Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Εξαφάνιση

Είναι παράξενη η Αθήνα όταν φυσάει και ερημώνει, σαν να πήρε ο αέρας τον κόσμο που προσωρινά την κατοικεί, πάντα προσωρινά. Είχε και λίγο ήλιο χθες, είχε και μερικά βιαστικά αυτοκίνητα, κάπως έμοιαζε αλλοτινή, ξεχασμένη, άδεια, παρατημένη. Σε μια στάση που περίμενα το τρόλεϊ, ένα μικρό αυτοκόλλητο έγραφε «εξαφάνιση» κι είχε τη φωτογραφία ενός ηλικιωμένου. Άρχισα να το διαβάζω, αλλά δεν ήταν όπως θα περίμενε κανείς: «Φίλε Γιώργο, έγραφε, πού χάθηκες;

Γιατί δεν έρχεσαι όπως παλιά, να πάμε σε καμιά ταβέρνα, να παίξουμε χαρτιά, να κουβεντιάσουμε; Θέλουμε να σε ξαναδούμε, να ξέρεις αν διαβάζεις αυτό, ότι κάποιοι άνθρωποι σε αγαπούν και σε σκέπτονται. Υπογραφή, ο φίλος σου Αλέξανδρος».
Δεν είχε άλλα στοιχεία, τηλέφωνα, διευθύνσεις.
Ήταν σαν γράμμα στον ίδιο τον φίλο Γιώργο, κι αν κυκλοφορεί στην περιοχή μπορεί και να το δει. Η φωτογραφία θα ήταν για να τραβήξει την προσοχή. Κάποιος βαρέθηκε να ζηλεύει τους νεώτερους που μπορούν να βρίσκουν τους παλιούς φίλους τους με το Ίντερνετ, και είπε θα δείτε, θα τον ξετρυπώσω εγώ τον Γιώργο. Μου ήρθε ξαφνικά η όρεξη να κολλήσω κι εγώ χαρτάκια: «Φίλη μου Αλίκη γιατί εξαφανίστηκες; Έλα να πιούμε έναν καφέ, να θυμηθούμε τα παλιά, σε έχω πεθυμήσει».
Φωτογραφία από κάτω.
Έτσι, για να κυκλοφορεί το πρόσωπο. «Φίλη μου Κατερίνα τι γίνεσαι; Πότε θα αδειάσεις από την οικογένεια να πάμε μια βόλτα όπως όταν ήμασταν φοιτητές; Ποτέ δεν συνήθισα να μένεις μακριά και να μη μοιραζόμαστε το μαγείρεμα στο σπίτι.
Τηλεφώνησέ μου σε παρακαλώ Κυριακή βράδυ, που είμαι μελαγχολικός».

Θα έφταιγε η ερημιά της πόλης κι ο αέρας που σε κάνει να νομίζεις ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν, ή τουλάχιστον να αναζητηθούν με θάρρος και αισιοδοξία για θετικά αποτελέσματα.