Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

Ίσως μας σώσει η αισιοδοξία

Γεννήθηκαν μεταξύ 1980 και 1990. Μεγάλωσαν τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Είναι οι «γόνοι» της περίφημης γενιάς του baby boom. Ανήκουν κυρίως στις λεγόμενες μεσαίες τάξεις. Ανατράφηκαν χωρίς να στερηθούν τίποτα. Ξέρουν πόσο κοστίζει ένα i-pod, αλλά αν τους ρωτήσεις πόσο κάνει το γάλα στο συνοικιακό σούπερ μάρκετ κατά πάσα πιθανότητα θα δώσουν τη λάθος απάντηση. Η σχέση τους με την τεχνολογία περιγράφεται και ως «στενή επαφή τρίτου τύπου». Οι σπουδές τους είναι πολύ καλύτερες από των γονιών τους. Ο μπαμπάς τους πήρε δώρο το πρώτο τους αυτοκίνητο όταν πέρασαν στο πανεπιστήμιο. Και η λύση για τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι μία: shopping therapy. Είναι η λεγόμενη «γενιά Υ». Είναι η πρώτη γενιά εδώ και περίπου 100 χρόνια, η οποία- σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς- θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της. Και ανήκω σε αυτήν σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες. Γιατί; Αφού έχουν όλα τα εφόδια. Μεγάλωσαν με αυτά και δεν κουράστηκαν καθόλου για να τα αποκτήσουν. Θα ζήσουν όμως μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις και, δυστυχώς, το μόνο που μάλλον δεν έχουν μάθει είναι πώς θα την αντιμετωπίσουν, παρ΄ ότι πιθανώς γνωρίζουν να σου πουν κάθε ιστορική λεπτομέρεια για το Μεγάλο Κραχ του 1929, ξανασκεφτόμουν. Βρέθηκα προσφάτως αυτήκος μάρτυς μιας συζήτησης τυπικών εκπροσώπων αυτής της γενιάς και φίλων μου. Το μότο ήταν: «Η κρίση μάλλον επηρεάζει τους γονείς μου, αλλά όχι εμένα. Πιθανότατα θα ζοριστούν λίγο, αλλά θα τα καταφέρουν». Κι όμως, είναι η ίδια γενιά που παίρνει από 700 μέχρι 1.000 ευρώ τον μήνα και φεύγει από το πατρικό σπίτι γύρω στα 30, και αν. «Γιατί η κρίση δεν σας ανησυχεί; Γιατί δεν σας αγχώνει;» ρώτησα, για να λάβω την αφοπλιστική απάντηση: «Σύμφωνα με έναν Βρετανό καθηγητή Διοίκησης Επιχειρήσεων, έχουμε γεννηθεί αισιόδοξοι». Ίσως τελικά αυτή η αισιοδοξία να μας σώσει. Για να δούμε.

Κι αν δεν τον σκοτώσουν;

Στην Τράπεζα περίμεναν δυο άτομα, το χαρτάκι προτεραιότητας έλεγε ότι ερχόταν η σειρά μου σε τρία λεπτά. Έμεινα όρθια, αλλά πέρασαν έξι λεπτά και κάθησα. Περίμενα ακόμα δέκα. Στο γκισέ ο πελάτης είχε πιάσει υψηλού επιπέδου συζήτηση για τον Ομπάμα με τον ταμία. Γύριζε και προς το μέρος μας, να ακούμε κι εμείς τις σοφίες του. Υποστήριζε ότι τον Ομπάμα θα τον σκοτώσουν οπωσδήποτε μέχρι τις εκλογές. Προφανώς ήθελε να τον φέρουμε στον νου μας όταν θα συμβεί, να σκεφτούμε πόσο μάντης ήταν. Είχαν σβήσει τα νούμερα στα φωτεινά πινακάκια, κουβέντιαζαν αμέριμνοι. Εργαζόμενοι με οκτάωρο, να μην πάρουν ανάσα; Αφού ανέλυσαν διεξοδικά όλους τους τρόπους για να σκοτώσεις έναν υποψήφιο πρόεδρο των ΗΠΑ και διαβεβαίωσαν την ομήγυρη ότι είναι πανεύκολο, αποφάσισαν να προχωρήσουν στον επόμενο πελάτη. Είχαν περάσει είκοσι λεπτά και ο υπάλληλος ζαλισμένος από τη συζήτηση δεν μπορούσε να προσγειωθεί στις ταπεινές ανάγκες του κοινού του. «Επιταγή να καταθέσετε; Δεν γίνεται, αδύνατον!». Εμένα με έβαλε να τηλεφωνάω, μου έδωσε λάθος χαρτιά, τελικά ξεμπέρδεψα έπειτα από άλλα είκοσι λεπτά. Προφανώς ήταν το σοκ από την επικείμενη δολοφονία που τους είχε όλους απορρυθμίσει. Δεν άντεξα να μη ρίξω την μπηχτή όταν για τρίτη φορά με κοίταξε κατάπληκτος με το απλούστατο πράγμα που του ζητούσα. Αφήστε λίγο τον Ομπάμα κι ασχοληθείτε μαζί μας, του είπα, και με κοίταξε ακόμα πιο ενοχλημένος. «Ομπάμα; Α, αυτόν θα τον σκοτώσουν!», με διαβεβαίωσε, να με καθησυχάσει ότι τίποτα δεν απειλεί την τάξη αυτού του κόσμου, ή μάλλον την αταξία. Έφυγα χωρίς σχόλια. Μόνο να σκέφτεσαι το πολιτιστικό σοκ του ταμία τη νύχτα των εκλογών, όταν δεν θα έχουν σκοτώσει τον Ομπάμα, και θα έχει νικήσει, σου φτιάχνει τη μέρα.