Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Δέκα

«Οι Αρουμπάγια είναι ο πιο άγριος ινδιάνικος λαός της νότιας Αμερικής. Ο μοναδικός λευκός που πλησίασε ποτέ τα εδάφη τους εξαφανίστηκε πριν από δέκα χρόνια και δεν επέτρεψε ποτέ». Με τη μούρη χωμένη στο «Σπασμένο Αυτί», ένα από τα πιο συναρπαστικά τεύχη του «Τεν Τεν», προσπαθώ επιμόνως -και ασκόπως- να γίνω πάλι δέκα χρονών. Ενα σκιερό σπίτι πάνω στη θάλασσα σαν αυτά που μόνο στις ξεχασμένες δεκαετίες του εβδομήντα μπορούσε να βρεις. Παράταιρα σεντόνια, γιαγιάδες, παππούδες, σαν ταινία, μόνο εμείς είμαστε οι ηθοποιοί... Παντού τσιρίδες, νερά, ποδοβολητά και παιδιά: άκρες μιας μεγάλης οικογένειας που ήρθε από παντού -και δύσκολα- για να βρεθεί λίγα εικοσιτετράωρα. Το μεσημέρι έχει τζιτζίκια και σκιές κι ένα μηχανάκι που φέρνει τις εφημερίδες για τον παππού, ο οποίος είναι ο μόνος που διατηρεί μια στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα, έτσι ώστε να μας ειδοποιήσει αν -ο μη γένοιτο- έρθει το τέλος του κόσμου. Ή εκλογές ή κάτι ανάμεσα. Ολοι οι άλλοι τσούρμο ανεξέλεγκτο, είμαστε τριών και επτά και -το πολύ- δέκα. Τρώμε και τσαλαβουτάμε και χαχανίζουμε και μιλάμε ελάχιστα έως καθόλου για «μεγαλίστικα» πράγματα. Κάθε δεκάχρονος ξέρει ότι οι υποθέσεις των μεγάλων είναι αφόρητα βαρετές. Ποιες εκλογές και χρεοκοπίες και οικονομικές κρίσεις; Εμείς σώζουμε τον κόσμο από φοβερές καταστροφές και απαίσιους εχθρούς, από άγριους Ινδιάνους και βέλη ποτισμένα σε δηλητήριο κουράρε. Στα διαλείμματα, καταπίνουμε παγωτά και καρπούζια και τηγανητές πατάτες σαν να μην υπάρχει αύριο. Τις νύχτες, αντί για τηλεόραση, ακούγεται πάντα, κάπου, μια φωνή να διαβάζει σε κάποιον ένα παραμύθι. Κοιμόμαστε όπου βρούμε κι όπως λάχει. Δεν κοιτάζουμε τις βαλίτσες. Αύριο, αύριο που θα τις μαζέψουμε, θα βρούμε μέσα τους τις αληθινές μας αποσκευές. Τις πραγματικές ηλικίες, τα οδυνηρά τραύματα και τους φόβους του καθενός. Αύριο, αύριο που θα μαζέψουμε τις βαλίτσες για να διαλυθούμε εμείς. Οχι σήμερα. Σήμερα είμαστε ακόμα δέκα χρονών... Σήμερα είμαστε ακόμα οικογένεια.