Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Τι ωραίο πλιάτσικο!

Θερμά συγχαρητήρια σε όλους μας για το πιο θεαματικό, το πιο οργανωμένο, το πιο επιτυχημένο πλιάτσικο της δεκαετίας: αυτό που στήθηκε πάνω από ένα σκοτωμένο παιδάκι. Για το κομματικό πλιάτσικο: όλοι εναντίον όλων, βουρ στον πατσά κι ό,τι αρπάξουμε. Αλλος θέλει εκλογές, άλλος υπουργείο, άλλος θέλει μοναδούλες στις δημοσκοπήσεις, άλλος προσπαθεί να αρμέξει συσπείρωση. Ορμάμε στην αναμπουμπούλα και βουτάμε. Μέσα στη σύγχυση, όλοι από κάτι παίρνουν, όλοι κάποιο κόκαλο γλείφουν, και φεύγουν ευχαριστημένοι. Για το τηλεοπτικό πλιάτσικο: για τις κάμερες-όρνια στο νεκροταφείο, για τα κλεμμένα πλάνα στο πρόσωπο της μαμάς, για τη δημοσίευση χρήσιμων στην κοινή γνώμη λεπτομερειών όπως «παιδί χωρισμένων γονιών» και «πλουσιόπαιδο του Ψυχικού». Για το επικοινωνιακό πλιάτσικο: τι ωραία πλάνα, τι ωραίες φωτιές, τι μαζική διαδήλωση, τι κακοί κουκουλοφόροι, τι απελπισμένα παιδιά, τι γουρούνια οι μπάτσοι, επιτέλους, πού είναι η αστυνομία; Ολα αυτά, τα εντελώς αντίθετα, χωρίς το παραμικρό συμπέρασμα που θα μπορούσε να φωτίσει τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις - αυτό, προς Θεού, δεν θα συνέφερε κανέναν. Για το ρατσιστικό πλιάτσικο: μην ξεχάσουμε, βέβαια, και τους «αλλοδαπούς» που έκλεβαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Γιατί να χάσουμε την ευκαιρία να κάνουμε μαύρους στο ξύλο και καμιά εκατοστή πεινασμένους φουκαράδες; Αυτοί, έτσι κι αλλιώς, δεν μετράνε για ζωές κανονικές, αλλιώς έπρεπε να έχουμε τέτοιες εκρήξεις διαμαρτυρίας, σε όλη την Ελλάδα, τρεις φορές την ημέρα. Ηταν υπέροχα. Και τώρα πάμε για σουβλάκια. Τι θα βάλεις στο ρεβεγιόν, Σούλα μου;

Η δίκη

Μακάρι να είχαμε τη δύναμη να μπούμε στον δρόμο αυτής της σφαίρας, να σωζόταν ο μικρός. Ομως δεν την είχαμε. Εγινε το έγκλημα, πιάστηκε ο ένοχος και τώρα γίνεται η δίκη. Η τηλεοπτική, εικονική δίκη, με συνοπτικές διαδικασίες, κορώνες, ουρλιαχτά και αφορισμούς. Δύο ή τρία χρόνια μετά, στις αληθινές δίκες, είμαστε πιο «φρόνιμοι». Αποδεχόμαστε την επιβολή ποινών επιπέδου τροχαίας παράβασης, τις επιεικείς τιμωρίες και, πολύ συχνά, τις αθωώσεις. Ποιος θα θυμάται το σκοτωμένο παιδί μετά από τρία χρόνια; Σίγουρα όχι οι δεκάδες χιλιάδες των πολιτών που σήμερα, οργισμένοι, ζητάνε την τιμωρία των ενόχων. Οσο εύκολα θυμώνουμε, άλλο τόσο εύκολα ξεχνάμε. Ο πιτσιρικάς ξεψύχησε τη νύχτα του Σαββάτου, αλλά η σφαίρα που τον σκότωσε έκανε μεγάλη διαδρομή μέσα στα χρόνια για να τον πετύχει στο στήθος. Από το πρώτο «μπαμ» που ξέκανε τον Καλτεζά, η σφαίρα αυτή εξοστρακίστηκε σε χοντρούς τοίχους δικαστηρίων, χτύπησε πάνω σε τσιμεντένιες ζαρντινιέρες, λοξοδρόμησε στη Θεσσαλονίκη, θερίζοντας έναν δεκαεφτάχρονο Σέρβο στη μέση της Τσιμισκή. Ενδιαμέσως, πήρε μαζί της και κάμποσους άλλους. Κι όλα αυτά τα χρόνια, αυτή η ίδια σφαίρα κέρδιζε δύναμη θανάτου τρεφόμενη από τη δική μας αδιαφορία κι από τη δική τους ατιμωρησία. Αυτή η σφαίρα «έτρεχε» επί είκοσι τέσσερα χρόνια, με στόχο την καρδιά του «Γκρέγκορυ», όπως τον έλεγαν οι κολλητοί του. Κανείς δεν μπήκε στον δρόμο της να τη σταματήσει. Είμαστε πολύ ανήμποροι, πολύ ανίκανοι, ή πολύ χορτάτοι. Και είμαστε όλοι ένοχοι. Αν δεν τη σταματήσει κάποιος τώρα, σήμερα, η ίδια σφαίρα θα εξακολουθεί να σφυρίζει, αδέσποτη, ανεξέλεγκτη, και το ίδιο θανάσιμη, πάνω από τα κεφάλια μας. Και η τάξη του 2008, οι ενήλικες του μεθαύριο, με δικές τους πια οικογένειες, θα συντρίβονται από την ίδια σφαίρα, όταν θα χτυπήσει, ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, κάποιο από τα δικά τους παιδιά, που δεν έχει γεννηθεί ακόμα.