Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

Τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω

Μου είπαν ότι ήταν όλοι εκεί. Η περιέργεια με έτρωγε. Είχαν περάσει και τόσα χρόνια και εκείνοι ζούσαν μακριά Αγγλία, Γερμανία, Ιαπωνία... Τι με σταματούσε; Η επιχειρηματολογία που είχα αναπτύξει- και το χειρότερο απ΄ όλα, είχα υποστηρίξει σθεναρά σε συζητήσεις με φίλους και γνωστούς- πως δεν πρόκειται δηλαδή να φακελωθώ- και μάλιστα οικειοθελώς- ηλεκτρονικά. Αρχικά είπα να αντισταθώ, τελικά όμως υπέκυψα. Έγινα μέλος στο Facebook με μεγάλο ενθουσιασμό. Πέρασα ώρες τρυπώνοντας στις ζωές των συμφοιτητών και κάποτε «κολλητών» μου. Φωτογραφίες από τα ταξίδια τους, τα ξενύχτια τους, τους νέους τους φίλους... ήταν διαθέσιμες για να επιβεβαιώσουν ή να ανατρέψουν τα σενάρια που είχα πλάσει για τις ζωές τους. Σύντομα όμως βαρέθηκα. Το κενό δεν αναπληρωνόταν. Έχουν, όντως, περάσει πολλά χρόνια. Η βουβή αμηχανία κρατά μήνες τώρα. Και τι να πούμε; Ύστερα από την αρχική ασυγκράτητη χαρά, ξεπέσαμε στην... παγωμάρα. Ανταλλάξαμε πληροφορίες για το αν είμαστε καλά (όλοι καλά είμαστε), πού εργαζόμαστε, πού μένουμε (σε ποια χώρα, δηλαδή)... Ε, κάναμε και κάνα σχόλιο για τις φωτογραφίες- αλλάξαμε, δεν αλλάξαμε, ομορφύναμε, παχύναμε, εμφανίσαμε ρυτίδες... Θυμηθήκαμε και λίγο τα παλιά... Ώς εδώ ήταν- ωραία που τα είπαμε παιδιά, αλλά οι αφορμές για σχόλια στέρεψαν. Όσο για τα σημαντικά, τι να γράψεις (ή να πρωτογράψεις); Τώρα πια επισκέπτομαι την ιστοσελίδα μου αραιά και πού, μόνο και μόνο για να ρίξω μια ματιά- με την ελπίδα πως μπορεί να ανέβασαν καμιά καινούργια φωτογραφία. Μου έγινε συνήθεια να παρακολουθώ σε συνέχειες τη ζωή τους, σαν παρατηρητής- φάντασμα. Καινούργιους φίλους δεν θέλησα ποτέ να αποκτήσω μέσω Ίντερνετ, γι΄ αυτό και δεν το επιδίωξα. Μόνο που αναρωτιέμαι αν θα ήταν καλύτερα εάν δεν ξανασμίγαμε διαδικτυακά. Εάν συνέχιζα να τους θυμάμαι μέσα από το δικό μου άλμπουμ και τις δικές μου αναμνήσεις. Ίσως έτσι να ήταν καλύτερα... από αυτή την παγωμάρα.

Μούμιες

Oι φωτογραφίες δείχνουν κάθε μέρα περιποιημένα πτώματα στη Γάζα. Κηδείες ομαδικές, σώματα παιδιών και γυναικών. Ίσως αυτά προτιμά ο φακός του φωτογράφου, ίσως οι άνδρες, που θα μπορούσαν να είναι «μαχητές της Χαμάς», θάβονται ξεχωριστά, πάντως πιο πολλοί άνδρες φαίνονται στις φωτογραφίες όρθιοι γύρω από τους νεκρούς, οργισμένοι, σκυφτοί, ντυμένοι με σκούρα ρούχα, γκρίζα, όπως γκρίζα είναι γύρω τους τα κτίρια, φτωχικά, γδαρμένα, μισογκρεμισμένα. Το μόνο χρώμα στις εικόνες είναι στα σάβανα, αυτά τα υφάσματα που τυλίγουν τους νεκρούς αφήνοντας να φαίνεται μόνο το πρόσωπό τους. Λευκά με πορτοκαλί γράμματα ή πράσινα, τι να γράφουν άραγε; Να μιλάνε για ήρωες, να συστήνουν τον νεκρό στον άλλο κόσμο, να είναι απλώς διακοσμητικά μοτίβα; Τα νεκρά σώματα τυλιγμένα έτσι μοιάζουν με τις αιγυπτιακές μούμιες όπως βγαίνουν από τις σαρκοφάγους. Μόνο που είναι ολοκαίνουργα τα λείψανα. Και τα γυμνά πρόσωπα θα μπορούσαν να είναι ζωγραφισμένα φαγιούμ. Αλλά αυτό που φαίνεται δεν είναι ζωγραφιά, είναι τα πραγματικά πρόσωπα των νεκρών. Τα μάτια τους είναι κλειστά, γαληνεμένα επιτέλους, χωρίς τις γκριμάτσες των ζωντανών, τον φόβο, την κραυγή, την ικεσία, τον θυμό, το μίσος, τίποτα πια σ΄ αυτά τα πρόσωπα. Έχει τελειώσει ο αγώνας, ακινητοποιήθηκαν τα πόδια που τρέχανε, πηδούσαν πάνω από λακκούβες, χώνονταν σε λάσπη, τα χέρια που πετούσαν πέτρες ή απλώς μαγείρευαν, έραβαν, έντυναν, κουβαλούσαν πέρα δώθε το νοικοκυριό στις προσφυγιές. Καμιά κίνηση, κανένα ξόδεμα ενέργειας, κολλημένα χέρια- πόδια στο ίδιο μακρουλό σχήμα. Δεν θα τις βρουν αρχαιολόγοι τις μούμιες αυτές, δεν θα θαμπώσουν μελλοντικές γενιές σε ανασκαφή, μόνο να για μια στιγμή δείχνουν στα μάτια της υφηλίου όλη τη γλύκα της ζωής, για κάθε προσωπάκι χωριστά το αμετάκλητο του θανάτου, κεντάνε με φαρμακωμένες βελονιές την αίσθηση της ανθρωπότητας όπου ανήκουμε.