Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Τα καταστήματα

Τέσσερις νέες φυλακές χτίζονται στην Ελλάδα. Κατεπειγόντως. Ή, μάλλον, όχι φυλακές. Πείτε τες και «καταστήματα». Κάνει καλύτερη εντύπωση. Και πονάει λιγότερο. Ακούω τους αρμόδιους να αναφέρονται ψυχρά και άκρως τεχνοκρατικά στα «καταστήματα». Κανείς υψηλά ιστάμενος δεν λέει τη λέξη «φυλακή», λες και θα λερωθεί το στόμα του αν την αρθρώσει. Εμένα πάλι η λέξη «καταστήματα» μου φέρνει αμέσως στο μυαλό τη λέξη «εμπορεύματα», με όλους τους σχετικούς και καθόλου ευχάριστους συνειρμούς. Αν δεν ήταν τόσο, μα τόσο τραγικό, θα ήταν αστείο: τα μόνα «καταστήματα» που όχι μόνο δεν περνούν κρίση, αλλά είναι γεμάτα μέχρι ασφυξίας, είναι τα... σωφρονιστικά. Και μετά γίνεται ακόμα πιο μελαγχολική η κατάσταση. Οταν το παιδικό μας μάθημα «όπου ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή» αντιστρέφεται ειρωνικά. Οταν η ανακοίνωση ότι φτιάχνονται νέες φυλακές γίνεται δεκτή με ανακούφιση, απ όποια πλευρά και αν είσαι. Ακόμα και ο πιο παθιασμένος ακτιβιστής στη χώρα μας δεν μπορεί να εναντιωθεί με το χτίσιμο μιας νέας φυλακής (ή τεσσάρων, πέντε). Γιατί, απλούστατα, οι παλιές είναι τόσο γεμάτες, τόσο απαρχαιωμένες, που οι συνθήκες κράτησης δεν αξίζουν ούτε στον χειρότερο άνθρωπο - αφού ακόμα διατηρεί την ανθρώπινη υπόσταση. Ετσι, λοιπόν, κάτω και γύρω από τη μύτη μας, στο ξεκίνημα του εικοστού πρώτου αιώνα, ένα από τα λίγα έργα που, όπως ανακοινώθηκε, προχωρούν με ρυθμούς κατεπείγουσας ανάγκης είναι οι καινούργιες φυλακές. Κάγκελα ολοκαίνουργια, υψηλής τεχνολογίας, γυαλιστερά, να τα ζηλεύεις. Στο Λασίθι, στη Κασσαβέτεια, στην Κόρινθο, στα Διαβατά... Κάγκελα παντού και σβέλτα. «Οταν ακούς τάξη, ανθρώπινο κρέας μυρίζει», έγραφε ο Ελύτης, αλλά δεν είναι ώρες τώρα για στίχους. Πόση θλίψη έχει αυτό τώρα, να χαιρόμαστε που χτίζονται νέες, σύγχρονες φυλακές; Αλλά όχι, ξέχασα. Δεν είναι φυλακές. Είναι «καταστήματα». Ετσι να το λέμε. Κάνει καλύτερη εντύπωση. Σαφώς. Και πονάει λιγότερο.

Σαν να κλέβεις εκκλησία...

Για το δικό μου σύστημα αξιών, η θρησκεία ήταν πάντα ένας αντίπαλος. Στον «ίσιο» δρόμο της συναντούσα όλα όσα πίστευα ότι περιόριζαν την ελευθερία του ανθρώπου: ένα σωρό κανόνες τόσο αυστηροί που μου φαίνονταν αφύσικοι. Σε κανέναν δεν υπάκουσα. Δεν ήθελα να ζήσω έτσι. Αλλά ήταν -κάποτε- ένας ωραίας αντίπαλος η Εκκλησία. Πανίσχυρος. Είχε ένα ενδιαφέρον να είσαι άθεος ή (έστω, όπως εγώ) άθρησκος. Υψωνες το μικροσκοπικό σου ανάστημα και κουνούσες την αόρατη χουφτίτσα σου, θυμωμένος, απέναντι σ' έναν τεράστιο Θεό που κρατούσε όλα τα όπλα στο χέρι του. («Αν υπάρχει θεός, τη βάψαμε», έλεγαν οι παλαιάς κοπής αναρχικοί). Τώρα, δεν έχει πια καμιά νοστιμιά να αντιμάχεσαι τα ιερατικά. Ο «εχθρός» μοιάζει να κατέρρευσε από το βάρος της ίδιας του της διαφθοράς. Και τώρα, εγώ με ποιους θα τσακώνομαι; Σίγουρα όχι με τους Ρασπούτιν παχούμιους των πρωτοσέλιδων και των οφσόρ. Ψάχνω τα σπασμένα κομμάτια της Ορθοδοξίας σε παπάδες μικρών ενοριών, σε ηγούμενους απομονωμένων μοναστηριών και σε τσαμπουκαλεμένους ιερείς ιστορικών μετεριζιών. Ψάχνω να βρω τον παλιό, τον κραταιό αντίπαλό μου, να του πω δέκα, να μου απαντήσει εκατό, να στριμώξουμε ο ένας τον άλλο προ των ευθυνών μας. Και στο τέλος να πιούμε κρασί - οι ιερείς που αγαπούσα να «μισώ» πάντα με κερνούσαν λίγο κρασάκι από το αμπέλι της μονής. Και λίγο αγιασμό. Το κρασί το έπινα, τον αγιασμό τον επέστρεφα κι αποχωρούσα ισόπαλη άνευ τερμάτων. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχασα το βαβαβούμ μου: Δεν ξεσπαθώνω πια τόσο δυνατά, τόσο ετοιμοπόλεμα εναντίον της Εκκλησίας. Αισθάνομαι ότι απλώς δεν αξίζει τον κόπο. Το ράσο -και το καθεστώς γύρω του- δείχνει να έχει υποστεί τέτοια πνευματική καθίζηση (μη σας πω και «κραχ»), που το ευκολότερο πράγμα είναι η επίθεση εναντίον του. Κυριολεκτικά σαν να «κλέβεις εκκλησία». Εστω κι αν το παγκάρι τής το έχουν αδειάσει, από καιρό, κάποιοι άλλοι.