Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

Αξιόπιστοι και... αξιόπτυστοι κύριοι

Ποτέ δεν είναι «καλή» η στιγμή για να αποκαλυφθούν στοιχεία διαφθοράς στον πολιτικό στίβο μιας χώρας. Αλλά αν υπάρχει η χειρότερη στιγμή για να βγουν στην επιφάνεια τέτοια στοιχεία, αυτή η στιγμή είναι τώρα. Δεν σας λέω «ελάτε στη θέση του απλού πολίτη», γιατί... είμαστε στη θέση του. Είμαστε όλοι οι Ελληνες που ιδρωκοπάνε για έναν μισθό που δεν φτάνει, που κυνηγούν δεύτερη και τρίτη δουλειά, και πάλι δεν βγαίνουν. Ολες οι Ελληνίδες που δουλεύουν, μεγαλώνουν παιδιά, και αντιμετωπίζουν μια καθημερινότητα ασφυκτική: ακρίβεια, δυσκολίες, αισχροκέρδεια, μηδέν ελεύθερο χρόνο. Ολοι οι πιτσιρικάδες που δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει. Είμαστε όλοι οι άνω των εξήντα που θεωρούμε πλέον τη λέξη «σύνταξη» σύντομο -και κακόγουστο- ανέκδοτο. Κι όλοι εμείς είμαστε που ακούμε -μέσα σ' ένα τσουνάμι ανατιμήσεων, αισχροκέρδειας και μαύρων προοπτικών- για πολιτικές μίζες, δώρα, δωράκια, μαύρο χρήμα, διευκολύνσεις και χατίρια. Ακούμε και βγαίνουμε από τα ρούχα μας. Ακόμα και η κρίση μας θολώνει: σε λίγο δεν θα μπαίνουμε πια στον κόπο να ξεχωρίσουμε έναν αξιόπιστο πολιτικό από έναν... αξιόπτυστο. Θα μας αηδιάζουν όλοι μαζί. Αυτό νομίζω πως είναι το χειρότερο έγκλημα. Δεν είναι οι κλεψιές και τα λαδώματα, όσα, όποτε κι αν αποδειχτούν. Είναι που με κάθε «δωράκι» που δέχονταν οι άνθρωποι αυτοί, υπονόμευαν την εκτίμηση του κόσμου σε όλους τους «πολιτικούς», ακόμα και σ' εκείνους που επέλεξαν τον δρόμο τού «όχι» στο ύποπτο χρήμα. Κάποιος σοφός είπε ότι «η δημοκρατία είναι ένα ελαττωματικό σύστημα διακυβέρνησης, δεν παύει όμως να είναι το καλύτερο που διαθέτουμε». Οι παρέες των «κυρίων» (και... κυριών, δυστυχώς, διότι στη διαφθορά επικρατεί... ισότητα) έκαναν ό,τι μπορούν για να τραυματίσουν την ήδη εύθραυστη εμπιστοσύνη μας σ' αυτό το «ελαττωματικό» σύστημα. Πώς μετριέται, λοιπόν, μια τέτοια ζημιά; Κι ακόμα χειρότερα, πώς «τιμωρείται»;

Ενα «κλικ» από τη φρίκη

Ενα χεράκι στο χώμα. Το υπόλοιπο παιδί λείπει. «Να τη δείξουμε;» Στα γραφεία σύνταξης των εφημερίδων, στις αίθουσες κοντρόλ των τηλεοπτικών δικτύων, στα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία, οι ίδιες τυπικές ερωτήσεις του πολέμου. «Περνάνε» αυτά τα πλάνα; Μήπως παραείναι σκληρά; Τυπώνονται αυτά τα στιγμιότυπα, βγαίνουν στον αέρα αυτές οι διηγήσεις; Για το ζήτημα αυτό υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Θα ακούσετε έμπειρους της δουλειάς, με πείρα στην κάλυψη πολέμων, να συνιστούν φειδώ στη δημοσίευση τέτοιων εικόνων. «Ερχεται μια στιγμή», λένε, «που ένα ακόμα νεκρό μωρό στο πρωτοσέλιδο, δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο για τον αναγνώστη. Οι φωτογραφίες, τα τηλεοπτικά πλάνα, όταν τα πετάς στα μούτρα του κόσμου χωρίς σεβασμό, χωρίς επεξεργασία, κινδυνεύουν να καταντήσουν ένας στείρος «διαγωνισμός φρίκης»». Η άλλη σχολή είναι πολύ πιο αυστηρή. Δείξτε τα όλα, λένε: τα σκοτωμένα παιδιά, τα κομμένα κεφάλια, τους ακρωτηριασμούς, τα ουρλιαχτά, τα ματωμένα σάβανα. Δείξτε τα χωρίς φίλτρο, χωρίς λογοκρισία, χωρίς δισταγμό. Γιατί να «λυπηθούμε» τον χορτάτο τηλεθεατή, τον βολεμένο αναγνώστη; Τους πεθαμένους, άλλωστε, δεν τους λυπήθηκε κανείς. Υπήρξαν άλλωστε τέτοιες φωτογραφίες-σοκ που ξεσήκωσαν τις κοινωνίες: θυμηθείτε το καμένο από τις ναπάλμ κορμάκι μιας Βιετναμέζας προσφυγοπούλας, κι άλλα «κλικ» φρίκης, που έκαναν τον κόσμο να ξεσηκωθεί, να πει «ποτέ πια». Δεν είναι όμως οι φωτογραφίες ή τα πλάνα του μακελειού που μας συντρίβουν ψυχικά, αλλά οι ενοχές που νιώθουμε όταν υποχρεωνόμαστε να τις κοιτάξουμε. Τα μάτια ενός θανάσιμα πληγωμένου από βόμβες παιδιού, ρωτάνε πάντα «γιατί». Ενα «γιατί» που απευθύνεται σ' εμάς προσωπικά. Αυτό είναι που δεν αντέχεται... Από καθαρή άμυνα, φιλτράρουμε την ωμή πραγματικότητα του πολέμου. Βάζουμε τη (σχετικά) «λιγότερο σοκαριστική» φωτογραφία. Διανθίζουμε τα σκληρά γεγονότα με ψύχραιμες και επιστημονικές αναλύσεις. Για να καταφέρουμε να αντέξουμε, όχι τον πόλεμο δίπλα μας, αλλά στην ουσία, τον ίδιο τον εαυτό μας.