Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Ονειρεύτηκα την πραγματικότητα

Μιλώ για τους εξαθλιωμένους γέροντες που η δύση του βίου τους έμελλε να είναι μια άγρια κι ανελέητη δύση. Ανθρώπινα κουρέλια που υψώνουν τα απελπισμένα χέρια τους με λαχτάρα να γεμίσουν το πλαστικό μπουκάλι γάλα από τα επίσης απελπισμένα χέρια των κτηνοτρόφων, που αντί να πάει χαράμι η σοδειά τους είπαν να κατευνάσουν την πείνα των γερόντων. Ούτε κι οι ίδιοι όμως περίμεναν τέτοιον χαμό. Ούτε κι ίδιοι φαντάζονταν ότι δεκάδες άνθρωποι θα εξαρτούσαν από την προσφορά τους την υπόθεση της επιβίωσής τους. Κι όταν μιλάμε για επιβίωση πλέον αναφερόμαστε στην επιβίωση εκείνης της μέρας και μόνον. Γιατί αύριο ουδείς γνωρίζει. Όχι αίμα, πείνα μοιάζει πια να κυλά στις φλέβες των αποδεκατισμένων γερόντων. Μιλώ για τον 85χρονο γέρο στην Πάτρα, που το ΙΚΑ κάνει κατάσχεση της περιουσίας του για χρέος 150 ευρώ. Ο δικαστικός επιμελητής εισβάλλει (με χάρη!) στην οικία του την ώρα που εκείνος, καθότι άρρωστος κι ανήμπορος, λόγω αιμοπτύσεων, αναχωρεί για το νοσοκομείο (για το ράντζο δηλαδή). Τίποτα και κανέναν δεν πτόησε το αίμα. «Ακόμα μυρίζει αίμα εδώ, και όλα τα μυρωδικά της Αραβίας δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπλύνουν τούτο το χεράκι». Η λαίδη Μάκβεθ μονολογεί προσπαθώντας να καθαρίσει από τα χέρια της τους φανταστικούς λεκέδες από το αίμα του βασιλιά Ντάνκαν. Επιστρέφοντας από το νοσοκομείο τον περιμένει το θυροκολλημένο αγγελτήριο θανάτου του (αν και αυτός ακόμα είναι λίγο πριν από τον τάφο...). Κατάσχονται το ξύλινο τραπέζι και οι τρεις του καρέκλες. Η τιμή εκτίμησης τής υπό κατάσχεση μοναδικής περιουσίας του οφειλέτη, 147 ευρώ. Ε πιπλέον ο γέροντας κατηγορείται ότι ψεύδεται καθώς, όπως υποστηρίζουν «οι αρμόδιοι» (οι αιμοσταγείς αρμόδιοι), δεν του κάνανε κατάσχεση αλλά απογραφή περιουσιακών στοιχείων εν όψει κατάσχεσης! Όμως την ώρα που μιλά στον φακό, στην Ελλάδα του 2008, το πολλαπλό και κατά συρροήν θύμα λέγοντας «52 χρόνια εγώ δούλευα παλικάρι», το κατασχετήριο έγγραφο προβάλλει σε όλο του το φρικώδες μεγαλείο!! Κι ο φακός ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΝΑ ΔΕΧΤΩ ότι συμβαίνει αυτό που συμβαίνει. Εν καιρώ μάλιστα Εφραίμ και δημόσιας λεηλασίας του τόπου, αρνούμαι το γεγονός των γεγονότων που μπορεί να κρύβει και να κατασκευάζει ταυτόχρονα, φανερώνει αυτό που δεν μπορεί να κρυφτεί. Την απελπισία, την απόγνωση, την οργή ενός απόμαχου της ζωής. Στη Θεσσαλονίκη το γάλα. Στην Πάτρα το ξύλινο τραπέζι με τις τρεις καρέκλες. Μιλώ. Μιλώ. Μιλώ. Και λοιπόν τι έγινε; Μένω στην άρνηση. Αρνούμαι να δεχτώ ότι συμβαίνει αυτό που συμβαίνει. Εν καιρώ μάλιστα Εφραίμ και δημόσιας λεηλασίας του τόπου, αρνούμαι το γεγονός των γεγονότων. Άρνηση: Μηχανισμός άμυνας και αυτοπροστασίας τού εγώ που αποκλείει από τη συνείδηση οδυνηρά γεγονότα. Η συστηματική προσφυγή σε αυτόν τον ψυχολογικό μηχανισμό οδηγεί σε μια αλλοιωμένη επαφή με την πραγματικότητα. Μένω στο όνειρο. «Ονειρεύτηκα την πραγματικότητα. Τι ανακούφιση που ένιωσα ξυπνώντας!». Ένα εφιαλτικό όνειρο η πραγματικότητα. Κι ο πειρασμός να ενδώσεις στην τρέλα. Να την επιλέξεις αυτή τη διαταραγμένη επαφή με την πραγματικότητα. Να αρχίσεις δηλαδή σιγά σιγά να τρελαίνεσαι. Κι αν ένας εύκολος ορισμός της τρέλας είναι η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, να την επιθυμήσεις σφόδρα αυτή την έλλειψη. Λόγια θα μου πείτε. Εκ του ασφαλούς. Ναι, είναι αλήθεια ότι στους περισσότερους από εμάς ακόμα υπάρχει γάλα και τραπέζι με τρεις καρέκλες που δεν κινδυνεύει και μια πιστοποιημένη ψυχική υγεία που επίσης δεν κινδυνεύει. Για την ώρα όμως. Όλα αυτά για την ώρα δεν κινδυνεύουν. Καθώς όλη αυτή η τόσο έντεχνα, βελονιά, βελονιά, κεντημένη εξαθλίωση που τόσο καιρό ετοιμαζόταν και τώρα ορμητικά ξεσπά, κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα τα πάντα. Οικονομική και ψυχική υγεία. Για να μην πάρεις μια βόμβα και τα τινάξεις όλα στον αέρα, και γίνεις ο γραφικός δράστης ενός απονενοημένου, ουτοπικού, άγονου (κι ανέφικτου;) διαβήματος, αρκείσαι σε κάτι λιγότερο θεαματικό. Σε κάτι λιγότερο εκρηκτικό και βίαιο. Στην άρνηση. Έστω με κίνδυνο την αλλοιωμένη επαφή με την πραγματικότητα. Τι να την κάνεις όμως μια τέτοια πραγματικότητα; Όχι πες μου. Τι να την κάνεις. Θα μπορούσες βέβαια να την αλλάξεις, ή να ονειρευτείς πως μπορείς να την αλλάξεις. Αυτό παραμένει το στοίχημα για τη γενιά των 700 ευρώ σήμερα και των μηδενικών ίσως ευρώ αύριο. Αν η καθημερινότητα δεν προλάβει να τους συνθλίψει, το όνειρο αυτό θα παραμείνει η μόνη σωτηρία.

Ούτε στον εχθρό σου

Πώς είναι δυνατόν να πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, ακόμη δεν το έχω καταλάβει! Μόνον τον χορό της βροχής που δεν μας διέταξαν να χορέψουμε, μπας και αποφύγουμε να πούμε το νερό νεράκι. Και ως διά μαγείας βρέχει, και το μόνο που κάνουμε είναι να καταριόμαστε την ώρα και τη στιγμή που άνοιξαν οι ουρανοί, επειδή πλημμυρίσαμε. Το χθεσινό μπλακάουτ στους δρόμους της Αθήνας αλλά και στη ΔΕΗ ήταν απίστευτο. Όπως συνήθως, τα φανάρια έπαψαν να λειτουργούν (μάλλον έμπασαν νερά), ενώ οι δήμαρχοι για ακόμη μια φορά ξέχασαν να καθαρίσουν τα φρεάτια- θα είχαν πιο σημαντικές δουλειές φαίνεται να φέρουν εις πέρας! Το πιο ανησυχητικό όμως είναι πως, λίγο- πολύ, τίποτα πλέον δεν προκαλεί έκπληξη. Η ταλαιπωρία είναι δεδομένη- έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Το αίσθημα του «παραιτημένου» από την Πολιτεία πολίτη είναι διάχυτο στην ατμόσφαιρα- σαν να λέμε, «όλα τα περιμένει κανείς»! Τα αιτήματα για μια καλύτερη ζωή είναι πια τόσο πολλά, που οι φωνές των ταλαιπωρημένων, όταν ενώνονται, ακούγονται σαν βουητό γκρίνιας! Τα παράπονα για την κίνηση στους δρόμους, για τα υψηλά επιτόκια των τραπεζών, για τις αλμυρές τιμές, για την οικονομική κρίση, για τους ανεξόφλητους λογαριασμούς που πνίγουν τους Έλληνες, για τα ασφαλιστικά ταμεία, για τις ουρές στα νοσοκομεία, για το εφάπαξ που ακόμη περιμένουν οι συνταξιούχοι, προκαλούν πονοκέφαλο, ασφυξία, αηδία. Τέτοια μιζέρια, δεν την εύχεσαι ούτε στον εχθρό σου!

Μελαγχολία της επαρχίας

Κυριακή απόγευμα πάω στην Τρίπολη με την απόφαση να αναζητήσω τις ομορφιές της. Τόσες Κυριακές σε πόλεις επαρχιακές έχω αγωνιστεί ψυχή τε και σώματι, δηλαδή βολτάροντας πεισματικά και τρώγοντας σε εστιατόρια και πίνοντας καφέ σε ζαχαροπλαστεία, και μελετώντας τις προσόψεις, με χίλιους τρόπους, με χίλια μέσα έχω κερδίσει το κλισέ της μελαγχολίας. Οι πόλεις δεν είναι καταθλιπτικές, τα στενά κρύβουν θησαυρούς, φωνή δεν έχουν μόνο, καλλιτέχνες αρκετούς να τις αναδείξουν. Όμως μάλλον κουράστηκα, δεν με βοηθάνε και τα διατηρητέα. Δεν διατηρούνται μόνα τους, καταρρέουν, στα στενά χτίζονται ασφυκτικά συγκροτήματα πολυτελών οροφοδιαμερισμάτων, και τα μαγαζιά είναι κλειστά, σκοτεινά, μανταλωμένα. Οι εμπορικοί πεζόδρομοι έρημοι, σαν γήπεδα όπου παίζουν μόνα τους διάφορα πεταμένα χαρτιά με τα ρεύματα του αέρα και τη σκόνη. Κι οι ξένοι τουρίστες που δεν ξέρεις τι τους έφερε ώς εδώ, ψάχνουν κάτι που δεν ξέρουν πια κι οι ίδιοι τι μπορεί να είναι, με τον οδηγό στο χέρι. Νυχτώνει νωρίς, οι άνθρωποι βρίσκονται όλοι κάπου αλλού, το σκηνικό έχει εγκαταλειφθεί μυστηριωδώς, και τελικά η πολυτραγουδισμένη μελαγχολία κυριαρχεί ακατανίκητη, τα σκεπάζει όλα σαν κύμα. Έρχεται πια ο κορεσμός της προσπάθειας, ξαφνικά όλες οι πόλεις που προσπάθησα να διαβάσω Κυριακές απόγευμα μαζεύονται βαριές και σχεδόν πένθιμες, πιο καρυωτακικές από ποτέ. Αμάν, κάντε κάτι! Αφήστε ανοιχτά τα μαγαζιά, βάλτε μια μπάντα του Δήμου να παίζει, μια Φιλαρμονική, οτιδήποτε, δεν αντέχεται αυτή η σιωπή, αυτή η μαυρίλα, αυτό το ψυχοπλάκωμα. Ας είναι λίγη ζωντάνια μόνο για να σας ειρωνεύονται οι νέοι, δεν πειράζει, δώστε την ευκαιρία στους ανθρώπους να περπατήσουν στους δρόμους και να δουν κάτι που να μπορέσουν να το κριτικάρουν, θα είναι κατά βάθος ευγνώμονες.