Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Τα φιλαράκια

Το μεθόδευα προ πολλού πώς να την κοπανήσω από τον κλοιό της κλάσης μου και να ΄μαι τώρα, φάτσα- κάρτα στο Facebook. Οφείλω να παραδεχτώ ότι, στην αρχή, τα κίνητρά μου δεν ήταν και τόσο αθώα. Κάθε άλλο. Μέσα από αυτή την τακτική υποχώρηση υπολόγιζα ότι θα έχω θέα ανεμπόδιστη και κολλητηλίκι χαλαρό με τους πιτσιρικάδες του στενού μου περιβάλλοντος, αλλά πού... Με το που έσκασα μύτη στα χωράφια τους, με αποθέωσαν με έναν τρόπο που με έφερε σε μεγάλη αμηχανία. Και καλά με το «η γριά κότα έχει το ζουμί». Έπρεπε να το περιμένω. Αυτό το χούι όμως με τα ηλεκτρονικά «σκουντήματα» μου τη σπάει αφόρητα και με βγάζει από τα ρούχα μου. Καμώνομαι ότι- και καλά- γουστάρω να μου ταρακουνάνε την οθόνη ενώ μέσα μου αναθεωρώ παλιές απόψεις για τους παλίμπαιδες θείους και λοιπούς συγγενείς, τότε που είχα κι εγώ το προνόμιο να είμαι πιτσιρίκα. Περιττό να σας πω ότι δεν έχανα ευκαιρία να αποκαλύψω τη θλιβερή τους δημαγωγία που άλλο σκοπό δεν είχε από το να βάλει μακρύ χέρι στην αυτονομία και τη δύσκολη ωρίμασή μου. Χα χα... Από αυτής της απόψεως, θεωρώ πολύ τυχερή τη γενιά μου που κράτησε όπως όπως το άβατο χωρίς να αφήνει τεχνολογικά μπόσικα στους control freak της εποχής. Όσο για μένα, εννοείται πως θα συνεχίσω με το καινούργιο κοσκινάκι μου. Να, αφού ακόμη κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ρίχνω κρυφές ματιές στις «ειδοποιήσεις» μου και συλλέγω την καζούρα σαν μάννα εξ ουρανού.

Το αεικίνητο

Ας βάλουμε πίσω το ρολόι, είναι πάλι σκοτάδι στις επτά το πρωί που χτυπά το ξυπνητήρι. Ρυθμισμένο στο Γ΄ Πρόγραμμα, φέρνει στον βυθισμένο σε νάρκη εγκέφαλο- ο πιο γλυκός ύπνος έρχεται λίγα λεπτά πριν- ένα παιχνίδισμα βιολιού, ένα ζωηρό, επιδεικτικό τρέμουλο, σαν σταγόνα δροσιάς σε φύλλα, που ποτέ δεν είδα, κάτι τόσο καινούργιο και περήφανο, που δεν πάει το χέρι να το κλείσει. Ακούω όλο το κομμάτι προτού καταφέρω να σηκωθώ και ύστερα η οικεία φωνή της Ράνιας Βισβάρδη με πληροφορεί ότι είναι το «περπέτουο μόμπιλε» του Ούγγρου συνθέτη Νόβατσεκ που πέθανε το 1900. Το αεικίνητο στη μουσική για να ξυπνά το αεικίνητο στη ζωή, να το βάζει μπρος. Αυτό που θα όφειλε να είναι αεικίνητο. Έρχονται πρωινά που θα προτιμούσε να μείνει ακίνητο στο κρεβάτι. Άντε σήκω, λέει όλο αισιοδοξία το σόλο βιολί, και μου τάζει με το παιχνίδισμά του μοναδική προσέγγιση της μέρας: θα έχει φτιάξει ο φούρναρης ονειρεμένο ψωμί, θα βρεις στο γάλα την πιο απρόσμενη γεύση, ο ουρανός θα είναι αποκάλυψη και το ραδιόφωνο θα σε υποδεχτεί με γλυκές ειδήσεις, με φωνές αγαπημένες, εξυπνάδες ψαγμένες. Αφήνω το κομμάτι να τελειώσει, το αφήνω να με ταρακουνήσει κι ας ξέρω ότι η υπόσχεσή του είναι αυτοτελής, ό,τι λέει το τηρεί τη στιγμή που το λέει. Το πιστεύει όσο εκφέρεται. Περιμένει να το γευτώ όσο κρατάει. Ωστόσο κάπως διαπερνά τη μέρα η σταθερή προσήλωσή του στην ελαφράδα και τον ρυθμό, κάπως ελαφραίνουν τα πόδια. Το επόμενο πρωί, ίδια ώρα, το ίδιο αέρινο βιολί κι ανάμεσά του οι παθιασμένες ανάσες του πιάνου. Διπλή επίδραση ελαφράδας. Ευχαριστώ κυρία Βισβάρδη. Δεν το καθιερώνετε, κάθε μέρα στις 7, ίδιο βιολί να ξυπνά τα αεικίνητα που πρέπει να είμαστε;