Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Η τέλεια ανικανότητα

Κάποιοι λένε ότι η πολιτική είναι μια ατέρμονη πάλη μεταξύ πολλών μισών αληθειών, δόλιων αποσιωπήσεων και ανταγωνιστικών αφηγήσεων. Θα αναφέρω δύο κραυγαλέα παραδείγματα που αποδεικνύουν εξόφθαλμα τα ψέματα και την εικονικότητα που μας πλασάρει η σημερινή παραπαίουσα κυβέρνηση, αλλά και οι επαγγελματίες της πολιτικής γενικότερα. Πρώτο παράδειγμα: Στην τελευταία βίαιη διαδήλωση στην Αθήνα κτυπήθηκαν και συνελήφθησαν - μαζικά και αναίτια- πολλοί δικηγόροι και δημοσιογράφοι, χωρίς να έχουν κάνει κάτι το ποινικά επιλήψιμο. Αυτό δυστυχώς θυμίζει τη φασιστοειδή δικονομική πρακτική της «dragnet investigation», δηλαδή, με απλά ελληνικά, όποιον βρίσκω μπροστά μου τον συλλαμβάνω και τον ανακρίνω, άσχετα αν υπάρχουν ενδείξεις ενοχής για διάπραξη αδικήματος, μεθοδολογία που δυστυχώς χρησιμοποιείται κατά κόρον από τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Όμως το κυριότερο ήταν ότι ενώ οι συλληφθέντες κατ΄ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο προσήχθησαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, επί ώρες στερήθηκαν του δικαιώματος να επικοινωνήσουν με τον δικηγόρο τους! Δεν γνωρίζω αν οι κυβερνητικοί κύκλοι που νομιμοποίησαν αυτή την επικίνδυνη αστυνομική πρακτική είναι τόσο ανίδεοι όσον αφορά τις νομικές μας ρυθμίσεις, αλλά και οι πιο άσχετοι φοιτητές της Νομικής γνωρίζουν ότι υπάρχει το άρθρο 105 του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας που επιτρέπει πάντοτε την επικοινωνία του συνηγόρου μετά τού (επ΄ αυτοφώρω) συλληφθέντος. Άρα, η κυβέρνηση έλεγε δόλια ψέματα, όταν μας έλεγε ότι όλα έγιναν νόμιμα. Βεβαίως, το πιο σημαντικό είναι να αναπαραστήσουμε τη συνολική στάση της αστυνομίας μέσα στους δύο τελευταίους μήνες, γιατί έτσι θα καταλάβουμε τη μεταμοντέρνα λογική από την οποία διέπεται η σημερινή κυβερνητική εξουσία, δηλαδή την έλλειψη μιας επεξεργασμένης στάσης απέναντι στις διαδηλώσεις. Έτσι, ενώ πριν από τα Χριστούγεννα άφηνε να παράγεται «η Κόλαση του Δάντη» με την αδικαιολόγητη ανοχή του καψίματος των μαγαζιών, ύστερα από ένα μήνα έδειχνε μια άγρια κατασταλτική λογική απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες. Όλα αυτά φανερώνουν μια κυβέρνηση η οποία έχει τέλεια ανικανότητα να οργανώσει ορθολογικά τη δράση της αστυνομίας. Γιατί; Γιατί αλλιώς πρέπει να αντιδρούν οι δυνάμεις καταστολής απέναντι στους ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ Από την αδικαιολόγητη ανοχή στο κάψιμο μαγαζιών του Δεκεμβρίου, στην άγρια κατασταλτική λογική των διαδηλώσεων του Ιανουαρίου χυδαίους κουκουλοφόρους και διαφορετικά απέναντι στους νεολαίους ή τους οικονομικά αδύνατους, που διαδηλώνουν γιατί βλέπουν ότι δεν έχουν κανένα μέλλον και αντιμετωπίζονται ως δηλητηριώδη λύματα μιας καταναλωτικής κοινωνίας στην οποία οι ίδιοι δεν μπορούν να καταναλώσουν (Βauman, «Ζωή για κατανάλωση»). Όμως υπάρχει και μια άλλη στρεβλή αναπαράσταση της πραγματικότητας που πλασάρεται από πολλούς επαγγελματίες της πολιτικής και αφορά το περίφημο πανεπιστημιακό άσυλο. Τι εννοώ; Τώρα τελευταία υποστηρίζεται η ιδέα της αυτοπροστασίας των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων απέναντι στη δράση ληστρικών ομάδων. Πριν αναφέρω οτιδήποτε άλλο, θα ήθελα να καταγράψω το ακόλουθο ιστορικό συμβάν: Την ώρα που ισοπεδώνονταν η Νομική και άλλες σχολές στη Θεσσαλονίκη πριν από ένα μήνα οι φύλακες του κεντρικού θυρωρείου κάθονταν φοβισμένοι μέσα στα φυλάκιά τους (και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει γι΄ αυτό, γιατί η δουλειά τους δεν είναι να αντιπαρατίθενται με βίαια στελέχη του υποκόσμου). Εξάλλου, η ιδέα της αυτοπροστασίας προϋποθέτει λειτουργούσες κοινότητες, και τα κομματικοποιημένα ελληνικά πανεπιστήμια δεν αποτελούν δυστυχώς κάτι τέτοιο, γιατί πολλοί καθηγητές κάνουν ελεύθερο επάγγελμα και λείπουν συχνά από τις σχολές, ενώ το «βιομοντέλο» του σημερινού φοιτητή σίγουρα δεν μπορεί να συμβάλει σε αυτόν τον σκοπό, αφού πηγαίνει αραιά και πού στις σχολές, επειδή ακριβώς δεν έχει υποχρεωτικά μαθήματα. Ποιος, λοιπόν, θα κάνει την «αυτοπροστασία»; Επομένως, στο σημείο που φθάσαμε, απέναντι στις οργανωμένες ληστρικές ομάδες μόνο η εφαρμογή του ισχύοντος νόμου μπορεί να αποτελεί τη σοβαρή εναλλακτική λύση, δηλαδή στα κακουργήματα και τα πλημμελήματα κατά της ζωής να μπαίνουν οι δυνάμεις του κράτους. Αλλιώς θα ξεγελιόμαστε με εικονικότητες. Εξάλλου, το συγκεκριμένο άσυλο δεν πρέπει ακατανόητα να εκλαμβάνεται ως ένα είδος ουτοπικού καταφυγίου «τύπου Canudos», σαν αυτό δηλαδή που είχε φαντασθεί ο λογοτέχνης Βάργκας Γιόσα! Ποιο είναι το συμπέρασμα; Η σημερινή παραπαίουσα κυβέρνηση, αλλά και οι επαγγελματίες της πολιτικής γενικότερα μάς βομβαρδίζουν με απίστευτες εικονικότητες.

Ο στόχος επετεύχθη

Το Ισραήλ ανακοίνωσε μονομερή εκεχειρία στη Γάζα και ο πρωθυπουργός του δήλωσε ότι πέτυχαν τους στόχους τους. Υποθέτουμε ότι στόχος ήταν να σκοτώσουν περισσότερους από 1.300 Παλαιστινίους, τόσοι υπολογίζονται οι νεκροί της επιχείρησης, πολλά παιδιά ανάμεσά τους, να τραυματίσουν πολύ περισσότερους και να γκρεμίσουν πάρα πολλά κτίρια, διότι αυτό πέτυχε οπωσδήποτε, το είδαμε ακόμα και στις λίγες εικόνες που επέτρεπαν τα διάφορα εμπάργκο και εμπόδια στον Τύπο. Βέβαια τα παιδιά μπορεί να μην ήταν στόχος καθαυτά, αλλά φαντάζεστε πώς είναι τα παιδιά εκεί πέρα: ένα σωρό, ξαμολημένα στα στενά, πώς να τα αποφύγεις; Τρέχουν εδώ κι εκεί, πέφτουν πάνω στις βόμβες. Άτιμα παιδιά, ανακατεύονται και καταστρέφουν τις δίκαιες επιθέσεις... Ο στόχος θα ήταν προφανώς κάποια αριθμητική υπεροχή νεκρών, η οποία οπωσδήποτε επετεύχθη. Αφού οι διάφοροι «Παλαιστίνιοι μαχητές» με τις ρουκέτες είναι ζήτημα αν καταφέρνουν να σκοτώνουν δεκατρείς Ισραηλινούς τον χρόνο, το Ισραήλ έκανε μια μαζική εξόφληση για πολλές δεκαετίες, παρελθούσες και μέλλουσες, πώς βάζεις στον λογαριασμό του παιδιού σου ένα μεγάλο ποσό, αν έχεις, για να αντιμετωπίσει τα έξοδά του όταν μεγαλώσει; Με περισσότερους από 1.300 νεκρούς έχουν κάνει προεξόφληση μελλοντικών επιθέσεων με ρουκέτες και μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι, που λέει ο λόγος. Διότι το κακό με τους νεκρούς είναι ότι δεν συμπεριφέρονται όπως τα χρήματα, κι ας μετριούνται κι αυτοί με νούμερα. Οι τράπεζες θυμάτων λειτουργούν με δικούς τους νόμους, οι οποίοι ακόμα δεν είναι εντελώς αντιληπτοί στους καταθέτες. Αν και θα έπρεπε. Τόσους αιώνες έχει αποδειχτεί ότι οι νεκροί δεν αποφέρουν τόκο στους νικητές. Στο Ισραήλ θα έπρεπε να το ξέρουν. Το τι λογαριασμούς άνοιξαν, πόσο ενίσχυσαν τους ήδη ανοιχτούς για τα παιδιά τους ένθεν και ένθεν, ακόμα δεν φαίνεται να έχουν καταλάβει.