Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

Το έτος 2000... ... ο ΟΗΕ υιοθέτησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για τους «Στόχους της χιλιετίας». Ανάμεσα σε αυτούς τους στόχους ήταν και ο περιορισμός της φτώχειας και της πείνας στον κόσμο κατά το ήμισυ έως το 2015. Το κόστος του προγράμματος; Περίπου 150 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Πού βρισκόμαστε σήμερα; Στα μισά... ... του δρόμου, ο ΟΗΕ μόλις έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή του για την εξέλιξη του προγράμματος: «Οι πληθυσμοί που υποφέρουν από πείνα εξακολουθούν να αυξάνονται σε απόλυτους αριθμούς, ενώ οι πενιχρές αμοιβές διατηρούν το 20% του εργαζόμενου πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας». Στα ίδια απογοητευτικά συμπεράσματα καταλήγει και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων: «Περισσότεροι από 920 εκατομμύρια άνθρωποι πέφτουν κάθε βράδυ να κοιμηθούν πεινασμένοι». Ποιες είναι οι αιτίες για όλα αυτά; Γνωρίζουμε πολλές: την υπανάπτυξη, τη διαφθορά, τη δυτική κυριαρχία, τις ανισότητες, τους πολέμους, τα αρπακτικά. Μα η κυριότερη αιτία, είναι πολύ πιο απλή: με κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις, τα κράτη δεν τηρούν τις υποσχέσεις που δίνουν κάθε τόσο στον ΟΗΕ. Τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια που χρειάζονταν για τους στόχους του ΟΗΕ δεν τα έδωσαν ποτέ. Δεν έδωσαν ούτε καν εκατό. Ο θησαυρός... ... των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (σύμφωνα με προσωρινές εκτιμήσεις) που διέθεσαν αυτά τα ίδια κράτη για τη σωτηρία του τραπεζικού συστήματος είναι πράγματι προκλητικός. Σίγουρα κάποιοι θα πουν πως αυτό είναι άσχετο. Θα πουν πως αν οι πλούσιοι φτωχύνουν, οι φτωχοί θα πεινάσουν κι άλλο. Όμως, ύστερα από τριάντα χρόνια συνεχούς ανάπτυξης, οι φτωχοί δεν έγιναν λιγότερο φτωχοί. Τα κέρδη πήγαν στο κεφάλαιο. Θα πουν πως επενδύουν αυτά τα ιλιγγιώδη ποσά για να αποφύγουμε μια καταστροφή που θα είχε συνέπειες σε όλον τον κόσμο. Όμως, το χάσμα που χωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς δεν μίκρυνε καθόλου εδώ και τριάντα χρόνια που τα κράτη κάνουν επενδύσεις. Θα πουν πως τα τρισεκατομμύρια που έριξαν τα κράτη στους τραπεζίτες θα πάνε για επενδύσεις. Όμως, η ανθρώπινη ανάπτυξη είναι κι αυτή μια επένδυση. Θα πουν πως όσοι ζητούν τέτοια πράγματα είναι ανόητοι ιδεαλιστές. Ναι, είναι ιδεαλιστές, επειδή ξέρουν πως με τόσα λεφτά θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει τον κόσμο. Η αλήθεια είναι πολύ πιο απλή. Οι πλούσιοι συσπειρώνονται. Όταν είδαν να καταρρέει ο κόσμος τον οποίο μας έχουν επιβάλει εδώ και τριάντα χρόνια, κυριεύτηκαν από πανικό. Τα κράτη χρησιμοποιούν το δημόσιο χρήμα για να σώσουν την περιουσία τους. Καταχρώνται το δημόσιο χρήμα. Μπορούν να σώζουν τους χρηματιστές της Γουόλ Στριτ, αλλά αφήνουν στην τύχη τους 920 εκατομμύρια πεινασμένους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο, άλλους τόσους άνεργους κι άλλους τόσους φτωχούς. Η κρίση... ... αυτή θα κάνει να πέσουν πολλές μάσκες.

Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει

Προχθές το βράδυ διηγήθηκα σε μια φίλη μια ιστορία. Και εξέφρασα ανησυχία για την κατάληξή της. Ένιωσε την ανάγκη να μου βρει τη λύση. Ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε. Ύστερα από λίγα λεπτά περισυλλογής, γυρνάει ενθουσιωδώς και μου λέει για κάποιον Κινέζο στη Θεσσαλονίκη, που λέει το μέλλον. «Πήγε ένας γνωστός παλιά και ό,τι του είπε έχει βγει. Δεν θέλεις να μάθεις τα μελλούμενα; Εγώ φοβάμαι, αλλά θέλω τόσο να ξέρω. Ακούγεται χαζό; Θέλω κι εγώ να πάω. Πάμε μαζί;». «Εγώ δεν θέλω να ξέρω», της είπα. Νόμιζε ότι φοβάμαι. Μπορεί και να ισχύει. Νομίζω όμως πως απλώς θέλω να νιώσω την ευχαρίστηση της έκπληξης. Ή ακόμη και τον πόνο. Να μη γυρίσω να πω στον εαυτό μου δηκτικά, «το ήξερα, σου το είχα πει». «Γιατί να ξέρεις πώς θα εξελιχθεί η ιστορία;», τη ρωτάω. «Μα ειδικά εσύ, ειδικά τώρα, θα έπρεπε να θέλεις να ξέρεις», μου απαντά αποστομωτικά. Δεν ήταν παράλογη η παρατήρησή της. Όλοι κάποια στιγμή έχουμε αναρωτηθεί τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Κάποιοι έχουν κάνει και ένα βήμα παραπέρα, το έχουν φανταστεί. Κάποιοι άλλοι βλέπουν μελλοντολόγους και μέντιουμ στην τηλεόραση. «Θέλω να ελπίζω. Θέλω να σκέφτομαι τις πιθανές εκδοχές. Θέλω να προσμένω. Αλλά δεν θέλω να ξέρω. Ή μάλλον δεν με νοιάζει να ξέρω. Με νοιάζει να το ζήσω», της είπα. Ακούγεται σχεδόν μοιρολατρικό, αλλά δεν είναι. Νομίζω πως είναι η ακατάσχετη επιθυμία να αισθάνομαι ότι γράφω εγώ το σενάριο. Ότι αντιδρώ αυθόρμητα, χωρίς να με έχει προϊδεάσει κάποιος άλλος. Επέμεινε ότι οι αιτίες της άρνησης είναι μόνο ο φόβος για την άσχημη είδηση και η εκνευριστική, μερικές φορές, λογική μου. Ότι όλοι μας θέλουμε να ξέρουμε. «Μα δεν με νοιάζει», δήλωσα και αποφάσισα να αλλάξω το θέμα της συζήτησης εκστομίζοντας το κλισέ, «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει».

Ηλιόσποροι

Κοντά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ είχαν βάλει ένα ράφι με ξηρούς καρπούς σε πλαστικά κουτάκια. Καθαρισμένα καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα, αλλά και πασατέμπος, και ηλιόσπορος. Πήρα ένα κουτάκι ηλιόσπορο, μου φάνηκε το πιο πρωτότυπο. Ένα τέταρτο του κιλού σποράκια, πόσες ώρες θα έπαιρνε να τα καθαρίσει κανείς με τα δόντια; Μέσα στο πλαστικό κουτάκι υπήρχαν συμπυκνωμένες ώρες κριτς κριτς σε σινεμά, σε παλιές εποχές, σε μιαν άλλη ζωή σχεδόν. Μια μικρή χούφτα κι αμέσως μασουλάς ένα ολόκληρο έργο χωρίς να λερώνεις τίποτα με τσόφλια. Τρομερή η ταχύτητα και η άνεση της εποχής μας. Κι αυτή η μικρή φούχτα μού φέρνει στο μυαλό τοπία της Θράκης, χωράφια με ανθισμένες τις πελώριες, πανέμορφες μαργαρίτες που τις λέμε ήλιους, και τον ίδιο τον ήλιο αυτοπροσώπως να επιβλέπει από ψηλά και να μοιράζει σε κάθε τους πέταλο το χρώμα του. Πάω να ανοίξω το κουτί με τις ρομαντικές αυτές πεποιθήσεις και βλέπω στο χαρτί, στο κάτω μέρος, «προϊόν Κίνας». Καμία σχέση με τα θρακικά χωράφια δηλαδή, αλλά θα μου πεις, όταν ακόμα και τα μεταξωτά Σουφλίου είναι από την Κίνα, δεν θα ήταν οι ηλιόσποροι; Κινέζοι τα φύτεψαν, τα μάζεψαν και τα καθάρισαν, ελπίζω να μη τα ενίσχυσαν με μελαμίνη. Μου φεύγει κάθε όρεξη για τους ηλιόσπορους. Καημένοι Κινέζοι, ξεπέρασαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής για την πολυπόθητη ανάπτυξη, δουλεύουν χωρίς να υπολογίζουν κόπο και κούραση, αλλά άνθρωποι είναι κι αυτοί: απόδειξη ότι ο οργανισμός τους δεν σηκώνει τη μελαμίνη, όπως τη σηκώνουν τα ράφια της κουζίνας ας πούμε, και τα φτηνά πιάτα. Αρρώστησαν τα μωρά τους, μειώθηκαν οι εξαγωγές τους. Μήπως τελικά η νοστιμιά του ηλιόσπορου είναι στο τσόφλι και στο κριτς κριτς; Ή απλώς η προκατάληψη χαλά τη γεύση;