Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Η μέρα της Γης

Το έμαθα εκ των υστέρων, ότι η 22α Απριλίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Γης. Γενικά δεν είναι πολύ γνωστή αυτή η μέρα στην Ελλάδα, και ίσως καλύτερα. Γιατί θα είχαμε διάφορους δημάρχους να εκφωνούν βαρετούς λόγους και να πρέπει να κάνουν οι δημοσιογράφοι περίληψη και να την τυπώνουν μετά στις εφημερίδες και να την μεταδίδουν στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, καταναλώνοντας άδικα πολύ χαρτί και πολλή ενέργεια. Οπότε κάτι γλίτωσε η Γη από την ελληνική άγνοια της ημέρας της. Γιατί μάλλον δεν θα έκαναν εδώ στην Ελλάδα τόσο ευφάνταστα πράγματα σαν αυτά που στέλνουν τα πρακτορεία από άλλες πόλεις, π.χ.: οικολόγοι μάζεψαν τα χαρτόκουτα από τους δρόμους του Χονγκ Κονγκ. Μα, θα μου πείτε, θέλει πολλή φαντασία να μαζέψεις χαρτόκουτα από τους δρόμους; Ε, για βάλτε λοιπόν τη δική σας να δουλέψει και να οραματιστεί Έλληνες οικολόγους να μαζεύουν οτιδήποτε από τους δρόμους της Αθήνας. Τα καταφέρνετε; Όχι, εδώ και οι οικολόγοι έχουν πράγματα πιο σημαντικά να κάνουν. Ασχολούνται με ζητήματα μεγάλα, πλανητικά, πανανθρώπινα, παγκόσμια. Δύσκολα θα τους φανταζόμουνα να κάνουν μια εκδρομή, ας πούμε, στο σημείο που έχει οριστεί να γίνει η περίφημη χωματερή της Κερατέας, και να δουν είναι ή δεν είναι καλό το σημείο από άποψη οικολογική, χαλάει όλα τα Μεσόγεια, φαίνεται από παντού, απειλεί πραγματικά έναν σπάνιο αρχαιολογικό χώρο; Ή μήπως είναι σε κατάλληλο σημείο και πρέπει επιτέλους να ξεκινήσει, γιατί δεν πάει άλλο η κατάσταση στην Αττική με τις χωματερές; Μα, θα μου πείτε, είναι μακριά η Κερατέα, πώς θα πάνε εκεί πέρα οι οικολόγοι; Με αυτοκίνητο που είναι αντιοικολογικό; Σωστά, γι΄ αυτό λέω ότι θα μπορούσαν να μαζέψουν χαρτόκουτα, αλλά το Χονγκ Κονγκ είναι ακόμα μακρύτερα.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Ζώντας στο μέλλον

Προς το παρόν η Αθήνα παραμένει παράξενα ανθρώπινη, απολαύστε όσο μπορείτε σήμερα, αύριο, το Σαββατοκύριακο. Μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία και να την ξανακάνουν Κόλαση, διότι ζούμε πια στον αστερισμό της μάθησης, αν και δεν μας φαίνεται. Πάσχα, Χριστούγεν- να, καλοκαίρι, μόλις τα σχολεία κλείσουν βρίσκει ξανά η πόλη τις ανθρώπινες διαστάσεις της, στοιχειωδώς τουλάχιστον. Είναι μυστήριο, τόσα πολλά είναι τα σχολικά που κυκλοφορούν; Ή μήπως είναι γονείς με γιωταχί που πάνε τα παιδιά σε μακρινά σχολεία; Και όταν κλείνουν τα σχολεία, οι γονείς τι κάνουν; Πάνε διακοπές κι αυτοί; Δεν δουλεύουν; Πώς τα καταφέρνουν; Μαζί με τα σχολεία ανοίγουν και τα ωδεία; Μήπως αυτά δημιουργούν την κίνηση; Τα αγγλικά, το πιάνο, το μπαλέτο; Τι γίνεται ακριβώς; Πόσα χιλιόμετρα πρέπει να κάνει ο μέσος μαθητής για να ολοκληρώσει τη μόρφωσή του; Γιατί ποτέ κανείς δεν το ερεύνησε; Πάρτε μια ανάσα πριν ξαναρχίσουμε να ζούμε στη φρενίτιδα του μέλλοντος των παιδιών μας. Τα οποία, θέλουμε να ξεφύγουν και τα στέλνουμε σε μακρινά σχολεία. Τι να κάνουμε, αφού τα σχολεία στις γειτονιές ήταν πολύ ακριβά οικόπεδα και δεν έβγαζαν τα έξοδά τους; Έγιναν τεράστιες πολυκατοικίες τα παλιά σχολεία, εκείνης της παράξενης περιόδου που μπορούσες να πας στο σχολείο με τα πόδια. Όλο και μακρύτερα αναζητούνται οικόπεδα για ωραία σχολεία, θες ένα μικρό ταξίδι κάθε μέρα για να φτάσεις. Δεν φτάνουν οι περιφερειακές Υμηττού, σε λίγο θα χρειάζονται αεροδρόμια. Τα παιδιά φυγαδεύονται όλα, εκτός από όσα δεν μπορούν για οικονομικούς λόγους. Τα πιο φτωχά, τα λιγότερα προνομιούχα, τα παιδιά των μεταναστών, μόνο αυτά έχουν ακόμα το προνόμιο να πηγαίνουν με τα πόδια στο σχολείο τους. Αλλά η διαδρομή είναι δύσκολη και δυσάρεστη, όπως όλων των πεζών, οπότε εξισώνεται το πράγμα.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Παράξενες νοσταλγίες

Κάθε 21η Απριλίου, από το ΄74 και μετά, μπορούμε να αναλογιζόμαστε την ευτυχία μας. Δεν έχουμε πια δικτατορία, ο στρατός, αν και δυσανάλογα απαιτητικός, ακριβός και χρονοβόρος για τα αγόρια, δεν απειλεί τη δημοκρατία. Αλλά υπάρχουν πολλοί που δεν συμφωνούν πως πρέπει να χαιρόμαστε, η δημοκρατία δεν τους αρέσει. Υπάρχουν αυτοί που θεωρούν ότι τίποτα δεν άλλαξε κατά βάθος, νοσταλγούν εξ αριστερών τη χούντα, θεωρούν μεγάλη ατυχία που έχασαν τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου το ΄73, ή που δεν τον συνέχισαν μέχρι να αναπαραγάγουν πλήρως τη Γαλλική Επανάσταση μαζί με την περίοδο της Τρομοκρατίας και δεν παρηγοριούνται όσες καταλήψεις κι αν κάνουν, όσα γκαζάκια και μολότοφ κι αν ρίξουν. Υπάρχουν και οι εκ δεξιών νοσταλγοί, αυτοί που ονειρεύονται ότι μια δικτατορία θα ανάγκαζε τους πολίτες να ζήσουν πιο πειθαρχημένα, θα ήταν αυστηρή με τη διαφθορά κ.λπ., κ.λπ. Πόσο λάθος κάνουν και οι μεν και οι δε... Εμείς που θυμόμαστε τη χούντα ξέρουμε ότι η ζωή ήταν πολύ πληκτική, ότι οι λίγες μέρες της αντίστασης δεν εξαγόρασαν τα χαμένα χρόνια της νιότης μας, που πέρασαν αναγκαστικά μακριά από τα πολύ πιο ενδιαφέροντα πολιτικά, καλλιτεχνικά, κοινωνικά κινήματα που τότε συγκλόνιζαν την Ευρώπη. Όπως ξέρουμε ότι οι χούντες κάθε άλλο παρά αυστηρές είναι με τη διαφθορά. Αντίθετα, την εκκολάπτουν και τη διατηρούν σαν απαραίτητη συνθήκη, ενώ την ντύνουν με αφόρητη, κακόγουστη και άκρως καταπιεστική ηθικολογία. Κανονικά θα έπρεπε να έχουμε μπολιαστεί απέναντι σε αυτήν ακριβώς την άποψη, θα έπρεπε αυτόματα να βγάζουμε σπυριά με τις ηθικολογίες που υπόσχονται πολιτική επικράτηση της αρετής. Αλλά πέρασαν χρόνια, καλομάθαμε, ξεχαστήκαμε και ξεθύμανε το φάρμακο. Άσε που πολύς κόσμος την είχε βγάλει επτά χρόνια με το κεφάλι χωμένο στην άμμο, δεν έμαθε να ξεχωρίζει...

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Πολύ λουστρίνι φέτος

Αν δεν το μάθατε σας πληροφορώ εγκύρως, επειδή τα βήματά μου με τράβηξαν στα παπουτσήδικα, ακολουθώντας περασμένους βιορρυθμούς προφανώς, ότι τα λουστρίνια είναι στη μόδα. Πέδιλα και ξώφτερνα και πιπτόου γυαλίζουν και σφυρίζουν και αντανακλούν χαρούμενα τη μελαγχολική πραγματικότητα, σε χρώματα ανοιχτά και χτυπητά, όχι σαν εκείνα που φορούσαμε τη Λαμπρή όταν ήμασταν παιδιά. Όμως δεν μπορώ να τα συμπαθήσω. Όσο διαφορετικά κι αν είναι, κάτι πάνω τους θυμίζει εκείνο τον πασχαλινό καταναγκασμό του καινούργιου παπουτσιού με την μπαρετούλα, που ενθουσίαζε όλους τους συγγενείς κάθε Πάσχα, ενώ τα πόδια της κτήτορος υπέφεραν από το αλύγιστο υλικό. Συνοδεύονταν συνήθως από ακριβό, άβολο φορεματάκι που μπορεί να είχε και πιέτες οι οποίες σιδερώνονταν και κολλαρίζονταν, κι ήταν και κάτασπρο, οπότε απαγορευόταν να αγγίζεις οτιδήποτε απειλούσε να το λερώσει. Κάτι που σήμαινε ότι στην κωμόπολη όπου πηγαίναμε τότε για Πάσχα, στο ταξίδι εκείνο που το περιμέναμε πώς και πώς για να βρεθούμε λίγο στη φύση, στερημένα παιδιά των διαμερισμάτων όπως ήμασταν (και τότε δεν υπήρχαν τηλεόραση και Ίντερνετ) έπρεπε να προσέχουμε ανά πάσα στιγμή μη λερωθεί το φουστάνι και μη λασπωθεί το στενό και βασανιστικό λουστρίνι. Και περίμενε βέβαια εκεί η σχετική καζούρα των ντόπιων τους οποίους υποτίθεται ότι θα θαμπώναμε ως Αθηναίοι, ενώ κατά βάθος λαχταρούσαμε να μπορούσαμε να τρέξουμε και να αλητέψουμε φρενιασμένα, να κυλιστουμε στα χορτάρια και να κάνουμε πατσαβούρι το καλό φόρεμα, το λουστρίνι να το πετάξουμε, να γίνει ανάμνηση. Σαν αυτή που έρχεται τώρα μπροστά στα μοντέρνα πεδιλάκια που προσπερνώ με φρίκη, να πάω εκεί όπου ψωνίζουν τα σημερινά παιδιά. Αθλητικά, βολικά παπούτσια, ελευθερία και άνεση, εγγυημένο τρεχαλητό ξέδωμα και παιχνίδι. Τυχερές γενιές ετούτες, κι ας μην το ξέρουν.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Εαρινές συνάξεις αστυφυλάκων

Δεν τους λένε αστυφύλακες πια, δεν ξέρω γιατί. Θα έπρεπε να το σκεφτεί ο Δημόσιας Τάξης. Να τους ονομάσει αστυφύλακες ξανά. Θα ήταν πολύ εντυπωσιακό, κι επιπλέον θα έδινε ευκαιρία για νέες προσλήψεις, όπως έγινε με τους αγροφύλα- κες. Θα έκλεινε την καθημερινή ψαλίδα. Αυτή που ανοιγοκλείνει ψαλιδίζοντας τη σχέση της πολιτικής με την πραγματικότητα. Για μια μέρα πιθανότατα θα την έκλεινε. Κι οι νέοι αστυφύλακες θα χρειάζονταν νέες στολές, νέες μηχανές, νέα αυτοκίνητα, άλλο χρώμα, άλλο σχέδιο. Θα είχαν κάτι από πασαρέλα όλες αυτές οι συνάξεις τους, το νέο αυτό σκηνικό που στήνεται στην Αθήνα «για να νιώσουμε ασφαλείς». Ενώ τώρα ξανά παίζουν οι ίδιοι αστυνόμοι. Αν και έχουν καταπληκτικά γιλέκα, πρέπει να ομολογήσουμε. Νιώθετε ασφαλείς; Φάλαγγες αστυνομικών περνάνε μαρσάροντας από την Πατησίων, επιβλητικοί, θορυβώδεις σηκώνουν σκόνη, ξεκουφαίνουν αλλά μεταδίδουν εικόνα κύρους, εικόνα αδίστακτων διωκτών του εγκλήματος. Α, ωραία, επιτέλους οι ιππότες εκστρατεύουν. Πρωί πάνε, μεσημέρι έρχονται. Ενδιαμέσως ξεκαβαλάνε στο Κολωνάκι, που είναι και πιο ενδιαφέρον, να κάνουν και καμιά βόλτα. Σμάρια μαζεύονται μπροστά σε τράπεζες. Σταματάνε νεαρούς, σταματάνε μετανάστες, ζητάνε χαρτιά. Το «κίνημα» τώρα δικαιώνεται. Οι εξεγερμένοι «του Δεκέμβρη» και των υπόλοιπων μηνών, τα άγρια παιδιά που πήραν τον σουρεαλισμό κατά γράμμα και βγήκαν με τα ρόπαλα να τιμωρήσουν τη ζωή μας, κάτι τέτοιο ονειρεύονταν. Με τα μελανότερα χρώματα περιέγραφαν το «σύστημα», κοντεύουν να το βάψουν έτσι. Κατάφεραν να στήσουν το όνειρό τους. Κι από την άλλη πλευρά, εκείνοι που ονειρεύονται να κυνηγούν μέσα στον δρόμο, αυθορμήτως, νεαρούς βοηθώντας την Αστυνομία, να τους πιάνουν και να τους ρίχνουν κάτω, α τι ενδιαφέρον, τι σασπένς, κι αυτοί το έζησαν το δικό τους όνειρο.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Αγαπητό παγόβουνο

Ένα παγόβουνο μεγάλο σαν την Τζαμάικα μπορεί να ξεκολλήσει από την Ανταρκτική και να αρχίσει να ανεβαίνει βόρεια, ένα ολόκληρο κομμάτι της παγοκρηπίδας που βρίσκεται εκεί αιώνες. Φαντάζεστε ένα τέτοιο νησί στους ωκεανούς, να σιγολειώνει πλησιάζοντας τον Ισημερινό και να παγώνει τα νερά μέχρι να χαθεί τελείως; Έχουν κιόλας λειώσει κάμποσα παγόβουνα, κι ίσως έτσι εξηγείται μια παγωμάρα που κυριαρχεί προϊούσης της ανοίξεως, ή το ότι πουντιάζουμε περιμένοντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου να μας ζεστάνει. Αυτό είναι το κακό με τις προβλέψεις, δεν υπάρχει καμιά πρωτότυπη ιδέα για το τι θα γίνει μέχρι να λειώσουν όλα αυτά τα παγόβουνα και να φτάσουμε όλοι στο στάδιο του βεδουίνου με τις καμήλες μας στην έρημο. Ενδιαμέσως πώς θα χειριστούμε τόσο περιφερόμενο πάγο; Δεν υπάρχει πρόταση επιστημονική ας πούμε, πώς μπορεί η παγωμένη Τζαμάικα να γίνει κάτι σαν αληθινή Τζαμάικα μέχρι να εξαφανιστεί παγώνοντας τα παγκόσμια νερά και ψυχραίνοντας τις ακτές όλης της Γης, των τζαμαϊκανών συμπεριλαμβανομένων. Πόσα χρόνια θα κρατήσει αυτή η διασπορά πάγου, κανένας δεν μέτρησε. Και στο μεταξύ τα παγάκια δεν περιφέρονται απλώς σε μορφή νεφών στον πρώην ανέφελο ουρανό μας, σκορπίζονται σαν εκείνα τα κομματάκια του διαβολικού καθρέφτη που είχε η Βασίλισσα του χιονιού στο παραμύθι του Άντερσεν, υγροποιούνται και μας συναχώνουν, κόβονται σε μέγεθος οικιακού πάγου για ουίσκι και ντρινγκ- ντρινγκ, κάνουν ποτηράκια τις ψυχές μας και τσουγκρίζουν παγωμένα. Αγαπητό παγόβουνο, μάλλον αγαπητή παγοκρηπίδα Ουίλκινς με το όνομα, (άσε που θυμίζει κι αυτό ουίσκι) μήπως μπορείς να περιμένεις λίγους αιώνες ακόμα πριν κοπείς, να προχωρήσει η επιστήμη σε κάτι πιο ευφάνταστο, κάτι πιο πολύχρωμο, κάτι πιο θερμό, έστω έναν τρόπο να σε κάνει αποικία για μεταλλαγμένες πολικές αρκούδες που θα μεταμορφωθούν σε αμφίβια όταν λειώσεις;

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Φοιτητική διασπορά

Ένας από τους διακόσιους τόσους νεκρούς, αλλά είχαμε μάθει το όνομά του και είχαμε δει τη μητέρα του, είχαμε ελπίσει ότι θα τα κατάφερνε ο Βασίλης, νέο παιδί, να επιζήσει στα χαλάσματα μέχρι να τον βγάλουν. Επειδή τον γνωρίσαμε, όχι μόνο επειδή ήταν Έλληνας, αλλά κι επειδή με κάποιον τρόπο ταυτιζόμαστε με την οικογένειά του. Την οικογένεια που σπουδάζει τα παιδιά της στα ξένα, είτε στην Ιταλία είναι, είτε στην Αγγλία και τις ΗΠΑ, είτε στη Ρουμανία, είτε στην Αφρική. Όλοι όσοι έχουν παιδιά ζούνε για χρόνια με τη σκέψη αυτή, πολλές χιλιάδες το κάνουν πράξη. Μόνο στην Ιταλία 15.000 Έλληνες φοιτητές, έγραφαν χθες «ΤΑ ΝΕΑ», γιατί ό,τι και να προγραμματίζουν τα υπουργεία, και ό,τι και να λένε οι διάφοροι σοφοί και άσοφοι, ότι υπάρχουν πολλοί πτυχιούχοι κ.λπ., θέλουμε όλοι, οι περισσότεροι, να τα σπουδάσουμε τα παιδιά μας. Και καλά κάνουμε. Δεν έχουμε περίσσευμα μόρφωσης στη χώρα μας. Όσοι κάνουν κριτική σε αυτή την επιθυμία βγάζουν απέξω τα δικά τους παιδιά. Των άλλων να μη σπουδάζουν. Να έχουμε λίγες σχολές, λες και δεν ξέρουμε πως ξενιτεύονται τόσες χιλιάδες. Λίγες και «εκλεκτές»... Ακούστηκε ήδη η ιδέα για μετεγγραφή των σεισμοπλήκτων, αλλά ίσως είναι ευκαιρία να γίνει μια άλλη συζήτηση. Αυτά τα χιλιάδες παιδιά που σπουδάζουν έξω, ας αναγνωριστούν απλώς. Υπάρχουν. Γι΄ αυτό πρέπει να ιδρυθούν ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Να σταματήσει η υποκρισία πια. Να δεχτεί και η Εφορία την ύπαρξη των φοιτητών στα ξένα, που δεν καταλαβαίνει ότι στοιχίζουν και πολύ περισσότερο στις οικογένειες από τους φοιτητές στην Ελλάδα, τους μόνους που δέχεται. Να έχουν πάσο κι αυτοί και όλα τα προνόμια των εν Ελλάδι. Από τη μία κάνουμε πως δεν τους ξέρουμε, από την άλλη σεβόμαστε τα ξένα πτυχία πιο πολύ, κατά βάθος.

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Αβάσταχτες κληρονομιές

Κανείς δεν μας καταλαβαίνει. Κι ο Ομπάμα, το είχαμε μαντέψει, δεν θέλει να το παίξει Μεγαλέξανδρος, όχι με τη δική μας περικεφαλαία πάντως. Διότι θέλει να συνομιλήσει λέει με το Ιράν και να κοιτάξει σοβαρά το Αφγανιστάν, θέματα εξόχως μακεδονικά, αφού ο πρόγονός μας Μεγαλέξανδρος τα είχε αντιμετωπίσει πρώτος, εξού και η Μαρία Κάλλας, όχι συγγνώμη, οι Καλάς ήθελα να πω, αλλά δεν σκοπεύει να εξαναγκάσει τους βόρειους γείτονες να μη λέγονται Μακεδόνες. Σου λέει, τι με νοιάζει εμένα, πατέρα Κενυάτη είχα, καμία σχέση με Μακεδόνες, ούτε καν του Αμαζονίου. Κι εδώ εμείς να πρέπει να μοιραστούμε την κληρονομιά του Μεγαλέξανδρου με τους ακατονόμαστους. Και την άλλη κληρονομιά, της δεκαετίας του ΄90 να μην έχουμε κανέναν να τη μοιραστούμε, αυτή να την καταναλώνουμε μόνοι μας. Εκείνη τη δεκαετία που ο κόσμος γκρεμιζόταν γύρω μας κι εμείς αρνούμασταν να το δεχτούμε. Κι είχαμε τον Σαμαρά υπουργό Εξωτερικών, μαθητευόμενο μάγο στην ορμή της νιότης του να ονειρεύεται επανάληψη των επαναλήψεων που είχε μάθει στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας. Τώρα είναι υπουργός Πολιτισμού και χαμογελά σεμνά, γιατί να μη χαμογελά; Συμβολίζει τον πεδικλωμένο μας πολιτισμό καλύτερα από τον καθένα. Μπορεί να είναι περήφανος. Τον βλέπω να δίνει ένα μετάλλιο στην Ειρήνη Παπά, εις ανάμνηση των ωραίων ημερών, τότε που είχαμε ωραία δίκια και συγκινητική ταυτότητα και ξεσήκωνε τον κόσμο το «Ζ» και συγκινούσε ο «Ζορμπάς». Τελείωσαν οι δικτατορίες αλλά το παράπονο μας το έκαναν εμφύτευση να μας συνοδεύει και στις καλύτερες μέρες κάτι τύποι σαν τον Σαμαρά, να το σέρνουμε βαριά μυλόπετρα σε κάθε μας βήμα, να μη βλέπουμε πέρα από τη μύτη μας, να μη μπορούμε να χαρούμε. Κανείς δεν μας καταλαβαίνει, είναι αθεράπευτη κατάσταση...

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Δημοτική Αγορά Κυψέλης

Για μια φορά που κατάφερε να στηθεί κάτι καλό σε αυτή την υποβαθμισμένη γειτονιά. Για μια φορά που κατάφεραν κάποιοι άνθρωποι να κάνουν αλήθεια όλα αυτά τα σπουδαία που επαγγέλλονται οι δημοτικοί σύμβουλοι και οι δήμαρχοι σε κάθε εκλογές, μόνο και μόνο για να μη μας πιάνει κατάθλιψη όταν πάμε να ψηφίσουμε. Για μια φορά που φτιάχτηκε ο περίφημος «πυρήνας κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής στη γειτονιά» - ένας χώρος όπου όντως συναντιούνται οι γείτονες και διοργανώνουν εκθέσεις, και ομιλίες, και καλλιτεχνικά εργαστήρια, και παίζουν σκάκι, και κάθε Σάββατο έχει αγορά βιολογικών προϊόντων, και κάθε βράδυ έχει σχολείο Ελληνικών για μετανάστες μόνο από εθελοντές, οι οποίοι έχουν αγοράσει τα πάντα με λεφτά δικά τους και «προάγουν την ελληνομάθεια» ακριβώς όπως το λέει το Παιδείας, χωρίς να ζητάνε τίποτα από κανένα υπουργείο, μόνο και μόνο για να ραγίσει λίγο αυτός ο τοίχος δυσπιστίας που δηλητηριάζει τη ζωή όλων μας, ειδικά σε γειτονιές γεμάτες μετανάστες όπως η Κυψέλη. Για μια φορά που κατάφεραν και τα έκαναν πράξη τα ωραία λόγια στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, τι νομίζετε ότι αποφάσισε το Δημοτικό Συμβούλιο στην τελευταία συνεδρίαση; Να σταματήσει η αυτοδιαχείριση του χώρου και όταν αναπλαστεί και ευπρεπιστεί, να δοθεί προς ενοικίαση σε καταστήματα. Πού αυτό; Σε μια συνοικία όπου τα μισά μαγαζιά είναι ξενοίκιαστα. Και όχι μόνο τώρα με την κρίση αλλά εδώ και δεκαετίες, ακριβώς επειδή χτίστηκαν τόσα πολλά που είναι αδύνατον να δουλεύουν όλα. Που κανονικά πρέπει να βρουν λύση, πώς θα κάνουν πάρκινγκ μερικά. Αντί να τρέξουν να βοηθήσουν αυτή τη μοναδική προσπάθεια, να την αντιγράψουν, να στήσουν τέτοια κέντρα σε όλες τις γειτονιές, να την ενισχύσουν, να την προβάλουν, όχι, εμπορικά καταστήματα. Τι να πεις; Ζούμε σε άλλη πόλη...

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Τo σύνδρομο της Ψωροκώσταινας

Δεν ξέρω άλλη χώρα που να διατηρεί για τον εαυτό της το αμφίβολο προνόμιο να έχει, εκτός από την ονομασία της, και ένα υποτιμητικό παρατσούκλι. Μια κωδική ονομασία, που χρησιμοποιούν κατ αποκλειστικότητα οι κάτοικοι της χώρας αυτής, όταν θέλουν να περιγράψουν την άσχημη, τη μίζερη εκδοχή της πατρίδας τους. Αυτός ο κωδικός για τους Ελληνες είναι η «Ψωροκώσταινα». Σημαίνει ένα έθνος φριχτά ταλαιπωρημένο και κακομοιριασμένο, ένα έθνος που δεν μπορεί να βγει από τη μαύρη του τη μοίρα και τη μαύρη του τη φτώχεια. Κάτι σαν χώρα με ψώρα. Μπλιαχ. Ακόμα και οι πιο ανοιχτόμυαλοι Ελληνες κρύβουμε έναν κάτοικο της Ψωροκώσταινας. Η Ψωροκώσταινα στη δημόσια ζωή είναι ακόμα η έμμονη ιδέα με το κλείσιμο του ημιυπαίθριου, η παγανιστική σχεδόν λατρεία του όρου «υπό ένταξιν». Ψωροκώσταινα είναι η λιγουριά του φθηνού ΙΧ ως μέσου εξόδου από την οικονομική κρίση, η καταστροφή και η εκμετάλλευση κάθε τετραγωνικού εκατοστού φυσικής ομορφιάς με σκοπό το προσωπικό κέρδος. «Είμαστε φτωχοί, δεν έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε πολιτισμό και αισθητική - αυτή είναι για τους πλούσιους», γκρινιάζει και ψηφίζει επιμόνως ο υπήκοος της Ψωροκώσταινας. Ακόμα κι όταν -για λίγο- πλουτίζαμε, αυτό που μας ένοιαζε ήταν η εμετική επίδειξη της χλιδής μας: να καταλάβουν οι άλλοι ότι «δραπετεύσαμε» από την κακομοιριά. Με το πρώτο «μπαμ» της κρίσης, όμως, δείτε τους πώς επαναπατρίζονται σε «ψωροκωστικά» κλισέ, σε «σίγουρες αποταμιεύσεις» και σιγανές συμβουλές «μην ανοίγεσαι - μην ανοίγεσαι». Δεν αποκλείεται να αρχίσουν να ανθούν οι ασχημούλες νύφες με μεγάλη προίκα, τα πανωσηκώματα στις οικοδομές (για να μείνουν τα παιδιά μαζί μας), πιθανόν και μεταμοντέρνες εκδοχές του «Λουστράκου». Ιχνη από εμφυλιακά Παλούκια θολώνουν τις πανάκριβες μαρίνες του Σαρωνικού, μια εσάνς από Λούτσα γλείφει τα κύματα των πεντάστερων ριζόρτ της «καλής» παραλιακής. Θυμίστε μου, σε ποια δεκαετία, σε ποιον αιώνα ζούμε; Και τι του λείπει του ψωριάρη; Κρίση με μαργαριτάρι!

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Το πιο φτηνό το γιώτα-χι

Ηταν πάντα ένα λαοφιλέστατο μέτρο το «όνειρο του φτηνού γιώτα-χι». Δεν είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση δίνει κουρσάκια στον λαό για να γίνει πιο συμπαθής. Κάθε φορά, βέβαια, υπάρχει μια ευγενής θεωρία πίσω από τα τζάμπα αμάξια: οι πρώτες αποσύρσεις, ας πούμε, έγιναν για «οικολογικούς» λόγους. Να αντικαταστήσουν οι Ελληνες, έλεγαν, τα «σαπάκια» παλιάς τεχνολογίας με τα νέα, τα καταλυτικά, για να καθαρίσει ο αέρας. Ασχετο που σήμερα η «αλλαγή καταλύτη» στην Ελλάδα είναι το νέο σύντομο ανέκδοτο. Τώρα, το ευγενές κίνητρο είναι η καταπολέμηση της κρίσης. Να κινηθεί η αγορά των αυτοκινήτων, που έχει πάθει μεγάλο στραπάτσο. Να ξεφορτώσουν τα κοντέινερ με τα αζήτητα, που σαπίζουν στα τελωνεία. Να πέσει καμιά παραγγελία, γιατί χανόμαστε. Σχεδόν ανθρωπιστικό το ακούς το μέτρο, κάτι σαν ευεργεσία από την οποία κερδίζουν όλοι. Το ότι τα φτηνά ΙΧ υπήρξαν ένα διαχρονικό προεκλογικό «σιγουράκι» είναι εντελώς συμπτωματικό: άντε καλέ, μην πάει ο νους μας στο πονηρό. Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο, αν πραγματικά τα ελαφρύνουν σημαντικά από τις δυσβάσταχτες κρατικές επιβαρύνσεις. Είμαι υποχρεωμένη να το κάνω. Από κάπου πρέπει να ισοφαρίσω τη φορομπηξία του έκτακτου «φόρου κρίσης» (την οποία υφίσταμαι μαζί με χιλιάδες χαζο-Ελληνες, μόνο και μόνο επειδή διαπράττω το μέγα σφάλμα να είμαι ειλικρινής στις δηλώσεις μου). Αλλο ένα αμάξι, άλλο ένα γκαζάτο λούσο, μερικοί ακόμα τόνοι δηλητηρίου στο περιβάλλον, άλλη μια «παροχή», άλλη μια τετραετία. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να μην αλλάζει τίποτα, σαν να μη μάθαμε, όλοι μας, τίποτα καινούργιο. Καθώς ξεφυλλίζω με καινούργιο ενδιαφέρον τους καταλόγους των περιοδικών αυτοκινήτων, αισθάνομαι ενθουσιασμένος, αθώος και χαζός, σαν τους ιθαγενείς, που αντάλλασσαν μια ήπειρο για μερικές χρωματιστές χάντρες. Ετοιμος να παραδοθώ, ακόμα μια φορά, χωρίς καμιά διάθεση αντίστασης. Να το πάρουμε με δερμάτινα καθίσματα;

Τα λαμπάκια μου

Να τον κλείσω; Να μην τον κλείσω; Στέκομαι σαν χάνος μπροστά στον γενικό διακόπτη του ρεύματος, ενώ το σώμα μου παραλύει από μια αμφιθυμία που θα ζήλευε μέχρι και ο Αμλετ. Σήμερα είναι αυτό το πώς το λένε, το «κλείστε τα φώτα για μία ώρα». Διαμαρτυρία για το περιβάλλον. Να τον κλείσω: Γιατί όχι; Ακόμα και οι συμβολικές διαμαρτυρίες είναι καλύτερες από την απάθεια και την απραξία. Μία ώρα είναι, θα περάσει. Μία ώρα χωρίς τον βόμβο της τηλεόρασης, χωρίς τον μπέμπη να αλληθωρίζει μπροστά στον Μπομπ τον Μάστορα, μία ώρα χωρίς θερμοσίφωνα, χωρίς υπολογιστή, χωρίς (Παναγιά και Χριστέ μου) Ιντερνετ. Θα την αντέξω. Ετσι κι αλλιώς στη γειτονιά μας κόβεται το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο, απροειδοποίητα, για ακαθόριστο αριθμό ωρών, χωρίς εξηγήσεις, εδώ και χρόνια. Λόγω «βλαβών». Στη μία ώρα θα κολλήσουμε; Που είναι και πολιτικώς ορθή; Από την άλλη μεριά, γιατί να τον κλείσω; Μου φαίνεται τόσο μάταιη, τόσο ανεπαρκής αυτή η πρωτοβουλία μπροστά στο κολοσσιαίο πρόβλημα της ενέργειας, που αισθάνομαι λίγο καραγκιόζης να ανεβοκατεβάζω γενικούς υπακούοντας σε προστάγματα. Αλυσοδεμένοι στις τσιμινιέρες έπρεπε να ήμασταν ήδη, μαζί με τα παιδιά μας, αν θέλαμε πραγματικά να διαμαρτυρηθούμε για τα ενεργειακά εγκλήματα που συντελούνται στην ανθρωπότητα. Αλλά ας μην το χοντρύνω. Ας κάνω φόκους στον διακόπτη μου. Να τον κατεβάσω ή να τον αφήσω εκεί που είναι; Να «τζιζ» κανείς ή να μην «τζιζ»; Μετά καταλαβαίνω ότι όλη αυτή η τρικυμία στο κρανίο μου άξιζε περισσότερο από την ίδια τη «συμβολική» διαμαρτυρία. Με έκανε να σταματήσω, να σκεφτώ, να θυμώσω. Δεν ξέρω τελικά τι θα κάνω με τα φώτα του σπιτιού, αλλά τουλάχιστον τα λαμπάκια του μυαλού μου αναβόσβησαν θυμωμένα. Πολλές φορές. Κάτι είναι κι αυτό.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Πάρκα σε κατάληψη

Κάνοντας βόλτα ένα βράδυ στου Γκύζη, βλέπω μια μικρή αφίσα σαν αυτές που γέμισαν την Κυψέλη για το πάρκο της Πατησίων και Κύπρου και τα Εξάρχεια για το οικόπεδο του ΤΕΕ. Μπα, ώς εδώ ψάχνουν συμπαράσταση οι Πατησιώτες κι οι Εξαρχιώτες; Όμως όχι, ήταν για ένα άλλο πάρκο, που δεν το ήξερα (πώς μου ξέφυγε αυτό;) εκεί στου Γκύζη, το οποίο οι κάτοικοι φοβούνται ότι θα κτιστεί. Ίσως κι εκεί κάνουν κατάληψη, λοιπόν, και θα έχουν διλήμματα οι περίοικοι: να είναι με τη νομιμότητα, δηλαδή κατά των καταλήψεων, ή να πάνε κι εκείνοι με μια γλαστρούλα να διεκδικήσουν τον ελεύθερο χώρο, τώρα που γυρίζει; Γιατί είναι τέτοια η στιγμή, από τη μια ο προλυτραγουδισμένος «θυμός του Δεκεμβρίου», από την άλλη η πανέξυπνη ενέργεια του Κακλαμάνη να κόψει νύχτα εκείνα τα δέντρα, γεννήθηκε κάτι σαν κίνημα διεκδίκησης χώρων πρασίνου στην Αθήνα. Έχει τα χαρακτηριστικά της εποχής, βέβαια, εμφανίζεται δηλαδή αδιάλλακτο, αλλά μπορεί να φανεί χρήσιμο. Ναι, κάθε κατάληψη παραβιάζει τη νομιμότητα, όμως τόσα χρόνια οι δήμαρχοι έχουν στήσει μια δική τους κατάσταση που κι αυτή παραβιάζει και τη νομιμότητα, και την έννοια της πολιτικής δέσμευσης, και την κοινή λογική. Υπόσχονται απαλλοτριώσεις, ενίοτε βγάζουν και αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου, κι ύστερα περιμένουν να περάσει ο καιρός να ξεχαστούν, γιατί συνήθισαν, κυνικά, ποτέ να μην τις πληρώνουν. Κι έχεις τώρα «επαναστατικές πρακτικές», από τη μια καταλήψεις πανεπιστημίων που τα καταστρέφουν, από την άλλη καταλήψεις τετραγώνων πρασίνου με τον αντίθετο στόχο, να μην καταστραφούν. Γίνεται να βγουν κερδισμένα και τα πανεπιστήμια και τα πάρκα, να τακτοποιηθούν όλα με τον νόμιμο και τον επιθυμητό τρόπο; Ας γινόταν, κι ας μείνει κι ο Κακλαμάνης στην Ιστορία, τιμής ένεκεν...

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Χαρισμένο εισιτήριο

«Μήπως έχετε ένα εισιτήριο;» ρώτησε η νεαρή την πρώτη επιβάτιδα του τρόλεϊ, μόλις μπήκε μέσα. Ψιθυριστά το είπε, σαν να έκανε κάτι κακό, ήταν και κοντά στον οδηγό, ντρεπόταν που είχε μπει μέσα χωρίς εισιτήριο. «Έχω» λέει αμέσως η άλλη, χαμογελώντας κιόλας, κι αρχίζει να ψάχνει την τσάντα της. Βρίσκει το εισιτήριο, της το δίνει, πάει η νεαρή να την πληρώσει, δεν ήθελε με τίποτα. «Δεν το χρειάζομαι εγώ, της εξηγεί, εγώ έχω κάρτα, αλλά παίρνω και κανένα εισιτήριο μαζί μου μήπως το χρειαστεί κανείς... Αν θυμηθώ δηλαδή» είπε κοκκινίζοντας λίγο, σα να έκανε κι αυτή κάτι κακό που αγοράζει εισιτήρια για να τα προσφέρει σε άλλους, οι οποίοι μπορεί να είναι και άγνωστοι. Ίσως να έχει απαυδήσει από τις χοντράδες των ελεγκτών όταν σε βρίσκουν χωρίς εισιτήριο και να αποφάσισε να προσφέρει εκείνη ένα σε κάποιον που θα ζήταγε. Ακραίο; «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, πραγματικά το χρειάζομαι, έψαξα στα περίπτερα της γειτονιάς μου και δεν είχαν, πρέπει να αγοράζω από το κέντρο πάντα... Όμως πρέπει να το πληρώσω...». Η γυναίκα που είχε προσφέρει το εισιτήριο πήρε αγκαλιά την τσάντα της, να απασχολεί τα χέρια της, ίσως για να μη δεχτούν το ευρώ, και κούνησε το κεφάλι συνεχίζοντας να χαμογελάει.«Όχι, δεν πρέπει, αφού σας λέω το είχα για αυτό τον σκοπό!» η άλλη επέμενε, «εντάξει, αλλά γιατί δεν με αφήνετε να σας δώσω λεφτά; Δεν είναι σωστό... Αισθάνομαι άσχημα!». Ο διάλογος συνεχίστηκε κάμποση ώρα χαμηλόφωνα. Στο τέλος νίκησε η επιμονή της γενναιοδωρίας. Η κοπέλα, έχοντας κοκκινίσει, πήρε το χαρισμένο εισιτήριο και πήγε να το χτυπήσει. Από δίπλα ένας νεαρός σηκώθηκε και προσέφερε τη θέση του σε μια ηλικιωμένη. Ίσως να είναι μεταδοτική η ευγένεια. Δοκιμάστε.