυαλό μου, σαν αυτό τον τύπο στο ντοκιμαντέρ που έτρωγε μόνο χάμπουργκερ από τα μαγαζιά της γνωστής εταιρείας. Φτώχυνε το λεξιλόγιό μου (όπως, όταν τρως ανθυγιεινά, στερείσαι πολύτιμες βιταμίνες). Εκανα κυτταρίτιδα, όχι στους μηρούς, δεν με νοιάζει και τόσο, αλλά στη σκέψη. Και το ανθυγιεινό παράδειγμά μου είναι έτοιμο να μιμηθεί και το παιδί μου -γιατί να κάνει κάτι άλλο, όταν οι γονείς του δείχνουν τόσο ευτυχείς με το ζουρλο-κοντρόλ στο χέρι; Δεν τα έχω με το «κουτί», όπως θα ήταν βλακεία να τα βάλω με τη ζάχαρη και τα τηγανητά. Με τον εαυτό μου τα βάζω. Και για μένα, η «Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής» είναι πάντα μια υπενθύμιση ότι οφείλω να εμπλουτίσω το διαιτολόγιό μου με πράγματα πιο φρέσκα, που δεν βγαίνουν αποκλειστικά μόνο μέσα από «κουτιά».

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Απεργούμε

Κάτσε σε μια γωνιά και προσευχήσου, όσο εγώ θα εκπληρώνω αυτόν τον επικίνδυνο και άνισο αγώνα» (Δον Κιχώτης) Ανήκω σε αυτούς (όσο λίγοι κι αν είναι, υπάρχουν. Και είναι πολλοί, οι εν δυνάμει μαχητές) που «Βλέπουμε ότι η πρόοδος των τεχνών και όλων των άλλων γίνεται, όχι με αυτούς που εμμένουν στην καθεστηκυία τάξη, αλλά με αυτούς που διορθώνουν και τολμούν πάντοτε να κινούν κάτι των μη καλώς εχόντων». «Τας επιδόσεις ορώμεν γινομένας και των τεχνών και των άλλων απάντων, ου δια τους εμμένοντας τοις καθεστώσιν, αλλά δια τους επανορθούντας και τολμώντας αεί τι κινείν των μη καλώς εχόντων» (Ισοκράτους. Ευαγόρου εγκώμιον). Αυτά «τα μη καλώς έχοντα» περιγράφονται και επικρίνονται. Με γλώσσα κριτική και πολεμική και ελευθερόστομη (το περιγραφόμενο είναι πολύ χειρότερο κι’ από την πιο αθυρόστομη περιγραφή). Γλώσσα κριτική-πολεμική, κραυγή οργής και αγανάκτησης, για μια πολιτική που δεν θέλει πολίτες. Για μια πολιτική αδιάφορη και εχθρική για τον πολίτη, που τον θεωρεί καλό μόνο ως παραγωγική μηχανή και προϊόν προς εκμετάλλευση. Μια πολιτική που τον πολίτη τον θέλει, σχεδόν, αγράμματο, ώστε εύκολα να τον χειραγωγεί. Που τον θέλει εξαθλιωμένο, για να έχει κλειστό το στόμα και να τον χειρίζεται κατά τα καλά και συμφέροντά της. Μια πολιτική, που επιζητεί να μας καταστήσει όλους, ενεργούμενα και μαζανθρώπους, εύκολη λεία στους λίγους με την πολλή δύναμη, που αποτελούν το γνωστό κατεστημένο. Η ελεύθερη γνώμη δεν φοβάται τον διωγμό της, αλλά τη διαστρέβλωσή της. Από τους παρέχοντες πιστοποιητικά κοινωνικής αβροφροσύνης. Είμαστε αντίπαλοι με, και πολεμούμε την ραγιάδικη νοοτροπία. Δεν πολεμούμε τους ανθρώπους, αλλά αυτό που εκφράζουν. Δεν είναι προσωπική η αντιπαλότητα. Το σύστημα έχει ονόματα. Είναι τα ονόματα αυτών που το συντηρούν, το προσδιορίζουν, το κατευθύνουν, το ανέχονται. Ας ξεκαθαρίσουμε απ αρχής ότι πολεμική κριτική ασκείται στους πολιτικούς και την πολιτική, όπως την ασκούν στις μέρες μας. Κι ας ξεκαθαρίσουμε, επίσης, πως αυτή η πολεμική κριτική δεν στοχεύει στην ταπείνωση και τον ευτελισμό των πολιτικών και της πολιτικής. Αντίθετα, οργισμένο παράπονο εκφράζει, πικρή κραυγή οδύνης είναι, οργισμένος λόγος, για την ΕΚΛΕΙΨΗ του ΛΟΓΟΥ, από τα πολιτικά πράγματα. Για την δουλοφροσύνη των πολιτικών (όσων εξ αυτών) στα κελεύσματα της παγκοσμιοποιημένης ανοησίας. Γιατί, καταντήσατε (οι περισσότεροι) οι πολιτικοί σφουγγοκωλάριοι των νέο-ευρωπαίων νεάντερταλ, που φορούν και θέλουν να φορέσουν σε όλους μας, το φαιό πουκάμισο του παγκοσμιοποιημένου ολοκληρωτισμού. Γιατί, εθελοτυφλούντες ή και τυφλωμένοι (όσοι από εσάς), φαντασιώνεστε τον πραγματισμό του εφιάλτη, που έλεγε πώς σε δέκα χρόνια το όνομα θα είναι ξεχασμένο. Και το όνομα βρικολάκιασε. Και ζητούν τα όνειρα εκδίκηση, από τους σφετεριστές του ονόματος Μακεδονία. Οργισμένο παράπονο εκφράζει, γιατί μαϊμουδίζοντας πολυπολιτισμικές παρλαπίπες, διανοουμενίζοντας, πατώντας πάνω στο άδειο σας κεφάλι, λησμονείτε, περιφρονείτε τους Έλληνες γίγαντες της σκέψης, που πρώτοι διακήρυξαν τις βασικές αρχές μιας ανοιχτής κοινωνίας, δηλαδή: Το δίκαιο. Την αγάπη Το ελεύθερο φρόνημα απέναντι στους κραταιούς: «`Εμοί έλασσον Ζηνός ή μηδέν μέλει (Πιο λίγο κι απ’ το τίποτα με νοιάζει εμένα ο Δίας)», κραυγάζει ο Προμηθέας καρφωμένος στον βράχο, από το Κράτος και τη Βία, υποταχτικούς του ανάλγητου, ανασφαλούς άρχοντα. Το σεβασμό και την αποδοχή των ξένων: «την τε γαρ πόλιν κοινήν παρέχομεν και ου ξενηλασίας απείργομέν τινά ή μαθήματος... (και την πόλη μας κρατούμε ανοιχτή σε όλους και δεν διώχνουμε ποτέ ξένο κανένα που θα ήθελε να μάθει...)», δηλώνει ο πατέρας της δημοκρατίας Περικλής. Δεν επιζητείται η καταρράκωση της πολιτικής. Την Ανάστασή της επιθυμούμε, καταγγέλλοντας τη βύθισή της στην ανυποληψία, στον πολιτικαντισμό, στην διαφθορά, στη διαπλοκή. Και μια τελευταία λέξη προειδοποίησης για όσους διαμαρτύρονται: «δεν πρέπει να ισοπεδώνουμε» και «δεν είμαστε όλοι οι ίδιοι». Δεν ισοπεδώνουμε και, όντως, δεν είμαστε όλοι οι ίδιοι. Δεν πρόκειται για ισοπέδωση. Για σούμα, απολογισμό της κατάστασης, όπως τη βιώνει ο κάθε πολίτης, καθημερινά, πρόκειται. Και ο απολογισμός, αυτός είναι αρνητικός. Η συνισταμένη των επιμέρους συνιστωσών, θετικών (υπάρχουν και τέτοιες) και αρνητικών (πάντα υπάρχουν και τέτοιες) έχει αρνητικό πρόσημο. Το άνυσμά της δείχνει την κατιούσα. Δεν είναι όλοι οι πολιτικοί πολιτικάντηδες! Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν (;) τον κανόνα! Άκου ανθρωπάκο «Είτε φταις είτε όχι Σαν δε μπορείς άλλο να παλέψεις Θα πεθάνεις.» Μπέρτολντ Μπρεχτ

Μας βρήκε πρόωρο Αλτσχάιμερ

Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε! Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά εγώ το παρατηρώ συνεχώς. Αναλύω μία ολόκληρη επιχειρηματολογία σε κάποιον κι έπειτα από δέκα λεπτά με ρωτά τη γνώμη μου για το ίδιο θέμα, σαν να μην κουβεντιάσαμε ποτέ. Ρωτώ τι ώρα είναι και ύστερα από ένα λεπτό ξαναρωτώ... Οι φίλοι μού θυμίζουν τα ραντεβού που έχω ξεχάσει κι εγώ με τη σειρά μου τα γενέθλια των δικών τους (!) συντρόφων. Κοινώς τα έχουμε χαμένα! Και αυτά τα κενά μνήμης γίνονται ολοένα και πιο συχνά. Φίλοι, συγγενείς, συνάδελφοι παραπονιούνται για το ίδιο πράγμα. Στην αρχή, όταν κουβεντιάζαμε το κοινό πρόβλημά μας, καταλήγαμε στο λογικό συμπέρασμα πως δεν συγκεντρωνόμαστε σε όσα διαδραματίζονται γύρω μας, εξ ου και τα ξεχνάμε σύντομα. Η θεωρία αυτή δεν φαίνεται όμως να στέκει, αφού δεν είναι δυνατόν να πάσχουμε όλοι από αφηρημάδα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα είχαν τιναχτεί όλοι οι κόποι μας στον αέρα. Το αστειάκι περί πρόωρου Αλτσχάιμερ είναι μια ακόμη παρηγοριά, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τι να το κάνεις εάν ξεχνάς τα γενέθλια της μητέρας σου; Πώς να δικαιολογηθείς; Η τεχνολογία έρχεται να καλύψει το κενό αυτό. Οι υπενθυμίσεις των κινητών- υπηρεσία θείο δώρο- έχουν μετατραπεί σε μόνιμο βοηθητικό αξεσουάρ του ξεχασιάρη εγκεφάλου μας. Αρκεί βέβαια να μπορείς να κάνεις τις σχετικές ρυθμίσεις- σε κάποια κινητά είναι τόσο πολύπλοκές που χρειάζονται ιδιαίτερα μαθήματα για να απομνημονεύσεις όλα τα βήματα. Υπάρχουν άλλωστε και τα «κίτρινα χαρτάκια», μια σαφώς πιο απλή μέθοδος. Μόνο που έπειτα από λίγες μέρες, η τσάντα, το ψυγείο και το γραφείο θάβονται κάτω από τα «κίτρινα χαρτάκια». Και άντε να βρεις, μέσα σε αυτό το βουνό, το σωστό χαρτάκι! Αλλά έτσι είναι. Με τόσους τόνους πληροφοριών, τόσες έγνοιες και προβληματισμούς (από το ενοίκιο και το δάνειο μέχρι το αν θα γίνουν εκλογές), πώς να συντονιστούμε;

Αγωγή του νηπιακού πολίτη

Α, βέβαια, τα νηπιαγωγεία δεν είναι πρόνοια, είναι μόρφωση. Τι μεγάλη ιδέα! Αλλάζουν υπουργείο και τρέχουν και δεν φτάνουν για να προσαρμοστούν σε αυτή τη σπουδαία έμπνευση! Κι όταν μορφώνουμε εμείς παραμορφώνουμε, δεν αστειευόμαστε! Το καλό που σας θέλω να έχετε τα σωστά τετραγωνικά και τις σωστές προδιαγραφές στον κήπο σας, να τον έχετε άξιο για τα παραμορφωμένα μας παιδιά, αλλιώς δεν παίρνετε άδεια από το υπουργείο παραμόρφωσης! Τα σωστά παιδαγωγικά παιχνίδια, σύμφωνα με τις τελευταίες παιδαγωγικές έρευνες! Όλα τέλεια για τους αυριανούς πολίτες, που σήμερα τους επιτρέπει το κράτος, στα πέντε τους, να πάνε σε ιδιωτικά νηπιαγωγεία, αλλά υπό όρους. Δεν μπορεί ο πάσα ένας... Και τι θα πει το δημόσιο νηπιαγωγείο δεν έχει τίποτε από όλα αυτά που ζητά να έχει το ιδιωτικό; Αυτό είναι δημόσιο κύριε! Είναι σαν την ευθύνη υπουργών, ίσα κι όμοια την έχετε με τη δική σας; Το νήπιο πρέπει να μαθαίνει από τώρα τι σημαίνει δημόσιο, να εκπαιδεύεται. Αγωγή τού πολίτου εξ απαλών ονύχων. Γιατί δεν σας αρέσει που σχολάει στις 12.30 από το δημόσιο νηπιαγωγείο; Τι θα πει ότι εργάζεστε μαντάμ; Και η ελληνική οικογένεια; Η παράδοση; Δεν έχετε μητέρα, δεν έχετε πεθερά; Μένουν μακριά; Να τις φέρετε κοντά σας! Πάρτε Φιλιππινέζα κυρία μου, πάρτε Ουκρανή. Η παράδοση εξελίσσεται, δεν είναι αρτηριοσκληρωτική. Φτάνει να τηρηθούν οι προδιαγραφές, να υπάρχουν οι άδειες, οι αιτήσεις εμπρόθεσμες, τα χαρτόσημα, οι επιτροπές, όλα τυπικά, τι σημαίνει ασφυκτιούν και πλήττουν και ανασαίνουν καυσαέριο και βαριούνται; Δεν προβλέπει ο νόμος τέτοια πράγματα. Τα νήπια πρέπει να συνηθίσουν να βασανίζονται από τη γραφειοκρατία, αλλιώς θα σηκώσουν κεφάλι στο δημοτικό, δεν είναι ξεκάθαρο;

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Πεινα.............

Μετά τη Βαβυλώνα..., ... τη Νινευή και τα Σόδομα, η Αμερική υποχρεώνεται τώρα κι αυτή να ζήσει με τα ερείπιά της. Η αυτοκρατορία της αντέχει ακόμη, αλλά η δόξα της έχει παρέλθει: «sic transit gloria mundi». Ένα κύμα... ... απολύσεων και αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων στέλνει εκατομμύρια Αμερικανούς πολίτες στους πάγκους με τα συσσίτια και στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. «Οι άνθρωποι καταφεύγουν στα κουπόνια για τρόφιμα επειδή χάνουν τις δουλειές τους ή επειδή μειώνεται ο μισθός τους», λέει στην εφημερίδα «Χέραλντ Τρίμπιουν» η Στέισι Ντιν, διευθύντρια του προγράμματος διανομής κουπονιών. Σε δεκατέσσερις αμερικανικές πολιτείες, οι αιτήσεις για κουπόνια έχουν φτάσει σε ύψη ρεκόρ από τον περασμένο Δεκέμβριο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Μίσιγκαν, όπου ένας στους οκτώ πολίτες ζει σήμερα με κουπόνια για τρόφιμα. «Ο αριθμός τους έχει διπλασιαστεί από το 2000», λέει η Μορίν Σόρμπετ, εκπρόσωπος των τοπικών κοινωνικών υπηρεσιών. Η κυβερνήτης... ... της πολιτείας του Μίσιγκαν Τζένιφερ Γκράνχολμ έκανε την περασμένη εβδομάδα κάτι που εκατομμύρια συμπολίτες της είναι αναγκασμένοι να κάνουν όλο τον χρόνο: έζησε επτά μέρες παίρνοντας τρόφιμα μόνο με κουπόνια. Αυτή και άλλοι τριακόσιοι μεγαλόσχημοι υποσχέθηκαν να φάνε για μια εβδομάδα ό,τι ακριβώς τρώνε και οι άλλοι συμπολίτες τους που ζουν μόνο με κουπόνια, έτσι, για να δείξουν πόσο πολύ τους συμπονούνε. Ανάμεσα στους τριακόσιους ήταν και στελέχη της Τζένεραλ Μότορς και της Φορντ, που ωστόσο με τις αποφάσεις τους έχουν βρεθεί στον δρόμο δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομη- χανία του Μίσιγκαν. Μια εβδομάδα ήταν αυτή. Πάει, πέρασε. Από σήμερα θα ξαναρχίσουν να τρώνε παντεσπάνι, αλλά η πείνα θα παραμείνει μια θλιβερή πραγματικότητα για εκατομμύρια Αμερικανούς, που ο αριθμός τους αυξάνεται ολοένα. Τον περασμένο Ιούλιο, 29 εκατομμύρια Αμερικανοί επιζούσαν με κουπόνια για τρόφιμα- ένα εκατομμύριο περισσότεροι από όσο τον προηγούμενο μήνα. Με την κατάρρευση των μετοχών, τις κατασχέσεις υποθηκευμένων σπιτιών και τις απολύσεις που έφερε η οικονομική κρίση, είναι ζήτημα ημερών ο αριθμός των πεινασμένων Αμερικανών να ξεπεράσει το ιστορικό ρεκόρ των 29,8 εκατομμυρίων, που είχε σημειωθεί μετά τον καταστροφικό κυκλώνα Κατρίνα. Στη μητρόπολη του καπιταλισμού, σύμφωνα με την Τράπεζα Τροφίμων της Νέας Υόρκης, 1,8 εκατομμύρια κάτοικοι της πόλης- δηλαδή περίπου ένας στους δέκα Νεοϋορκέζους- ζουν με συσσίτια και κουπόνια. Τα δύο τρίτα από αυτούς είναι γυναίκες, γράφει η τοπική εφημερίδα «Ντέιλι Νιους». Και πολλοί από αυτούς ανήκαν κάποτε στη μεσαία τάξη. Τώρα περιμένουν στα συσσίτια, σχηματίζοντας ουρές που θυμίζουν τις μέρες της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης (τις παρακολουθούσε τότε επιχαίροντας η αμερικανική αυτοκρατορία). Κάθε 2,9 δευτερόλεπτα... ... ένας άνθρωπος πεθαίνει στον κόσμο από πείνα. Αν χρειαστήκατε πέντε λεπτά για να διαβάσετε αυτό το κομμάτι, περίπου 100 άνθρωποι πέθαναν ώσπου να αποτελειώσετε την ανάγνωση. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως ανάμεσά τους έμελλε να βρεθούν κάποτε και κάποιοι από την άλλοτε κραταιά καπιταλιστική αυτοκρατορία;

Τα παιδιά της κρίσης

Στεγαστικά δάνεια, μικροκαταθέσεις, καταναλωτική εξουθένωση. Αν αυτές είναι οι συντεταγμένες της κρίσης, τότε μπορεί και να τη σκαπουλάρουμε. Όσο για την πνευματική μας τροφή, ε, δεν θα πεινάσουμε κιόλας, με όλα αυτά τα αδιάβαστα βιβλία στη βιβλιοθήκη και τα βουναλάκια από DVD που τα είχα να εκτελούν χρέη σου βερ για να ακουμπάω τον καφέ μου. Κοιτάζω τις κρεμάστρες και ήδη τα ρούχα μού φαίνονται πολλά. Όσο λιγότερες αλλαξιές έχει το άγχος τόσο το καλύτερο. Στο κάτω κάτω, καιρός να αναμετρηθούμε μαζί του και να πάψουμε να παίζουμε το παιχνίδι των μεταμφιέσεων. Ίσα ίσα, αυτό το μπαλ μασκέ είναι που μου κόβει τα πόδια. Τι θα γίνει, λέω, όταν η αναδουλειά κηρύξει παύση στα σατουρνάλια που τόσο καλά μας έχουν βολέψει; Και δεν μιλώ για τα λίγα golden boys, αλλά για τις ορδές τα μυρμηγκάκια του ίδιου συστήματος. Νεαροί δημοσιοσχετίστες, ευφορικοί πωλητές, βοηθοί μαρκετίστες, εκκολαπτόμενοι διαφημιστές, ντίλερς αχρήστων υπηρεσιών με ολίγα αγγλικά και θέα στο Facebook. Τους συναντώ σε επαγγελματικά ταξίδια και τους κλαίει η ψυχή μου. Παιδιά των επτακοσίων ευρώ, εθισμένα στις εταιρικές παροχές, που στο σπίτι τρώνε σουβλάκια αλλά στη γύρα το παίζουν γκουρμέ και δοκιμαστές κρασιών. Μια γενιά ολόκληρη εκπαιδευμένη στο εταιρικό αυτοκίνητο, στην εταιρική γκαρνταρόμπα, στα εταιρικά ταξιδάκια, στην εταιρική ντόλτσε βίτα, στην εταιρική ταυτότητα, θα προσγειωθεί στη μιζέρια και στη στέρηση. Κυρίες και κύριοι και αγαπητά μου παιδιά, το εταιρικό μας διαβατήριο έληξε. Μόνοι μας τώρα.

Η κάθαρση

Μην ξυπνάτε παρακαλώ αυτό το δύσκολο αίσθημα δικαιοσύνης που τρομάζουμε να κοιμίσουμε μέσα μας. Ξαφνικά σηκώνει λαίμαργα κεφάλι και περιμένει χαιρέκακα την τιμωρία των αεριτζήδων, των golden boys και όλων αυτών των μυθιστορηματικών νεόπλουτων που ποτέ δεν κατάλαβε σε τι οφείλουν τον ενοχλητικό τους πλούτο. Α, παίρνει εκδίκηση ο σοσιαλισμός, λένε μερικοί, α, επιστροφή στο κράτος, και α, τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο! Και προσδοκά ικανοποίηση αυτό το νυσταγμένο αίσθημα δικαιοσύνης που δεν έχει και τόσο σχέση με την πραγματικότητα, αφού σαν τη μαγεμένη βασιλοπούλα κοιμόταν εκατό χρόνια και δεν παρακολούθησε τις αλλαγές του κόσμου γύρω του. Ψυχραιμία, τα golden boys δεν τιμωρήθηκαν, απλώς σε μερικά δόθηκε ένα golden αλεξίπτωτο για να προσγειωθούν στον καινούργιο κόσμο, όπου οι υπηρεσίες τους μπορεί και να μη χρειάζονται, αλλά αυτό είναι όλο, μάλλον. Δεν θα τα στείλουν σε στρατόπεδο αναμόρφωσης να τα κάνουν λιγότερο κυνικά και πιο κοινωνικά, να μάθουν να σέβονται τη χήρα και το ορφανό, όχι. Ίσως σε μεγάλη άδεια μετ΄ αποδοχών, διότι αποδοχές για όσους κυκλοφορούν στη σωστή περιοχή πάντα υπάρχουν, όσο κι αν υποφέρει το αίσθημα δικαιοσύνης που λέγαμε. Ας το ξανακοιμίσουμε τρυφερά το καημένο, γιατί μπορεί να εμφανιστούν νέα βάσανα. Εκεί στη χρυσή άδεια μετ΄ αποδοχών δεν ξέρεις τι θα σκεφτούν τα εν λόγω μπόις, τι θα επινοήσουν για να ξαναγυρίσουν. Την επιστροφή στις αγνές αρχές του σοσιαλισμού μάλλον δεν θα τις χρειαστούν πάντως, εκτός κι αν είναι να φτιάξουν μεταξύ άλλων κανένα συγκινητικό δεκάρικο για να συγκινήσουν τα πλήθη. Χρειάζονται τα πλήθη, τις οικονομίες και την ευπιστία τους, τις ανάγκες και τις ελπίδες τους, και φαίνεται ότι όλα αυτά είναι πάντα δυνατότερα από το αίσθημα της δικαιοσύνης.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Δείξε μου το σκάνδαλό σου...

Εχει πέσει πολύ μοναστήρι. Πολύς καλόγερος. Πολύ ράσο. Λογικά, αφού το θέμα είναι τόσο σοβαρό. Ομως, Κύριε ελέησον. Λένε ότι κάθε χώρα έχει την πολιτική που της αξίζει. Μήπως και κάθε πολιτική έχει το σκάνδαλο που της αξίζει; Επί δύο χρόνια, περίπου από την εποχή που ξυπνούσαμε και κοιμόμασταν με ένα «ροζ» DVD στον νου μας, μέχρι σήμερα που μας καταδιώκει παντού ένα μαύρο ράσο, ο κόσμος προχωράει, η ζωή προχωράει. Παντού. Οχι πάντα ευχάριστα. Ο καπιταλισμός είναι άρρωστος. Ο κρατισμός γίνεται «τρέντι». Το βαθιά συντηρητικό «μαλακό υπογάστριο» της πολιτικής και οικονομικής υπερδύναμης απειλείται από έναν μαύρο υποψήφιο πρόεδρο. Η Πάρις Χίλτον έγινε, από αλήτισσα, αδελφή του ελέους με φιλανθρωπικό προφίλ. Η Μαντόνα χώρισε. Κάπου στα υπόγεια της Ευρώπης, οι επιστήμονες επιχειρούν την αναπαράσταση της δημιουργίας του Σύμπαντος. Κι εμείς εκεί, ράσο, μίρλα, κουτσομπολιό, μικροκομπίνες και οφσόρ. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει. Αν δεν είναι ο υπουργός, θα είναι ο παπάς. Αν δεν είναι παπάς, θα είναι μια μίζα. Αν δεν είναι μια μίζα, θα είναι μια γκόμενα. Αν δεν είναι μια γκόμενα, θα είναι ένα κότερο, μια «προκλητική διαβίωση», βοήθεια. Ακόμα και τα σκάνδαλά μας είναι σαν τα επιτυχημένα ριάλιτι: Απλά, κατανοητά, λες και είναι φτιαγμένα για να κάνουν «νούμερα» στους δείκτες τηλεθέασης. Τίποτα πιο σύνθετο, τίποτα πιο ουσιαστικό, τίποτα πιο «σοφιστικέ». Ποιος θα χαρακτηρίσει «σκάνδαλο» -και μάλιστα διαρκείας- μια παιδεία που παράγει παχουλούς παπαγάλους και μελλοντικούς ανέργους; Ποιος θα βγάλει κορώνες στα παράθυρα, επειδή οι Ελληνίδες και οι Ελληνες αρνούνται να κάνουν παιδιά, επειδή δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα; Ποιος θα χτυπηθεί, επειδή ακόμα σκοτωνόμαστε στους δρόμους σαν ζαβλακωμένες γάτες, πρώτοι με παράσημο στις λίστες των τροχαίων; Αρκετοί. Αλλά όχι τόσοι, ώστε να δημιουργηθεί αυτό που λέμε φασαρία. Δείξε μου το σκάνδαλό μου, λοιπόν, να σου πω ποια (χώρα) είμαι.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Οι δολοφόνοι της διπλανής πόρτας

Από το 1987, τη «xρονιά» του φοιτητή Παναγιώτη Φραντζή, ο οποίος στη διάρκεια ενός καβγά σκότωσε και τεμάχισε τη 18χρονη γυναίκα του Ζωή, έως το πρόσφατο έγκλημα του καθηγητή της Μουσικής, ο οποίος σε μια έκρηξη οργής έπνιξε και έθαψε τη γυναίκα του στο πάρκο της Φιλοθέης, πολλά παρόμοια εγκλήματα έχουν δει το φως της δημοσιότητας με δράστες απλούς, καθημερινούς ανθρώπους- «ήρεμους, πολιτισμένους και ευγενείς», όπως τους χαρακτηρίζει συνήθως το περιβάλλον τους! Πρόκειται για ανθρώπους που αποδεικνύουν- σύμφωνα με τους ειδικούς- ότι το να βρεθεί κανείς στην αντίπερα όχθη δεν είναι δύσκολο. Τα εγκλήματα που διαπράττονται από τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας και ακολουθούνται από γνωστές στερεότυπες φράσεις- «δεν μπορώ να το πιστέψω», «δεν είναι δυνατόν», «έχω μείνει άναυδος»- αποδεικνύουν ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και ανεπανάληπτη, αλλά και ότι «δυνάμει εγκληματίες είμαστε όλοι μας, ανάλογα με την προσωπικότητα, τις συνθήκες, τις ευκαιρίες, το περιβάλλον και τα αδιέξοδά μας». Εγκλήματα, όπως το πρόσφατο της Φιλοθέης, υποδηλώνουν με τον τρόπο τους, διαχρονικά την ακατανόητη- έως έναν βαθμό - ανθρώπινη φύση. Η αλληλεπίδραση των προσωπικοτήτων του δράστη και του θύματος με τις καταστάσεις και το περιβάλλον, «διαμορφώνουν κάποιες φορές ένα εκρηκτικό περιβάλλον, στο οποίο όλοι μπορεί να βρεθούμε. Το πώς θα απαντήσει κανείς σ΄ αυτό αποτελεί αίνιγμα. Η βία και το έγκλημα προβάλλουν προς στιγμή και ξαφνικά ως παρορμητική λύση, ως διέξοδος. Δεν μπορούμε να γενικεύσουμε, ούτε να προγνώσουμε την εγκληματική συμπεριφορά. Μπορούμε όμως να χτίσουμε ισχυρά τείχη και εσωτερικό έλεγχο...». Ευκαιριακός εγκληματίας». Γενικά, οι προκλητικές και δύστροπες συμπεριφορές, οι αιφνιδιαστικοί ψυχικοί ερεθισμοί, οι κακές συμπτώσεις, αυτό που λέμε «η κακιά ώρα», αλλά και οι κλονισμένες συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να διαταράξουν τη συνήθη ανθρώπινη συμπεριφορά και να οδηγήσουν σε ψυχική παραφορά». «Σε τέτοιες περιπτώσεις γίνεται κανείς "ευκαιριακός εγκληματίας". Και τέτοιος μπορεί να γίνει ο οποιοσδήποτε. Ακόμα και ο πράος, ο πολιτισμένος ή ο φιλήσυχος». Τα εγκλήματα για τα οποία δεν υπάρχει προμελέτη ή εκείνα που δεν διαπράττονται από ψυχικά αρρώστους, σχετίζονται κυρίως με τον έρωτα, το χρήμα, το φιλότιμο και την ηγεμονία στη σχέση. «Κάθε άτομο έχει το προσωπικό του σημείο "βρασμού"! Όσο χαμηλότερο είναι για κάποιον το σημείο βρασμού τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να παραφερθεί και να εκραγεί. Και όσο ωριμότερο είναι ψυχοσυναισθηματικά ένα άτομο τόσο περισσότερες ελπίδες έχει να αυτοσυγκρατηθεί. Ας θυμηθούμε την κλασική αντίληψη για το λεγόμενο "ψυχικό όργανο": ένα κομμάτι του αντιπροσωπεύει τον πρωτόγονο εαυτό μας και περιέχει την αρπαχτικότητα, την επιθετικότητα, την ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα. Αυτό είναι το γκάζι με το οποίο γεννιόμαστε. Απέναντί του το κάθε άτομο οικοδομεί, μέσα από τη διαπαιδαγώγησή του, τον ατομικό ηθικό κώδικα. Αυτό είναι το φρένο...». Αν χαθεί το «ζύγι». «υπάρχουν άνθρωποι με γκάζι ισχυρότερο από το φρένο τους και άλλοι, όπως ο Σορίν Ματέι και ο Πάσσαρης, οι οποίοι δεν διέθεταν προφανώς ούτε υποτυπώδες φρένο. Για τον καθένα από μας υπάρχει ένα ερέθισμα από τον κύκλο του έρωτα, του χρήματος, του φιλότιμου ή της διάθεσης για εξουσία που θα εξουδετερώσει το φρένο του και θα χαθεί το "ζύγι" του σωστού και του λάθους... Γι΄ αυτό και στη μεγάλη τέχνη της ζωής δεν απαιτείται μόνο να γνωρίζουμε το ατομικό μας σημείο βρασμού αλλά να προβλέπουμε και το σημείο βρασμού του "άλλου" που έχουμε απέναντί μας! Καλό είναι να φθάνουμε σε εκείνη την ωριμότητα που ανοίγει εγκαίρως την πόρτα της εξόδου- πολύ πριν ο ένας πάει στο χώμα και ο άλλος στη φυλακή»!

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Το golden boy με τα σπίρτα

Σπαράζει η καρδιά μου έτσι όπως βλέπω το golden boy στη γωνία Ντάου Τζόουνς και Νάσντακ, έξω από την «Ιn Μoney We Τrust», να ζητάει τη συμπόνια μας- πάρτε κανένα σπίρτο καλέ κύριε, να ανεβάσουμε τους δείκτες. Χριστούγεννα έρχονται, πώς θα αντέξει το golden boy μέσα σε τόση μαυρίλα; Να παίζουν με τα νεύρα του, μια πάνω, μια κάτω, μια τρέξε, μια στάσου, μια κάνε τον σταυρό σου και περίμενε, βοήθεια έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις. Είναι να μη σπαράζει η καρδιά σου; Το βλέπω στα χρυσαφένια μάτια του, που με πόνο καρφώνονται στο χρυσό του Ρόλεξ την ώρα του αποχωρισμού και στο κενό μπροστά στο άδειο ψυγείο (συγγνώμη- ταμείο). Πού πηγαίνουμε κύριοι; Στο κρύο και στην παγωνιά, το golden boy να τουρτουρίζει και να ανάβει τα σπίρτα για να ζεσταθεί; Συμπόνια καμιά; Τι διάολο κόσμος είναι αυτός; Να μην μπορεί να αγοράσει χρήμα, να μην μπορεί να επενδύσει; Χάθηκαν κι οι φίλοι στην ώρα τη δύσκολη, Κι εσείς; Γιατί δεν αγοράζετε σπίρτα; Αλλά μια στιγμή. Ένα μικρό χαμόγελο σκάει στο ροδαλό προσωπάκι του golden boy μας, δεν χάθηκαν κι όλοι οι φίλοι, αστράφτει κάτι σαν λάμψη (Λάμψη του Κιούμπρικ) στο πονεμένο βλέμμα του. Κάνει την παρήγορη σκέψη, που- τι κουτό που ήταν!- έπρεπε να την είχε στο μυαλό του από την αρχή. Δεν ήταν τελικά Μεγάλο Κόλπο, ήταν Πάρα Πολύ Μεγάλο Κόλπο και ο κόσμος όλος θα είναι και πάλι στο πλευρό του. Να βοηθήσει. Θα δώσει, θα βρει, θα ψάξει, θα κοιταχτεί, θα χρεωθεί βρε αδελφέ. Όχι, το golden boy δεν είναι μόνο του στον σκληρό τον κόσμο. Κάτι κεφάλαια θα αλλάξουν διαδρομές, κάτι τρύπες θα κλείσουν χάρη σε μακρινό ξάδελφο του Χάρι Πότερ και όλα θα γίνουν όπως και πριν. Μη σας πω χειρότερα (συγγνώμη- καλύτερα) για το golden boy, που- να δείτε- θα πάει για σκι στις Άλπεις, θα χαλαρώσει, θα τονωθεί και θα έχει να ανάψει μόνο του το τζάκι να ζεσταθεί (Γιατί, και τα σπίρτα; Ούτε αυτά τα επέστρεψε). Και θα ζήσουμε εμείς καλά (το προσπαθούμε άλλωστε) και αυτοί... ε, ξέρετε τώρα

Νοσταλγία της πρωτοπορίας

Είναι το καλύτερο φθινόπωρο που θα μπορούσε, για να ξαναδούμε παραστάσεις που υπήρξαν πρωτοποριακές και αναζητούν τη συνέχειά τους, όπως την παράσταση του Ελληνικού Χοροδράματος. Στην Αθήνα βλέπετε, διακριτικά, ίσως υπερβολικά διακριτικά, άνθησαν κινήματα χορού χάρις στην ιδέα της αρχαίας ελληνικής πηγής, την εντύπωση της συνέχειας που αναζήτησε πρώτη η Ισιδώρα Ντάνκαν, στα φυτώρια που δημιούργησε, στις ιδέες και την τόλμη που ενέπνευσε. Η ελευθερία του σώματος μέσα από την πειθαρχία που επιβάλλει ο χορός καλλιεργήθηκε σε διάφορες εκφάνσεις, και στη δεκαετία του ΄60, όταν οι πιο μεγάλοι Έλληνες καλλιτέχνες πάσχιζαν να βρουν τρόπους να μιλήσουν ελληνικά με την παγκόσμια φωνή, όπως οι ίδιοι το είχαν θέσει, είχε και ο χορός τα συγκλονιστικά του πετάγματα, σπάζοντας φόρμες, ανακατεύοντας είδη, πρωτοπορώντας μαζί με το θέατρο και τη ζωγραφική, τολμώντας με τη μουσική και ανοίγοντας ορίζοντες στο σώμα και την έκφρασή του. Κατά σύμπτωση στο Μουσείο Μπενάκη λειτουργεί αυτές τις ημέρες η έκθεση για τον Κουν, και σήμερα και αύριο, στο Θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών, το Ελληνικό Χορόδραμα παρουσιάζει τα Πιθοπρακτά του Ιάννη Ξενάκη, σε χορογραφία της Ραλλούς Μάνου. Ωστόσο μαζί με την αναβίωση που ζητά να αναμετρηθεί με το σήμερα, ο οργανισμός παρουσιάζει δυο ακόμα έργα στην ίδια παράσταση, τον Οιδίποδα Άνθρωπο του Κουρουπού σε χορογραφία «μετά τη Ραλλού Μάνου» της Αλίκης Καζούρη, και το Ιδιό-ρυθμο του Sancho 003, σε χορογραφία της Μπέτυς Δραμισιώτη. Γιατί υπάρχει πάντα, εκτός από το ερώτημα αν το κάποτε πρωτοποριακό μπορεί να γίνει κλασικό και να σταθεί σε διαφορετικές στιγμές της θεατρικής ζωής μας, και το αν καταφέρνει να εμπνέει μαθητές και να πετυχαίνει τη γονιμοποίησή τους.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

Το έτος 2000... ... ο ΟΗΕ υιοθέτησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για τους «Στόχους της χιλιετίας». Ανάμεσα σε αυτούς τους στόχους ήταν και ο περιορισμός της φτώχειας και της πείνας στον κόσμο κατά το ήμισυ έως το 2015. Το κόστος του προγράμματος; Περίπου 150 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Πού βρισκόμαστε σήμερα; Στα μισά... ... του δρόμου, ο ΟΗΕ μόλις έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή του για την εξέλιξη του προγράμματος: «Οι πληθυσμοί που υποφέρουν από πείνα εξακολουθούν να αυξάνονται σε απόλυτους αριθμούς, ενώ οι πενιχρές αμοιβές διατηρούν το 20% του εργαζόμενου πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας». Στα ίδια απογοητευτικά συμπεράσματα καταλήγει και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων: «Περισσότεροι από 920 εκατομμύρια άνθρωποι πέφτουν κάθε βράδυ να κοιμηθούν πεινασμένοι». Ποιες είναι οι αιτίες για όλα αυτά; Γνωρίζουμε πολλές: την υπανάπτυξη, τη διαφθορά, τη δυτική κυριαρχία, τις ανισότητες, τους πολέμους, τα αρπακτικά. Μα η κυριότερη αιτία, είναι πολύ πιο απλή: με κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις, τα κράτη δεν τηρούν τις υποσχέσεις που δίνουν κάθε τόσο στον ΟΗΕ. Τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια που χρειάζονταν για τους στόχους του ΟΗΕ δεν τα έδωσαν ποτέ. Δεν έδωσαν ούτε καν εκατό. Ο θησαυρός... ... των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (σύμφωνα με προσωρινές εκτιμήσεις) που διέθεσαν αυτά τα ίδια κράτη για τη σωτηρία του τραπεζικού συστήματος είναι πράγματι προκλητικός. Σίγουρα κάποιοι θα πουν πως αυτό είναι άσχετο. Θα πουν πως αν οι πλούσιοι φτωχύνουν, οι φτωχοί θα πεινάσουν κι άλλο. Όμως, ύστερα από τριάντα χρόνια συνεχούς ανάπτυξης, οι φτωχοί δεν έγιναν λιγότερο φτωχοί. Τα κέρδη πήγαν στο κεφάλαιο. Θα πουν πως επενδύουν αυτά τα ιλιγγιώδη ποσά για να αποφύγουμε μια καταστροφή που θα είχε συνέπειες σε όλον τον κόσμο. Όμως, το χάσμα που χωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς δεν μίκρυνε καθόλου εδώ και τριάντα χρόνια που τα κράτη κάνουν επενδύσεις. Θα πουν πως τα τρισεκατομμύρια που έριξαν τα κράτη στους τραπεζίτες θα πάνε για επενδύσεις. Όμως, η ανθρώπινη ανάπτυξη είναι κι αυτή μια επένδυση. Θα πουν πως όσοι ζητούν τέτοια πράγματα είναι ανόητοι ιδεαλιστές. Ναι, είναι ιδεαλιστές, επειδή ξέρουν πως με τόσα λεφτά θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει τον κόσμο. Η αλήθεια είναι πολύ πιο απλή. Οι πλούσιοι συσπειρώνονται. Όταν είδαν να καταρρέει ο κόσμος τον οποίο μας έχουν επιβάλει εδώ και τριάντα χρόνια, κυριεύτηκαν από πανικό. Τα κράτη χρησιμοποιούν το δημόσιο χρήμα για να σώσουν την περιουσία τους. Καταχρώνται το δημόσιο χρήμα. Μπορούν να σώζουν τους χρηματιστές της Γουόλ Στριτ, αλλά αφήνουν στην τύχη τους 920 εκατομμύρια πεινασμένους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο, άλλους τόσους άνεργους κι άλλους τόσους φτωχούς. Η κρίση... ... αυτή θα κάνει να πέσουν πολλές μάσκες.

Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει

Προχθές το βράδυ διηγήθηκα σε μια φίλη μια ιστορία. Και εξέφρασα ανησυχία για την κατάληξή της. Ένιωσε την ανάγκη να μου βρει τη λύση. Ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε. Ύστερα από λίγα λεπτά περισυλλογής, γυρνάει ενθουσιωδώς και μου λέει για κάποιον Κινέζο στη Θεσσαλονίκη, που λέει το μέλλον. «Πήγε ένας γνωστός παλιά και ό,τι του είπε έχει βγει. Δεν θέλεις να μάθεις τα μελλούμενα; Εγώ φοβάμαι, αλλά θέλω τόσο να ξέρω. Ακούγεται χαζό; Θέλω κι εγώ να πάω. Πάμε μαζί;». «Εγώ δεν θέλω να ξέρω», της είπα. Νόμιζε ότι φοβάμαι. Μπορεί και να ισχύει. Νομίζω όμως πως απλώς θέλω να νιώσω την ευχαρίστηση της έκπληξης. Ή ακόμη και τον πόνο. Να μη γυρίσω να πω στον εαυτό μου δηκτικά, «το ήξερα, σου το είχα πει». «Γιατί να ξέρεις πώς θα εξελιχθεί η ιστορία;», τη ρωτάω. «Μα ειδικά εσύ, ειδικά τώρα, θα έπρεπε να θέλεις να ξέρεις», μου απαντά αποστομωτικά. Δεν ήταν παράλογη η παρατήρησή της. Όλοι κάποια στιγμή έχουμε αναρωτηθεί τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Κάποιοι έχουν κάνει και ένα βήμα παραπέρα, το έχουν φανταστεί. Κάποιοι άλλοι βλέπουν μελλοντολόγους και μέντιουμ στην τηλεόραση. «Θέλω να ελπίζω. Θέλω να σκέφτομαι τις πιθανές εκδοχές. Θέλω να προσμένω. Αλλά δεν θέλω να ξέρω. Ή μάλλον δεν με νοιάζει να ξέρω. Με νοιάζει να το ζήσω», της είπα. Ακούγεται σχεδόν μοιρολατρικό, αλλά δεν είναι. Νομίζω πως είναι η ακατάσχετη επιθυμία να αισθάνομαι ότι γράφω εγώ το σενάριο. Ότι αντιδρώ αυθόρμητα, χωρίς να με έχει προϊδεάσει κάποιος άλλος. Επέμεινε ότι οι αιτίες της άρνησης είναι μόνο ο φόβος για την άσχημη είδηση και η εκνευριστική, μερικές φορές, λογική μου. Ότι όλοι μας θέλουμε να ξέρουμε. «Μα δεν με νοιάζει», δήλωσα και αποφάσισα να αλλάξω το θέμα της συζήτησης εκστομίζοντας το κλισέ, «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει».

Ηλιόσποροι

Κοντά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ είχαν βάλει ένα ράφι με ξηρούς καρπούς σε πλαστικά κουτάκια. Καθαρισμένα καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα, αλλά και πασατέμπος, και ηλιόσπορος. Πήρα ένα κουτάκι ηλιόσπορο, μου φάνηκε το πιο πρωτότυπο. Ένα τέταρτο του κιλού σποράκια, πόσες ώρες θα έπαιρνε να τα καθαρίσει κανείς με τα δόντια; Μέσα στο πλαστικό κουτάκι υπήρχαν συμπυκνωμένες ώρες κριτς κριτς σε σινεμά, σε παλιές εποχές, σε μιαν άλλη ζωή σχεδόν. Μια μικρή χούφτα κι αμέσως μασουλάς ένα ολόκληρο έργο χωρίς να λερώνεις τίποτα με τσόφλια. Τρομερή η ταχύτητα και η άνεση της εποχής μας. Κι αυτή η μικρή φούχτα μού φέρνει στο μυαλό τοπία της Θράκης, χωράφια με ανθισμένες τις πελώριες, πανέμορφες μαργαρίτες που τις λέμε ήλιους, και τον ίδιο τον ήλιο αυτοπροσώπως να επιβλέπει από ψηλά και να μοιράζει σε κάθε τους πέταλο το χρώμα του. Πάω να ανοίξω το κουτί με τις ρομαντικές αυτές πεποιθήσεις και βλέπω στο χαρτί, στο κάτω μέρος, «προϊόν Κίνας». Καμία σχέση με τα θρακικά χωράφια δηλαδή, αλλά θα μου πεις, όταν ακόμα και τα μεταξωτά Σουφλίου είναι από την Κίνα, δεν θα ήταν οι ηλιόσποροι; Κινέζοι τα φύτεψαν, τα μάζεψαν και τα καθάρισαν, ελπίζω να μη τα ενίσχυσαν με μελαμίνη. Μου φεύγει κάθε όρεξη για τους ηλιόσπορους. Καημένοι Κινέζοι, ξεπέρασαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής για την πολυπόθητη ανάπτυξη, δουλεύουν χωρίς να υπολογίζουν κόπο και κούραση, αλλά άνθρωποι είναι κι αυτοί: απόδειξη ότι ο οργανισμός τους δεν σηκώνει τη μελαμίνη, όπως τη σηκώνουν τα ράφια της κουζίνας ας πούμε, και τα φτηνά πιάτα. Αρρώστησαν τα μωρά τους, μειώθηκαν οι εξαγωγές τους. Μήπως τελικά η νοστιμιά του ηλιόσπορου είναι στο τσόφλι και στο κριτς κριτς; Ή απλώς η προκατάληψη χαλά τη γεύση;

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

«Κύριε διευθυντά...,

Αγγελτήριο... ... θανάτου ενός μισθωτού, ... πρόκειται να πεθάνω. Δεν θα δυσκολευτείτε να εξηγήσετε τη χειρονομία μου. Κρίση οικονομική, κρίση κοινωνική, ένας υπάλληλος φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του. Αν αυτή η εξήγηση δεν συνάδει με την επικοινωνιακή πολιτική της εταιρείας, ένας γιατρός θα μπορέσει να μου διαγνώσει κατάθλιψη ή κάποια άλλη ανίατη αρρώστια. Και η υπόθεση θα κλείσει με καθαρή συνείδηση. Δεν πρόκειται να τινάξω τα μυαλά μου πάνω στο γραφείο σας, κύριε διευθυντά. Θα αποφύγετε το σκάνδαλο, επειδή δεν θέλω να επιβαρύνω τον υπάλληλο που κάθε μέρα καθαρίζει το γραφείο σας. Δεν είμαι θύμα της κρίσης. Ο θάνατός μου δεν είναι μια καταγγελία των συνεπειών του κυνισμού σας. Είναι απλώς μια αναπόφευκτη κατάληξη. Γιατί μέσα μου είμαι ήδη πεθαμένος. Είμαι πεθαμένος από την εξάντληση όλα αυτά τα χρόνια που πάλευα να επιζήσω στον ζωολογικό σας κήπο, εκεί όπου βασιλεύει η καχυποψία, ο ανταγωνισμός και η αυθαιρεσία. Μου είναι... ... δύσκολο να καθορίσω με ακρίβεια την ημερομηνία του θανάτου μου. Το βέβαιο είναι πως επήλθε ύστερα από διαδοχικά πλήγματα. Θυμάμαι που είχα ενοχληθεί από τις απεργίες. Θυμάμαι που είχα πει πως δεν είναι σωστό να δίνει το κράτος επιδόματα. Θυμάμαι που ζητούσα να καταργηθεί το Δημόσιο. Θυμάμαι που ψήφισα το κυβερνητικό κόμμα. Όμως ήμουν ήδη από τότε πεθαμένος. Την περασμένη εβδομάδα συνάντησα μέσα στο μετρό το πτώμα μου. Ήταν χαμένο στις σκέψεις μου: “Το σχέδιο διάσωσης είναι μια ευχάριστη είδηση. Ενάμισι τρισεκατομμύριο ευρώ θα τονώσει τις διατραπεζικές συναλλαγές. Πρέπει να σωθεί το σύστημα”. Ήταν η στιγμή που η ματιά μου διασταυρώθηκε με τη ματιά της καθαρίστριας. Και κατάλαβα πως ήμουν πια πεθαμένος. “Να καταστρέψεις έναν άνθρωπο είναι σχεδόν το ίδιο δύσκολο όσο και να τον δημιουργήσεις”, έγραφε ο Πρίμο Λέβι στο βιβλίο “Αν αυτό είναι ο άνθρωπος”: “Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε γρήγορο. Μα φτάσαμε σε αυτό. Στεκόμαστε μπροστά σας υποτακτικοί, δεν έχετε τίποτα πια να φοβηθείτε: ούτε πράξεις εξέγερσης ούτε λόγια αμφισβήτησης ούτε καν μια επικριτική ματιά”. Μας κάνατε κτήνη. Ανήμπορους να σκεφτούμε, ανήμπορους να ξεσηκωθούμε. Ωστόσο μην κοιμόσαστε ήσυχος, γιατί πάντα θα υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις. Πάντα. Γιατί έγραφε... ... ο Πρίμο Λέβι: “Ο λόγος ακριβώς που δεν πρέπει να γίνουμε κτήνη, είναι επειδή το στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι μια τερατώδης μηχανή που κατασκευάζει κτήνη. Κι επειδή ακόμη κι εκεί μέσα μπορεί κανείς να επιζήσει, είναι χρέος μας να θέλουμε να επιζήσουμε, να μαρτυρήσουμε, να αφηγηθούμε. Και για να επιζήσουμε είναι σημαντικό να διασώσουμε τουλάχιστον τον σκελετό, το πλαίσιο, το καλούπι του πολιτισμού. Είμαστε δούλοι, σίγουρα, χωρίς κανένα δικαίωμα, πρόχειροι σε όλες τις ταπεινώσεις, καταδικασμένοι σε έναν σχεδόν βέβαιο θάνατο, αλλά μας απομένει ακόμη κατιτί που έχουμε χρέος να το υπερασπιστούμε με θέρμη, γιατί αυτό είναι το τελευταίο: η άρνηση να δώσουμε τη συγκατάθεσή μας”».

Η «ρετσινιά» της αποτυχίας

Δύσκολο να μιλήσεις με τα παιδιά που δεν πέτυχαν στις Πανελλήνιες Εξετάσεις και τους γονείς τους. Δεν τολμάς ούτε να τους τηλεφωνήσεις για άλλους λόγους. Τα παιδιά αυτά χαμένα, χωρίς σχολή, χωρίς πυξίδα- μαζεύουν τώρα τα κομμάτια τους. Κάποια αρχίζουν να αναρωτιούνται δειλά δειλά τι θα κάνουν, κάποια δεν θέλουν να το συζητήσουν καθόλου και κλείνονται στο καβούκι τους. Ξέρουν ότι έχουν ήδη τη «ρετσινιά» της αποτυχίας για την ελληνική κοινωνία... «Καλύτερα να έβλεπα το όνομά μου στο τελευταίο ΤΕΙ στα σύνορα, παρά αυτό το τίποτα», μου είπε χαρακτηριστικά μια «αποτυχημένη» κοπέλα, κομμένη από το μέτρο του απαραίτητου 10. Γιατί, άραγε, να μην είχε μπει στην ανθοκομία, στη φωτογραφία, στην τυποποίηση προϊόντων, να αποκτήσει η ίδια σκοπό και να δώσει επιστημονικό επίπεδο στα απλά πρακτικά επαγγέλματα, χωρίς να είναι απαραίτητα άριστη μαθήτρια; Διάβαζα στη γαλλική «Le Μοnde» για τους μαθητές στη Δανία, «τους πιο ευτυχισμένους νέους». Η ιδέα της αποτυχίας δεν υφίσταται στο εκεί σύστημα παιδείας. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το κτίσιμο της προσωπικότητας, οι εμπειρίες. Το βιογραφικό δεν λογίζεται ως ένας κατάλογος από διπλώματα, αλλά ως σύνολο ενδιαφερόντων. Σημασία- λένε- έχει να βρεις τον εαυτό σου. Εκεί, οι σχολικές τάξεις- διαβάζω- δεν έχουν βαθμολογίες. «Οποιαδήποτε ιδέα για ιεράρχηση των μαθητών θα ήταν απαράδεκτη», κατά τον καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης Σβεν Μορς. «Οι εκπαιδευτικοί, όπως και οι γονείς, προσπαθούν πάντα να βρίσκουν τα θετικά σε κάθε παιδί». Το αποτέλεσμα; Σε έρευνα σε νέους 17 χωρών βρέθηκε ότι το 60% των Δανών θεωρούν το μέλλον τους ευοίωνο και το 51% δηλώνουν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους. Ενώ σε άλλες χώρες, όπως η δική μας, οι νέοι θεωρούν ότι η αποτυχία «στα μικράτα τους» είναι καθοριστική για τη ζωή τους, οι νεαροί Δανοί, με μπόλικη αυτοπεποίθηση και οικονομική αυτονομία, χάρη σε υποτροφίες, κρατικά δάνεια και δουλειές μερικής απασχόλησης, ενθαρρύνονται να εξερευνούν, να ταξιδεύουν και να ονειρεύονται. «Οι νέοι μας αριστεύουν στο... να είναι νέοι!», λέει ο Μορς. Σας φαίνεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας; Έχετε δίκιο- για την Ελλάδα, είναι!

Ακριβά παπούτσια

Επιτέλους, το έγραψαν και οι εφημερίδες ότι πληρώνουμε τα παπούτσια διπλά λεφτά στον τόπο μας κι ας είναι κι από άλλον τόπο. Από άλλον τόπο είναι ούτως ή άλλως, πολυεθνικές τα κατασκευάζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες, πληρώνοντας μεροκάματα μισά από τα ευρωπαϊκά. Τα μισά, των μισών, ω μισά, γιατί γίνεστε διπλά στην ελληνική αγορά; Τι θαύμα συμβαίνει και άνθρωποι που κατά μέσον όρο πληρώνονται λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο, δίνουν διπλά λεφτά για τα παπούτσια τους; Γιατί αγόγγυστα καταβάλλουμε υπερβολικά ποσά για παπούτσια που είναι ολόιδια σε όλο τον κόσμο; Να πεις ότι ήταν μοναδικά, ντόπια, με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, να ήταν τσαρούχια ας πούμε, θα το καταλάβαινε κανείς. Αλλά είναι τα απολύτως τυποποιημένα που φτιάχνουν οι μεγάλες φίρμες, και καταντά ανεξήγητο. Μόνο ψυχολογικοί παράγοντες μπορεί να υπεισέρχονται, να αγοράζουμε ας πούμε παπούτσια ακριβά όπως κάποτε αγοράζαμε τα πιο ακριβά αυτοκίνητα της Ευρώπης. Όταν οι δρόμοι είναι χάλια, στενοί, με κακό οδόστρωμα, το ακριβό αυτοκίνητο σου παρέχει την αίσθηση, η οποία συχνά είναι ψευδαίσθηση, ότι γλιτώνεις τη μιζέρια, κλείνεσαι στο ωραίο σου όχημα και ξεφεύγεις. Το ίδιο και με τα παπούτσια, τα πληρώνουμε ακριβά για να κυκλοφορούμε σε απαράδεκτα πεζοδρόμια με την ψευδαίσθηση ότι θα μας σηκώσουν ένα επίπεδο παραπάνω, θα περπατάμε σε κάτι σαν αέρινη ζώνη πάνω από τις σπασμένες πλάκες, τις λακκούβες, τα σκουπίδια, τις παγίδες. Πληρώνουμε κάτι παραπάνω, πολύ παραπάνω, αλλά ξεδίνουμε. Νιώθουμε ότι μπορούμε να φτιάξουμε την προσωπική μας μοίρα, έστω το προσωπικό μας βήμα, κόντρα στην περιρρέουσα φτήνια. Ακριβά παπούτσια για παρηγοριά, μέχρι την επόμενη στιγμή που θα σκοντάψουμε βεβαίως, διότι δυστυχώς η φτηνή πραγματικότητα καραδοκεί, ειρωνική και ακατάβλητη.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Κληρονόμοι της Μακεδονίας

O ένας στους δύο Έλληνες διαφωνούν με την πρόταση Νίμιτς για την ονομασία της ΠΓΔΜ που σημαίνει ότι προοδεύουμε αργά και σταθερά. Πριν από έναν χρόνο ήταν το προηγούμενο γκάλοπ που έβγαζε 73% την πλήρη αντίθεση; Πάει πιο γρήγορα η εξέλιξη τώρα, αν θυμηθείτε ότι πριν από δεκαπέντε χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν αντίθετη σε όνομα που θα περιείχε τη λέξη Μακεδονία ή παράγωγο αυτής. Λες και το Μ της ΠΓΔΜ δεν είναι η Μακεδονία στη γενική. Τέλος πάντων, είναι φανερό ότι αν οι πολιτικοί θελήσουν ειλικρινά να εγκαταλείψουν το ζήτημα αυτό ως πηγή πελατείας, οι πολίτες θα δείξουν κατανόηση. Μέχρι να έρθει αυτή η ευτυχισμένη στιγμή πρέπει να αναγνωρίσουμε το κατόρθωμα της ελληνικής πολιτικής όλα αυτά τα χρόνια. Όσο αρνιόμασταν την ίδια την ύπαρξη των γειτόνων τόσο αυτοί καλλιεργούσαν την ταυτότητά τους σύμφωνα με την ανάποδη ψυχολογία. Όσο τους λέγαμε, δεν είστε γνήσιοι Μακεδόνες, τόσο αυτοί πείσμωναν. Πριν από μια εικοσαετία δεν θα ήταν τόσο σίγουροι ότι είναι απευθείας απόγονοι του Μεγαλέξαντρου. Τώρα πια έχουν κατασταλάξει. Τους άρεσε η σάρισα και ο Δαρείος, ο Βουκεφάλας, η Αντζελίνα Ζολί, όλα αυτά, και γιατί όχι δηλαδή; Δεν είναι σφριγηλά και γοητευτικά, ειδικά για ένα νέο έθνος; Τα έβαλαν στις πλατείες και στα αεροδρόμιά τους, πιθανόν και στη σχολική τους Ιστορία, δεν ξέρω. Τα παιδιά τους είναι πεισμένα ότι είναι εγγόνια των εφήμερων εκείνων κατακτητών της Ασίας όσο και τα δικά μας. Τι να κάνουμε; Ας ευχηθούμε ότι κάποια στιγμή αυτή η πεποίθηση θα τα φέρει πιο κοντά, σαν συγγενείς που δεν έχουν πια τίποτα να μοιράσουν, εκτός από τον πόνο τους, αφού η κληρονομιά έχει φαγωθεί από τους προηγούμενους, εδώ και αιώνες...

Ευχές γονέων

O ταξιτζής δεν άκουγε Πανούτσο ή Κακαουνάκη αλλά ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Χμμ, ενδιαφέρον. Ένας λόγος παραπάνω που το κήρυγμα της ημέρας ήταν «Κατάρες γονέων». Ετοιμάστηκα να απολαύσω το χριστιανικό ριάλιτι πλην όμως ο ιερωμένος- ανιματέρ δεν είχε τη χάρη ενός Μικρούτσικου. Απεναντίας, μπήκε αμέσως στο ψητό χωρίς να καλέσει μάρτυρες και να ανακατέψει οικογένειες. Θα έλεγα μάλιστα ότι στο μυαλό του δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι αυτοί που εισέπραξαν τις κατάρες, κατά βάθος τα ήθελε ο κωλαράκος τους. Μια μητέρα, λέει, καταριόταν τα τέσσερα παιδιά της επειδή έκαναν αταξίες. Οι κατάρες έπιασαν και αργότερα τής έμειναν όλα μπακούρια. Ένας μεροκαματιάρης διαβολόστελνε, λέει, το μωρό του που έκλαιγε με νυχτερινό τιμολόγιο με αποτέλεσμα ο διάολος να πάρει τα λόγια του τοις μετρητοίς και να βουτήξει το παιδί. Φυσικά και στις δυο περιπτώσεις χρειάστηκε η παρέμβαση ενός εκ των Πατέρων της Εκκλησίας για να λυθούν τα μάγια. Έτσι τα μεν τέσσερα γεροντοπαλίκαρα βρήκαν νύφες μονοκοπανιά, το δε σκασμένο ξαναεμφανίστηκε στην κούνια του. Θα είχα σκιαχτεί μέχρι θανάτου αν ο ιεροκήρυκας δεν είχε το τακτ να παρηγορήσει κι εμάς που ενδεχομένως να έχουμε αρπάξει καμιά ξώφαλτση. Ο καταραμένος, λέει, πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ευεργετηθέντα αφού «έχει ήδη φάει (sic) τη μισή κόλαση εν ζωή οπότε του μένει μικρό υπόλοιπο για την άλλη». Αν το διαβάσεις αυτό μαμά και σου έρθει τίποτα στο μυαλό, μη σεκλετιστείς και μην το μετανιώσεις. Σε ευχαριστώ εκ των υστέρων και σε προτρέπω να το επαναλάβεις.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

Κρίση!

Τα ταμ-ταμ... ... των μέσων ενημέρωσης εδώ και κάμποσες μέρες βροντούν χωρίς σταματημό, κατακλύζουν τους αναγνώστες με ένα τσουνάμι από κραυγές πανικού. Εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση εκπέμπουν ένα συνεχές και αδιάλειπτο σήμα κινδύνου: κρίση! κρίση! Στον ορυμαγδό... ... όμως, ξεχωρίσαμε επιτέλους μια διαφορετική φωνή, μια σκέψη που δεν παρουσιάζει αυτή την κρίση ως πηγή τρόμου και καταστροφής, αλλά ως μια ευκαιρία από εκείνες που παρουσιάζονται ίσως μόνο μία φορά στη ζωή του ανθρώπου. Πρόκειται για τη σκέψη της Ανιές Μεγιάρ, που γράφει: «Θυμάμαι που έπεσα στην κρίση όταν ήμουν ακόμη μικρή. Ένα βράδυ γύρισε ο πατέρας στο σπίτι και είχε πουλήσει το αυτοκίνητο. Από τότε δεν θυμάμαι παρά μονάχα την κρίση: σβήσε τα φώτα, κλείσε τη βρύση, διάβαζε στο σχολείο για να γλιτώσεις την ανεργία, μάζευε διπλώματα κι ας τα κάνεις κορνίζα. Δεν θυμάμαι παρά μονάχα την κρίση, το σφίξιμο στο ζωνάρι, στις εξόδους, στις ταβέρνες, στη διασκέδαση, στις εφημερίδες (αυτό ήταν εύκολο), στο ντύσιμο, στα βιβλία (αυτό ήταν πολύ δύσκολο), στα φάρμακα, στη θέρμανση». Η Γαλλίδα κοινωνιολόγος και συγγραφέας, όπως και εκατομμύρια άλλοι σαν αυτή σε ολόκληρο τον πλανήτη, ζούσε εδώ και πολλά χρόνια με την κρίση, πολύ πριν την ανακαλύψουν στη Γουόλ Στριτ. «Γι΄ αυτό δεν ξέρω πια αν είναι για γέλια ή για κλάματα που ακούω να μας υπαγορεύουν τις πράξεις μας και τα συναισθήματά μας οι ίδιοι εκείνοι καραγκιόζηδες που τόσα χρόνια προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι ο νεοφιλελευθερισμός και η απελευθέρωση των αγορών κάνουν καλό στην επιδερμίδα, πως ο υπεύθυνος πολίτης είναι αυτός που κυλιέται σαν γουρούνι μέσα στον λάκκο της κατανάλωσης και του χρέους, αυτός που λατρεύει τους πλούσιους και τα αφεντικά επειδή αυτοί είναι οι υγιείς δυνάμεις, αυτοί που δημιουργούν πλούτο, ο οποίος όταν πια γίνει άφθονος θα φτάσει για να ξεπεινάσουν εκείνοι που μαζεύουν τα ψίχουλα κάτω από το τραπέζι». Όλοι εκείνοι... ... που έδιναν αυτές τις υποσχέσεις, πόσο είναι τώρα αξιόπιστοι για να διαχειριστούν την κρίση; Εδώ και μήνες απουσίαζαν, σώπαιναν ή ψεύδονταν, αρνούνταν, απέφευγαν ή υποβάθμιζαν μια κατάσταση, της οποίας δεν μπορούσαν να φανταστούν ούτε το βάθος ούτε τις συνέπειες. Οι συνθήκες της αλλαγής βρίσκονται τώρα στα χέρια μας, μπροστά μας, λέει με δυο λόγια η Ανιές Μεγιάρ. Σαν από θαύμα, μας σερβίρισαν ξαφνικά αυτές τις συνθήκες στο πιάτο. Ο κόσμος... ... πρώτη φορά, ίσως και τελευταία κατά τη διάρκεια αυτής της γενιάς, μπορεί να αλλάξει επειδή οι άνθρωποι θα τον υποχρεώσουν. Σαν σε βιντεοπαιχνίδι όπου συνέχεια έχαναν και ξαφνικά χάλασε και τους αποκάλυψε τους κωδικούς του, οι άνθρωποι μπορούν να περάσουν αμέσως στο επόμενο στάδιο. Ο κόσμος βρίσκεται στα χέρια τους και το μέλλον τους είναι τώρα. Κάθε τέλος είναι μια ευκαιρία για μια νέα αρχή.

Χειρότερα δεν γίνεται...

ΝΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΛΗ είδηση! Το ΙΚΑ, επιτέλους, εξυγιάνθηκε! Αύξησε την περιουσία του κατά τρεις καρέκλες και ένα τραπέζι. Η επιτυχημένη αυτή κίνηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής είσπραξης των χρεών και επιτεύχθηκε διά της κατασχέσεως των μοναδικών περιουσιακών στοιχείων ενός 80χρονου, ο οποίος χρωστούσε εδώ και χρόνια 150 ευρώ, που με τις προσαυξήσεις είχαν φθάσει τα 900! Είναι αλήθεια; Υπάρχει νους που πήρε αυτή την απόφαση; Που θεώρησε καθήκον του να διεκδικήσει χρέος αυτής της ευτελούς αξίας, υποβάλλοντας έναν άνθρωπο στο μαρτύριο της στέρησης των λιγοστών αντικειμένων που του είχαν απομείνει; Και αυτός ο νους τι πίστεψε; Πως έτσι έκλεισε τις μαύρες τρύπες του ΙΚΑ; Μπορεί... Γιατί αν απαλλαγούμε από τη συναισθηματική φόρτιση και επιχειρήσουμε να σκεφθούμε λογικά, θα διαπιστώσουμε πως η φιλοσοφία αυτή διακατέχει την εισπρακτική πολιτική αυτού του κράτους. Αφού δεν μπορείς να κυνηγήσεις τους καρχαρίες, πιάσε τη μαρίδα για να έχεις τουλάχιστον να επιδείξεις μια ψαριά. Μισθωτοί και συνταξιούχοι- δίκην μαρίδαςείναι αδύνατον να ξεφύγουν από το δίχτυ. Άλλωστε είναι φτιαγμένο στα μέτρα τους. Τα μεγάλα ψάρια δεν χωράνε. Τι να κάνουν και οι υπηρεσίες; Εν προκειμένω, μια και μιλάμε για το ΙΚΑ, αν ο κάθε ευσυνείδητος υπάλληλος έπαιρνε την πρωτοβουλία να διεκδικήσει τις τεράστιες οφειλές που θα βοηθούσαν ενδεχομένως στην ανάκαμψη της υπηρεσίας του δεν θα έβρισκε... τόπο να σταθεί. Έτσι, επειδή τα προσχήματα πρέπει να τηρούνται και οι υπάλληλοι- ως τελευταίοι τροχοί- να ελέγχονται, αν κληθεί ο διευθυντής μιας ανάλογης υπηρεσίας από τον ανώτερό του να δώσει εξηγήσεις για τα δισεκατομμύρια των οφειλών, θα έχει τουλάχιστον κάτι να δείξει. Τρεις καρέκλες και ένα τραπέζι! Λίγο είναι; Καθόλου. Δεν αποκλείεται μάλιστα να επιβραβευθεί και με προαγωγή. Καθώς είχε την πρόνοια να μην αγγίξει τα κακώς κείμενα, τους φακέλους που καίνε, ενώ ταυτόχρονα επέδειξε την πυγμή του οργανισμού. Μη νομίζει δηλαδή και ο κάθε ταλαίπωρος πολίτης που χρωστάει 150 ευρώ ότι θα χαίρει της ίδιας εύνοιας που απολαμβάνει ο μεγαλοοφειλέτης. Και θα έχει καρέκλα να κάθεται στην... πλάτη του ΙΚΑ. Και μη χειρότερα...

Η μικρή έχει κότσια

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο! Όταν μάλιστα σερβίρεται από ένα χαμογελαστό «κοριτσάκι», που δείχνει να μην καταλαβαίνει και πολλά, τότε η γροθιά στο στομάχι είναι διπλά δυνατή! Και αυτό έκανε η Καλομοίρα, η οποία έδωσε κλωτσιά στο... σύστημα, και μάλιστα την περίοδο που όλη η Ελλάδα την αποθέωνε για την επιτυχία της. Αυτό, ομολογουμένως, θέλει κότσια. Και η «μικρή» απέδειξε ότι τα έχει. Το νεαρό αυτό κορίτσι που αγαπήθηκε- ή μισήθηκε- για τα σπαστά ελληνικά της, για τη (χαζο)χαρούμενη συμπεριφορά της, για τα ναζιάρικα «φιλάκια» της, ήρθε από την Αμερική για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Η ευκαιρία τής δόθηκε, όταν κάποιοι διαπίστωσαν πως το «πακέτο» Καλομοίρα πουλούσε. Και εμείς οι υπόλοιποι τη... φάγαμε με το κουτάλι. Την παρακολουθήσαμε σε σίριαλ, γελάσαμε μαζί της στα πρωινάδικα, χάσαμε τη «λαλιά» μας όταν την είδαμε να βγαίνει από μία τούρτα (στο πάρτι- συναυλία του Σαββόπουλου, στο Ηρώδειο), ακούσαμε τα signles της, χορέψαμε με τα τραγούδια της, σηκώσαμε την ελληνική σημαία όταν τα έδωσε όλα στην Εurovision. Και μετά; Μετά τα βρόντηξε όλα και έγινε καπνός! Ούτε τα χρήματα την κράτησαν ούτε η επιτυχία ούτε η δόξα ούτε η φήμη ούτε η διεθνής καριέρα που πιθανόν να της είχαν τάξει. Όπως αποδείχτηκε, η «μικρή» δεν ήταν τόσο αφελής όσο φαινόταν, αφού καταλάβαινε ότι την «έριχναν»έτσι είπε στον «Ταχυδρόμο». Δεν το έκανε όμως για οικονομικούς λόγους. Έφυγε, γιατί θέλει να χαρεί τη ζωή της. Να γελάσει με την ψυχή της. Να μην τρέχει για να φουσκώνει τη «φούσκα». «Γιατί, τι αξία έχει να κάνεις τόσα πράγματα και το βράδυ να μην μπορείς να κοιμηθείς;»... Τροφή για σκέψη, σερβιρισμένη από την Καλομοίρα.

Καταλήψεις στα σχολεία

Είμαι της παλιάς σχολής. Της πολύ παλιάς. Πιστεύω ότι η γνώση πρέπει να διαχέεται, αλλιώς δεν έχει νόημα. Κάθε μέρα χαμένη από το σχολείο, κάθε μάθημα που παραδόθηκε μισό, κάθε λέξη που δεν διδάχτηκε, έστω με τον τυπικό, στεγνό, μίζερο τρόπο που έχει το σημερινό σχολείο, είναι απώλεια για κάθε παιδί. Όχι μόνο για εκείνο που τελειώνει το δημόσιο, αλλά και για το συνομήλι-κό του που τελειώνει το καλύτερο ιδιωτικό. Είναι απώλεια για όλους μας. Εδώ στην Ελλάδα πιστεύουν πολλοί ότι η μόρφωση πρέπει να μείνει προνόμιο λίγων για να έχει αξία, να αποδίδει σε χρήμα. Δεν καταλαβαίνουν ότι ένας άνθρωπος που μορφώνεται εξαιρετικά και ύστερα αναγκάζεται να ζήσει ανάμεσα σε ημιμαθείς και ακαλλιέργητους, είναι σαν νόμισμα χωρίς αντίκρυσμα. Οι δυνατότητές του και οι γνώσεις του δεν εκτιμώνται όσο πρέπει, δεν αποτιμώνται και δεν του αποφέρουν ούτε το χρήμα ούτε την ικανοποίηση που θα μπορούσαν, αν τον τριγύριζαν άνθρωποι του επιπέδου του. Το να χάνουν χρόνο τα παιδιά στο δημόσιο σχολείο με τις καταλήψεις, δεν βλάπτει μόνο αυτά. Και εκείνα που πάνε στα ιδιωτικά θα βρουν μπροστά τους αργότερα αυτή την ανεπάρκεια των άλλων. Το να προτρέπει ένα κόμμα, που υποτίθεται ότι είναι ανθρωπιστικό, τα παιδιά να κάνουν κατάληψη, ενώ ξέρει τώρα πια τι βγαίνει, μάλλον τι δεν βγαίνει από τις καταλήψεις, είναι ασυγχώρητο σφάλμα. Και δείχνει ότι δεν καταλαβαίνουν τα στελέχη του, που πολλά στέλνουν σε ιδιωτικά τα παιδιά τους, ότι στο μέλλον θα βγουν όλα τα παιδιά χαμένα. Το σχολείο είναι πολύτιμο, είναι πιο ακριβό από το πετρέλαιο και τα στεγαστικά δάνεια, κάθε ώρα του κοστίζει χιλιάδες ομόλογα και επιτόκια, κι αν χαθεί δεν αντικαθίσταται με τίποτα. Ξεχνάμε τα αυτονόητα, από την ιδεοληψία.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

H (κάλπικη) ασφάλεια της λίρας

Θυμάμαι κάτι βράδια Kυριακής, στα παιδικά μου χρόνια, όταν η τηλεόραση έπαιζε την «Kάλπικη Λίρα» του Tζαβέλα. Δεν τη χάναμε ποτέ: Θυμάμαι τη χρυσή λίρα πεταμένη στη λάσπη, ανάμεσα στη Σπεράντζα Bρανά και τον Mίμη Φωτόπουλο. H πόρνη που δεν μπορούσε να την ξοδέψει (γιατί ήξερε πως είναι κάλπικη) και ο τυφλός, που δεν μπορούσε να τη δει. Eίμαι παιδί της εποχής των «άυλων» χρημάτων και των επενδυτικών χαρτοφυλακίων. Eνηλικιώθηκα σ' έναν κόσμο όπου οι επενδύσεις σε χρυσό, ασήμι και λίρες δεν ήταν μόνο ντεμοντέ, αλλά συχνά και τραγικά ασύμφορες. Nα μην παραλείψω και όλη τη σχετική μυθολογία: Mασούρια στα στρώματα, κατάρα στον λαδέμπορα, ο Δήμος Σταρένιος στον ρόλο του μαυραγορίτη: Φοράει μία τριμμένη από τσιγκουνιά φανέλα και χαϊδεύει τις «λιρίτσες του» που μάζεψε από την πείνα του κόσμου. Δεν είναι ν' απορείς που δεν είχα σε μεγάλη υπόληψη το ζήτημα «χρυσή λίρα». Kι ένα πρωί ξύπνησα σ' έναν κόσμο άλλο: Kαι κατοχικό τον λες, εσύ, που κατοχή δεν γνώρισες. H χρυσή λίρα ξαναγίνεται πολύτιμο δίχτυ ασφαλείας, η μόνη σοβαρή επενδυτική επιλογή. Tα χρυσά αγόρια των χρηματοπιστωτικών ακροβασιών, κάτω από τα Brooks Brothers κοστούμια τους φορούν την τριμμένη φανέλα του Δήμου Σταρένιου και χώνουν μασούρια στα πανάκριβα, εργονομικά στρώματα, των ντιζάιν κρεβατιών τους. Mέσα στον πανικό, βουβοί κι αόρατοι στα ραντάρ κυκλοφορούν κάτι μυστήριοι άνθρωποι. Eκείνοι πάντα θα αναρωτιούνται, μήπως τελικά η μόνη αποταμίευση που συμφέρει είναι αυτή «στην Tράπεζα του ουρανού», όπως έλεγε, διαβάζω, ο Mάνος Xατζιδάκις. Oι παράξενοι άνθρωποι που όταν βλέπουν μία χρυσή λίρα, αντί για την αξία αγοράς και πώλησης, αναζητούν δίπλα της δύο σκιές: Tη σκιά του τυφλού, που δεν μπορεί να τη δει, και της πόρνης που δεν μπορεί να την ξοδέψει.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Αμερικανικος εφιαλτης

Η εφημερίδα... ... «Γουόλ Στριτ Τζόρναλ» έλεγαν κάποτε πως είναι το «ημερολόγιο του αμερικανικού ονείρου». Τις τελευταίες ημέρες μοιάζει περισσότερο με ημερολόγιο του αμερικανικού εφιάλτη. Εξαιτίας φυσικά της οικονομικής κρίσης που προκαλεί μεγάλες δυσκολίες στον αμερικανικό λαό. Το παράδειγμα... ... όμως που διάλεξε η εφημερίδα στις εσωτερικές της σελίδες είναι μάλλον ατυχές. Θα μπορούσε να είχε προτιμήσει τους δύστυχους φορολογουμένους που πληρώνουν τα σπασμένα των τραπεζιτών. Όμως, όχι, η εφημερίδα επέλεξε να διηγηθεί την πικρή ιστορία της κυρίας Άσερ. Η κυρία Άσερ είχε κλείσει ραντεβού με ένα νοσοκομείο για να κάνει πλαστική εγχείρηση στη μύτη της δεκαεξάχρονης κόρης της. Όμως, όταν ήρθε εκείνη η ώρα, ανακάλυψε πως δεν είχε τα λεφτά. Μιλάμε για τέτοιες στερήσεις! Τελικά, όμως, βρέθηκε η λύση. Ο γιατρός προσφέρθηκε να κάνει την εγχείρηση στο ιατρείο του κι έτσι η κόρη της κυρίας Άσερ απέκτησε την καινούργια της μύτη (το αμερικανικό όνειρο, αν και αμερικανικό, απαιτούσε πάντα μια γαλλική μύτη). Τόσο άσχημα πηγαίνουν λοιπόν τα πράγματα στην Αμερική; Σε μια άλλη... ... σελίδα της αμερικανικής εφημερίδας ξεχειλίζει η θλίψη. Ένας πονεμένος επιχειρηματίας εκφράζει την απογοήτευσή του που δεν μπόρεσε να αγοράσει παραλιακή έκταση αξίας 15,7 εκατομμυρίων δολαρίων στην ακτή του Ατλαντικού, επειδή τα έχασε όλα στο χρηματιστήριο. Πόσο καταλαβαίνουμε τον πόνο του! Ο πόνος είναι όμως πολύ πιο σουβλερός στη γειτονιά της Γουόλ Στριτ. Θυμάστε εκείνη την επενδυτική τράπεζα, τους Λίμαν Μπράδερς, που έπαιζε «αέρα» και βάρεσε κανόνι; Όπως γράφει η «Γουόλ Στριτ Τζόρναλ», ο (πρώην πια) πρόεδρός της Τζο Γκρέγκορι (που αμειβόταν με 17.000 δολάρια την ώρα) αναγκάστηκε να πουλήσει το ελικόπτερο με το οποίο πήγαινε στη δουλειά του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κρέμασε την επιγραφή «Πωλείται» στην αξίας 32,5 εκατομμυρίων δολαρίων κατοικία που διαθέτει στο Χάμτονς. Όμως, το χτύπημα που δέχτηκε από τη μοίρα το αφεντικό του κυρίου Γκρέγκορι, ο Ρίτσαρντ Φουλντ, είναι ακόμη πιο ταπεινωτικό: αθόρυβα και διακριτικά βγάζει στο σφυρί την προσωπική του συλλογή από έργα τέχνης αξίας 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο κύριος Φουλντ και η σύζυγός του ελπίζουν να τα εκποιήσουν στη Μόσχα, το Λονδίνο ή το Μανχάταν. Σύμφωνα με το περιοδικό «Φορμπς», τα περυσινά έσοδα του κυρίου Φουλντ ανήλθαν σε 71,9 εκατομμύρια δολάρια. Θεέ μου (αν υπάρχει Θεός, ύστερα από όλα αυτά), κάνε το θαύμα σου ώστε ο οβολός των φτωχών φορολογουμένων να πιάσει τόπο και να σωθούν όλες αυτές οι ανεκτίμητες περιουσίες! Το καλό... ... είναι πως ο κύριος Φουλντ δεν θα αναγκαστεί να βάλει πωλητήριο και στο ιδιωτικό του γήπεδο τένις. Με όλα αυτά, ο Αμερικανός αρθρογράφος Άλεξ Μπιμ μάς θύμισε κάτι από τα απομνημονεύματα του κόμη ντε Σεγκίρ για την υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Ρωσία: οι στρατιώτες της μεγάλης στρατιάς του καταβρόχθιζαν τους τραυματισμένους συντρόφους τους πριν ακόμη ξεψυχήσουν. Και για να προλάβουμε τους κακοήθεις: Όχι, δεν δίνουμε ιδέες!

Ο ιδρώτας βλάπτει σοβαρά το κινητό

Το ξέρατε ότι το κινητό σας μπορεί να οξειδωθεί - κοινώς να πάρει νερό - από τον καλοκαιρινό ιδρώτα; Εγώ, πάντως όχι, αλλά το άκουσα και αυτό! Μια ωραία ημέρα, πριν από περίπου δύο μήνες, η ολοκαίνουργια- μόλις εφτά μηνών- συσκευή μου σταμάτησε να λειτουργεί. «Φόρεσε» τη μαύρη οθόνη και απο τότε έμεινε πεισματικά στο... σκοτάδι. Τι να το κάνεις όμως, αφού άμα καεί η οθόνη το κινητό είναι για πέταμα. Με την εγγύηση στα χέρια κατευθύνθηκα στο πλησιέστερο κατάστημα για να μου το επισκευάσουν. Ένας μήνας πέρασε και όταν έλαβα το μήνυμα- το οποίο παρεμπιπτόντως έφτασε στην απαρχαιωμένη «παντόφλα» που κουβαλούσα πριν χρόνια- να πάω να παραλάβω την αστραφτερή, μοντέρνα και πάνω απο όλα hi tech συσκευή μου, δεν έχασα ούτε ένα λεπτό. Τσάμπα όμως, πήγε η χαρά μου αφού από ό,τι έμαθα εκ των υστέρων «η επισκευή του κινητού είναι πιο ακριβή από την ίδια τη συσκευή»! Αυτό ποτέ δεν το κατάλαβα: Δηλαδή, πώς είναι δυνατόν ένα εξάρτημα να είναι πιο ακριβό από το ίδιο το κινητό; Τα παράλογα όμως δεν σταματούν εδώ- δυστυχώς για εμένα. Μου είπαν πως το κινητό πήρε νερό. Δίνω τον λόγο της τιμής μου πως δεν μου έπεσε ούτε στη θάλασσα, ούτε στην μπανιέρα, ούτε καν στον νιπτήρα. «Δεν έχει σημασία. Ακόμη κι αν το έχετε μαζί σας την ώρα που κάνετε ντους, μπορεί να οξειδωθεί εξαιτίας των ατμών», μου είπαν. Το «καλύτερο» όμως το άκουσα από την υπάλληλο της ίδιας της αντιπροσωπείας, η οποία μου άνοιξε στην κυριολεξία τα μάτια όταν μου εκμυστηρεύτηκε το πόσο κακό κάνει ο καλοκαιρινός ιδρώτας στα κινητά- και δεν ήμουν σε θέση να γελάσω, γιατί εκείνη την ώρα έκλαιγα τα ευρώ μου. Ακόμη τα κλαίω δηλαδή, αφού ο καταναλωτής στην Ελλάδα έχει πάντα... άδικο.

Οι σοβαροί και η αφελής

Βαρέθηκα να ακούω στο ραδιόφωνο όλο το πρωί χθες τους πολιτικούς αναλυτές να τα βάζουν με την Μπεζαντάκου. Δεν την ξέρω τη γυναίκα, φαίνεται όμως ότι όσοι κάνουν ραδιόφωνο την ξέρουν καλά. «Δεν έχει διαβάσει ποτέ της το Σύνταγμα!», μας διαβεβαίωσε πρωί πρωί ένας συνάδελφος, ο οποίος υποστήριζε ότι είναι ντροπή μια τραγουδίστρια να γράφει στον Πρωθυπουργό. Γιατί όμως, δεν κατάλαβα. Ούτε και για ποιον είναι ακριβώς η ντροπή. Ίσως, απλούστατα, να είναι η μισή δική της και η μισή δική του, εκτός αν μπαίνουμε και οι υπόλοιποι στη μοιρασιά, οπότε το μισό γίνεται ένα τρίτο. Κατά τα άλλα, μου έκανε εντύπωση το πως όλοι όσοι έσερναν τα εξ αμάξης στην κυρία Μπεζαντάκου επειδή τόλμησε να γράψει ανοιχτή επιστολή στον Πρωθυπουργό και να επικαλεστεί το Σύνταγμα, ένιωθαν απόλυτα σίγουροι ότι κάθε ακροατής συμφωνεί μαζί τους. Μήπως έχει βγει νόμος που ορίζει ότι οι τραγουδίστριες χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα; Δεν είναι πολίτες, δεν ισχύει το Σύνταγμα γι΄ αυτές; Κι αυτός που την ξέρει τόσο καλά, της έχει κάνει προφορική εξέταση στο Σύνταγμα, πώς μπορεί να αποκλείσει ότι το διάβασε εν τω μεταξύ; Υπάρχει όριο ηλικίας στο πότε κάποιος διαβάζει το Σύνταγμα; Όχι, απλώς εννοούσαν ότι τα σέξι κορίτσια δεν πρέπει να ανακατεύονται με την πολιτική, αν ονειρεύονται κάποτε να δίνουν εκ βαθέων συνεντεύξεις σε πολιτικούς αναλυτές, που θα κάθονται στα πόδια τους και θα τα κοιτούν στα μάτια. Τα περί ελευθερίας λόγου των βουλευτών που επικαλέστηκε πάντως, δεν συζητήθηκαν. Αυτό δα έλειπε, να χάσουμε τόσο τη σοβαρότητά μας. Αν είναι να μιλάμε για μαντριά, για αρνιά και για λύκους, έχει καλώς, δεν θα εμπλακούμε σε κουβέντα για το Σύνταγμα με την αρτίστα...

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Εγγυημενο εισοδημα

Τα σχόλια... ... που ακούγονται και γράφονται τις τελευταίες μέρες για τους Ιρλανδούς είναι τα περισσότερα εχθρικά και μοχθηρά. Σαν να ήταν έγκλημα η απόφασή τους να εγγυηθούν στο ακέραιο (100%) τις οικονομίες των καταθετών που βρίσκονται στις ιρλανδικές τράπεζες. Έτσι- έγκλημα- χαρακτηρίζουν την ιρλανδική απόφαση αυτοί που μας έχουν συνηθίσει να σώζουν με τα λεφτά των φορολογουμένων μονάχα τραπεζίτες. Οι επικριτές... ... της Ιρλανδίας ασφαλώς αγνοούν ότι, στην πορεία των οκτώ προηγούμενων αιώνων, οι Ιρλανδοί έμαθαν να είναι βέβαιοι για ένα πράγμα: πως δεν μπορούν ποτέ να βασίζονται παρά μονάχα στον εαυτό τους. Παράδειγμα, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το Πάσχα του 1916, γράφει η δημοσιογράφος Γιολέιν Μέιλετ, όταν οι Βρετανοί που κατείχαν τη χώρα τους προσπάθησαν να τους παρασύρουν και να τους στρατολογήσουν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, οι Ιρλανδοί εξεγέρθηκαν. Και προτίμησαν να πολεμήσουν τον Βρετανό κατακτητή, παρά να ενταχθούν στις τάξεις του στρατού του για να συμετέχουν σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους. Μετά την εξέγερση του 1916, η αντίδραση των Βρετανών ήταν άμεση και σκληρή. Βρετανικές πολιτοφυλακές από βετεράνους του πολέμου έκαναν όργια στο νησί (όσοι έχουν δει την ταινία του Κεν Λόουτς «Όταν φυσάει ο άνεμος», θα καταλάβουν). Όταν πια απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, το 1922, οι Ιρλανδοί είχαν καταλάβει καλά ένα πράγμα: πως αν δεν έπαιρναν οι ίδιοι την τύχη της χώρας τους στα χέρια τους, κανείς δεν θα πήγαινε να τους βοηθήσει. Έτσι σκέφτονται μέχρι σήμερα οι Ιρλανδοί, βάζοντας πάνω από όλα το συμφέρον της χώρας τους (απόδειξη η καταψήφιση της Συνθήκης της Λισαβώνας). Η μονομερής... ... απόφαση των Ιρλανδών σίγουρα χαλάει την πιάτσα. Καταθέτες από άλλες χώρες συρρέουν στις ιρλανδικές τράπεζες, αναζητώντας ένα αξιόπιστο και ασφαλές καταφύγιο για τα χρήματά τους. Η εγγύηση των καταθέσεων στο ακέραιο υπονομεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, φωνάζουν εξοργισμένοι οι ευρωκράτες των Βρυξελλών. Τουλάχιστον καταλάβαμε επιτέλους πώς εννοούν αυτόν τον ανταγωνισμό: να είναι πάντα εγγυημένα μονάχα τα κέρδη των τραπεζιτών και να πέφτουν πάντα οι ζημιές τους στις πλάτες των καταθετών. Η ιρλανδική... ... πρωτοβουλία έπιασε τους ευρωκράτες στον ύπνο. Με θέμα το ύψος εγγύησης των καταθέσεων, ο Σαρκοζί συγκάλεσε σε κατάσταση πανικού ένα διευθυντήριο, αποτελούμενο από τους ηγέτες της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας, αγνοώντας τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Άραγε θα πρόκειται για ένα “αποφασίζουμε και διατάζουμε;”» διαμαρτυρήθηκε ο Φινλανδός υπουργός Οικονομίας. Και την ίδια ώρα που άλλες χώρες ορθώνουν το ανάστημά τους για να αποτινάξουν τον ζουρλομανδύα των Βρυξελλών, παρατηρούμε το θλιβερό θέαμα ησσόνων ηγετών να δεσμεύονται «πολιτικά» πως εγγυώνται το σύνολο των καταθέσεων στις χώρες τους, ενώ την ίδια ώρα γλείφουν τους ευρωκράτες για να τους επιτρέψουν να εγγυηθούν κάτι παραπάνω από τα 20.000 ευρώ. Όμως, σε τέτοιες ιστορικές στιγμές χρειάζονται ιρλανδικά κότσια, που σίγουρα δεν τα έχουν οι πολιτικοί απατεώνες.

Το παιδί της ζούγκλας

Oι αποδράσεις στη φύση δεν δρουν καθόλου κατευναστικά επάνω μου. Ίσα ίσα που με αφήνουν με ένα δυνατό ανικανοποίητο και γυρνώ στην Αθήνα σκασμένος. Αν είχα, λέω, ένα 4Χ4, θα πήγαινα πιο βαθιά στους χωματόδρομους· αν τα παπούτσια μου είχαν βεντούζες, θα την κατέβαινα εκείνη την πλαγιά· αν το μπουφάν μου είχε αλεξικέραυνο, θα έβγαινα βόλτα στο δάσος με βροχή· κι αν είχα το κατάλληλο σκάφανδρο, θα έμπαινα στο ποτάμι μέχρι τον λαιμό. Όσο για το τελευταίο, κάτι έκανα αυτή τη φορά. Γύρισα τα μπατζάκια του παντελονιού μου, τσαλαβούτηξα στα αβαθή του Λούσιου ίσα με τους αστράγαλους κι ένιωσα σχεδόν σαν τον Μόγλη, το παιδί της ζούγκλας. Κι όταν γονάτισα στην όχθη κι έσκαψα με τα νύχια για να βγάλω από το χώμα δυο βολβούς γεμάτους δροσερά κυκλάμινα, αισθάνθηκα περίπου σαν τη Χάιντι τη μικρούλα των Άλπεων. Αδιαφορώντας για την κρίση του καπιταλισμού και τα ζόρια του σχεδίου Πόλσον, τύλιξα τους θησαυρούς μου στις ροζ σελίδες των κυριακάτικων εφημερίδων και δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω σπίτι. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δυο τούφες από ρόδινα κεφαλάκια σκάνε μύτη στο βάθος της ζαρντινιέρας με τους πιο προστατευτικούς θάμνους που διαθέτει η βεράντα μου. Το καλό που τους θέλω είναι να σκύψουν πάνω από τα κυκλάμινά μου με στοργή σαν νά ΄τανε δικά τους παιδιά κι ακόμη καλύτερα.

Τι να τον κάνω τον θυμό;

Είχε στ΄ αλήθεια θυμώσει ο λαός, την εβδομάδα που ανατράπηκαν τα αποτελέσματα στα γκάλοπ; Ήταν μια, ήταν δυο μονάδες, ήταν κλάσματα, ήταν προβάδισμα, ήταν αλήθεια; Μπορεί μερικοί να είχαν ήδη θυμώσει από την εποχή των δομημένων ομολόγων, άλλοι από την εποχή των υποκλοπών, άλλοι από το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, από το περήφανο βέτο, από τη βάση του 10, από τα φορολογικά, ή απλώς από αυτούς τους συνεχόμενους άχρηστους τσαμπουκάδες. Αλλά τι να τον κάνεις τον θυμό αφού τον μετρήσεις; Δεν είναι γλαστράκι να τον βάλεις στο παράθυρο και να τον ποτίζεις, να τον κρατήσεις ζωντανό ώς τις εκλογές. Είναι και βλαβερός σαν συναίσθημα, χαλάει τη χώνεψη, εντείνει το στρες και επιβαρύνει τα καρδιαγγειακά. Οπότε, τι να κάνουμε, μάλλον ξεθυμώνουμε σιγά σιγά, έχουμε τις δουλειές μας, τόσα τρεχάματα. Και σε λίγο ξεχνάμε, μας κατακτά, σαν την υγρασία του καινούργιου κλίματος, και μας διαβρώνει, η συνήθεια. Συνηθίζουμε τους θρασείς και κυνικούς υπουργούς, τους αδίστακτους πρωθυπουργικούς συμβούλους που βρίζουν το σύμπαν επειδή καταδικάστηκαν για ποινικά αδικήματα, που δεν ντρέπονται καθόλου. Συνηθίζουμε αυτή την καταπληκτική έλλειψη ντροπής. Τι βλαβερό συναίσθημα, τι ελάττωμα μεγάλο το να ντρέπεσαι, κοίτα πόσο πρόκοψαν οι ανενδοίαστοι, σκεφτόμαστε. Φαίνεται ώρες ώρες τόσο αεροστεγές το σύστημα, τόσο αποπνικτικό και από παντού προστατευμένο, που μπορεί να μετανιώσει κανείς για όποια ουσιαστικά πολιτική προσπάθεια έκανε στη ζωή του, για όποια στιγμή φέρθηκε έντιμα. Αντί να μας μετράνε τον θυμό με γκάλοπ, σαν παιδική ασθένεια που περιμένεις να περάσει, να ακούγαμε μια λογική κουβέντα, να θυμόμασταν πέντε ουσιαστικά πράγματα, πριν εντελώς πωρωθούμε, πριν εντελώς γλιστρήσουμε στην παραίτηση και τη μοιρολατρία;

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Η «ζημιά» κάνει τους άντρες...

Την εβδομάδα που μας πέρασε ζήσαμε μεγάλες καλλιτεχνικές στιγμές. Παρακολουθούσαμε ταυτόχρονα τη Βαγκνερική όπερα «Ντάου Τζόουνς Κραχ Καπούτ» κι από την άλλη το κωμειδύλλιο «Του Δαϊλάκη η Μάνα κάθονταν». Στο σπίτι μας τα χάσαμε εντελώς. Η δικιά μου είχε πάρει αγκαλιά το τηλεκοντρόλ και αρμένιζε στους διαδρόμους του Αμερικανικού Κογκρέσου. Μπαινόβγαινε στις συχνότητες του BBC και του CNN και τις νύχτες παραμιλούσε στον ύπνο της για μια τύπισσα, να δεις πώς τη λένε, Νάνσι Πελόζι (ποια είναι αυτή η σουρτούκω; ). Εγώ πάλι, που είμαι πιο έξτρα τρία τύπος, παλλόμουν στους ρυθμούς της εξέγερσης Δαϊλάκη. Τον άνθρωπο ούτε που τον ήξερα (μήπως τον ήξεραν άλλοι, που είναι δουλειά τους να τον ξέρουν;). Αλλά μπήκε στη ζωή μου τόσο δυναμικά, τόσο με τις μπάντες, που μέσα σε λίγες ώρες είχα μάθει τα πάντα για τη ζωή και το έργο του. Τι είπε ο Δαϊλάκης, σε ποιον, από πού έρχεται, τι πίνει, πού πάει, ποιους γουστάρει και, κυρίως ποιους ΔΕΝ γουστάρει - και δεν τραβάει κανένα ζόρι να το δηλώσει. Μέσα στη σύγχυση, κάποιος έξυπνος σκέφτηκε να τον «υποσκάψει» διαδίδοντας ότι του αρέσουν τα γλέντια και ότι συμπαθεί τη Στέλλα Μπεζαντάκου; Εννοείται ότι επί τόπου ιδρύθηκε το «φαν κλαμπ Δαϊλάκη»: Πάμε και Βουλή, πάμε και μπουζούκια, κάνουμε και ζημιές, και στο τσακίρ κέφι ρίχνουμε καμιά κυβέρνηση, χαλαρά και ξώφαλτσα: Πώς φεύγει, ας πούμε, το τραπέζι ολόκληρο, μαζί με τα γαρύφαλλα, τις φιάλες και τα παρελκόμενα κατευθείαν στην τραγουδίστρια; Με τη μία, αν είναι το τραγούδι καλό. Ζημιά να γίνεται! Τελικά, για μια ζημιά παίζεται και η όπερα και το κωμειδύλλιο. Με κάτι μικροδιαφορές μερικών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και από «ζημιές» είμαστε μαθημένοι: Πόσο κάνει, μάστορα, να πληρώσουμε!

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Αγορα.....

Μια μόνο... ... λέξη, κι ωστόσο μπορεί να κρύβει μέσα της ένα σωρό διαφορετικές πραγματικότητες. Αγορά, «δημόσιος χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται οι εμπορευόμενοι για να πουλήσουν τρόφιμα, είδη καθημερινής χρήσης ή πράγματα μεταχειρισμένα», γράφει η εγκυκλοπαίδεια. Και αναφέρεται φυσικά στη λαϊκή αγορά, η οποία υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων. Αυτήν την αγορά..., ... καρδιά της γειτονιάς, του συνοικισμού, της πόλης, την αγαπήσαμε όλοι- τις μυρωδιές της, τις γεύσεις της, το μουρμουρητό της. Είναι ζωντανή, είναι χρωματιστή, είναι ανθρώπινη. Είτε οι πάγκοι της είναι γεμάτοι είτε άδειοι, δείχνει πώς ζουν οι άνθρωποι της γειτονιάς καλύτερα από κάθε δημοσκόπηση. Στη λαϊκή αγορά, η συναλλαγή ανάμεσα σε εκείνον που πουλάει και εκείνον που αγοράζει γίνεται στα φωναχτά. Πολλές φορές οι φωνές ακούγονται ζωηρές, καθώς καθένας από τους δύο μονομάχους προσπαθεί να αναδειχτεί νικητής. Όμως, ανεξάρτητα από την έκβαση της συναλλαγής, το βέβαιο είναι πως θα συναντηθούν πάλι την επόμενη εβδομάδα. Η σχέση τους δεν είναι εφήμερη. Αυτές οι λαϊκές αγορές υπήρχαν πάντα. Δίνουν την ευκαιρία στον παραγωγό να πουλήσει τα προϊόντα του, στον έμπορο να βγάλει το μεροκάματο, στον αγοραστή να γεμίσει το πιάτο του φθηνά και σε όλους αυτούς μαζί το πρόσχημα να αστειευτούν, να γκρινιάξουν, να βρίσουν και να καβγαδίσουν όπως περίπου συνέβαινε και στην αγορά της αρχαιότητας. Οι άνθρωποι... ... που πηγαίνουν στη λαϊκή αγορά, την ώρα που σκύβουν πάνω στους πάγκους, σίγουρα είναι ανυποψίαστοι για τα όσα μπορεί να συμβαίνουν την ίδια ώρα σε κάτι άλλες, πολύ πιο μακρινές και παράξενες αγορές: χρηματιστηριακές, νομισματικές κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο. «Εικονικός χώρος όπου διεξάγονται εμπορικές συναλλαγές, αγορές, πωλήσεις και ανταλλαγές αγαθών, υπηρεσιών ή κεφαλαίων», γράφει η εγκυκλοπαίδεια γι΄ αυτές. Εικονικές! Μοιραία, όπως γράφει η Γαλλίδα καθηγήτρια και συγγραφέας Κλοντίν Τισιέ, ο νους του απλού ανθρώπου τρέχει σε χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια χρήματα που πετούν ψηλά και διασχίζουν τον ουρανό από τη μια έως την άλλη άκρη του πλανήτη (χωρίς να πέφτουν ούτε μια φορά στα χέρια του). Σαν τρελαμένοι κομήτες, στριφογυρίζουν πάνω από το κεφάλι του για να καταλήξουν ένας Θεός ξέρει σε ποιες μεταξένιες τσέπες, την ώρα που στην άλλη αγορά, την πραγματική, την ανθρώπινη, οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη και οι πραμάτειες σαπίζουν πάνω στους πάγκους. Να όμως που η απληστία και η διαστροφή του ανθρώπου ποτέ δεν βγαίνει σε καλό: Ξαφνικά αυτές οι εικονικές αγορές γκρεμίζονται και τσακίζονται από τα δυσθεώρητα ύψη. Οι κυβερνήσεις... ... που έδιναν μέχρι τώρα άδεια λειτουργίας στις εικονικές αγορές (ενώ έστελναν τον χωροφύλακα κάθε τόσο στις λαϊκές αγορές), λένε: «Θα έχουμε ανεργία, μείωση της αγοραστικής δύναμης, αλλά δεν φταίμε εμείς, φταίει η διεθνής συγκυρία». Άραγε θα σωθούν οι εικονικές αγορές; Είναι μια αγωνία που δεν αφορά πραγματικούς, αλλά εικονικούς ανθρώπους.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Εξορια

Ο Οιδίπους... ...εξορίστηκε, η Αγαύη επίσης. Το ίδιο και ο Θυέστης. Όμως δεν χρειάζεται να σκοτώσει κανείς τον πατέρα του και να πλαγιάσει με τη μάνα του, ούτε να σκοτώσει τον γιο του ή να βιάσει τη γυναίκα του αδελφού του για να πάρει τον δρόμο της εξορίας. Συχνά, αρκεί η άρνησή του να φορέσει τη μάσκα με το μόνιμο χαμόγελο. Από τα όπλα... ...που είχε πάντα στα χέρια του ο άνθρωπος για να εξοντώνει τους πολιτικούς αντιπάλους του, δεν βρήκε μέχρι τώρα χειρότερο από την εξορία. Ξεριζώνει τον αντίπαλο από την πατρώα γη, από τους φίλους του, από τους δικούς του και τον στέλνει τόσο μακριά, όσο να μην ακούγεται πια η διαφορετική φωνή του. Λογαριάζοντας στην ασθενική μνήμη των ανθρώπων, ο θύτης ζει με την ελπίδα πως με τα χρόνια αυτή η φωνή μπορεί να ξεχαστεί. Γιατί από τη Χάρυβδη και τη Σκύλλα, καμιά τιμωρία δεν είναι χειρότερη από τη Λήθη. Ένας τέτοιος... ...εξόριστος, ο Δάντης, διηγήθηκε έτσι τον πόνο του στη «Θεία Κωμωδία»: «Θα αφήσεις πίσω σου ό,τι λατρεύεις πιο πολύ/ Της εξορίας το τόξο τούτο το βέλος ρίχνει πρώτα/ Θα νιώσεις την αλμύρα από το ξένο το ψωμί/ Και πόσο αβάσταχτο είναι να ανεβαίνεις ξένη σκάλα». Η εξορία μπορεί να είναι αναγκαστική ή εκούσια. Στην πορεία του χρόνου, την έζησαν πολιτικοί, συγγραφείς και διανοούμενοι. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς υπέμειναν την απάνθρωπη τιμωρία χωρίς αυτή να μειώσει στο παραμικρό τη δύναμη της φωνής τους. Ίσως γι΄ αυτό ακριβώς ο αυτοκράτορας που τιμώρησε τον Οβίδιο εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του: δεν άφησε να επιστρέψει στην πατρίδα του ούτε νεκρός, απαγορεύοντας τη μεταφορά της σορού του ποιητή στη Ρώμη. Όσοι έχουν δική τους φωνή, σπάνια περνούν καλά στα χέρια της εξουσίας. Ιδιαίτερα όταν αυτή η εξουσία είναι αυταρχική. Στη Γαλλία, όταν ο Βίκτωρ Ουγκώ αντιτάχθηκε έντονα στο πραξικόπημα του 1851 (έγραψε γι΄ αυτό στην «Ιστορία ενός εγκλήματος»), κατέληξε εξόριστος στα νησιά της Μάγχης. Έμεινε εκεί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, που τον δόξασαν σε όλον τον κόσμο. Γιατί έγραψε μερικά από τα καλύτερα έργα του: «Στοχασμοί», «Οι άθλιοι», «Οι εργάτες της θάλασσας», «Ο άνθρωπος που γελά». Σε αυτό... ...το τελευταίο, ο κεντρικός ήρωας με το μόνιμο χαμόγελο λέει: «Αντιπροσωπεύω την ανθρωπότητα έτσι όπως την κατάντησαν οι αφέντες της. Ο άνθρωπος είναι ακρωτηριασμένος. Αυτό που μου έκαναν, το έχουν κάνει σε όλους τους ανθρώπους. Τους παραμορφώνουν το δίκαιο, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη λογική, τη νοημοσύνη, όπως εμένα τα μάτια, τα ρουθούνια και τ΄ αυτιά. Όπως σε εμένα, τους έχουν σκεπάσει την καρδιά με πόνο και θυμό και το πρόσωπο με μια μάσκα που τους δείχνει ευχαριστημένους». Το χαμόγελο είναι υποχρεωτικό. Αλλιώς, εξορία. Όμως, η ελευθερία πάντα μιλάει πιο δυνατά, όταν βρίσκεται στην εξορία.

Ρanic room, τώρα

Συγγνώμη, κραχ. Μας συγχωρείτε, τα χάσαμε. Δηλαδή, σόρι, αλλά τα αρπάξαμε. Με το συμπάθιο, μας ξέφυγαν. Κάπου τα ΄χαμε όμως και χάθηκαν. Να, εκεί δα. Στο τραπεζάκι, κάτω από σεμεδάκι, στο ταμείο- από κάτω. Καπνός γίνανε. Βρε, πώς χάνονται τα λεφτά, σαν βότσαλο στη λίμνη. Τη μια το βλέπεις- νάτο- την άλλη κάτω από το νερό. Μαύρο νερό, σαν ράσο. Κρ-αχ!, την πατήσαμε. Εμείς την πατήσαμε. Τους αφήσαμε με τα μανίκια σηκωμένα να κάνουν δουλειά. Δουλειές, εμείς- πού να βρούμε καιρό να τους προσέχουμε; Απασχολημένοι και «ουδέν σχόλιον» εκείνοι. Τι είναι ένα σκανδαλάκι μπροστά στο σκάνδαλο; Μετά σου λέει το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Κραχ- δεν άκουσες; Πέεεεεεεφτει. Εκείνοι πάνε στη γωνία και προφυλάσσονται, να μην τους πέσει στο κεφάλι- στο δικό μας κεφάλι πέφτει. Πάλι. Και τι φταίμε εμείς; Εμείς το φτάσαμε εκεί που το φτάσαμε; Εμάς, απλά δεν μας έφτανε. Και τώρα- τι κάνουμε τώρα;- ψάχνουμε, λέει, τον «κανένα» να αναλάβει το θέμα μας. Να βάλει μια τάξη, να διορθώσει τα αδιόρθωτα, να φέρει πίσω τα λεφτά, να πιάσει το τιμόνι στη φουρτούνα. Να κάνει το «αχ», «χα!» και να βγάλουμε και μιαν άκρη. Στην άλλη άκρη της γραμμής, το γνωστό υπηρεσιακό ύφος «δοκιμάστε αργότερα», «η κλήση σας προωθείται», «αν θέλετε να κάνετε αίτηση για δάνειο πιέστε 1». Και περιμένετε. Ο αρμόδιος λείπει. Και ο αρμόδιος Β΄ λείπει. Και ο αντικαταστάτης του επίσης. Είναι απασχολημένος με το αρμόδιο «κραχ» και συντονίζει τις κινήσεις για την ανάκαμψη. Για το καλό μας, ντε. Για τη ρευστότητα, για τη συγκράτηση των τιμών- μήπως και ηρεμήσουν οι τρελαμένοι δείκτες των χρηματιστηρίων που δείχνουν πάλι κάτω. Που πιο κάτω δεν γίνεται. Φτάσαμε υπόγειο. Ρanic Room. «Κρακ, κρακ- τρίζουν τα πατώματα. Έτοιμα κι αυτά να σωριαστούν. Πού λεφτά για αναστήλωση του οικοδομήματος! Τα τελευταία ξοδεύτηκαν στο ντιζάιν κήπου. Don΄t panic, baby. Ένα κραχ είναι μόνο και κάτι λεφτουδάκια που τα πήραν και τα σήκωσαν.

Χαζοχαρούμενη αλληλεγγύη

Ανυπομονώ να πάω σινεμά, να δω αυτή τη γελαστή Λονδρέζα που έχει αποφασίσει να κυκλοφορεί χαμογελαστή, παρά τις αναποδιές που της τυχαίνουν. Κάτι θα ξεσηκώσω, κάπως θα επηρεαστώ, δεν μπορεί, θα επωφεληθώ οπωσδήποτε. Και το χρειάζομαι επειγόντως. Νιώθω τα αποθέματα αισιοδοξίας να στερεύουν, την ενέργεια της καθημερινής ευγένειας να έχει υπαρξιακά προβλήματα. Είδα σκηνές, την πρόσχαρη νηπιαγωγό να κάνει ποδήλατο χαμογελαστή, να πηγαίνει στη δουλειά της κεφάτη, να χαιρετά ευγενικά όλους όσους συναντά, και είμαι σίγουρη ότι θα είναι μεταδοτική η αποφασιστικότητά της. Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι ίδια στην Αθήνα. Λίγο δύσκολο, ας πούμε, να κάνεις ποδήλατο και να το απολαμβάνεις. Αντί για το χάπι ευτυχίας που είναι το ποδήλατο σε νορμάλ δρόμους, στην Αθήνα χρειάζεσαι μετά τη βόλτα ηρεμιστικό για να συνέλθεις, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν αναλογίες. Δεν ξέρω αν οι Λονδρέζοι θεωρούν χαζό κάθε χαρούμενο άνθρωπο και αν έχουν βγάλει κι αυτοί καμιά λέξη τόσο μειωτική για τη θετική διάθεση όπως είναι το «χαζοχαρούμενος». Υποπτεύομαι όμως ότι η ηρωίδα της ταινίας, που την έχω συμπαθήσει από τις σκηνές και μόνο, θα μοιάζει με πολλούς χαζοχαρούμενους που ξέρω και που δεν είναι καθόλου χαζοί. Και καθόλου χαρούμενοι στο βάθος βέβαια. Απλώς έχουν καταλάβει ότι η χαρά είναι κάτι σαν γυμναστική των μυών του προσώπου, που άμα τους συνηθίζεις να κάνουν συσπάσεις προς τα πάνω, τότε είναι πάντα σε θέση να σου προσφέρουν βαθιές αναπνοές και καλή οξυγόνωση, η οποία σου εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ σωματικής ευεξίας. Κι αυτή με τη σειρά της κάπως σε ναρκώνει, κάπως σε δυναμώνει και αντέχεις να τηρείς τις κοινωνικές αποφάσεις σου, έστω κι αν δεν έχουν άλλη αιτία παρά την αισθητική επιλογή. Δεν είναι και λίγο.