Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Ο εκβιαστής της διπλανής πόρτας

Χαλάει ο κόσμος από τις αποκαλύψεις, τις συγκαλύψεις και τις επικαλύψεις. Στις εθνικές επιτροπές πηγαινοέρχονται τα λαθραία ντιβιντί με ρυθμό πίτσας ντελίβερι σε αγώνα μπαράζ. Κι εμείς, οι άσχετοι, παρακολουθούμε ζαλισμένοι, και ολίγον απογοητευμένοι. Λίγο μας ενδιαφέρει ποιος μόνταρε τι, ποιος το έδωσε σε ποιον, τι ψήφιζαν οι εκβιάζοντες και τι οι εκβιαζόμενοι. Λίγο μας ενδιαφέρει πώς λέγονται, σε ποια πόλη ζουν, και πού θα καταλήξει η ιστορία τους. Αν καταλήξει. Αυτό που στην πραγματικότητα βλέπουμε (εμείς οι άσχετοι με τα εφραιμικά, τα μοναστηριακά και τα οικοπεδικά) είναι ότι υπάρχει κρίση και στην... απατεωνιά. Είναι αυτοί που βλέπουμε πρωταγωνιστές σε ελληνικό σκάνδαλο που σέβεται τον εαυτό του; Πού είναι οι υπερπαραγωγές, τα τρανταχτά ονόματα, πού είναι τα εφέ, τα κοστούμια, τα μπαλέτα; Κάτι ανώνυμοι τύποι περιφέρονται σε κάτι πανάθλια γραφειάκια. Κάτι στενόχωροι άνθρωποι, κάτι ψιλικατζήδες Ιζνογκούντ, που την ψώνισαν ότι πάνε για το μεγάλο κόλπο και το μόνο που καταφέρνουν είναι να τους τραβάει η...κάντιτ κάμερα του Ευαγγελάτου, μαζί με τους ψύλλους στα στρώματα και τα χαλασμένα προφυλακτικά. Πάει, χάλασε και η διαφθορά: Σκέτη λαϊκάντζα, μπιθουλία και τσοκαρία, που έλεγε σουφρώνοντας τη μύτη της και το είδωλό μου, η μαντάμ Σουσού. Πιο παλιά λέγαμε «διαπλεκόμενα», λέγαμε «εκβιασμοί» και «μίζες» και είχαμε άλλες εικόνες στον νου μας. Πιο γκλαμουράτες: Κότερα, σκοτεινοί μεγαλοεπιχειρηματίες με πανάκριβα κοστούμια και θεληματικά πηγούνια, πλαισιωμένοι πάντα από σωματαράδες μαφιόζους και απαραιτήτως μία σατανική ξανθιά-δηλητήριο να σιγοντάρει την ίντριγκα. Τώρα; Τώρα πλήττουμε ανακαλύπτοντας ότι οι «διεφθαρμένοι» μπορούν να είναι (και συχνά είναι) συνηθισμένοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Με παραπανίσια κιλά, ιδρωμένα ρούχα, και χωρίστρα-δάνειο στο μαλλί. Σκέτη μελαγχολία. Περισσότερη προσοχή στις λεπτομέρειες, παρακαλούμε, γιατί κινδυνεύουμε όλοι να γίνουμε...έντιμοι: Αν όχι για άλλους λόγους, σίγουρα για λόγους αισθητικής.

Η στιγμή της αήθειας

Ο καθένας από μας έχει διαφορετικά γούστα, διαφορετικές αντοχές και διαφορετική αισθητική. Εχουμε τα όριά μας, που λέμε. Παρατηρώ, όμως, ότι με τα χρόνια αυτές οι αντοχές, αυτά τα όρια, γίνονται όλο και πιο θολά. Υπάρχει συγκεκριμένο τηλεοπτικό παιχνίδι που παίζεται αυτή την εποχή, για το οποίο πιστεύω ακράδαντα ότι αν προβαλλόταν πριν από δέκα χρόνια, θα προκαλούσε τεράστιες κοινωνικές αντιδράσεις. Κι όμως, σήμερα παρουσιάζεται στην αγορά ψυχαγωγίας σαν ακόμα μία «επιλογή». Μεγάλη παγίδα αυτή η δήθεν «επιλογή». Με τη θέλησή τους πάνε οι παίχτες και ξεπουλάνε (κυριολεκτικά) τη μάνα τους για μερικά χιλιάρικα στην κρεατομηχανή του φιλοθεάμονος κοινού. Με τη θέλησή τους πηγαίνουν και γίνονται ρεζίλι των σκυλιών αδαείς, αγαθοί άνθρωποι, που τους βάζουν να γαβγίζουν στις αρένες των «ζωντανών» τηλε-κολαστηρίων. Με τη θέλησή τους τα βλέπουν οι τηλεθεατές, δεν τους βάζει κανείς το μαχαίρι στον λαιμό! Αυτό το επιχείρημα της «ελεύθερης επιλογής» εμένα με τρελαίνει. Στη Ελλάδα δεν έχεις το δικαίωμα, ας πούμε, να επιλέξεις αν θα θαφτείς ή αν θα καείς όταν με το καλό εγκαταλείψεις τα εγκόσμια. Δεν έχεις το δικαίωμα να κατοχυρώσεις νομικά και κοινωνικά τη σχέση σου αν είσαι ομοφυλόφιλος. Δεν θα έχεις το δικαίωμα (από του χρόνου) να επιλέξεις ένα εστιατόριο καπνιστών από ένα μη καπνιστών, αφού («για το καλό σου») όλα θα είναι υποχρεωτικά άκαπνα. Απαγορεύεται να πουλήσεις το αίμα σου για χρήματα, μπορείς όμως άνετα να πουλήσεις την αξιοπρέπειά σου. Αν βγαίνει άκρη; Αν βγαίνει συμπέρασμα; Συμπέρασμα; Δύσκολα. Σκόρπιες σκέψεις μόνο, για το πόσο η «στιγμή της αλήθειας» του καθενός μας είναι στην πραγματικότητα μια λεπτή γραμμή ορίων, που τα παραχωρούμε, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, κάθε μέρα και πιο πολύ, στον χειρότερό μας εχθρό: Τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας.