Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Στην υγειά μας, αλλά με ρέγουλο

Ήπια «λίγο» παραπάνω. Κι έγινα... ντίρλα, λένε. Το πόσο λίγο ήταν αυτό το «λίγο», το στριγκλίζει το ξυπνητήρι μου δείχνοντας 0.7.00. ΟΚ, 07.00, αλλά ποιας μέρας (ή μήπως νύχτας;). Ψάχνω το κεφάλι μου κάτω απ΄ τα ιδρωμένα μαξιλάρια και τα ανακατεμένα σεντόνια. Το βρίσκω λίγο λίγο μαζί με ένα αμυδρά δυσάρεστο συναίσθημα ότι το κεφάλι αυτό δεν είναι τόσο δικό μου όσο ήταν πριν το «μαρινάρω» στη βότκα. Και ναι, αρχίζω να θυμάμαι. Η νύχτα. Το μπουκάλι (φινλανδικό ή ρωσικό ήταν;). Το ποτήρι κι έπειτα άλλο ποτήρι και κουβέντα, κι άλλο ποτήρι που φέρνει και την άλλη κουβέντα (την «θα πω και μια κουβέντα παραπάνω»), και κουβέντα στην κουβέντα, «ξέρασα» όλα όσα δεν έπρεπε να ξεράσω (και τη βότκα, που έπρεπε να την ξεράσω, την άφηνα να κυκλοφορεί μέσα μου και να με σπρώχνει να ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσει εκείνη η Άλλη, που όταν εγώ ανοίγω το στόμα μου εκείνη δεν ξέρει πια τι λέει). Και γίνεται της καραπόρνης!«Μα δεν ήθελα να πω ακριβώς αυτό»... «Μα δεν κατάλαβες γαμώτο, δεν εννοούσα αυτό βρε παιδί μου...»... Τίποτα! Δεν έπειθα ούτε εμένα. Είχα μιλήσει! Είχε μιλήσει Εκείνη. Έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται. Και η αλήθεια είναι πως δεν πολυθυμάμαι. Αλλά και τι μπορώ να κάνω τώρα; Όταν φωνάζει ο νοικοκύρης, ο κλέφτης ξέρει ότι είναι από φόβο. Το πρόβλημα τώρα είναι ότι πολλές φορές όταν μιλάει εκείνη, κι αφού έχει μιλήσει εκείνη, δεν ξέρω ποια ούτε ποιος είναι κλέφτης ούτε ποιος είναι νοικοκύρης. Η βότκα; Η αφορμή! Η ευκαιρία- κάθε τόσο να κλέβει ο ένας μας εαυτός από τον άλλο. Λοιπόν, για να καταλήξω: όταν θα ανοίξω το μπουκάλι της vodka ξανά- θα αργήσει αυτό μάλλον- θα αισθάνομαι ένα δέος. Έναν σεβασμό. Μπορεί και λίγο φόβο. Άντε στην υγειά μας. Αλλά με ρέγουλο.

Σας αρέσουν τα αδέσποτα;

Σαν υπερφυσικά παιδιά που ξυπνάνε απότομα τη νύχτα και περιφέρονται μισοκοιμισμένα μοιάζουν οι τρόφιμοι της πλατείας Εξαρχείων, παιδιά που φωνάζουν, τα πρόσωπα που μόλις είδαν στο όνειρό τους με αφύσικα δυνατή φωνή. Σα να ζητάνε απελπισμένα τη μαμά τους, που δεν ακούει, αλλά επιμένουν μήπως κάποια άλλη μαμά τα λυπηθεί, έτσι εξαθλιωμένα που είναι. Βρίζουν τον φίλο τους άδικα, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να βρίσουν κάποιον. Κλωτσάνε άδεια μπουκάλια νερού που πέταξαν οι ίδιοι πριν από λίγο, και πάλι βρίζουν και σκοντάφτουν επάνω τους, σα να είναι τοίχος ενός σπιτιού που φαντάζονται ότι βρίσκονται, με ψηλούς τοίχους. Έχουν φτιάξει κάτι σαν κόσμο δικό τους, ένα είδος σκηνής με κερκίδες τα γύρω καφενεία, τα μπαλκόνια, την πόλη, και παίζουν ό,τι έργο τους έρθει στο μυαλό εκεί πέρα, κείμενα σε αυτόματη γραφή, αυθόρμητα παραληρήματα. Κι ο Δήμος Αθηναίων τους φύτεψε για συντροφιά ένα από εκείνα τα ηλεκτρονικά πανό όπου με κόκκινα ψηφιακά γράμματα απευθύνεται στους πολίτες και τους ενημερώνει. Ήταν κάτι που έλειπε από τη ζωή μας, αυτά τα μαύρα κουτιά στις ωραίες μας πλατείες. Αυτό είναι το πιο βρωμερό της Αθήνας και γράφει: «Ημέρα προστασίας αδέσποτων ζώων- γράφουν τα κόκκινα γράμματα. Υιοθέτησε κι εσύ ένα αδέσποτο ζώο. Διάλεξε ένα που να σου αρέσει και προστάτεψέ το». Και πάει το βλέμμα από τη φωτεινή προτροπή στα δυστυχισμένα πλάσματα της πλατείας, τα χαμένα στον απρόσιτο κόσμο τους ανθρώπινα πλάσματα, και λες, πώς το σκέφτηκε και το συνδύασε. Τόση αβάσταχτη ειρωνεία σε αυτές τις φράσεις, τόσος χλευασμός για ζώα και ανθρώπους, για την έννοια της προστασίας και της υιοθεσίας δεν μπορεί να είναι τυχαία. Τα λατρεύει τα αδέσποτα ζώα ο Δήμος.