Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Οι εξερευνητές δεν υπάρχουν πια

Κάτω από τα αλουµινένια πόδια της ξαπλώστρας, το παλιό λευκό βοτσαλάκι της πρώην αγαπηµένης παραλίας υπάρχει ακόµα. Εκείνο είναι ίδιο, εµείς έχουµε αλλάξει. Δεν µπορούµε πια να κάνουµε επικύψεις µέχρι το έδαφος, να απλώνουµε την ψάθα και να καθόµαστε επάνω της χωρίς άλλο χώρο ανάµεσα. Κάτι πάθαµε σαν άνθρωποι, σαν σώµατα, σαν λαός, και πρέπει σώνει και καλά να µεσολαβούν είκοσι ή τριάντα πόντοι από τα βότσαλα µέχρι τον χώρο που το σώµα θα ξαπλώσει. Και για να υπηρετήσουν τη νέα αυτή διαµόρφωση του ανθρωπίνου είδους, οι ενοικιαστές ξαπλώστρας πήγαν παντού. Στις πιο απόµακρες παραλίες, εκεί που κάποτε έφτανες µε ποδαρόδροµο µέσα από µονοπάτια και καθώς κατηφόριζες προς τη θάλασσα ένιωθες εκείνη την ανείπωτη ευχαρίστηση του εξερευνητή που ανακαλύπτει και κατακτά ένα κοµµάτι γης έστω και για λίγο, το κυριαρχεί µε µια πετσέτα και το ανακαλύπτει πόντο πόντο µε όλες τις αισθήσεις του, τώρα βρίσκεις να σε περιµένει η ξαπλώστρα φρεσκαρισµένη, ξεσκονισµένη, έτοιµη να µεσολαβήσει ανάµεσα σε σένα και όλα τα προηγούµενα.

Τέσσερις σειρές οµπρέλες και ξαπλώστρες, κι ο νεαρός µε την ποδιά έτοιµος να εισπράξει το αντίτιµο.
Οσο φτάνει το χειµέριο κύµα οι ξαπλώστρες. Νέα χρήση, κύµα χειµέριο και αλεξίλιο θερινό µετά ανακλίντρων. Αδικα, λοιπόν, τα χιλιόµετρα στην Εθνική και η βενζίνη η πανάκριβη, η αίσθηση του εξερευνητή εξαφανίστηκε, πνίγηκε µέσα στο πλαστικό ποτηράκι του φραπέ όπου σερβίρεται καφές για να συµπληρωθεί η πανδαισία των νέων κοµφόρ που προσφέρουν οι παραλίες. Καλύτερα στον Μπάτη του Φαλήρου µε το τραµ, τουλάχιστον δεν περιµένεις ώρες στο λιοπύρι να ανοίξουν οι δρόµοι, κι εκεί, κάτω από τις πολυκατοικίες, µέσα στην πόλη, ανακαλύπτεις ότι το ανθρώπινο σώµα µπορεί ακόµα να ξαπλώνει καταγής, τι θαύµα!