Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Καλό μας χειμώνα χωρίς κρυολογήματα

Το παραδέχομαι ότι μερικοί με κοιτούν με μισό μάτι για τις προτιμήσεις μου που τολμώ και ξεστομίζω. Τι να κάνω όμως, είμαι οπαδός του χειμώνα. Να το κρύψω; Το καλοκαίρι είναι μόνο για διακοπές- τις υπόλοιπες ημέρες καταντά φρικτό μαρτύριο που συχνά ξεπερνά τα όρια του βασανιστηρίου. Εξ ού και η πρωινή χαρά μου, όταν αντίκρυσα τον γκρίζο ουρανό. Ευχήθηκα δεκάδες φορές σύντομα να βρέξει, κάνοντας πρωτίστως προσπάθειεςεκκλήσεις στις ανώτερες δυνάμεις να μη με πιάσει το μπουρίνι στον δρόμο. Είναι καλύτερο να ακούς τη βροχή παρά να τη «λούζεσαι»- άποψη που συναντά λιγότερους πολέμιους. Και εκεί που οδηγούσα προς το γραφείο, το βλέμμα μου έπεσε σε μια ηλικιωμένη κυρία. Φοβισμένη, κοιτούσε τα αυτοκίνητα και περίμενε με απελπισία πότε θα της δοθεί η ευκαιρία να διασχίσει τον δρόμο. Κρατούσε μια τσάντα του σούπερ μάρκετ, σχεδόν άδεια. Τότε γεννήθηκε η πρώτη αρνητική σκέψη, την οποία διαδέχτηκαν οι επόμενες: Τι σύνταξη άραγε να παίρνει; Η πρωινή ψύχρα την είχε αναγκάσει να φορέσει τη μάλλινη ζακέτα της- οι κρύοι μήνες πλησιάζουν. Τέρμα λοιπόν, τα ψέματα: Χειμώνας, άρα κρύο, άρα θέρμανση, άρα πετρέλαιο... Οι τιμές φέτος, θα είναι ακριβότερες από πέρσι. Με αυτά και με τα άλλα, η καλή μου διάθεση χάλασε ανεπιστρεπτί. Ο μουντός καιρός μού ήταν πλέον αδιάφορος. Υπερβολή; Κάθε άλλο. Έχω την «τύχη» να μένω σε παλιά πολυκατοικία με κεντρική θέρμανση. Πότε ανάβει το καλοριφέρ; Λίγες ώρες το πρωί και λίγες το βράδυ. Ζέστη με δόσεις: έτσι το ονομάζω. Να, όμως που η τσέπη των ενοίκων δεν αντέχει παραπάνω... θέρμανση. Καλό μας χειμώνα λοιπόν- ελπίζω φέτος χωρίς κρυολογήματα.

Βοήθειά μας

Πρέπει να είναι όλοι πολύ θεοσεβούμενοι, άλλη εξήγηση δεν υπάρχει. Για να σώσουν την ψυχή τους το έκαναν, μια και τους βρέθηκαν στα χέρια τόσα κτίρια τόσα στάδια τόσα οικόπεδα τόσος πλούτος δημόσιος και δεν ήξεραν τι να τον κάνουν. Σαν σεμνοί και ταπεινοί που ήταν, ένιωσαν πολύ μικροί μπροστά στο μεγαλείο αυτού του τόπου, ένιωσαν ακατάλλη- λοι να τον διαχειριστούν, τους πλημμύρισε η ανάγκη να καλέσουν ένα ανώτερο ον σε βοήθεια. Τα πέρασαν όλα στους άγιους ανθρώπους, τους συνομιλητές του Θεού, αυτοί ξέρουν, σου λέει. Τι άλλος λόγος να υπάρχει; Τι τους έσπρωξε να το κάνουν, αν δεν ένιωσαν το θείο κάλεσμα, αν δεν άκουσαν φωνές σαν τη Ζαν ντ΄ Αρκ, που τους προέτρεπαν: δώσε στον ηγούμενο τα ολυμπιακά ακίνητα, κουνήσου, ξύπνα, τρέχα στον συμβολαιογράφο; Λέτε να είχαν ταπεινότερα κίνητρα; Γιατί έβαζαν συγγενείς και συζύγους να κάνουν τα συμβόλαια; Λέτε να επωφελούνταν στην πορεία; Να έσταζαν τίποτα ζουμιά από τα φιλέτα καθώς τα σερβίριζαν και να λάδωνε λίγο το αντεράκι τους; Κάτι να έβγαζε ο μεσίτης, κάτι ο συμβολαιογράφος, κάτι αυτός που είχε την ιδέα, μια προμήθεια, ένα χαρτζιλίκι για τον κόπο του; Όχι, όχι, αποκλείεται. Τα κίνητρά τους ήταν αγνά, καθαρά ιδεολογικά, είχαν άγχος να εκσυγχρονίσουν τα μοναστήρια. Αφού είχαν δει τι ζόρικο πράγμα είναι να προσπαθήσεις να εκσυγχρονίσεις κανονικούς ανθρώπους, στράφηκαν στους καλόγερους. Καρφωμένοι στον Μεσαίωνα, όπως είναι, θα σκέφτηκαν ότι όλο και κάποια περιθώρια εκσυγχρονισμού υπάρχουν. Ε, δεν τους άλλαξε τα ράσα, τους προίκισε με μερικά ακίνητα που περίσσευαν. Να νιώθουν πλούσιοι και ισχυροί, για να μπορούν να μας προστατεύουν από τις απειλές του σημερινού κόσμου, τον νεοφιλελευθερισμό, τη νέα παγκόσμια τάξη, την οικονομική κρίση, την έκλυση των ηθών κ.λπ. Βοήθειά μας.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Ου τόπος

Τελειώνει ο μήνας, αλλά από τα διπλανά γραφεία όλο και κάποιοι κάνουν ακόμη χρήση των υπολειμμάτων της θερινής τους αδείας. Ανυπομονώ να γυρίσουν κι αυτοί για να επιστρέψουμε επιτέλους στην ομαλότητα. Εμείς τα θύματα του Αυγούστου, προ πολλού απίκο, παριστάμεθα και χαιρετίζουμε την κάθε άφιξη με ανάμεικτα αισθήματα. Επωφελούμαι από αυτή την γκρίζα ζώνη του χρόνου για να ξεφορτωθώ λίγη από τη σκόνη του καλοκαιριού. Μεγάλη κουταμάρα εκ μέρους μου να περάσω φέτος ένα κομμάτι των διακοπών μου σε μια περιοχή όπου προ εικοσαετίας ήμουν (σκληρά) εργαζόμενος. Πρωί, έξι παρά τέταρτο νταν, με τα αστέρια ακόμη στον ουρανό, ταξίδευα μιάμιση ωρίτσα και η αυγούλα με έβρισκε μαχμουρλή, μέσα στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Κοίταζα από το σαραβαλιασμένο παράθυρο τους αμμουδερούς κολπίσκους να ετοιμάζονται για τη μέρα κι ήτανε σαν να έβλεπα τον Θεό τον ίδιο. Η μούχλα από τις διπλοκλειδωμένες παραθεριστικές κατοικίες της παραλίας έδινε τότε ένα οσφρητικό ντελίριο στις εικόνες μου. Πού να φανταστώ ότι πολλά χρόνια αργότερα θα είχα τη γαϊδουριά να τις κατοικήσω σαν παραθεριστής. Ο τόπος σού την έχει στημένη κύριε, είπα στον εαυτό μου την πρώτη κιόλας νύχτα, όταν στριφογύριζα σαν το σπληνάντερο πάνω στα χλωριωμένα σεντόνια. Υπήρξαν μάλιστα φορές που νόμιζα ότι πέφτω από το κρεβάτι, αλλά ακόμη κι έτσι η παλιά μυρωδιά δεν μου έκανε τη χάρη να με δεχτεί στην κόγχη της.

Μήπως να ψωνίσω κάτι;

Δύσκολο να αξιοποιήσεις το απρόσμενο φθινόπωρο σε μια πόλη που μαζικά ιδιωτεύει. Νωρίς το βράδυ κατεβάζουν τα φαστφουντάδικα ρολά, σκοτεινιάζουν οι δρόμοι, μόνο στις γειτονιές της μόδας έχει κίνηση, αλλά δεν έχει χώρο να περάσεις. Στην Πατησίων, κρίμα τα μεγάλα πεζοδρόμια, τρέχουν όλοι βιαστικά, δεν ρίχνουν μια ματιά στις φωτισμένες βιτρίνες. Άψογα γυναικεία σώματα και ορισμένα ανδρικά κοιτάζουν από μέσα τους διαβάτες απαθώς, προσφέρουν τις καμπύλες και τη στιβαρότητά τους, αλλά κανείς δεν τους δίνει σημασία. Φταίει το ψιλόβροχο, φταίει που δεν άνοιξαν ακόμα τα μπαρ, είχαν κάνει άλλο προγραμματισμό και αιφνιδιάστηκαν; Μερικοί περπατάνε με το κεφάλι κάτω, ανυπομονούν να γυρίσουν σπίτι τους, κάποια ζευγάρια βγήκαν για σινεμά, κρατάνε ομπρέλες κλειστές, έτοιμοι για όλα, όχι όμως για χάζι. Κι όμως, ο δρόμος έχει απ΄ όλα, έχει κυριλέ ακριβά ρούχα για γάμους και δεξιώσεις, έχει μπακάλικα ντελικατέσεν, έχει αλυσίδες φτηνής ένδυσης με ντεκόρ που μοιάζουν πανάκριβα, έχει σπορ είδη, μαϊμούδες και γνήσια δίπλα δίπλα, σε δημοκρατική συνύπαρξη. Τσεκάρω ότι μπορεί ακόμα μια μητέρα να πάει το παιδί της στα γνήσια να χαζέψει, κι ύστερα, όσο είναι μικρό και δεν καταλαβαίνει, να το πάει στις πάμφθηνες μαϊμούδες να ψωνίσει. Μόνο που τώρα καταλαβαίνουν όλο και μικρότερα τα παιδιά, και πόσο ακόμα θα αντέξει το μαγαζί με τις μαϊμούδες; Κι αν κλείσουν οι μαϊμούδες, πόσο θα αντέξουν τα γνήσια, δίπλα τους; Είναι οικοσύστημα, αν καταστραφεί το ένα θα παρασυρθεί και το άλλο. Κι αν κλείσουν, τα φώτα τους δεν θα δουλεύουν πια τη νύχτα, θα σκοτεινιάσουν οι βιτρίνες, πώς θα μας παρηγορούν τις φθινοπωρινές βραδιές; Με πιάνει ανασφάλεια για το μέλλον της κατανάλωσης στην παρηκμασμένη μας λεωφόρο, μήπως παραβώ τις αντικαταναλωτικές αποφάσεις μου κι από Δευτέρα ψωνίσω κάτι;

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

«Καληνύχτα γκόλντεν μπόις», «καληνύχτα αρχηγέ»!.. “Καληνύχτα πατέρα”, “Καληνύχτα Τζον μπόι”. “Καληνύχτα μητέρα”, “Καληνύχτα Τζον μπόι”. “Καληνύχτα Μαίρη Έλεν”, “Καληνύχτα Τζον μπόι”. “Καληνύχτα Ελίζαμπεθ”, “Καληνύχτα Τζον μπόι”. “Καληνύχτα παππού”, “Καληνύχτα Τζον μπόι”... “Καληνύχτα Προκόπη”, “Καληνύχτα Κώστα μπόι”. “Καληνύχτα Θόδωρε”, “Καληνύχτα Κώστα μπόι”. “Καληνύχτα Ντόρα”, “Καληνύχτα Κώστα μπόι”. “Καληνύχτα Δημήτρη”, “Καληνύχτα Κώστα μπόι”. “Καληνύχτα Γιώργο”, “Καληνύχτα Κώστα μπόι”. “Καληνύχτα Βαγγέλη”, “Καληνύχτα Κώστα μπόι”. Καληνύχτα Άρη”, “Καληνύχτα Κώστα μπόι”. “Καληνύχτα και καλό ξημέρωμα, ρε Γιάννη Τραγάκη”, “Καληνύχτα πολυχρονεμένε μου πρόεδρε”. “Καληνύχτα γκόλντεν μπόις”, “Καληνύχτα αρχηγέ”!.. ΟΚ παιδιά, αλλά ένας να κλείσει τα φώτα στο “μικρό σπίτι” της οικογένειας Γουόλτονς, ύστερα από κάθε καληνύχτα έσβηνε κι ένα φως! Στο “μικρό σπίτι στο... λιμάνι” (της Ραφήνας) αυτοί είναι ικανοί, μέσα στον πανικό τους, να φύγουν νύχτα και να αφήσουν όλα τα φώτα ανοιχτά!.. Ό,τι θυμάμαι χαίρομαι, θα παρατηρήσει κάποιος, αλλά δεν είναι έτσι. Υφυπουργός της κυβέρνησης ονόματι Βλάχος (Γιώργος κι αυτός, αλλά όχι ο γνωστός...) μάς μίλησε με πόνο ψυχής για τον λαοπρόβλητο Κώστα που μένει “στο μικρό σπίτι της Ραφήνας” σε αντιδιαστολή με τα “γκόλντεν μπόις” της κυβέρνησης που έχουν από πέντε σπίτια ο καθένας, να ΄χουν να τ΄ αλλάζουν! Συγκινήθηκα. Ανέβηκε ένας κόμπος στον λαιμό μου. Θυμήθηκα τον Νίκο Ξανθόπουλο, να μεγαλώνει στα προσφυγικά της Καισαριανής και της Φιλαδέλφειας, να ΄ναι συνέχεια στο “μάνα δεν μου κολλάν τα ένσημα”, και δακρύζω. Κακούργα κενωνία, πώς τους κατάντησες. Τον θυμάμαι, τον πρόεδρο Κώστα, όχι τον Ξανθόπουλο, να μην αφήνει ευκαιρία να βγει στον δρόμο για να σφίξει χέρια, και να γνωρίσει την αποθέωση- “αποθεώστε με υπήκοοι, είμαι ο Πρωθυπουργός σας”. Κι έφτασε η στιγμή, που δεν έχει μούτρα να βγει σε κόσμο- όλο χωμένος σε κάτι αίθουσες εκδηλώσεων είναι, έρημος, βαρύς και (τελικά) μόνος, να αποτιμά το “κεφάλαιο” που είχε και σπατάλησε, σαν τον Τζαννετάκο στις παλιές ταινίες, που κληρονομούσε ολόκληρο εργοστάσιο και το ΄τρωγε στα μπουζούκια και στις γυναίκες. Δράμα... Τα ΄θελαν και τα ΄παθαν Δράμα μεγάλο, δε λέω, αλλά δεν θα βάλω και τον γάτο μου τον Λου να κλαίει. Τα ΄θελαν και τα ΄παθαν. Πήραν μια χώρα που πήγαινε καλά- ο κόσμος είχε δουλειές, λεφτά, ήταν αισιόδοξοςκαι την έριξαν στα τάρταρα της ανυποληψίας και της φτώχειας. Δεν υπάρχει ένας που να νιώθει αισιόδοξος για το αύριο. Δεν υπάρχει ένας που να νιώθει ασφαλής, ακόμη κι αν διαθέτει σαράντα πέντε ακίνητα σαν τον άλλον, που δεν τον κατονομάζω, επειδή εγώ ονόματα δεν λέω ούτε υπολήψεις θίγω. Αλλά να (τους) λυπηθώ, αποκλείεται. Ο πρόεδρος Κώστας το ξέρει αυτό- τόσους καναπέδες στο (μικρό) σπίτι της Ραφήνας έχει μετρήσει με την... πλάτη, βλέποντας τα μύρια όσα DVD, τις ώρες της... σκληρής δουλειάς, πάντα για το καλό του τόπου και του λαού... Το λέει κι ο Δανίκας, ότι άμα βλέπεις ταινίες γίνεσαι άλλος άνθρωπος, γιατί οι ταινίες είναι πολιτισμός. Ο Κώστας πάλι, άλλος άνθρωπος δεν ξέρω αν έγινε, του έκατσαν όμως μερικές κινηματογραφικές ατάκες που τις χρησιμοποιεί. Αίφνης αυτό που είπε προς υπουργούς και στελέχη “μη πυροβολείτε ο ένας τον άλλον” το έχει κλεμμένο από την περίφημη ατάκα των γουέστερν “μη πυροβολείτε τον πιανίστα”. Για λόγους που δεν έχω αντιληφθεί πλήρως, απέφυγε να τους συστήσει “περπατάτε τοίχο-τοίχο”- ως γνωστόν άμα περπατάς τοίχοτοίχο, όπως γινόταν στα γουέστερν, αποκλείεται να τη φας πισώπλατα. Έχω πάντως πρόταση: αντί να τους συστήνει κάθε φορά κάτι, θα ήταν προτιμότερο να τους στείλει τίποτε DVD, ορισμένα των οποίων έχουν αρκετά εύγλωττους τίτλους, όπως: “Ο πόλεμος των Ρόουζ”, “Κράμερ εναντίον Κράμερ” ή το περίφημο “Σαμψών και Δαλιδά”. Το τελευταίο μόνο για τη μνημειώδη φράση του Σαμψών “αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων”!.. Φρίκη, δεν τα μπορώ αυτά. Εντάξει να φύγουν, αλλά δεν χρειάζεται φεύγοντας να γκρεμίσουν και ό,τι υπάρχει γύρω τους. Πάντως όμως, μ΄ αρέσει που δεν καταλαβαίνουν Χριστό. Οι δημοσκοπήσεις τούς δείχνουν από το κακό στο χειρότερο, ο κόσμος έχει πειστεί ότι δεν υπάρχει ένας “καθαρός”- όλοι “κάτι” έχουν κάνει- κι εκείνοι συνεχίζουν απτόητοι. Έξι εκατομμύρια ευρώ, σου λέει, θα στοιχίσουν τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Έξι εκατομμύρια, ήτοι δύο δισεκατομμύρια παλιές δραχμούλες! Πλάκα μας κάνουν; Τι σόι εγκαίνια θα είναι αυτά; Τι θα γίνει δηλαδή και χρειάζεται να ξοδευτούν τόσα λεφτά για να κόψει μια κορδέλα ο Καραμανλής; Από χρυσάφι να ΄ταν η κορδέλα, και διαμαντένιο το ψαλίδι, πάλι τόσα λεφτά δεν θα κόστιζαν τα εγκαίνια. Τι γίνεται λοιπόν; Και ο Καραμανλής, που τάχα μου είχε κάνει σκοπό της ζωής του το “σεμνά και ταπεινά”, πώς ανέχεται αυτή την προκλητική σπατάλη την ώρα που άλλες 280.000 άνθρωποι προστέθηκαν στον μακρύ κατάλογο της φτώχειας; Τώρα αμέσως να το σταματήσει το σκάνδαλο- γιατί περί σκανδάλου στην κοινή ηθική πρόκειται. Έλεος, δηλαδή. Απ΄ όπου και να τους πιάσεις βρωμάνε. Ο αδιάφθορος Γιώργος Σουφλιάς, για παράδειγμα, πώς ανέχτηκε αυτό το άθλιο σκάνδαλο με τα διόδια; Πώς είναι δυνατόν να αυξάνουν τα διόδια σε δρόμους- καρμανιόλες όπως η Κορίνθου-Πατρών; Και τι σόι κράτος είναι αυτό που εκχωρεί σε ιδιώτες το δικαίωμα να εισπράττουν διόδια, και μάλιστα αυξημένα, στην προοπτική ότι κάποτεΚΑΠΟΤΕ!!- θα φτιάξουν δρόμους; Σε όλα τα μέρη του κόσμου, πρώτα φτιάχνουν τους δρόμους και μετά βάζουν διόδια. Και ασφαλώς δεν βάζουν διόδια σε δρόμους που το παίζεις κορόναγράμματα αν θα βγεις σώος στο τέλος της διαδρομής. Εδώ γίνεται το αντίθετο, με την ανοχή, ή και την επίνευση, της κυβέρνησης της Ν.Δ. Συγγνώμη, αν είναι έτσι, γιατί δεν εκχωρούν και την ίδια την... εξουσία της χώρας σε ιδιώτες; Είναι βέβαιο ότι με μια κάποια αμοιβή οι μάνατζερ θα την τρέξουν καλύτερα απ΄ ό,τι ο Καραμανλής και η παρέα του. Και χωρίς να πληρώνουμε και... διόδια! Δυο χρόνια προσπαθούσε ο Μάκης Γιακουμάτος, υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, να οργανώσει τη μεταφορά του υπουργείου Απασχόλησης στο περίφημο κτίριο του Ολυμπιακού Χωριού. Έλεγε παντού ότι «αυτή ήταν η εντολή του Κώστα Καραμανλή». Προφανώς γιατί κάτι σχετικό τού είχε πει ο Καραμανλής- από την κοιλιά του αποκλείεται να το έβγαλε ο άνθρωπος. Δυο χρόνια συσκέψεις, προτάσεις, αποφάσεις, και επιπλέον πολύς κόπος να πειστούν οι συνδικαλιστές που δεν ήθελαν με τίποτε τη μετακόμιση. Στα δυο χρόνια, και ενώ η μετακόμιση ήταν έτοιμη, ο μεν Γιακουμάτος έμεινε εκτός κυβέρνησης, το δε ακίνητο παραδόθηκε στον Εφραίμ και την παρέα του, οι οποίοι με τη σειρά τους το πούλησαν- τι να το κάνουν; Να μεταφέρουν το Βατοπαίδι στους Θρακομακεδόνες; Δεν γινόταν. (Άσε που μπορεί να είχαμε και... πολιτικό πρόβλημα στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Πώς; Από τη γειτνίαση με τη Μονή του Αγίου Κυπριανού- μοναστήρι στο οποίο είναι ταμένο το μητσοτακαίικο. Καραμανλικοί στο Βατοπαίδι, μητσοτακικοί στον Άγιο Κυπριανό, πρόβλημα... Έκτοτε λοιπόν ο Γιακουμάτος δεν μιλάει. Όχι γιατί πήγε τζάμπα ο κόπος του, αλλά γιατί αυτός ξέρει επακριβώς τι έγινε. Πέντε μήνες έχει να μιλήσει, τον χάσανε και τα κανάλια που ήταν ο καλύτερος πελάτης τους στα δελτία των 8. Εμείς; Εμείς ψαχνόμαστε να δούμε πόσο κόστισε η προετοιμασία για τη μετακόμιση του υπουργείου Απασχόλησης, για να δούμε πόσο ακόμη θα πληρώνουμε το Βατοπαίδι...

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Το βλέμμα του... τσιγάρου

Oι εξετάσεις βγήκαν τζάμι. Χοληστερίνη τέλεια, πίεση τέλεια- και η μικρή και η μεγάλη και η μεσαία - ούρα κ.λπ. απολύτως φυσιολογικά, ο θυρεοειδής ΟΚ. Το αίμα του, σκούρο μπορντό, μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα, πάει βόλτες με το καροτσάκι, αλλάζει χέρια, μπαινοβγαίνει στα εργαστήρια, γίνεται αντικείμενο παρατήρησης επί μέρες. Για εμάς, ένα μόνιμο περίμενε στο τηλέφωνο και μια διαρκής προσπάθεια ανάλυσης των αριθμών-γρίφων, που ναι, μας τους εξηγούν, προσπαθούν (!!!), αλλά αυτό το περίεργο όριο «ανώτατου φυσιολογικού» σε συνδυασμό με το προβληματισμένο (αν και νηφάλιο) ύφος του γιατρού, αφήνει διαρκώς μια... ουρά με αγκαθάκια. Α, ναι, και το δωμάτιο είναι ωραίο. Φαίνεται η Ακρόπολη φάτσα και πίσω απ΄ αυτήν η θάλασσα, και (το καλύτερο) που και που μπαινοβγαίνει ένα πλεούμενο στο κάδρο. Βγαίνουμε στο μπαλκονάκι και κάνουμε τσιγάρο. Κρυφά- μη μας δει και θέλει κι εκείνος. Όταν βλέπει τσιγάρο γίνεται θηρίο. «Δώσε μου ένα», λέει, «δώστο τώρα». Και γίνεται τόσο επιτακτικό και σπινθηροβόλο το βλέμμα του που νομίζεις ότι θα σηκωθεί από το κρεβάτι και θα σε κυνηγήσει. Αυτό το βλέμμα είναι το δικό του. Το βλέμμα του... τσιγάρου έχει γκάζια σπρίντερ και αγωνία πεινασμένου. Αγωνία ζωής. Είναι η μόνη στιγμή που το «ανώτατο φυσιολογικό» και το πέρα-δώθε των δοκιμαστικών σωλήνων βγαίνουν από την μπαλκονόπορτα και χάνονται μέσα στους θορύβους της Αθήνας. Κοίτα πώς φαίνεται η Αθήνα από ΄δώ πάνω! Μια σταλιά πόλη πηγμένη στο τσιμέντο. Και η θάλασσα δίπλα, νομίζεις ότι θα την πιάσεις. Η θάλασσα, η Αίγινα, ο ορίζοντας που χρυσίζει. «Σβήστο», μου λέει. «Τώρα! Σε είδε». Με είδε; Και είπε κάτι; Ζήτησε; Ουφ! Έχει ακόμα μπροστά του.

Δώστε τα βάτα στον λαό

Για κοίτα, και τα δικά μου συμβόλαια γράφουνε για ιδιοκτησίες μονής! Πώς γίνεται αυτό, αντάλλαξα τίποτα με μοναστήρια; Είναι η διεύθυνση του συμβολαιογράφου απλώς, το πρώτο πράγμα που γράφει κάθε συμβόλαιο, στην πρώτη σελίδα συνήθως. Το κτίριο του γραφείου του, στο κέντρο της Αθήνας, ανήκει σε μονή. Κοιτάζω και άλλα παλιά συμβόλαια της οικογέ-νειας, άλλος ένας συμβολαιογράφος νοικιάζει επίσης ιδιοκτησία μονής. Τα πιο ακριβά τετραγωνικά, τα πιο προσοδοφόρα, με πλήρη οικοδομική κάλυψη, με δεκάδες γραφεία το καθένα, ανήκουν σε διάφορα μοναστήρια. Κληροδοτήματα συνήθως ευλαβών ανθρώπων που ήθελαν να βοηθήσουν μοναχούς και μοναχές να απομακρυνθούν από τα εγκόσμια με εξασφαλισμένο εισόδημα, να μην έχουν έγνοιες στο κεφάλι τους. Ωστόσο φαίνεται ότι η συσσώρευση μεγάλης περιουσίας δημιουργεί εθισμό και βάζει σε πειρασμό. Αντί οι μοναχοί να ξεχάσουν τα επίγεια νοικιάζοντας τόση γη, βυθίστηκαν βαθιά στην κτηματομεσιτική αγορά, έγιναν εξπέρ στην ανεύρεση και εκμετάλλευση ευκαιριών, στην ανακάλυψη κατάλληλων αγοραστών, στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση ανά τετραγωνικό και στρέμμα. Ποιος άνθρωπος της πιάτσας θα τα κατάφερνε καλύτερα; Είναι κρίμα τόση τεχνογνωσία να παράγει πλούτο που το κράτος δεν μπορεί να φορολογήσει, είναι κρίμα η αγορά να στερείται άξιους ανθρώπους με τόση πείρα στο ρίαλ εστέιτ. Πρέπει να βγει νόμος, η μοναστηριακή και εκκλησιαστική περιουσία να φορολογείται, οι καλύτεροι οικονομολόγοι των μοναστηριών να αποκτήσουν μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών (μη στεναχωριέστε, θα συστήσουν αμέσως ΕΠΕ) και τα κελιά να υπαχθούν στον ΕΟΤ για αξιολόγηση με το γνωστό σύστημα των αστέρων για να νοικιάζονται αναλόγως. Λίγο να κυκλοφορήσει το συσσωρευμένο χρήμα, χωρίς να θιγούν ιερά και όσια, το άβατο ας πούμε του Αγίου Όρους. Εξάλλου, μπροστά στα βάτα, τι να σου κάνει ένα άβατο; Ξυπόλητο, σαν το παιδίο στα αγκάθια.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Η νοστιμιά της μελιτζάνας

Δεν μπαίνει μελιτζάνα στα γεμιστά. Η φωνή βροντερή και το ύφος ανάλογο δεν σήκωνε καμία αντίρρηση. Δεν ήξερε να μαγειρεύει ούτε αυγό βραστό, αλλά η δύναμη του φύλου του μετέτρεπε αυτόματα τα λεγόμενά του σε θέσφατα. Με τον ίδιο τρόπο μού έδινε, εξάλλου, εντολές ως συνοδηγός όταν αλλάζαμε θέση στο τιμόνι στα μεγάλα ταξίδια, που με έκαναν να σκέφτομαι αν προτιμώ να στρίψω στον γκρεμό ή να πέσω πάνω στον πλάτανο. Ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να στρίψω και από τον φόβο μου γλίτωσε και ο πλάτανος, όχι όμως και ο γάμος μου. Κρίμα, γιατί αργότερα διαπίστωσα ότι πολλοί γάμοι κρατιούνται από φόβο. Τον φόβο της μοναξιάς, της κοινωνικής κατακραυγής, των προβληματικών παιδιών και τόσων άλλων. Η βέρα έφυγε από τον παράμεσο στο δεξί μου χέρι και δύο χρόνια μετά είχε φύγει και το λευκό σημάδι που αφήνει η χρόνια προφύλαξη από τον ήλιο. Μαζί όμως έφυγαν ανεπιστρεπτί δυστυχώς συγγενείς και φίλοι που βλέπαμε σαν ζευγάρι. Δεν επέλεξαν κάποιον από τους δυο μας, έφυγαν μακριά λες και το διαζύγιο είναι ίωση και κολλάει. Μου λείπουν οι παντρεμένοι φίλοι μου και από τότε που χώρισα δεν κατάφερα να κάνω ξανά φιλίες με ζευγάρια. Στο βλέμμα τους ξεχωρίζω εύκολα πια την καχυποψία και την ανταποδίδω με οίκτο. Ούτε αυτοί γνωρίζουν πως τα γεμιστά δεν έχουν γεύση χωρίς τη μελιτζάνα.

Την είδα και λαχτάρησα

Κάντε κουράγιο Λαρισαίοι, κι ας φαγώθηκε η προίκα των κοριτσιών στη μακρινή Λίμαν μπράδερς. Μην κλαίτε πια για τα μικροεκατομμύριά σας (μικροεπενδυτές έγραψαν οι εφημερίδες ότι είστε, αλλά είχατε επενδύσει εκατομμύρια). Ευθυμήστε κάπως. Αυτή η κρίση που σαρώνει την Αμερική και ξεβράζει μικρο-προί- κες στην αμμουδιά του Πηνειού, μπορεί να μας σώσει από τη Σάρα Πέιλιν. Για κάποιο μυστήριο λόγο, που μπορεί να είναι πολύ απλός, οι Αμερικανοί δεν ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς όσο κρατά η κρίση. Κρατηθείτε μέχρι τις αμερικανικές εκλογές κι ύστερα θα το έχετε ξεχάσει, νέα είναι τα κορίτσια σας, θα σπουδάσουν κάτι, είναι ανάγκη να παντρευτούν αμέσως, σαν τη θυγατέρα της Πέιλιν που την κουκούλωσε στα 17 λόγω εγκυμοσύνης; Θα μαζέψετε άλλο κομπόδεμα, σφίξτε τα δόντια και σκεφτείτε το μέλλον ολωνών μας. Σάρωνε η Σάρα τον πρώτο καιρό, με το που έσκασε μύτη στο στερέωμα. Τι θέλει ο άνθρωπος για να αφεθεί στη γλύκα της βαρβαρότητας; Λίγο θράσος, λίγο χάδι, λίγο κόμπλεξ, λίγο εθνική ταυτότητα, λίγο καημό και πόνο, λίγο εμείς που είμαστε οι καλύτεροι και μας καταπιέζουν οι μέτριοι, οι υπανάπτυκτοι, Ανατολίτες και αλήτες θέλουν το κακό μας, κ.λπ. Τα ξέρουμε. Είναι να μην πιστέψεις ότι μπορείς να πάρεις την πολιτική στην πλάκα δείτε τον Μπερλουσκόνι. Χάιδεψε κι αυτός τα κακομαθημένα της Ιταλίας, αλλά στο κάτω κάτω δεν είναι η πρώτη υπερδύναμη. Φαντάζεστε μια Σάρα Πέιλιν να κυβερνά τις ΗΠΑ, σε τι παρακμή θα οδηγηθούν αυτές και σε τι επικίνδυνες καταστάσεις οι υπόλοιποι; Μερικοί μπορεί να το επιθυμούν σφόδρα κάτι τέτοιο, αλλά ξεχνούν ποιες υπερδυνάμεις περιμένουν στη σειρά για την πρώτη θέση... Συγγνώμη Λάρισα, αλλά την είδα και λαχτάρησα, ας πεινάσουμε καλύτερα μέχρι τις εκλογές τους, κι ύστερα σπέρνεις ξανά τα επιδοτούμενα, και κάνεις λίγη υπομονή.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Άριστα στην προπαίδεια!

«Tι οφείλουμε»; «Εεε... Δύο επί εννιά δεκαοκτώ και έξι είκοσι τέσσερα. Είκοσι τέσσερα!», ήταν η θριαμβευτική απάντηση του νεαρού σερβιτόρου στις Κυκλάδες, μήνα Αύγουστο. Έτσι, λέγοντας την προπαίδεια, το πήγαμε εφέτος σε όλα τα νησιά, σε όλα σχεδόν τα μπαρ και τα καφέ που καθήσαμε. Ο φόβος των Ιουδαίων- δηλαδή το ΣΔΟΕ- εξέλιπε (και η ΥΠΕΕ που το αντικατέστησε, είναι απλώς άφαντη). Επομένως, το θράσος έγινε κοινή πρακτική και οι αποδείξεις αναδείχθηκαν σε σπάνιο και ακριβοθώρητο είδος. Στις ταβέρνες και στα εστιατόρια, το μπιλιέτο ερχόταν σε μπακαλοτέφτερα, που απλώς ανέγραφαν την παραγγελία: δύο πατάτες, τρία ψάρια, μια χωριάτικη... Άλλοτε ζητούσαμε απόδειξη, άλλοτε δεν αντέχαμε να μπούμε- πάλι- στη δοκιμασία να αντικρύσουμε τα ξινισμένα μούτρα που συνόδευαν το περιθρύλητο χαρτάκι της μηχανής. Και ενώ η κατάσταση αυτή είχε πια παγιωθεί και η σεζόν τελείωνε με πλήρη θρίαμβο της φοροδιαφυγής, οι ασπρογιακάδες των υπουργείων είχαν τη φαεινή, φαεινέστατη, ιδέα, να μπαλώσουν τα αμπάλωτα με τους ακίνητους λογαριασμούς του κοσμάκη. Μικροκαταθέτες (παππούδες, γιαγιάδες, νοικοκυρές...), που έχουν αφήσει κάτι στην άκρη«για τα γεράματα», «για ασφάλεια», «για τα παιδιά» ή «για τα εγγόνια»- έμαθαν εμβρόντητοι ότι αυτά τα λεφτά που μάζεψαν κάποτε με τόσο κόπο θα δημευθούν (τι κομψή λέξη, αντί της πραγματικής «κλαπούν») από το κράτος. Κάτι ως τιμωρία, δηλαδή, της ευγενούς ιδέας της αποταμίευσης, για την οποία μας έβαζαν να γράφουμε περισπούδαστες εκθέσεις εκείνες τις βαρετές ημέρες των θρανίων μας. Με δυο λόγια, χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια. Κατεβείτε από εκεί πάνω (από το καλάμι, εννοώ!), μπας και καταλάβετε τι γίνεται εδώ κάτω!...

Πεδίο χωρίς βάτα

Στην αρχή ενθουσιαστήκαμε, όταν μας είπαν ότι το Πεδίο του Άρεως θα διαμορφωθεί ξανά, με βάση σχέδια του Τομπάζη. Η μπουλντόζα έσκαψε την παλιά άσφαλτο κι ήταν σα να σήκωσε ένα βάρος από το στήθος μας. Το χώμα φάνηκε από κάτω, ανάπνευσε, περιμέναμε εναγωνίως τη συνέχεια. Ξηλώθηκαν και τα σιδερικά από το ωραίο κτίσμα του Άλσους, η προσμονή μάς πλημμύρισε πλέον. Δεν μας πείραζε στην αρχή που δεν είχαμε χώρο για περπάτημα, που δεν μπορούσαμε να περάσουμε από την Κυψέλη στα Εξάρχεια και τούμπαλιν παρά κάνοντας κύκλο σε ένα στενό μονοπάτι δίπλα σε έναν αντιπαθητικό φράχτη. Το καλοκαίρι πέρασε χωρίς καμία καινούργια κίνηση. Από τα γύρω μπαλκόνια τίποτα δε φαίνεται να σαλεύει. Από τη νομαρχία μάς είπαν ότι περιμένουν το φθινόπωρο για να φυτέψουν τα καινούργια δέντρα. Αλλά γιατί δεν μπορούσαν να σκάψουν τον πυθμένα του περίφημου «στοιχείου νερού» που προβλέπει το σχέδιο; Έτσι τα λένε τώρα τα ποταμάκια, δεν πειράζει. Φτάνει να μη στοιχειώνουν, σαν αυτό που έχει σχεδιαστεί στα προσεχώς του πάρκου και το κοιτάμε ζωγραφισμένο κάθε μέρα, αλλά δεν βλέπουμε να το φτιάχνουν. Μήπως περιμένουν τις βροχές του φθινοπώρου, να γίνουν πλημμύρες και να ξαναβρούν μόνα τους τα νερά την παλιά κοίτη των ρεμάτων; Έχουν σκεφτεί κανένα ακραίο κόλπο, οικολογικό; Γιατί δεν μας το λένε να το απολαύσουμε κι εμείς; Στο μεταξύ έχασαν τη φόρμα τους οι περιπατητές από τις γύρω γειτονιές και τα παιδιά της περιοχής τη χαρά τους. Τι συμβαίνει ακριβώς με το Πεδίον; Μήπως το διεκδικεί κι αυτό κανένα μοναστήρι, μήπως το αντάλλαξαν με τίποτα βυθούς απροσμέτρητους; Η Βατοπαιδίου μήπως το έβαλε στο μάτι και περιμένει να γεμίσει βάτα, για να έρθει να διεκδικήσει τίτλους ετυμολογικούς; Όλα τα φοβόμαστε στις πονηρές μας εποχές.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

Όσο υπάρχουν άνθρωποι

Υπομονετική, χαμογελαστή, γλυκομίλητη, ευαίσθητη: αυτά την έκαναν να ξεχωρίζει. Ούτε έναν ούτε δύο: τριάντα επτά ασθενείς είχε να φροντίσει, και όμως έδινε σε όλους σημασία. Χάριζε σε όλους ένα χαμόγελο. Για όλους είχε μια καλή κουβέντα. Η ασθενής με τα χίλια ζόρια παρέμενε στο νοσοκομείο. Το μόνο που την κρατούσε στον θάλαμο ήταν ότι είχε τρομοκρατηθεί για την υγεία της. Δεν πέρασε και λίγα- οι πόνοι της μόνο... Διαφορετικά, θα είχε πάρει τη βαλιτσούλα της και θα είχε φύγει νύχτα με προορισμό το σπιτάκι της! Ο τρόμος της: οι σύριγγες- δεν μπορεί καν να τις βλέπει! Ο εφιάλτης της: η ένεση. Κι όμως, η νοσηλεύτρια κάθησε αργά το βράδυ δίπλα της και της έκανε μασάζ στο χέρι. Προσπαθούσε να της «στρώσει» τη φλέβα που είχε ταλαιπωρηθεί από τους ορούς και τις αντιβιώσεις. Και όλα αυτά για να μην της αλλάξουν φλεβοκαθετήρα- γνωστός και ως «πεταλούδα». Την έβλεπε φοβισμένη, σφιγμένη, γι΄ αυτό και έκανε ό,τι μπορούσε για να την ηρεμήσει, να την παρηγορήσει. Και όλα αυτά σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, με πολλές ελλείψεις, με πολλούς ασθενείς, με πολλά προβλήματα. «Σιδερένια», «περαστικά σας», «να προσέχετε»: οι ευχές ακούστηκαν από πολλά στόματα την ώρα του εξιτηρίου. Σαν να ξεπροβόδιζαν οι νοσηλεύτριες τον φιλοξενούμενό τους! Δεν είναι όνειρο. Το είδα με τα μάτια μου. Ο θάλαμος ήταν καθαρός. Οι γιατροί προσεκτικοί, έσκυβαν πάνω από το πρόβλημα του ασθενή. Οι νοσοκόμες είχαν ανθρώπινη συμπεριφορά παρά τον φόρτο εργασίας τους. Αισθανόμουν σαν την... «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» τις ημέρες που μπαινόβγαινα στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Μετά όμως, θυμήθηκα πως αυτοί που κάνουν θαύματα είναι οι ευσυνείδητοι επαγγελματίεςγιατί υπάρχουν και οι «άλλοι», τους οποίους επίσης συνάντησα στους διαδρόμους. Και όλα αυτά, σε ένα παρατημένο από την κυβέρνηση ΕΣΥ. Περαστικά μας...

Αναπαλαίωση φθινοπώρου

Μας τσάκωσε το φθινόπωρο κολλημένους με τα καλοκαιρινά, μας τσάκωσαν και οι ρασοφόροι κολλημένους με την ευρωπαϊκή αυταπάτη. Άσχετο, αλλά συνέπεσε. Νομίζαμε ότι άλλαζε το κλίμα και δεν θα ξαναβρέξει ποτέ το Σεπτέμβρη, μόνο σύντομες τροπικές μπόρες θα ρίχνει. Τις γνήσιες φθινοπωρινές τις είχαμε κατατάξει στις αναμνήσεις τις ανεπανάληπτες. Επίσης νομίζαμε ότι ζούμε σε χώρα ανεπτυγμένη, προοδευτική, δημοκρατική, είχαμε πιστέψει τα μπλαμπλά τόσα χρόνια. Ότι ανήκαμε στη Δύση, το λέγαμε και το διαλαλούσαμε κι εκείνον τον Χάντινγκτον που μας έβαλε ανατολικά τον πήραμε με τις πέτρες. Κι όμως κάτι ήξερε αυτός κι οι άλλοι οι νεορθόδοξοι και παλαιορθόδοξοι που επέμεναν ότι όχι, Ανατολή είναι εδώ. Άπω Ανατολή, συνέχεια της δυναστείας των Μακεδόνων που είχε καταλάβει την Περσία, νυν Ιράν. Συνήλθαμε. Το φθινόπωρο ξαναγύρισε, και η ιδιαιτερότητα αποκαλύφθηκε πιο ιδιαίτερη από ποτέ. Μερικοί λένε πως το ήξεραν, ότι οι μονές διεκδικούν οικόπεδα, εκτάσεις, δάση και βουνά, ότι μας αγοράζουν και μας πουλάνε, ότι μετράνε τα χρυσόβουλα και τα φιρμάνια τους- αφορολόγητα- σα να μην πέρασε μια μέρα από την οθωμανική περίοδο. Αλλά δεν μας έλεγαν τίποτα, το κρατούσαν μυστικό να μην πληγωθούμε; Στο σχολείο που διδάσκονται όλα, γιατί δεν το γράφει πουθενά ότι αυτή η χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν ανήκει τελείως στον εαυτό της, είναι συνιδιοκτησία; Οι μονές διεκδικούν τις στεριές και τις θάλασσες. Ορίστε, όποιος θέλει επανάσταση, ας ξανακάνει εκείνη την ίδια, του ΄21, δεν ολοκληρώθηκε ακόμα. Μπορεί να περνάει από τα κομπιούτερ, από το Κτηματολόγιο, δεν ξέρω. Εδώ σας θέλω κόμματα και πολιτική βούληση. Το ξαφνικό φθινόπωρο ίσως είναι το τελευταίο πριν αλλάξει το κλίμα, θα περάσει και θα φύγει. Οι ρασοφόροι φαίνονται πιο μαχητικοί από ποτέ.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Φτιάξε μου τη μέρα

«Έμεινα έγκυος από τον νέο και φτωχό, αλλά θα το φορτώσω στον γέρο και πλούσιο». Και πολύ καλά θα κάνεις δικιά μου... Άνοιξε το τριώδιο, δηλαδή τα πρωινάδικα και τα μεσημεριανά των σταθμών, και ο εμβολιασμός του γυναικείου πληθυσμού με ενεργά βλακοβακτηρίδια καλά κρατεί. Κοιτάζω αυτή την αυλή των θαυμάτων και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Άξεστα δεσποινάρια που δεν ξέρουν πού τους πάνε τα τέσσερα και κωλοπετσωμένες τηλεοπτικές κυράδες με «πείρα ζωής» κανοναρχούν το γυναικείο κοινό αποβάλλοντας ρήματα ατόφιας κατινιάς και αναισθησίας. Οφείλω να ομολογήσω ότι, έστω κι έτσι, δεν τους λείπουν πάντως τα επιχειρήματα. Ένας «καλός γάμος» κι ένα αποδοτικό διαζύγιο είναι, ως φαίνεται, το άπαν για τα σύγχρονα κορίτσια που ξέρουν το συμφέρον τους. Κι όπως ο έρωτας περνάει αναγκαστικά από το στομάχι, υπάρχει πάντα και η «στήλη» της μαγειρικής για να πέφτουν κοψίδια, μαντζούνια και αγαποβότανα από το τσουκάλι κατευθείαν στην κοιλίτσα και στις εξετάσεις αίματος του μπιπ. Ήθελές τα κι έπαθές τα, μεγάλε... Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Οι εκπομπές για κυρίες, ει δυνατόν άεργες, είναι η πιο δοκιμασμένη ελληνική τηλεοπτική συνταγή με παρελθόν που μετράει κιόλας δεκαετίες. Μιάμιση γενιά γυναικών εξέθρεψε και διαμόρφωσε η τηλεόραση«τσατσά». Λίγο αργά για να εγερθώ και να ανησυχήσω. Οπότε, κάνω την πάπια και το βουλώνω

Μέχρι τα τριάντα

Μέχρι τα τριάντα δικαιολογείσαι να είσαι περιφερόμενος με το μπλοκάκι, ελεύθερος επαγγελματίας, χαρίζοντας κυρίως την ελευθερία στους εργοδότες δηλαδή, να μη συνάπτουν δεσμό μισθωτής εργασίας μαζί σου. Μέχρι τα τριάντα μπορείς να μένεις και με τους γονείς σου, αν θέλεις. Το κράτος σού αναγνωρίζει το δικαίωμα να υπάγεσαι στην κατηγορία των Ελλήνων πολιτών. Οι Έλληνες πολίτες δικαιούνται να φορολογούνται ανάλογα με τα εισοδήματά τους, και η πολιτεία υποχρεούται να κάνει ό,τι μπορεί για να μην αλλοιώνει αυτή την ισότητα. Είσαι συνταγματικά κατοχυρωμένος, αλλά μέχρι τα τριάντα. Θες να κάνεις μεταφράσεις, να συνεργάζεσαι με θέατρα, με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, με εκδοτικούς οίκους, να είσαι γραφίστας, καλλιτέχνης, δημοσιογράφος; Επιμένεις, σ΄ αυτή την ηλικία; Δεν κουράστηκες ακόμα, δεν βαρέθηκες; Δεν μπόρεσες να πείσεις κάποιον εργοδότη να σε κάνει αληθινό μισθωτό; Να είχες τουλάχιστον πλουτίσει... Ή να είχες εγκαίρως καλογερέψει, να είχες χτίσει τη μοναστική καριέρα σου... Μήπως μένεις με τους γονείς σου ακόμα, αντί να έχεις γίνει εσύ γονιός τριών παιδιών; Γιατί υπάρχει κι αυτή η τελευταία προσφορά. Χρειάζεται να αλλάξεις ζωή κάπως απότομα, με τρία παιδιά δεν μπορείς να είσαι διαθέσιμος στην πιάτσα, αλλά τουλάχιστον συνεχίζεις να υπάγεσαι στην κατηγορία των Ελλήνων πολιτών, που απολαμβάνουν την προσπάθεια της πολιτείας να επιβάλει φορολογική ισότητα θεσπίζοντας το αφορολόγητο όριο. Έστω κι αν εσύ ξεπεράσεις κάποια όρια αντοχής και λογικής. Θα ζεις το μεγαλείο της προσφοράς στην οικογένεια, θα μπορείς κι εσύ να κρατήσεις στο σπίτι τα παιδιά μέχρι τα τριάντα. Αν πάλι δεν καταφέρνεις τίποτε από αυτά, τότε ποιος σου φταίει; Η πολιτεία κάνει μια διακριτική υπόμνηση των ηθικών της αξιών. Αν δεν τις δέχεσαι, θα πληρώνεις χίλια ευρώ τον χρόνο. Υπάρχουν και χειρότερα, μην παραπονιέσαι.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

Μις Σεπτέμβριος

Συγνώμη, φεγγαράκι, ήταν μια κακή μέρα η χτεσινή. Και η προχτεσινή. Οχι, δεν έχουμε τίποτα, μια χαρά είμαστε από υγεία, μην ανησυχείς. Γιατί χαθήκαμε; Πού να στα λέω. Ή, μάλλον, περίμενε καλύτερα να στα πω. Μην κατεβάζεις τα μούτρα σου. Το ξέρεις ότι είσαι η αγαπημένη μου πανσέληνος, εσύ, γλυκιά Μις του Σεπτεμβρίου, απείρως καλύτερη από τη σταρ αδελφή σου (την υπερεκτεθειμένη σελήνη του Αυγούστου)... Το καλύτερό μου να σε πετυχαίνω στα μισά μιας διαδρομής σκοτεινής με βαρκάκι μεσοπέλαγο, αραχτή σε νησί που το εγκατέλειψαν οι παραθεριστές. Κάτω σου, στήνω ολονυχτίες με ποτά και τραγούδια, μέχρι να δύσεις, παρσέρνοντας μαζί σου το τελευταίο ίχνος καλοκαιριού. Αλλά τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην πόλη ήταν αφόρητα. Τρεχάματα, λογαριασμοί, φωνές, ντεσιμπέλ, σε ξέχασα. Και παρά το γεγονός ότι δύο φορές νίκησες τα σύννεφα και κατάφερες να λάμψεις ολοστρόγγυλη και προκλητική μετά την απογευματινή βροχή, πάλι δεν σε πρόσεξα. Δύο νύχτες κράτησες, αλλά ήμουν τρομερά εξαντλημένη για να σε απολαύσω, πόσω μάλλον για να σε τιμήσω με μια ταρατσάδα, μια ρομάντζα, ένα κρασί. Μόνο προχτές τη νύχτα, κόλλησα το πρόσωπό μου έξω από το παράθυρο, ανάμεσα σε τηλεφωνικά ραντεβού, ποταμούς από e-mails, ορυμαγδούς από φήμες σκανδάλων, ιερών μεσιτειών και υπουργικών ασυμβιβάστων. Ετσι όπως ήμουν με τις πυτζάμες, πριν από τον ύπνο, κατάφερα και σε κοίταξα. Ησουν πάντα ωραιότερη, πιο χρυσή, θερμή και μεγαλοπρεπής από κάθε άλλη σου αδελφή Πανσέληνο. Αυτό ήταν. Δεν είχα άλλο χρόνο. Ούτε κι εσύ άλλωστε για μένα, αφού πήγαινες προς τη δύση σου, παίρνοντας οριστικά μαζί σου το καλοκαίρι. Σόρι, φεγγαράκι, που κατρακύλησες τόσο χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων μου (να ειδοποιήσω τον ηλεκτρολόγο, να πάρω τον παιδίατρο, να βράσω τα μπρόκολα, να δω την Πανσέληνο) Υπόσχομαι του χρόνου να επανορθώσω...

Το τρίγωνο του φτωχοδιαβόλου

Αν κοιτάξεις ψηλά, θα δεις τις πανάκριβες οικιστικές τούφες της πόλης, τα λοφτ της μεταβιοτεχνικής εποχής, στιλάτα στέγαστρα με θέα την Ακρόπολη. Αν είσαι τυχερός, μπορεί να δεις και λίγο ήλιο. Αν κοιτάξεις μπροστά σου, θα δεις ξεφλουδισμένους τοίχους, μισογκρεμισμένα παράθυρα, πόρτες που στέκονται με το ζόρι, μαραζωμένα ξενοδοχεία με λιγδιασμένες κουρτίνες να κυματίζουν στο αεράκι του Σεπτεμβρίου. Θα δεις ανθρώπους που σε κοιτούν επίμονα ή και ύποπτα. Αλλους να προσπαθούν να σου πουλήσουν γυαλιά ηλίου και ζώνες με μεγάλες αγκράφες που γράφουν Φερέ, Γκούτσι και Γιουνάιτεντ Κόλορς οφ Μπένετον. Θα δεις κάποιες κοπέλες, μελαψές, με όμορφα μεγάλα μάτια, κατακόκκινα χείλη, κι ας είναι μέρα μεσημέρι, με τσαλακωμένες μίνι φούστες και καλσόν με τόσες τρύπες, σαν δίχτυ που το 'χουν φάει τα ψάρια. Παραδίπλα, ο νταβατζής περιμένει, μελαψός κι αυτός. Και αν χαμηλώσεις κι άλλο το βλέμμα σου, θα δεις πεταμένους ανθρώπους σε πεζοδρόμια και σκαλοπάτια, μόνο λευκούς. Οικογένειες μεταναστών ζουν κι εργάζονται στους δρόμους του ιστορικού κέντρου. Μέσα σε βία, ναρκωτικά, πορνεία Αγόρια και κορίτσια, σαν χρησιμοποιημένες χαρτοπετσέτες μέσα σε σακούλα σκουπιδιών. Με σύριγγες, σβησμένες φωνές, βλέμματα καρφωμένα στο πουθενά, ή μάλλον στο τέλος. Και παντού γύρω σου μια ανάκατη μυρωδιά από ανθρωπίλα, βενζίνη, κάτουρα και βαριές σάλτσες από τα ανατολίτικα μαγέρικα. Ξαναφέρνεις το βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω. Σ' αυτό που λέμε τρίγωνο της Γερανίου, της Σοφοκλέους και της Πειραιώς, ο διάβολος είναι ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος που ζει χωρίς παράπονο...

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Στην υγειά μας, αλλά με ρέγουλο

Ήπια «λίγο» παραπάνω. Κι έγινα... ντίρλα, λένε. Το πόσο λίγο ήταν αυτό το «λίγο», το στριγκλίζει το ξυπνητήρι μου δείχνοντας 0.7.00. ΟΚ, 07.00, αλλά ποιας μέρας (ή μήπως νύχτας;). Ψάχνω το κεφάλι μου κάτω απ΄ τα ιδρωμένα μαξιλάρια και τα ανακατεμένα σεντόνια. Το βρίσκω λίγο λίγο μαζί με ένα αμυδρά δυσάρεστο συναίσθημα ότι το κεφάλι αυτό δεν είναι τόσο δικό μου όσο ήταν πριν το «μαρινάρω» στη βότκα. Και ναι, αρχίζω να θυμάμαι. Η νύχτα. Το μπουκάλι (φινλανδικό ή ρωσικό ήταν;). Το ποτήρι κι έπειτα άλλο ποτήρι και κουβέντα, κι άλλο ποτήρι που φέρνει και την άλλη κουβέντα (την «θα πω και μια κουβέντα παραπάνω»), και κουβέντα στην κουβέντα, «ξέρασα» όλα όσα δεν έπρεπε να ξεράσω (και τη βότκα, που έπρεπε να την ξεράσω, την άφηνα να κυκλοφορεί μέσα μου και να με σπρώχνει να ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσει εκείνη η Άλλη, που όταν εγώ ανοίγω το στόμα μου εκείνη δεν ξέρει πια τι λέει). Και γίνεται της καραπόρνης!«Μα δεν ήθελα να πω ακριβώς αυτό»... «Μα δεν κατάλαβες γαμώτο, δεν εννοούσα αυτό βρε παιδί μου...»... Τίποτα! Δεν έπειθα ούτε εμένα. Είχα μιλήσει! Είχε μιλήσει Εκείνη. Έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται. Και η αλήθεια είναι πως δεν πολυθυμάμαι. Αλλά και τι μπορώ να κάνω τώρα; Όταν φωνάζει ο νοικοκύρης, ο κλέφτης ξέρει ότι είναι από φόβο. Το πρόβλημα τώρα είναι ότι πολλές φορές όταν μιλάει εκείνη, κι αφού έχει μιλήσει εκείνη, δεν ξέρω ποια ούτε ποιος είναι κλέφτης ούτε ποιος είναι νοικοκύρης. Η βότκα; Η αφορμή! Η ευκαιρία- κάθε τόσο να κλέβει ο ένας μας εαυτός από τον άλλο. Λοιπόν, για να καταλήξω: όταν θα ανοίξω το μπουκάλι της vodka ξανά- θα αργήσει αυτό μάλλον- θα αισθάνομαι ένα δέος. Έναν σεβασμό. Μπορεί και λίγο φόβο. Άντε στην υγειά μας. Αλλά με ρέγουλο.

Σας αρέσουν τα αδέσποτα;

Σαν υπερφυσικά παιδιά που ξυπνάνε απότομα τη νύχτα και περιφέρονται μισοκοιμισμένα μοιάζουν οι τρόφιμοι της πλατείας Εξαρχείων, παιδιά που φωνάζουν, τα πρόσωπα που μόλις είδαν στο όνειρό τους με αφύσικα δυνατή φωνή. Σα να ζητάνε απελπισμένα τη μαμά τους, που δεν ακούει, αλλά επιμένουν μήπως κάποια άλλη μαμά τα λυπηθεί, έτσι εξαθλιωμένα που είναι. Βρίζουν τον φίλο τους άδικα, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να βρίσουν κάποιον. Κλωτσάνε άδεια μπουκάλια νερού που πέταξαν οι ίδιοι πριν από λίγο, και πάλι βρίζουν και σκοντάφτουν επάνω τους, σα να είναι τοίχος ενός σπιτιού που φαντάζονται ότι βρίσκονται, με ψηλούς τοίχους. Έχουν φτιάξει κάτι σαν κόσμο δικό τους, ένα είδος σκηνής με κερκίδες τα γύρω καφενεία, τα μπαλκόνια, την πόλη, και παίζουν ό,τι έργο τους έρθει στο μυαλό εκεί πέρα, κείμενα σε αυτόματη γραφή, αυθόρμητα παραληρήματα. Κι ο Δήμος Αθηναίων τους φύτεψε για συντροφιά ένα από εκείνα τα ηλεκτρονικά πανό όπου με κόκκινα ψηφιακά γράμματα απευθύνεται στους πολίτες και τους ενημερώνει. Ήταν κάτι που έλειπε από τη ζωή μας, αυτά τα μαύρα κουτιά στις ωραίες μας πλατείες. Αυτό είναι το πιο βρωμερό της Αθήνας και γράφει: «Ημέρα προστασίας αδέσποτων ζώων- γράφουν τα κόκκινα γράμματα. Υιοθέτησε κι εσύ ένα αδέσποτο ζώο. Διάλεξε ένα που να σου αρέσει και προστάτεψέ το». Και πάει το βλέμμα από τη φωτεινή προτροπή στα δυστυχισμένα πλάσματα της πλατείας, τα χαμένα στον απρόσιτο κόσμο τους ανθρώπινα πλάσματα, και λες, πώς το σκέφτηκε και το συνδύασε. Τόση αβάσταχτη ειρωνεία σε αυτές τις φράσεις, τόσος χλευασμός για ζώα και ανθρώπους, για την έννοια της προστασίας και της υιοθεσίας δεν μπορεί να είναι τυχαία. Τα λατρεύει τα αδέσποτα ζώα ο Δήμος.

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Ρούντι γαβγίζει, σκοτώστε τον...

Θα σας αφηγηθώ την ιστορία αυτή όσο πιο στεγνά μπορώ, είμαι πολύ θυμωμένος για να το κάνω με άλλον τρόπο. Ο Ρούντι ήταν ένα μικρό γκριφόν, ζούσε με την οικογένειά του στα σύνορα Χαλανδρίου - Αγίας Παρασκευής, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, σε ένα διαμέρισμα με μπαλκόνι. Του άρεσε να βολτάρει στο μπαλκόνι, ειδικά όταν έλειπαν οι δικοί του, γάβγιζε στους περαστικούς και στα άλλα σκυλάκια και περνούσε η ώρα. Καμιά φορά φώναζε λίγο παραπάνω, η αλήθεια να λέγεται, η κυρά του τον είχε μαλώσει επανειλημμένως γι΄ αυτό, τελικά συμβιβάστηκαν κάπου στη μέση. Ως γνωστόν όμως, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι (ο Θεός να τους κάνει) που είναι πολύ μάγκες και δεν σηκώνουν πολλά- πολλά, πόσω μάλλον από τετράποδα. Το απόγευμα της Κυριακής λοιπόν, ένας από αυτούς- γείτονας- πήρε ένα αεροβόλο, βγήκε στο μπαλκόνι και πυροβόλησε. Ήξερε καλό σημάδι, βρήκε τον Ρούντι στον πνεύμονα. Όταν γύρισε η οικογένειά του σπίτι, τον βρήκε νεκρό, με τα μάτια ανοιχτά. Τηλεφώνησαν την Αστυνομία, τους είπαν πως δεν έρχονται για τέτοια. Πήγαν στην Αστυνομία οι ίδιοι, τους είπαν πως το μόνο που μπορεί να γίνει είναι μια μήνυση κατά αγνώστων, οι έρευνες χρειάζονται εντάλματα και εντάλματα για σκύλους δεν βγαίνουν. Και αν έχουν κάποιον συγκεκριμένο ύποπτο στο μυαλό τους (που έχουν) καλύτερα να μην κινηθούν εναντίον του, μπορεί να βρουν και μπελά. Κάπως έτσι έληξε το θέμα. Με ένα σκυλί δολοφονημένο και τον δράστη απόλυτα ικανοποιημένο με τον εαυτό του - και την ασυλία που του παρέχουμε. Θα μου πείτε «εσύ τώρα τι θέλεις- εκτός από το να καθησυχάσεις τη συνείδησή σου;». Θέλω να πείτε αυτήν την ιστορία σε όσους περισσότερους μπορείτε ή θέλετε. Δεν τον ήξερα προσωπικά τον Ρούντι, ούτε την οικογένειά του, που κλαίει σαν να έχασε παιδί. Απλώς νιώθω ότι του(ς) το χρωστάω. Και τέλος πάντων, κάπως πρέπει να αντιμετωπίσω αυτό το εξουθενωτικό συναίσθημα της ανημπόριας.

Είμαστε λαός καλλιτεχνικός

Η Δημοτική Αστυνομία δεν καταφέρνει να αδειάσει τους πεζόδρομους από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες. Δεν μπορεί να αστυνομεύσει τα πεζοδρόμια, να μην τρέχουν μηχανάκια ανάμεσα στους πεζούς. Είναι ανίκανη να διαφυλάξει τις ράμπες για τα καροτσάκια. Δεν μπορεί να προστατεύσει τους κάδους ανακύκλωσης από τους αφιλότιμους που πετάνε σκουπίδια, δεν φροντίζει για τις κακοτεχνίες στα πεζοδρόμια που απειλούν τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών. Σε τι χρησιμεύουν αυτοί οι άνθρωποι που μας κοστίζουν πάρα πολλά χρήματα, εκτός από το να καμαρώνουν με τις ολόσωμες δερμάτινες στολές τους; Παράγουν θέαμα βίας και εκβαρβαρισμού κυνηγώντας τους μικροπωλητές στο κέντρο της Αθήνας, τους οποίους ενίοτε πιάνουν και πλακώνουν στο ξύλο δημοσίως, προς τέρψιν των διερχομένων, επισκεπτών και κατοίκων. Στο Σύνταγμα, στην Πλάκα, σε μέρη με τουριστική και ντόπια κίνηση, κάνουν επίδειξη δύναμης και κτηνωδίας, όπως εχθές στη Βύρωνος, που έπιασαν πέντε τέτοιοι δερματόζωστοι λειτουργοί έναν μαύρο μικροπωλητή και τον τουλούμιασαν ενώπιον περίπου τεσσάρων ιδιοκτητών τουριστικών μαγαζιών, οι οποίοι το απήλαυσαν το θέαμα. «Μωρέ καλά του κάνετε. Εμείς πληρώνουμε τόσους φόρους για να έχουμε το μαγαζί κι αυτός βγάζει λεφτά και τα στέλνει και στη χώρα του» είπε ένας, και οι άλλοι επικρότησαν. Ιδού λοιπόν πώς μπορεί να ξεθυμαίνει το πάθος για τις φορολογικές πιέσεις και ταυτόχρονα η αγανάκτηση για όσους δημιουργούν εταιρείες οφσόρ και φυγαδεύουν το χρήμα εκτός Ελλάδος. Άξιος ο μισθός των δημοτικών αστυνόμων. Παράγουν θέατρο του δρόμου με βία και δράση, αποδεικνύοντας ότι είμαστε λαός εκφραστικός και καλλιτεχνικός, με αυθόρμητη έκφραση. Και μη μου λέτε τώρα για το αν επιτρέπει ο νόμος δημόσιο ξυλοφόρτωμα. Και το μη δημόσιο το απαγορεύει, αλλά μπροστά σε τέτοια δρώμενα, ποιος σκάει για λεπτομέρειες;

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Ξένα ρούχα

Σαν να ήρθαν διακοπές στο σπίτι μου τουρίστες του Βορρά, γέμισαν τις ντουλάπες με ρούχα άχρηστα μέσα σ΄ αυτό το αιθαλοφθινόπωρο. Μανίκια και μπατζάκια, έννοιες ξεπερασμένες. Μόνο κελεμπίες τιραντέ σηκώνει το νέο κλίμα. Μεταναστεύει ο τροπικός, αντί για τους ανθρώπους. Δεν ξέρω αν φταίει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά αν δεν είχε καεί η Πάρνηθα θα μπορούσαμε τουλάχιστον ψυχολογικά να στηριχτούμε. Θα μου πείτε, ποιος παρηγορείται με την Πάρνηθα; Μόνο κάτι τρελοί σαν εμένα. Γενικά οι Έλληνες δεν αγαπούν το βουνό, δεν τους αρέσει το περπάτημα, γιατί να τη φροντίσουν; Κι επίσης, αν ο Δήμος Αθηναίων τότε που κήρυξε την απαλλοτρίωση στον γειτονικό μας κήπο, την είχε όντως κάνει, θα ήταν αλλιώς το κλίμα πολλών τετραγώνων εδώ γύρω, ακόμα κι αν το φαινόμενο του θερμοκηπίου επιδεινωθεί και λειώσουν οι πάγοι. Αλλά ο δήμος δεν συνηθίζει να πληρώνει τις απαλλοτριώσεις, γιατί ποιος συγκινείται από τη βελτίωση της ζωής μερικών κατοίκων σε κάποια μικρή γειτονιά; Δεν έχει μαζική απήχηση. Κι αν κάποια στιγμή, έστω τη δεκαετία του ΄80, ή του ΄90, ή ακόμα και τώρα, έμπαιναν όρια στην κάλυψη οικοπέδων στο κέντρο της Αθήνας, πάλι θα μπορούσαμε λίγο να αναπνέουμε, έστω κι αν δεν ξεπεραστεί το πετρέλαιο σαν παγκόσμιο καύσιμο. Αλλά ποιος πολιτικός θα άντεχε να αντιμετωπίσει τέτοια λαϊκή αγανάκτηση; Πιο εύκολο να λες μεγάλα λόγια για την παγκόσμια κατάσταση, το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τέτοια, παρά να τα βάλεις με τον μικροϊδιοκτήτη που θέλει να βγάλει το μάξιμουμ από το οικοπεδάκι του, έστω κι αν χρειαστεί να μετακομίσει κι αυτός αφού καταστρέψει τον γύρω χώρο. Έχουμε κινητικότητα ως λαός. Χαλάμε τη μια γειτονιά, πάμε σε καλύτερη. Από εμάς έμαθε και το κλίμα.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

«Βατοπαίδιον paradox»

Δεν μεγάλωσα σε θρησκευόμενη οικογένεια, τουλάχιστον με την τυπική ελληνική εκδοχή του όρου. Έτσι, η επαφή μου με τις εκκλησιαστικές δομές ήταν πολύ περιορισμένη. Στο λύκειο όμως βρέθηκα αντιμέτωπος με τον τυπικό, δογματικό σχεδόν, Έλληνα καθηγητή θρησκευτικών. Ξέρετε, ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός, η συμβολή της Εκκλησίας στην ιστορία μας, στα 400 χρόνια σκλαβιάς μάς κράτησαν ζωντανούς κ.λπ. Όσο για τη διδασκαλία άλλων θρησκευμάτων; Κατά «διαβολική» σύμπτωση κάθε χρόνο δεν προλαβαίναμε ποτέ να φτάσουμε σε αυτά τα κεφάλαια του βιβλίου. Δεν ξέρω αν έφταιγε το νεαρό της ηλικίας μου, αλλά μου φάνηκαν λίγο υπερβολικά όλα αυτά. Από τότε έγινα και κάπως «δύσπιστος». Φοιτητής πια για πρώτη φορά άκουσα έναν καθηγητή πανεπιστημίου να καταρρίπτει τους μύθους της σύνδεσης της Ορθοδοξίας με την επιβίωση του ελληνικού έθνους. Ήταν ένα ευχάριστο πολιτισμικό σοκ. Θεώρησα ότι κάποιος μιλούσε για το αντικείμενο ρεαλιστικά. Κάποια χρόνια αργότερα σε μια αίθουσα αγγλικού πανεπιστημίου το θέμα εμφανίστηκε πάλι μπροστά μου. Ήμουν ο μοναδικος Ελληνας σε μια συζήτηση για τα σύγχρονα μοντέλα έθνους- κράτους, την προνοιακή τους πολιτική και διάφορα άλλα, που πιθανόν ακούγονται λίγο βαρετά τώρα. Εκεί λοιπόν ένας Άγγλος καθηγητής, προσπαθούσε να μας εξηγήσει τη σχέση της Εκκλησίας με την εξέλιξη των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών. Εκεί πια η δυσπιστία μου για τη λεγόμενη προσφορά των εκκλησιαστικών δομών στο κοινωνικό σύνολο εντάθηκε. Γιατί; Γελώντας , γυρνάει προς το μέρος μου και μου λέει: «Πρέπει να παραδεχτείς ότι το διαβόητο Greek paradox- όρος που οι ξένοι χρησιμοποιούν για κάθε τι ελληνικό που δεν καταλαβαίνουν- υπάρχει και στη λεγόμενη προσφορά της Εκκλησίας στο έθνος σας. Ζείτε σε κατάλοιπα της βυζαντινής λογικής, δεν διαχωρίζετε την Εκκλησία από το Κράτος και η πρώτη παρεμβαίνει με κάθε ευκαιρία στα κοσμικά αλλά από την άλλη εκεί που πρέπει να συμβάλλει δραστικά, στην πρόνοια δηλαδή, θυμάται τον απόκοσμο χαρακτήρα της». Οι διάφορες εθνικότητες που υπήρχαν στα γύρω έδρανα δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι στην Ελλάδα κανείς δεν είχε τολμήσει να διαχωρίσει τους αυτονόητα ξεχωριστούς ρόλους των εν λόγω θεσμών. Ούτε ότι αρκετοί εκπρόσωποι της Εκκλησίας, κληρικοί και μοναχοί, σπάνια δίνουν λεφτά «υπέρ αδυνάτων». Πού να παρακολουθούσαν και την επικαιρότητα του «Βατοπαίδιον paradox» τις τελευταίες ημέρες...

Η Ελλάδα από χαμηλά

Ανατριχιάζοντας ξεφυλλίζω το λεύκωμα με τις υπέροχες εικόνες της Ελλάδας από ψηλά. Τόσο ωραία, τα φλαμίνγκο πάνω από την αλυκή, τα οργωμένα χωράφια, οι διπλές αμμουδιές, τα χωριά των βουνών με τη γύρω φύση, τόσο ανυπεράσπιστα μέρες που είναι. Ειδικά τα πουλιά, τόσο ανύποπτα. Ποζάρουν χωρίς να το ξέρουν, δεν θα μάθουν ποτέ ότι ανήκουν στον τόπο αυτό που ονομάζουμε Ελλάδα. Ίσως να αισθάνονται ότι ζουν επικινδύνως, αλλά τη σημασία των λέξεων και των ονομάτων δεν θα τη μάθουν. Το όνομα Ελλάδα, ας πούμε, και τη λέξη «φιλέτο» με την οποία οι Έλληνες χαρακτηρίζουν τα ακριβά οικόπεδα. Σαν φλαμίνγκο πετά κι ο αναγνώστης πάνω από δάση και φαλακρές βουνοκορφές, πάνω από λίμνες (μοναστηριακές άραγε; μετόχια μήπως;) και ακρογιαλιές, κι από μικρά νησάκια. Πόση ομορφιά, πόσο νέα είναι όλα αυτά έτσι από ψηλά! Εδώ στα χαμηλά που ζούμε και στο καθημερινό περιβάλλον που συνηθίσαμε να αντικρύζουμε στο ύψος των ματιών, στην ασχήμια που μας καταπίνει δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι από μακριά φαίνονται όλα διαφορετικά, τόσο ειδυλλιακά. Να μπορούσαμε να πετάμε και να βλέπουμε κι εμείς από ψηλά τα πάντα, πόσο διαφορετικά θα ήταν, πόσο ανώδυνα... Δεν χορταίνω να τα βλέπω, αλλά σαν να πετάω ήδη με πιάνει ζαλάδα και αναρωτιέμαι, τι είναι αυτά που βλέπω; Είναι παραλίες ή μήπως είναι φιλέτα; Είναι λόφοι και κόλποι και κάμποι, είναι κωμοπόλεις και χωριά, είναι δέντρα χιονισμένα ή ανθισμένα, είναι στέγες και ταράτσες, ή μήπως είναι μελλοντικά ανταλλάξιμα κομμάτια, ή αξιοποιήσιμα; Δεν είμαστε για πτήσεις αυτή την εποχή, ακόμα και των φτερών την αθωότητα την έχουμε χάσει.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Η ελαφοκυνηγός

Ελπίζω το πείραμα του CΕRΝ να μας αποκαλύψει επιτέλους την πρώτη ύληαν όχι του Θεού, του Μαμωνά πάντως οπωσδήποτε. Τη χρειάζομαι αυτή την πληροφορία, αφού τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα δεν δικαιολογούν επ΄ ουδενί την ύπαρξη της Σάρας Πέιλιν. Δεν είμαι και κανένα σαΐνι της Φυσικής, μου είναι όμως αδύνατον να εξηγήσω τη σαγήνη που ασκεί η συγκεκριμένη «Μις ρέγγα», στη μόνη χώρα που πήρε στα σοβαρά τη χειραφέτηση των γυναικών. Μα πού πήγαν τα σκληρά κορίτσια της Αμερικής να την πετάξουν στη μαύρη τρύπα και να τραβήξουν μετά το καζανάκι; Μήπως από τότε που τις έχασα από τα μάτια μου, έγιναν και ελόγου τους hockey moms που κάνουν μπάρμπεκιου με παϊδάκια ταράνδου και φτιάχνουν μαρμελάδες; Δεν έχω τίποτε με τις μαρμελάδες. Με τον τάρανδο όμως έχω και παραέχω- φτου στα κέρατά του, που στο κυνήγι απάνω δεν της πιρούνιασε τον κότσο, να μάθει. Αυτά παθαίνουν τα ζωντανά της άγριας φύσης όταν τακιμιάζουν με τον Αϊ-Βασίλη. Από περήφανα θεριά γίνονται puppets ειδεχθή και ικανά για θηριωδίες που μόνον οι άνθρωποι κάνουν. Όπως ας πούμε, να φέρουν συνειδητά στον κόσμο μωρά με σύνδρομο Down. Με ανατριχιάζει ο τρόπος με τον οποίο η εν λόγω κυρία περιφέρει το θήραμά της τυλιγμένο σε ρουχαλάκια σινιέ. Η αναισθησία με την οποία γραπώνεται πάνω σε ένα ον που δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα να ολοκληρωθεί και να μακροημερεύσει. Στα δικά μου μάτια, αυτό δεν είναι στοργή και αυταπάρνηση αλλά ο θρίαμβος της θανατικής ποινής τυλιγμένη σε πάμπερ. Πώς το ΄λεγε ο καημένος ο Χέμινγουεϊ; «Πωλούνται παιδικά παπουτσάκια, αχρησιμοποίητα». Φταίει όμως κι αυτός που δεν διάλεξε το σωστό ακροατήριο.

Κλέφτες παιδιών

Απίστευτο αλλά ναι, αληθινό. Η μικρή Σίλβια δεν ήταν η μικρή Σίλβια. Η μητέρα της που έλεγε διαρκώς ότι είναι φυσική της μητέρα, είναι όντως φυσική της μητέρα, και με τη βούλα του DΝΑ! Θα κάνει άραγε αγωγή για ψυχική οδύνη, που την κουβάλησαν εσπευσμένα στην Αθήνα, της έκαναν τεστ και δεν την άκουγαν καθόλου; Δεν κάνουν τέτοια οι λούμπεν άνθρωποι. Κι αν δεν ήταν το DΝΑ, τι θα γινόταν; Έχει ακόμα και την ελιά στο πρόσωπο, μιλάει ιταλικά, τα έχει όλα ίδια αυτή η πιτσιρίκα. Μπας και γελιέται το DΝΑ; Κάτι μέσα μας αρνείται να δεχτεί το άδοξο τέλος της ιστορίας. Η προκατάληψη ακόμα νικάει. Τόσο απλά πιστεύουμε αμέσως, οι Τσιγγάνοι κλέβουν παιδιά. Και όσοι μοιάζουν λούμπεν, μετανάστες, φτωχοί που περιφέρονται, βάζουν τα παιδιά τους να πουλάνε χαρτομάντιλα. Ποιος δεν λυπάται τώρα την οκτάχρονη που αντί να βρεθεί στην Ιταλία, σε μια καλύτερη ζωή, θα συνεχίσει να πουλάει χαρτομάντιλα; Είναι όντως τραγικό να υποχρεώνουν οι γονείς τα παιδιά τους να δουλεύουν και μάλιστα τόσο σκληρά, αλλά άλλο αυτό κι άλλο να κλέβουν ξένα παιδιά και να τα αναγκάζουν να το κάνουν. Πότε συνέβη για τελευταία φορά να συλληφθεί Τσιγγάνος για κλοπή παιδιών; Έχουμε ακούσει τίποτα, ή είναι φανταστικό όλο το κατασκεύασμα; Εγώ προσωπικά θυμάμαι έναν λούμπεν τύπο γνωστό στη γειτονιά, χρόνια πριν, καθώς τριγυρνούσαμε αλλόφρωνες στο Πεδίον του Άρεως ψάχνοντας το δίχρονο που του άρεσαν οι περιπλανήσεις και είχε εξαφανιστεί, να έρχεται με το παιδί στους ώμους. Τον είχε βρει στην Πατησίων, μας είπε, και τον παρέδωσε όλο καμάρι. Αλλά δεν μου μπήκε η ιδέα τότε ότι οι λούμπεν τύποι βρίσκουν παιδιά, ούτε και το διέδωσα όσο θα έπρεπε.

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008

Ποιος φοβάται τον «Κύριο Κανένα»;

Ο «Κύριος Κανένας», ως κινηματογραφική αξία, θα κριθεί, βεβαίως, από ειδικούς. Ως πολιτική πραγματικότητα, όμως, προβλημάτισε τους θεατές που πήραν αγκαλιά τα ποπ κορν τους κι έσπευσαν να απολαύσουν μια τελευταία βραδιά στα θερινά σινεμά, πριν κλείσουν για φέτος. Γιατί είναι ακόμα τόσο αμφίρροπα τα προγνωστικά της αναμέτρησης μεταξύ ΜακΚέιν και Ομπάμα; Τι είναι αυτό που κάνει αυτή τη μάχη να παίζεται στο φτερό, σχεδόν στη μία ψήφο, όπως λέει και το σενάριο της ταινίας; Σύμφωνα με μία επίσημη μέτρηση που δημοσιοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, αν στις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές ψήφιζαν οι κάτοικοι του δυτικού κόσμου (εκτός ΗΠΑ), ο Μπάρακ Ομπάμα θα εκλεγόταν με το συντριπτικό ποσοστό του... 78%. Εντός όμως των συνόρων της ίδιας της χώρας, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εκεί, το μεγάλο παιχνίδι των ψήφων παίζεται στα... θρησκευτικά. Και στα ηθικά. Τους έχουν βάλει τους ανθρώπους να γίνουν από δυο χωριά για το θέμα της νομιμότητας των εκτρώσεων, της διδασκαλίας των Θρησκευτικών στο σχολείο, της χρήσης ή όχι της αντισύλληψης, τους γάμους των ομοφυλόφιλων και διάφορα συναφή. Πριν βγει αυτός ο χρόνος θα ξέρουμε προς πού θα γείρει η πλάστιγγα της Ιστορίας για τα επόμενα τέσσερα (τουλάχιστον) χρόνια. Τεράστιες αλλαγές, όπως η συνέχιση της κατοχής στο Ιράκ, οι σχέσεις Ανατολής-Δύσης, το Μεσανατολικό, κρέμονται από την απόφαση μιας θείτσας κάπου στη Μινεσότα, που μπορεί να εγκρίνει ή όχι την έκτρωση της ανιψιάς της. 'Η το στεφάνι του γιόκα της (με τον κολλητό του). Τι να μας πει ο αξιαγάπητος κύριος Κέβιν Κόστνερ... Δεν είναι να απορείς που ο «Κύριος Κανένας» δεν χάλασε και τον κόσμο -τουλάχιστον εισπρακτικά. Μπορεί να είναι σινεμά, φαντασία, μύθος, αλλά η πραγματικότητα έχει προ πολλού ξεπεράσει και το πιο ευφάνταστο χολιγουντιανό σενάριο.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Θα φύγουν νύχτα, όπως οι προπονητές...

Δεν κάνω τον μάγο, ούτε διαθέτω το «κληρονομικό χάρισμα». Επίσης δεν διαβάζω φλιτζάνια, ούτε «κουνάω» τραπεζάκια. Αλλά, να το κρύψω; Αφού το βλέπω να ΄ρχεται. Δηλαδή το είχα δει από καιρό, αλλά δεν ήμουν και τόσο βέβαιος πότε θα συμβεί. Με ξεγελούσαν διάφορα γεγονότα, που με απέτρεπαν να το δω καθαρά. Αλλά τώρα δεν μου μένει η παραμικρή αμφιβολία. Έρχεται. Τόσο γρήγορα που με έχει πιάσει ένας φόβος. Ένας πανικός. Μια αγωνία. Θα φύγουν που θα φύγουν, θα αφήσουν και τίποτε όρθιο; Άσε που βλέποντάς τους μαζεμένους γύρω από το τραπέζι του Υπουργικού Τετάρτη μεσημέρι, όλες αυτές τις υπέροχες φιγούρες, που η καθεμιά τους χωριστά θα μπορούσε να στηρίξει ολόκληρη επιθεώρηση στο «Δελφινάριο» του Μαροσούλη, αντιλήφθηκα ότι τελικά πολιτική και ποδόσφαιρο έχουν τεράστιες ομοιότητες. Δεν μιλώ για την περίφημη ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής, ούτε για την πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου, όροι του ΄89 (του «βρώμικου» ΄89, για να μην ξεχνιόμαστε...). Όχι. Εγώ απλώς στην κοινή μοίρα προπονητών και κυβερνήσεων θέλω να αναφερθώ. Πειράζει; Μαύρα μεσάνυχτα Λοιπόν, τους βλέπω να μη φεύγουν ομαλά. Ήτοι ολοκληρώσαμε τον κύκλο μας, κλείσαμε την τετραετία και αποχωρούμε. Όχιιιι... Τους βλέπω να φεύγουν νύχτα! Μαύρα μεσάνυχτα. Σαν κάτι προπονητές στον Ολυμπιακό. Που έφευγαν με το τρένο το νυχτερινό και μέχρι να ξημερώσει είχαν πιάσει Κλειδί Ημαθίας, κι άντε βρες τους. Γιατί το να φύγουν από το αεροδρόμιο οι άνθρωποι, ήθελε κουράγιο. Εξαγριωμένοι «γαύροι» τούς περίμεναν με τα «κορνέ» στο χέρι να τους ξεπροβοδίσουν- γιατί του «γαύρου» είναι να μη του γυρίσει το μάτι, του «επιστήμονα». Επανέρχομαι- νύχτα θα φύγουν, και φοβάμαι ότι θα το κάνουν τόσο αιφνιδιαστικά που δεν θα υπάρχει κανείς να παραλάβει. Σαν τη χούντα του Ιωαννίδη, που εξαφανίστηκε νύχτα από προσώπου γης, και έμεινε να παραδώσει τη χώρα στους πολιτικούς, ένας αρχηγός του Ναυτικού! Τους βλέπω λοιπόν να φεύγουν. Το πότε δεν το έχω καθαρό ακόμη, αλλά με αυτά που κάνει ο Καραμανλής και οι γύρω του, φαντάζομαι ότι «σιμά κοντά είν΄ τα Γιάννενα», που λένε και στην πατρίδα μου... Ο Θεός και οι μεσίτες Κοντά είναι επίσης και η στιγμή που δεν θα έχουν «μούτρα» να βγουν σε κόσμο. Όπου τους βλέπουν, θα τους «υποδέχονται» με γιαούρτια- με χαμηλά ή κανονικά λιπαρά, άσχετο. Όπως και τους Αγιορείτες μοναχούς της γνωστής μονής (που «σέρνει» κυβερνήσεις!). Είσαι, ας πούμε, εσύ θρησκευόμενος και πιστεύεις. Και θέλεις να πας στο Άγιον Όρος, γιατί εκεί θεωρείς ότι έρχεσαι πιο κοντά με τον Θεό. Βρίσκεις τον μοναχό, τον όποιο μοναχό (δεν σου λέω εγώ να πας στον Εφραίμ, ούτε στον Αρσένιο- αυτοί έχουν άλλες δουλειές, πουλάνε οικόπεδα, κάνουν επενδύσεις, ξομολογάνε «βιπς» (υπουργούς, υφυπουργούς, παρατρεχάμενους). Βρίσκεις έναν άλλο, οποιονδήποτε. Και του ζητάς να κάνει παράκληση για σένα, για την οικογένειά σου. Νομίζεις ότι θα σου δώσει σημασία; Ότι θα μπορέσει να σκύψει πάνω από το πρόβλημά σου και να κάνει τον διαμεσολαβητή μεταξύ εσένα και του Θεού; Ότι θα πλακώσει τα “πατερημά”; Όχι βέβαια. Όπως είπε και η Φωτεινή Πιπιλή «πού να βρουν χρόνο αυτοί να μιλήσουν με τον Θεό, αυτοί μιλάνε με τους κτηματομεσίτες»!

Άκουσες τίποτε εσύ;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα ότι θα τα λέγαμε σήμερα. Είχε περάσει από το μυαλό μου κι εμένα ότι μπορεί να μας είχε προλάβει το τέλος του κόσμου. Γιατί, αν πρέπει να προσέχουμε και να μην παίζουμε με τις πρίζες, φαντάσου λέω τώρα, πόσο πρέπει να προσέχουμε με το Βig Βang. Αλλά- σκέφτηκα πάλι- σε καλά χέρια είναι το πείραμα, δεν αφήνουμε την τύχη του κόσμου σε τυχαίους, γιατί ο κόσμος δεν είναι σαν το πλυντήριο που το πολύ πολύ να γεμίσει νερά. Και να έρθει ξανά ο μάστορας να το ξαναφτιάξει. Τέλος πάντων, για την ώρα τη γλιτώσαμε. Εκτός και αν έχει τελειώσει ο κόσμος κι εδώ και λίγα 24ωρα ζούμε σε μια εικονική πραγματικότητα τόσο καλά φτιαγμένη που δεν ξεχωρίζει από το αληθινό, αλλά αυτό είναι κάτι που θα το μάθουμε, υποθέτω, στο τέλος του πειράματος. Όπως και να ΄χει όμως, εμείς ξέρουμε ότι το πείραμα πάει καλά, η ζωή συνεχίζεται, ο πλανήτης ζει- κανείς δεν μας έκλεψε τη χαρά να τον καταστρέψουμε μόνοι μας. Τα πρωτόνια, σε αντίθεση με τα αυτοκίνητα στην Κηφισίας, άρχισαν να τρέχουν- και να τρέχουν πολύ-, ώστε κάποια στιγμή να λαχανιάσουν, να σταματήσουν για λίγο, να βγάλουν τα κλειδιά από την τσέπη, να ξεκλειδώσουν τα μυστικά του Σύμπαντος- και να βρουν τον Αδάμ κάπου να τα λέει με την Εύα. Καλό είναι να χτυπήσουν πρώτα την πόρτα, να προλάβει να ρίξει κάτι πάνω του ο άνθρωπος. Αν πάντως δεν βρουν τον Αδάμ, λέει, θα πετύχουν το «σωματίδιο του Θεού» που θα έχει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις, θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους και κάπου εκεί θα πέσουν τα γράμματα του τέλους. Αυτό, εφόσον βέβαια οι δημιουργοί αυτής της υπερπαραγωγής του Σύμπαντος δεν έχουν σκεφθεί ήδη το σίκουελ της σειράς, με τις συμπαντικές ανατροπές της, που θα χτυπήσει στις αίθουσες το «Star Τrek» και να του πάρει τους θεατές του. Στο μεταξύ, και επειδή όλα μπορεί να συμβούν, δεν αποκλείεται και να ακουστεί το Βig Βang σαν να τα σπάει heavy metal γκρουπ (μήπως άκουσες τίποτε εσύ;)- ας έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά και γενικά τον νου μας. Εδώ ήρθαμε, θα πούμε, τώρα πάμε να φύγουμε.

Αρωγός άνευ ευδοκιμήσεως

Κάθε Σεπτέμβρη, τη μέρα που ανοίγουν τα σχολεία, τα πρωτάκια χασμουριούνται. Τι να κάνουν τα καημένα, τα ξύπνησαν νωρίς, στέκονται και όρθια στον αγιασμό, ακούνε και διάφορα βυζαντινά, ο εγκέφαλός τους ζητάει επειγόντως οξυγόνωση και τα σαγόνια ανοίγουν. Κινδυνεύουν να χάσουν λόγια μεγάλων ανδρών που πηγαίνουν να εκκλησιαστούν μαζί τους την πρώτη μέρα του Δημοτικού, γύρευε γιατί. Εκεί στο σχολείο της Παιανίας που πήγε ο Πρωθυπουργός μπορεί να είχαν γλαρώσει και να μην άκουσαν αυτή τη συγκινητική του διαβεβαίωση, ότι η Πολιτεία θα είναι αρωγός στην εκπαιδευτική τους προσπάθεια. Ευτυχώς το επανέλαβαν πλειστάκις τα δελτία ειδήσεων, κι εμείς οι μεγαλύτεροι θυμηθήκαμε εκείνη την ιστορική αρωγή που μαζί με την ευδοκίμηση είχε χαλάσει κόσμο στο θέμα της Έκθεσης των Εισαγωγικών στα Πανεπιστήμια που μάλλον δεν λέγονταν τότε «Πανελλήνιες». Τότε υποστήριζαν πολλοί ότι τα παιδιά που τελείωναν το Λύκειο δεν ήξεραν τι θα πουν αυτές οι δύσκολες λέξεις. Είδατε λοιπόν πόσο πολύ έχουμε προοδεύσει ως λαός; Τώρα πια ξέρουν και οι μαθητές της Α΄ Δημοτικού, και μάλιστα πριν μπουν στην τάξη, τι θα πει αρωγός. Το έχουμε πει, έχουμε το πολιτιστικό πλεονέκτημα, τι τα θες, είναι στο DΝΑ. Οι γνώσεις περνάνε από γενιά σε γενιά, αφού εκείνα τα παιδιά του Λυκείου με την αρωγή μπορεί να είναι τώρα γονείς μαθητών Α΄ Δημοτικού. Αλλά και να μην κατάλαβαν πολύ καλά την έννοια (είναι και λίγο εξωπραγματική) σημασία έχει ότι έπιασαν το νόημα: στο σχολείο μαθαίνεις διάφορα ακαταλαβίστικα με βαρύγδουπο ύφος. Όσο πιο γρήγορα γίνει κατανοητό τόσο το καλύτερο, για να μπορεί και η Πολιτεία να κάνει τη δουλειά της. Ως αρωγός, βεβαίως.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Για το καλό του παιδιού...

Τόσες και τόσες έρευνες δημοσιεύονται κάθε μέρα. Όλο και περισσότεροι θέλουν να κάνουν διδακτορικά. Γιατί καταπιάνονται με την κοινωνική συμπεριφορά του αρουραίου (ναι, υπάρχει τέτοιο διδακτορικό) και δεν ασχολούνται με τη μετάλλαξη που παθαίνουν οι άνθρωποι όταν γίνονται γονείς; Ποιες ορμόνες εκκρίνονται με τη γέννηση του παιδιού, που οι τριαντάρηδες κολλητοί μου αρχίζουν και συμπεριφέρονται σαν τη μαμά μου; Ποια ουσία αναγκάζει τον εγκέφαλο να επαναλαμβάνει τη φράση «όταν θα γίνεις μάνα, θα καταλάβεις;». Και τελικά τι είναι εκείνο που κάνει τους γονείς να θεωρούν εαυτούς αλάνθαστους και να κρατούν τον ρόλο του Θεού, διότι του Πάπα τούς πέφτει λίγος; Δεν πρέπει να ερευνηθεί για ποιο λόγο η μάνα έφτασε να σκοτώσει την κόρη της επειδή δεν ενέκρινε τη σχέση της; Με ποιο δικαίωμα αποφάσισε να αφήσει ορφανό το εγγόνι της, επειδή δεν ενέκρινε τη σχέση των γονιών του; Και τι την ώθησε να αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να την καθορίσει; Το πρόβλημα βεβαίως είναι πως η μάνα τούτη, που ήρθε προ ημερών στην επικαιρότητα, δεν είναι η μόνη. Είναι πολλοί οι γονείς που «δολοφονούν» τα παιδιά τους με τον τρόπο τους. Είναι πολλοί οι πατεράδες που θέλουν με το ζόρι την κόρη γιατρό, κι ας μην έχει εκείνη τη δυνατότητα να τελειώσει ούτε το σχολείο. Εκείνοι πιέζουν, δημιουργούν ενοχές και γεμίζουν τα παιδιά συμπλέγματα. Και είναι πολλές οι μανάδες που θέλουν να παντρέψουν τον γιο με το ζόρι, με μια καλή κοπέλα, κι ας αρνείται εκείνος (κάτι παραπάνω θα ξέρει). Και όταν έρχονται τα διαζύγια, φταίει η υπερκαταναλωτική κοινωνία, η αλλοτρίωση, οι «καινούργιες που δεν είναι άξιες». Δεν φταίνε ποτέ εκείνοι που επιβάλλουν τη γνώμη τους με κάθε μέσο: «καρδιακές προσβολές» και «εγκεφαλικά», κλάματα και απειλές. Φταίει κάποιος άλλος. Κάτι άλλο. Εξάλλου εκείνοι είχαν μία και μόνο αγαθή πρόθεση: ό,τι έκαναν, ήταν για το καλό των παιδιών τους. Το αποτέλεσμα δεν μετράει.

Το πεδίο με τα χρυσόβουλα. (ή μήπως το παιδίο;)

Αυτό θα πει παράδοση παιδιά μου, ή μάλλον παιδία, αν ακόμα αναρωτιέστε τι έπρεπε να γράψετε στην Έκθεση. Βυζαντινά χρυσόβουλα που φέρνουν στο άβατο του Βατοπεδίου πολύ βατά και ακριβά οικόπεδα για εκμετάλλευση. Είναι σκληρό να ζεις μέσα στο άβατο των βάτων, γι΄ αυτό και το πεδίο με τα βάτα έγινε παιδίο μέσα στα βάτα. Κι όπως όλοι ξέρετε, τα παιδία κοστίζουν. Υπάρχει μία ακόμα εκδοχή για την ορθογραφική αλλαγή: το πεδίο θυμίζει την πέδη, που θα πει φρένο, και η έννοια αυτή δεν ταιριάζει σε μια μονή γεμάτη χρυσόβουλα. Γενικά το άβατο σε συνδυασμό με τα βάτα δημιουργεί ξέφρενες καταστάσεις. Εξάλλου δεν πρόκειται για πεδίο, για πεδιάδα, αλλά για όρος, άγιο μάλιστα, άβατο της περισυλλογής, γυναίκες απαγορεύονται, όχι παίζουμε, δύσβατη οδός αναζήτησης και δοκιμασίας. Εκεί οι άνθρωποι αποσύρονται από τα εγκόσμια, αν δεν το καταλάβατε. Γι΄ αυτό χρειάζονται για σουβενίρ των εγκoσμίων ακριβά ακίνητα, να εξασκούνται με τη γλυκιά νοσταλγία. Στερούνται τα πάντα οι καημένοι, εκτός από το φαγητό που είναι σαφές ότι παραμένει η μόνη τους απόλαυση. Το ράσο δεν κάνει τον παπά, αλλά κρύβει την κοιλιά. Εξάλλου θυμίζει κι αυτό παιδία, οι κρυμμένες κοιλιές είναι σαν να εγκυμονούν και ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά. Σκεφτείτε τι κινδύνους διατρέχουν οι μοναχοί διατηρώντας τέτοιες κοιλιές, πόσο κινδυνεύουν καθημερινά από εμφράγματα και εγκεφαλικά, κι όλα αυτά προς δόξαν της ορθοδοξίας και τη σωτηρία της ψυχής τους. Ρίγη συγκίνησης μας διαπερνούν μέρες τώρα, που μαθαίνουμε πόσο σπουδαία πράγματα οργανώνουν οι άξιοι συνεχιστές της αδερφικής πορείας κράτους και εκκλησίας. Εκκλησίας και κράτους μάλλον, είναι σαφές ότι ο αρχαιότερος θεσμός παραμένει ο ισχυρότερος, αυτός που υπηρετείται με πάθος.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Διχάζουν οι «Ρομπέν των φτωχών»

«Είμαστε οι νέοι «Ρομπέν των φτωχών». Δίνουμε δωρεάν τα αγαθά πρώτης ανάγκης σε αυτούς που τα χρειάζονται. Αυτός είναι ο λόγος που κάνουμε τις απαλλοτριώσεις των σούπερ μάρκετ και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε». . Στις 31 Μαΐου μαζί με μια ομάδα κουκουλοφόρων εισέβαλαν στο σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτη στα Εξάρχεια και φόρτωσαν τρόφιμα σε καροτσάκια, τα οποία μοίρασαν στη συνέχεια σε πολίτες που βρίσκονταν στη λαϊκή αγορά της οδού Καλλιδρομίου. Ακολούθησε η «απαλλοτρίωση», σύμφωνα με τον ορισμό των αναρχικών, των σούπερ μάρκετ Βερόπουλος και DΙΑ, στις 14 Ιουνίου στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, ακολούθησε μια ακόμη επιδρομή σε σούπερ μάρκετ στη Νέα Σμύρνη, ενώ την προηγούμενη Πέμπτη 100 κουκουλοφόροι άδειασαν«Η οικονομική κρίση βοηθά ώστε τέτοιες πράξεις να έχουν πέραση στον κόσμο και να αποκτούν και μια ρομαντική διάσταση» τα ράφια του σούπερ μάρκετ Μασούτης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια μοίρασαν τα τρόφιμα σε πολίτες. «Ο κόσμος έχει ανάγκη αυτό που κάνουμε. Παππούδες, γιαγιάδες, μητέρες μάς έλεγαν ευχαριστώ που τους δίναμε δωρεάν τυριά, αλλαντικά και κονσέρβες. Δεν βρέθηκε ούτε ένας που να αρνηθεί αυτό που του δίναμε. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να συνεχίσουμε». «Επικοινωνιακός συμψηφισμός» «Με τέτοιου είδους ενέργειες επιχειρείται ένα είδος επικοινωνιακού συμψηφισμού από τον χώρο των αναρχικών. Οι ομάδες των κουκουλοφόρων που κλέβουν τα τρόφιμα από τα ράφια και τα ψυγεία των σούπερ μάρκετ είναι πιθανόν να έχουν στενή σχέση και με τις ομάδες που σπάνε βιτρίνες καταστημάτων και πυρπολούν υποκαταστήματα τραπεζών. Όσο παλαιοεπαναστατικό χαρακτήρα και να προσπαθούν να προσδώσουν σε αυτές τις ενέργειες, έχω την άποψη πως δεν πρόκειται για ένα άλλο είδος επαναστατών που δρουν μακριά από τις ομάδες των κουκουλοφόρων όπως τις γνωρίζουμε. O αναρχικός χώρος επιχειρεί με αυτές τις «απαλλοτριώσεις» των τροφίμων και το μοίρασμά τους στους πολίτες να εξωραΐσει κακώς κείμενα του Αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις «απαλλοτριώσεις», όπως αποκαλούν τις κλοπές προϊόντων από σούπερ μάρκετ και το μοίρασμά τους στον κόσμο, δηλώνουν οι αναρχικοί χώρου και να δημιουργήσει μια εικόνα συμπάθειας στους πολίτες. «Από τη μια επιχειρούν να δώσουν μια άλλη εικόνα ηθικής. Των ανθρώπων που βοηθούν τους συνανθρώπους τους που δεν έχουν τα χρήματα να αγοράσουν κάποια είδη. Από την άλλη επιχειρούν να πουν πως δεν είμαστε μόνο υπεύθυνοι για το κάψιμο της σημαίας ή των ΑΤΜ, αλλά έχουμε και κοινωνικό πρόσωπο». «Ήμουν στη λαϊκή και ψώνιζα εκείνη τη στιγμή, όμως στο πάνω σημείο της προς Ολυμπιάδος. Η αντίδραση του κόσμου που κατέφθανε με τα προϊόντα ήταν πάρα πολύ θετική! Όλοι έλεγαν ότι καλά έκαναν και πόσο ακριβή έχει γίνει η ζωή. Μπράβο στα παιδιά και μακάρι να πολλαπλασιαστούν Στο Αμβούργο δραστηριοποιείται η πιο ευφάνταστη ομάδα «Ρομπέν των φτωχών». Τα 30 μέλη της ομάδας ντύνονται με στολές ηρώων από κόμικς και «χτυπάνε» καταστήματα με ακριβά προϊόντα τέτοιες δράσεις!!», γράφει στο indymedia ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες της τελευταίας «απαλλοτρίωσης» στη Θεσσαλονίκη. Ένας άλλος στον ίδιο δικτυακό χώρο επισημαίνει: «σχολιάζεται θετικά σήμερα σε χώρους εργασίας και καφενεία της περιοχής. Μου έκανε πολλή εντύπωση με πόσο θετικό τρόπο μιλούσαν για τους αναρχικούς». «Η οικονομική κρίση που υπάρχει βοηθά ώστε τέτοιες πράξεις να έχουν πέραση στον κόσμο και να αποκτούν και μια ρομαντική διάσταση και ένα λαϊκό έρεισμα. Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να λειτουργεί το μοίρασμα των προϊόντων ως άλλοθι για μια παράνομη πράξη.

Κι ύστερα ήρθαν οι μελιτζάνες

O σεμνός ήταν αυτός που μιλούσε από το βήμα. Ταλέντο ρητορείας, προικισμένη εκφορά λόγου, δοκιμασμένο θέαμα, μόνο που τόσο δοκιμάστηκε ώστε να αρχίσει να χάνει το γούστο του. Μπορεί να μην είναι συγκλονιστική ως Διεθνής Έκθεση η ΔΕΘ, αλλά ως ντόπια τελετή έχει αποκτήσει τη σημασία ενός ελληνικού Χαλοουίν, τουλάχιστον. Πάντα μας έλειπε μια φθινοπωρινή γιορτή. Κι ας είναι εντελώς αντίθετη από το Χαλοουίν, σοβαρή και γραβατοφερεμένη, τεχνολογική και οικονομίστικη, αν το καλοσκεφτείς όλα αυτά μαζί στο βάθος περιέχουν μεγάλη δόση τρόμου για πολύ κόσμο, πιο ισχυρού από αυτόν που πουλάνε τα πιτσιρίκια ντυμένα κακές μάγισσες το Χαλοουίν. Συμβολικά ήταν φορτωμένη όπως έπρεπε. Στο βήμα η σεμνότης, από κάτω η έλλειψη σεμνότητας: όλοι αυτοί οι διαδηλωτές που σπατάλησαν ένα σωρό ζαρζαβατικά για να δείξουν την αντίθεσή τους στον Πρωθυπουργό και στον λόγο του, σίγουρα δημιούργησαν ένα κλίμα γραφικό, ενδιαφέρον και πολύχρωμο, αν και κάπως υποτιμητικό για τα λαχανικά. Γιατί να θεωρείται σύμβολο αποδοκιμασίας η ντομάτα, η υπέροχη, ωφέλιμη, δροσερή και γεμάτη βιταμίνες, που μάλιστα ζει τη μεταβατική της εποχή, από εποχικό λαχανικό ετοιμάζεται να γίνει θερμοκηπίου και να ακριβύνει; Ευτυχώς οι διαμαρτυρόμενοι σκέφτηκαν και τις μελιτζάνες, πιο ανθεκτικές στις ρίψεις, πιο κρουστές, χτυπάνε αλλά δεν χαλάνε. Υπήρξε ένα περίσσευμα μελιτζάνας, ένα κονδύλι για πολιτικές μελιτζάνες, όπως δίνεται για αφίσες, για ντουντούκες, για πλακάτ. Όμως η μελιτζάνα έχει άλλη δυναμική. Στρώθηκαν στην άσφαλτο οι μελιτζάνες της διαμαρτυρίας κι αμέσως δημιουργήθηκε κάτι σαν τελετή λήξης: βρέθηκαν άνθρωποι που άρχισαν να σκύβουν και να τις μαζεύουν σε σακούλες πλαστικές. Χωρίς μιλιά, εντελώς άσεμνα αλλά εξαιρετικά ταπεινά, χωρίς ρητορεία, αλλά και χωρίς κουράγιο για διαμαρτυρία. Και δεν θα μάθουμε ούτε πώς τις μαγείρεψαν.

Ντοπαρισμένες υπερπαραγωγές-ελληνικό σινεμά

ΣΑΝ ΤΑ ΝΤΟΠΑΡΙΣΜΕΝΑ σώματα των αθλητών από τις αναβολικές ουσίες μοιάζουν πολλές σημερινές, κινηματογραφικές υπερπαραγωγές - όχι μόνο του Χόλιγουντ, αλλά και από την Ασία ή άλλες γωνιές της Γης...- οι οποίες είναι βουτηγμένες στα ψηφιακά εφέ και κατασκευασμένες στα κομπιούτερ. Όπως δηλαδή τα ντοπαρισμένα κορμιά των αθλητών δεν έχουν καμιά σχέση με τα αθλητικά ιδεώδη, έτσι και πολλά ψηφιακά φιλμ δεν έχουν καμία σχέση με την «κινηματογραφική τέχνη»- άντε το πολύ να τα πεις τεχνολογικά, εικονικά επιτεύγματα... Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι θα γυρίσεις την πλάτη στην εποχή σου. Το ζήτημα είναι να καταφέρεις να εντάξεις αυτά τα τεχνολογικά επιτεύγματα στην υπηρεσία της τέχνης του κινηματογράφου, διαφορετικά μιλάμε για videogames κατασκευές. Η νέα κινηματογραφική σεζόν αρχίζει αυτές τις μέρες με τις περισσότερες ταινίες ανάλογης... κοπής και ραφής . Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο ελληνικός κινηματογράφος. Γιατί, άραγε, νομίζουμε ότι χρόνο με τον χρόνο όλο και περισσότερες ελληνικές ταινίες πάνε πολύ καλά στα ταμεία και το σινεφίλ κοινό δεν γυρίζει, πλέον, την πλάτη στον εγχώριο κινηματογράφο; Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ο κυριότερος νομίζω ότι οφείλεται στην ανάγκη του θεατή να ακούσει τη δική του γλώσσα στο «πανί». Και στο ότι έχει βαρεθεί την πληθώρα των ψηφιακών και μεταλλαγμένων φιλμ-videogames. Κάτι που εκφράζεται, πια, και σε αρκετές που μας πέρασε ο «Εl Greco»- πάνω από 1.200.000 εισιτήρια κατατρόπωσε όλους τους χολιγουντιανούς ψηφιακούς «υπερκολοσσούς» (στα χαρτιά αυτό, γιατί στην πραγματικότητα κοστίζουν ελάχιστα και πλασάρονται ως ακριβά φιλμ). Φέτος, επίσης, πήγαν σούπερ στα ταμεία και οι ελληνικές κωμωδίες . Οι αντιρρήσεις για τις ελληνικές ταινίες πολλές, αλλά το θέμα δεν είναι εκεί, μα στο γεγονός ότι ελληνικά προϊόντα καταφέρνουν - επιτέλους!- όχι μόνο να είναι ανταγωνιστικά με τα ξένα, αλλά και να τα ξεπερνούν!

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Κτίζοντας το Αιγαίο

Κοιτάζω απ΄ το μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Κάπου στις Κυκλάδες. Ο απέναντι λόφος λεηλατημένος. Δρόμοι κάθετοι προς τις ισοϋψείς που ο καθένας τους οδηγεί σ΄ ένα μόνο σπίτι. Εκσκαφές θηριώδεις για να χωρέσουν τα θεμέλια μικρών πολυκατοικιών. Στα πρανή, μπάζα εκβραχισμών. Τσιμεντένια γιαπιά χάσκουν με θέα τη θάλασσα. Τηλεγραφόξυλα που τονίζουν το χάος των καλωδίων. Μεζονέτες στην κορυφογραμμή. Το τοπίο αναστατωμένο. Η αισθητική πυροβολημένη. Η ανάπτυξη συνεχίζεται. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, στις Κυκλάδες τα τελευταία δύο χρόνια τα νεόδμητα αντιστοιχούν σε είκοσι μεσαίες πόλεις. Οι υποδομές έρχονται εκ των υστέρων. Προβλήματα στο δίκτυο του νερού, προβλήματα στην αποχέτευση, προβλήματα στην ηλεκτροδότηση. Ιδιαίτερα στα κοντινά νησιά που στην ουσία λειτουργούν ως προάστια της Αθήνας. Των οποίων οι εύποροι κατά κανόνα έποικοι, δεν χάνουν την ευκαιρία να στιγματίζουν την κεντρική διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση για τις ανεπάρκειές τους, την «εγκληματική» τους αδιαφορία για την έγκαιρη απομάκρυνση των σκουπιδιών, την πλημμελή λειτουργία των βιολογικών καθαρισμών (όπου υπάρχουν), την τραγική κατάσταση των δρόμων. Όμως δεν ρώτησαν, πριν εγκαταστήσουν τις πολυτελείς τους βίλες και τις πισίνες, αν πράγματι ο τόπος αντέχει το δικό τους «οικολογικό αποτύπωμα». Ξεχνούν επίσης ότι δεν μπορούν να είναι εντολείς των εκλεγμένων τοπικών αρχόντων αφού δεν τους ψηφίζουν. Κανείς δεν χρωστά σε κανέναν. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Οι καλοκαιρινοί εισβολείς ακόμη περισσότερο. Γιατί ενώ αναζητούν ένα εξωαστικό περιβάλλον, είναι αυτοί που αστικοποιούν την ύπαιθρο χώρα και την κάνουν σιγά σιγά να μοιάζει με τις γειτονιές των μεγαλουπόλεων. Το ίδιο το εργαλείο της απόδρασης από τον χώρο της καθημερινότητας, με τον καιρό καταργεί τον εαυτό του. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν όρια. Αν η οικιστική επέκταση στα νησιά του Αιγαίου συνδεόταν μόνο με τη βιομηχανία του τουρισμού, τα πράγματα θα ήταν λίγο πιο εύκολα. Γιατί ο τουρισμός έχει τη δική του λογική. Οι επενδύσεις σε υποδομές αυξάνονται ανάλογα με τις μεσοπρόθεσμες τάσεις στην αγορά και τις πολιτικές των επιδοτήσεων. Στις Κυκλάδες τα τελευταία δύο χρόνια τα νεόδμητα αντιστοιχούν σε είκοσι μεσαίες πόλεις. Οι υποδομές έρχονται εκ των υστέρων. Αναζητώντας ένα εξωαστικό περιβάλλον, αστικοποιούμε την ύπαιθρο Είναι κατά κάποιον τρόπο ελεγχόμενες. Έπειτα το ίδιο το προϊόν είναι πεπερασμένο. Υπάρχει, τέλος, και ο ανταγωνισμός, που σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησε υπέρ του περιβάλλοντος με την έννοια της συνάρτησης της αναψυχής και των διακοπών με την ποιότητα. Μπορεί για παράδειγμα η διαχείριση του χώρου και η διατήρηση του τοπίου να αποτελέσουν μέλημα των επενδυτών προκειμένου να βελτιώσουν τη θέση τους έναντι των ανταγωνιστών τους. Με την έννοια αυτή, οι μεγάλες τουριστικές υποδομές έχουν λιγότερες επιπτώσεις αφού υπόκεινται σ΄ έναν διπλό έλεγχο. Αυτόν του κράτους (αν το θέλει) και αυτόν της αγοράς. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη μικρή ιδιοκτησία. Αυτή δεν γνωρίζει όρια, παρά μόνο αυτά της οικονομικής συγκυρίας. Σε γενικές γραμμές, μπορεί να επεκτείνεται απεριόριστα στον βαθμό που και τα πιο ακραία κτήματα μετατρέπονται σε οικόπεδα και στον βαθμό που νέα συνεχώς κοινωνικά στρώματα μπαίνουν στο χρηματιστήριο της εξοχικής κατοικίας. Κοινωνικά στρώματα εγχώρια και εισαγόμενα, που εκτός από την αναζήτηση της διαφορετικότητας και της ιδιωτικότητας στο περιβάλλον των διακοπών, βρίσκουν έναν εύκολο τρόπο για την τοποθέτηση του όποιου οικονομικού πλεονάσματος. Νεόπτωχοι και νεόπλουτοι εναλλάσσονται στους ρόλους, αλλά διατηρούν τα κεκτημένα. Επώνυμοι εκδότες, συγγραφείς, μεγαλογιατροί, μηχανικοί, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες και πολιτικοί σέρνουν τον χορό. Οι υπόλοιποι ακολουθούν. Και όλοι συνεχίζουν να καταγγέλλουν. Το κράτος, την Αυτοδιοίκηση, την έλλειψη σχεδιασμού, την κερδοσκοπία (των άλλων), τα συμφέροντα (εν γένει). Εκ του ασφαλούς και αφού έχουν κατοχυρώσει το δικό τους- συνταγματικά κατοχυρωμένο μεν, πλην όμως αδιανόητο με τα ευρωπαϊκά δεδομένα δικαίωμα. Αυτό της εκτός σχεδίου δόμησης. Κανένα χωροταξικό δεν θα λύσει το πρόβλημα: μιας κοινωνίας δηλαδή που συνωμοτεί ενάντια στον εαυτό της. Μόνο μια συνταγματική μεταρρύθμιση που θα καταργεί αυτόν τον άγριο και κοινωνικοποιημένο καπιταλισμό της εμπορευματοποίησης του χώρου. Που θα αναγνωρίζει ως αξία το συλλογικό αγαθό, το τοπίο, την αδόμητη έκταση, την ελεύθερη παραλία, τις πεζούλες, τις πετρόχτιστες μάντρες, τα μικρά και άνυδρα μποστάνια, τις συκιές που φυτρώνουν στα χαλάσματα, τη σιωπή που φέρνει το σκοτάδι.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Η μελαγχολία του Σεπτέμβρη

Η όμορφη Κηφισίας όμορφα «φλέγεται». Ξανά. Καθώς την κατεβαίνω σιγά σιγά- με φρένο/γκάζι και διαρκές βρισίδι- μου έρχεται μια παλιά σκέψη στο μυαλό και ανατριχιάζω. Όλα επαναλαμβάνονται τελικά, όλα είναι προβλέψιμα. Ακόμα κι αυτή η σεπτεμβριάτικη μελαγχολία που συνδυάζεται με την μποτιλιαρισμένη λεωφόρο, τα συγκεκριμένα φώτα που ανάβουν σε ορισμένα σημεία της διαδρομής, με την ειδικού τύπου ψύχρα στο ύψος του Άλσους του Συγγρού, με την γκρίνια που είναι διάχυτη μέσα μου και ψάχνει εναγωνίως να βρει αφορμή να ξεσπάσει. Από τότε που θυμάμαι τις επιστροφές μας από την Αίγινα- τέλη Σεπτεμβρίου άνοιγαν τότε τα σχολεία- οι αποχρώσεις των πρώτων φθινοπωρινών ουρανών έγραφαν το ίδιο βαριά μέσα μου. Παιδιόθεν το κουσούρι. Τώρα οδεύω προς το πατρικό μου σπίτι και με πιάνουν - εκ των προτέρων- τα νεύρα μου, γιατί ξέρω ότι δεν θα βρίσκω να παρκάρω. Ειδικά αυτή την εποχή μού είναι αφόρητο να ψάχνω να παρκάρω κοντά στο πατρικό μου. Αφόρητη η Κηφισίας- το πάρκινγκ, το πατρικό μου σπίτι κι εγώ. Και ο Σεπτέμβρης. Θα βάλω το κλειδί στην πόρτα, θα πω καλησπέρα, θα τους δω να κάθονται ακίνητοι στον καναπέ να βλέπουν τηλεόραση. Όλα είναι ίδια γύρω μουοι καναπέδες, τα χαλιά, η αίσθηση της θαλπωρής, η μυρωδιά της κουζίνας. Στην ίδια θέση και η τηλεόραση. Αλλά η εικόνα είναι άλλη. Εκείνοι οι δυο είναι άλλοι. Και γιατί να υπάρχουν πάντα οι τύψεις ότι ποτέ δεν καταφέρνεις να κάνεις ό,τι έκαναν κάποτε εκείνοι για σένα; Ότι ποτέ δεν θα προλάβεις να ακούσεις όσα θα ήθελαν (ενδεχομένως) να σου πουν; Ποτέ δεν έρχεται αυτή η στιγμή, η κατάλληλη στιγμή των εξομολογήσεων και πάνω- κάτω την Κηφισίας, Σεπτέμβρη τον Σεπτέμβρη, δυναμώνει η ένταση της τηλεόρασης, και πρέπει να τους φωνάζεις να σε δουν- κι αν σε δουν, δεν αλλάζει πλέον εύκολα το βλέμμα τους. Αλλά γιατί φρικάρω εγώ με όλα αυτά, αφού έτσι είναι, τα βλέπω καθημερινά, τα παίρνω μαζί μου, τα πάω και τα φέρνω χρόνια τώρα. Γιατί δεν σκέφτομαι ότι ένα μποτιλιάρισμα είναι, η γνωστή σεπτεμβριάτικη επιστροφή (των βαρβάρων), η Αθήνα της βαριάς μου διάθεσης, της αναμενόμενης φθινοπωρινής γκρίνιας, της επανάληψης. Τουλάχιστον θα βρω τίποτα ωραίο στο ψυγείο τους; Μέχρι και τώρα, πάντα βρίσκω κάτι να παίρνω...

Θέατρο κατσάβραχων

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ τοπίο της πόλης, οι καινούργιες της αφίσες, μας πληροφορεί ότι έρχονται ένα σωρό σπουδαίοι καλλιτέχνες να υποδεχτούν το φθινόπωρο στην Αθήνα. Ή να τραβήξουν περισσότερο το καλοκαίρι τους, θα τους είπαν ότι κάνει ζέστη και τα υπαίθρια θέατρα λειτουργούν ακόμα. Υπαίθρια θέατρα χαμένα στις υπώρειες των ορέων, Πέτρας το ένα, Βράχων το άλλο, υπάρχει και ένα Ρεματιάς; Σε μέρη άγνωστα ακόμα, αναδυόμενα, πρώην λατομεία, πρώην ποτάμια, πρώην βουνά, ανήκουν σε μια αστική γεωγραφία που επεκτείνεται μέχρι να βρει βράχο και να σταθεί. Μπορεί δηλαδή κάποιος άνθρωπος του κέντρου να ξεκινήσει για το Βράχων και να βρεθεί στο Πέτρας, που είναι ακριβώς στην άλλη άκρη της Αθήνας, κι άντε να γυρίσεις πίσω. Είναι ζωτικής σημασίας να πετύχεις τη σωστή πετριά με την πρώτη, γιατί ύστερα σου χρειάζεται μεγάλη ψυχική αντοχή να ταξιδέψεις σε άγνωστες γειτονιές με περαστικούς που πρώτη φορά ακούνε ότι το λατομείο έχει γίνει θέατρο, να παρκάρεις σε χωράφια σηκώνοντας σύννεφα σκόνης όταν τελικά το βρεις, κι ύστερα να την αναπνεύσεις κιόλας. Οπότε θα πρέπει να δεις αριστούργημα για να αποζημιωθείς. Ήδη ο Λυκαβηττός με την ανηφόρα του μας δυσκόλευε ως φιλοθεάμον κοινό, αλλά τουλάχιστον ξέραμε τον δρόμο. Πάλι καλά που υπήρξε κι εκεί νταμάρι κάποτε κι απέκτησε η νεώτερη Αθήνα ένα υπαίθριο θέατρο. Αλλιώς θα είχε μείνει με το ρωμαϊκό της, το Ηρώδειο, αφού ποτέ δεν περίσσεψε στην ακριβή της χωροταξία τίποτα μεγαλύτερο από θερινό σινεμά. Το κακό είναι ότι αμέσως μετά άρχισε η αποκέντρωση στην εξόρυξη πέτρας. Οπότε, οι μόνες ελπίδες για νέα μεγάλα υπαίθρια θέατρα είναι τα λατομεία της Πεντέλης και του Μαρκόπουλου.

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Ψάρεμα στη φεγγαρόστρατα

Δεν είχα ξαναπάει και η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να βρω τόση ομορφιά σε κάθε στροφή της, σε κάθε γύρισμα του δρόμου από κόλπο σε κόλπο. Λευκή άμμος, θεόρατοι βράχοι και διάφανα γαλάζια νερά. Τη γύρισα με το πλοίο αλλά και με αυτοκίνητο και την έφαγα με τα μάτια μου. Ήμουν χορτάτος από τη Λευκάδα όταν λίγο πριν φύγω έτυχε να δω εκεί ενός άλλου είδους αποπλάνηση, που με άφησε εξίσου έκπληκτο. Σουρούπωνε και η θάλασσα σκοτείνιαζε μπροστά μου μέχρι που σαν καντηλάκια φάνηκαν απέναντι τα πυροφάνια και ακούστηκε ρυθμικός ο παφλασμός των ανεπαίσθητων κυμάτων που σχημάτιζαν οι ψαράδες με τα κουπιά τους. Μου είπαν πως έπρεπε να πάω μαζί τους και δεν αντιστάθηκα. Το φως έφεγγε τον βυθό και έγειρα για να δω τα καλαμάρια που μαζεύονταν τριγύρω. Δεν αλλάξαμε κουβέντα, μού έκαναν νοήματα. Το κουπί αργό, το φως έντονο και η ησυχία απαραίτητη για να επιτευχθεί ο σκοπός. Ήταν ένα νωχελικό σεργιάνι με τα κουπιά να αγκαλιάζουν τη θάλασσα φέρνοντας σιγά σιγά τον γόνο στα ρηχά. Ήθελε πολλή υπομονή και σταθερό ρυθμό. Πέρασαν τουλάχιστον τρεις ώρες για να φανούν τα βράχια και να αστράψει το στεφάνι της απόχης κάτω από το φως. Πολύ αργά πια και ακόμη περισσότερο ρηχά και στενά για τα καλαμάρια. Δεν είχαν πλέον καμία οδό διαφυγής. Σαν υπνωτισμένα ακολούθησαν για ώρες το φως. Ποιος ξέρει πού πίστευαν πως θα τα οδηγούσε. Χωρίς να βιάζονται οι ψαράδες ανεβοκατέβαζαν τις απόχες. Τις έβαζαν άδειες και τις έβγαζαν γεμάτες για καμιά ώρα. Η σοδειά πλούσια αντάμειψε για άλλη μια φορά την υπομονή τους. Τη χαρήκαμε παρέα με λευκαδίτικο κρασί και μέσα στη ζάλη του προσπαθήσαμε να βρούμε τον συμβολισμό που έκρυβε αυτή η αποπλάνηση. Πόσοι από μας είπαμε ακολουθούμε χωρίς να γνωρίζουμε; Διαλέγουμε το φως από το σκοτάδι μόνο και μόνο για να βλέπουμε και ας έχουμε ουσιαστικά τα μάτια μας κλειστά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που βρέθηκα σε αδιέξοδο επειδή πάτησα για ευκολία, χωρίς σκέψη, πάνω στα χνάρια που άφησαν άλλοι. Πίστευα μέχρι τότε πως ήμουν αδαής, ένα... ψάρι, τώρα όμως ξέρω πως ήμουν καλαμάρι.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Μια πόλη ζει με τον φόβο

Στην Κρήτη, συνάντησα τυχαίασε μια έκθεση αγροτικών προϊόντων στο Καστέλλι Κισσάμου - τον τραγικό πατέρα του αδικοχαμένου στο Ρέθυμνο φοιτητή και ανατρίχιασα. Του 21χρονου Μάνου, που τον περασμένο Μάιο σφάχτηκε στο ενετικό λιμάνι εν ψυχρώ για το τίποτα (ένα σουβλάκι!). Με ένα ασήκωτο πλάκωμα στην ψυχή, κοίταζα από μακριά τον ψηλό και λεπτό πατέρα, λεβέντη Κρητικό, ντυμένο στα μαύρα και με γένεια, όπως απαιτεί το πένθος στο νησί. Είναι αυτός που συμβούλευσε από την τηλεόραση τους γονείς να μη στέλνουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στο Ρέθυμνο. Στην όμορφη πόλη, επικρατεί ανησυχία, καχυποψία, φόβος, ανασφάλεια. Η πανεπιστημιούπολη δεν έχει πια την παλιά ανεμελιά. Οι συζητήσεις περιστρέφονται συνεχώς γύρω από αυτό το θέμα. Θεωρούν δεδομένη την ανοχή, την απάθεια, την αδιαφορία, τη συνενοχή πολιτικών και εγκληματιών στην υπόθεση των Ζωνιανών και όχι μόνον. Αισθάνονται ανυπεράσπιστοι, προδομένοι... Όταν φτάσεις στην πόλη τους, σου δείχνουν με αποτροπιασμό τον τόπο όπου έγινε το άγριο φονικό- εκεί που τα παιδιά τους μέχρι πρότινος έπιναν καφέ, περπατούσαν και συζητούσαν αμέριμνα. «Εμείς δεν βγαίνουμε πια Παρασκευοσαββατοκύριακα το βράδυ, και τις άλλες μέρες μόνο νωρίς», μου είπε μια φοιτήτρια από το Τμήμα Νηπιαγωγών. Στους δρόμους κάτω από το υπέροχο κάστρο τη Φορτέτζα- στην παραλιακή περαντζάδα με τους φοίνικες, στα στενά γραφικά δρομάκια με τα ταβερνάκια, τα γέλια είναι πια συγκρατημένα, ο κόσμος λιγότερος. «Θα κάτσουμε να φάμε δώ;», άκουσα τον νεαρό άνδρα να ρωτά την κοπέλα του, όταν βγήκαν από το Ηigh speed. «Άσε καλύτερα, δεν ξέρεις πια εδώ τι γίνεται», ήταν η μετρημένη απάντηση. Το αρχοντικό, γλυκό, Ρέθυμνο ζει πια με τη ρετσινιά του και κινδυνεύει να νεκρώσει... Νοιάζεται, άραγε, κανείς γι΄ αυτό;

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

Επτά βράδια μετρώντας τ΄ αστέρια

«Θα σου χαρίσω τον ουρανό με τ΄ άστρα», λένε συχνά- πυκνά όσοι κύριοι θέλουν να εντυπωσιάσουν αλλά και να έρθουν πιο κοντά στην κοπέλα που έχουν απέναντί τους. Μία τόσο δελεαστική πρόταση μέχρι στιγμής δεν μου έχει γίνει. Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν τη χρειάζομαι καθόλου, αφού μόνος μου έκανα το δώρο αυτό στον εαυτό μου: για 7 ολόκληρες μέρες μού χάριζα τα αστέρια! Όλα έγιναν στο ξενοδοχείο της κυρίας Μεταξίας στο νησί. Για να φθάσεις εκεί, έβγαινες από τον κεντρικό δρόμο, τον ασφαλτοστρωμένο, και για να ένα πεντάλεπτο οι ρόδες του αυτοκινήτου πάλευαν με τις μεγάλες και μικρές πέτρες του χωματόδρομου. Η τοποθεσία όμως σε αποζημίωνε: άνοιγες το παράθυρο και έβλεπες να σε περιτριγυρίζουν πανύψηλα πεύκα, κολλητά το ένα με το άλλο. Ήσουν μέσα στο δάσος. Απόλυτη ησυχία: ούτε φασαρία, ούτε ενοχλητικοί ήχοι. Και πέφτει το βράδυ. Κι αρχίζουν να εμφανίζονται ένα ένα τα αστέρια. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά ο ουρανός γέμισε. Μα είναι πράγματι τόσα πολλά; Μπορούσα να τα μετρήσω- αν και δεν το έκανα από το, φόβο μήπως μία στο εκατομμύριο βγει αληθινός ο σοφός λαός που λέει ότι όσοι μετρούν τα αστέρια το επόμενο πρωί ξυπνούν με καντήλες στο πρόσωπονα βρω τις παράξενες μορφές που σχημάτιζαν, να τα απολαύσω. Κάθε βράδυ μετά τις 10, έπιανα θέση και απλώς κοιτούσα τον ουρανό. Το ίδιο έκανα κι όταν έφθασα στην Αθήνα, στο σπίτι μου. Πήρα την καρέκλα και κάθησα στο μπαλκόνι. Η ώρα πήγε 11 το βράδυ και τα αστέρια που κατάφερα να δω δεν ήταν περισσότερα από δέκα- κι αυτά με μεγάλη προσπάθεια. Η λάμπα που φώτιζε τον δρόμο, τα φώτα της απέναντι πολυκατοικίας, αλλά και οι φωτεινές επιγραφές από τα καταστήματα κάτω από το σπίτι δεν με άφηναν να μετρήσω παραπάνω. Είναι κρίμα να ξαναμπαίνεις στην άσφαλτο και τον πολιτισμό.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

Αύγουστος αυτοκράτορας

Φρόνιμος και συνεργάσιμος ο Αύγουστος φέτος, ήρθε Παρασκευή, τελείωσε Κυριακή, τακτικότατος. Να μην αναστατώσει τους αδειούχους, να βοηθήσει να οργανωθούν, τόσο που πέρασε μια έννοια της τάξης μέσα στην επαφή τους με τη θάλασσα, αυτή την καλοκαιρινή, την ανώδυνη, τους έκανε να πιστέψουν βαθιά ότι τη δικαιούνται. Δόθηκαν ανεπιφύλακτα στην απόλαυσή της, λες και μπορεί κανείς να ξεχνά τα σοβαρά αυτού του κόσμου ατιμωρητί και να κυκλοφορεί επί ώρες με μαγιό και με παρεό όχι μόνο παρά θιν΄ αλός, αλλά και μέσα σε στενά αλλοτινών πόλεων, που υπήρξαν μάλιστα οχυρωμένες και κρυμμένες στα βουνά για τον φόβο των πειρατών. Κι εκεί όπου κυκλοφορούσε ο φόβος των πειρατών, να κυκλοφορεί αεράκι και να σηκώνει τα παρεό και να δροσίζει τις επιδερμίδες που έχουν μαυρίσει εντατικά όλο το πρωί κάτω από την προστασία αντηλιακών. Αύγουστος απατηλός. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ πειρατές και σαν να μην υπήρξε ποτέ ούτε χειμώνας, ούτε κρύο, ούτε λειψυδρία και σκολιώσεις νεαρών κοριτσιών που κουβαλούσαν το νερό από τη βρύση. Όλα εύκολα να τα προσφέρει, σύκα δωρεάν πάνω από ξερολιθιές, και μύγδαλα ακόμα που μόλις ωρίμασαν, και πρώιμα καρύδια, όλα γενναιόδωρα, σαν να μην έχει εφευρεθεί το εμπόριο. Κάποιες μακρινές ειδήσεις προσπάθησαν να πικράνουν τις γεύσεις, σημαίες με δικέφαλους αετούς, Λερναία Ύδρα τελικά αυτός ο δικέφαλος, άπειρα τα κεφάλια του, αλλά ακόμα η ανάλυση της κατάστασης- αναγνώριση, απόσχιση, νεκροί, πρόσφυγες, πόλεμος ψυχρός μετά τον θερμό που έγινε Αύγουστο, φυσικά- όλα αυτά μπορούν να περιμένουν. Μόνο σε ένα μας ξεγέλασε ο ημίγυμνος Αύγουστος, φαινόταν ατελείωτος και τελείωσε, φαινόταν αραχτός αλλά βιαζόταν, τελείωσε πριν να το καταλάβουμε, έφυγε χωρίς αποχαιρετισμούς, σιχαίνεται τα δάκρυα, μην τον είδατε. Ο άτιμος.

Άσπρα φανάρια

Στην οδό Φυλής είναι δύσκολο να περάσεις, πεζός ή εποχούμενος. Ο δρόμος είναι στενός, στα ακόμα πιο στενά πεζοδρόμια παρκάρουν αυτοκίνητα. Τα σπίτια με τη γυμνή λάμπα, μίζερη εξέλιξη του κόκκινου φαναριού, είναι παλιά, παρατημένα, ετοιμόρροπα. Πολλά έχουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, αν τα κοιτάξει κάποιος με ψυχραιμία, αλλά το κυριότερο, για τον διερχόμενο, είναι να σιγουρευτεί ότι δεν θα γκρεμιστούν στο κεφάλι του όταν περπατάει από κάτω. Και φυσικά, στο περιβάλλον αυτό τα σκουπίδια ανθούν και συσσωρεύονται, αιώνια παρατημένες σακούλες, βρώμα και δυσωδία. Το όλο ντεκόρ προφανώς συντηρείται για να ενισχυθεί το αίσθημα ενοχής του πελάτη των πορνείων κι ακόμα περισσότερο η κοινωνική απαξίωση απέναντι στις επαγγελματίες που εκδίδονται. Μη τυχόν και ξεχαστούν, και νομίσουν ότι επιτελούν κοινωνικό έργο ή κάτι τέτοιο. Υπάρχουν πολλοί φιλοσοφούντες που αναλύουν την καλλιέργεια αισθημάτων ενοχής στην κουλτούρα των καθολικών και των πουριτανών, αλλά η σύγχρονη αθηναϊκή υποκρισία έχει μείνει πίσω ως αντικείμενο ανάλυσης. Οι ιερόδουλες, όπως το λέμε σε κομψή δημοσιογραφική γλώσσα, βγήκαν με καύσωνα στους δρόμους της Αθήνας να διαμαρτυρηθούν για τον νόμο που τις περιορίζει ακόμα περισσότερο, φορώντας φερετζέ. Να μην τις γνωρίσουν οι γνωστοί από την τηλεόραση, ίσως και οι συγγενείς τους; Δύσκολο να διεκδικείς οτιδήποτε με καλυμμένο πρόσωπο, έχοντας ενσωματώσει την καταδίκη που σου απαγγέλλουν. Κινδυνεύεις να τη δικαιώσεις, να δημιουργήσεις αίσθημα ικανοποίησης ανάλογο με το χάλι του δρόμου και το χλευαστικό βάρος των λέξεων. Περνάνε νύχτες με χειροπέδες στα κρατητήρια, αν και νόμιμες, κατήγγειλαν οι γυναίκες που αίρουν την αμαρτία του κόσμου, κι ίσως περισσότεροι συντοπίτες μας ένιωσαν ανακούφιση για τη δική τους δυνατότητα να κοιμούνται κάθε βράδυ στο κρεβάτι τους, παρά συμπαράσταση και συμπόνια, παρά θυμό για την απαράδεκτη συμπεριφορά των «οργάνων της τάξης».