Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Κουρασμένο παλικάρι

Το είχαμε καταλάβει πως είναι κουρασμένο το παλικάρι, δεν χρειαζόταν δήλωση. Το ξέραμε από την πρώτη μέρα, που είχε πάει να συζητήσει το Κυπριακό κι έτρωγε πίτσες κλεισμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Δεν είναι ο μόνος, πολλοί άνθρωποι που υποχρεώνονται να κουβαλάνε στους ώμους τους τη βαριά κληρονομιά ενός ονόματος, μιας οικογένειας, μιας παράδοσης, γεννιούνται κουρασμένοι και δεν μπορούν να ζήσουν για να ξεκουραστούν, δεν τους αφήνουν. Πρέπει ντε και καλά να γίνουν διάδοχοι, να παίξουν έναν ρόλο που δεν ξέρουν αν τους πάει. Μα, θα πείτε, δεν έχουμε κληρονομική βασιλεία, κανένας δεν ανάγκασε τον Καραμανλή να γίνει αρχηγός της Ν.Δ. ούτε τους άλλους γιους και θυγατέρες (γιατί δεν είναι μόνο αυτός κουρασμένος, είναι και οι υπόλοιποι. Να μην πω ότι είμαστε όλοι, ως τέκνα των γονιών μας και εγγόνια των παππούδων μας...). Πράγματι δεν έχουμε κληρονομική βασιλεία, αλλά έχω αρχίσει να αμφιβάλλω λίγο. Εσείς είστε σίγουροι; Κάτι σαν εκείνη τη διπλή βασιλεία της Σπάρτης δεν σας θυμίζει η φάση που περνάμε; Με συναίνεση και πάθος να έχουμε βαλθεί να στήσουμε από το μηδέν την κληρονομική εξουσία, ξεχνώντας τον νόμο της κούρασης. Χρειαζόμαστε κάποιον σαν τον Ομπάμα, παιδί πατέρα φευγάτου, μας λείπει η ορμή του ανερχόμενου με τα δικά του ποδαράκια, και έχουμε γιους κι εγγόνια, κόρες κι εγγονές θερμοκηπίων, με εγκατάσταση τζακιών. Είναι κουρασμένος ο Πρωθυπουργός, αλλά δεν έχει το θάρρος να υποκύψει στην παρακμή, να το ευχαριστηθεί τουλάχιστον, γιατί- όπως και τόσοι άλλοι μικροί και μεγάλοισκέφτεται μπακάλικα: εντάξει, είναι βαρετό, αλλά πού θα βρω καλύτερα; Πρωθυπουργός είμαι στο κάτω κάτω, ό,τι καλύτερο είχε να μου δώσει αυτή η βαλκάνια ψωροπερήφανη πατρίδα μου το έδωσε. Πλήττω, αλλά τι να γίνει; Υπομονή.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Σκοτεινή πόλη

Η Αθήνα δεν χρειαζόταν την Ώρα της Γης για να σκοτεινιάσει. Είναι σκοτεινή διαρκώς, κακοφωτισμένη και μελαγχολική τα βράδια. Πάλι καλά που έχουν παρασυρθεί κι ανοίξει μερικά ξενοδοχεία γύρω στην Ομόνοια, φωτίζονται, καθαρίζουν τα πεζοδρόμια, φτιάχνουν μια όαση για λίγο, αλλά είναι να λυπάσαι τους τουρίστες που περνάνε με τα πόδια την υπόλοιπη πόλη για να φτάσουν εκεί. Τώρα τελευταία βλέπεις μέσα στις ερημιές και κάτι παρέες εφήβων, μαθητές από σχολεία της επαρχίας, ήρθαν εκδρομή πενθήμερη στην πρωτεύουσα. Ευτυχώς έχουν τους εαυτούς τους τα παιδιά και ευτυχούν μόνο και μόνο επειδή είναι όλα μαζί μακριά από τη ρουτίνα, αλλά αυτή η πόλη που βλέπουν, όσο τη βλέπουν, το κέντρο της χώρας, θα πρέπει να τους απογοητεύει πάρα πολύ. Έρμη και σκοτεινή, αδιάφορη, άσχημη, καμένη, μουντζουρωμένη. Η πόλη που δεν αγαπάμε. Γκράφιτι κακότεχνα, γεμάτα επιθετικότητα πάνω στα κλειστά ρολά των μαγαζιών, βρώμα, σκοτάδι, λινάτσες κουρελιασμένες που καλύπτουν ερείπια εδώ και δεκαετίες. Το Μινιόν, το Ακροπόλ, φαντάσματα στην Πατησίων. Καμένο το γωνιακό θέατρο απέναντι από το Μουσείο, να χάσκει ξεκοιλιασμένο. Στην Πανεπιστημίου τα μαρμάρινα σκαλιά στο Οφθαλμιατρείο, στον Άγιο Διονύση, σπασμένα κομματάκια. Α, θα τα πηγαίνουν στου Ψυρή για στρίμωγμα που βοηθά να ξεχνιέσαι, σε κάποια μέρη για τουρίστες που προσπαθούν να ξεγελάσουν. Αλλά επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, περπατώντας στον δρόμο νιώθουν στον αέρα τα συναισθήματα των απόντων κατοίκων να κυμαίνονται από το μίσος στην αδιαφορία. Τι τα φέρνετε εδώ τα παιδιά; Πηγαίνετέ τα στην Πλάκα τουλάχιστον, στην αρχαία Αγορά, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μην τα απομακρύνετε από εκεί. Εκτός κι αν θέλετε να καταπολεμήσετε την αστυφιλία, γιατί έτσι που την αντικρύζουν σήμερα την Αθήνα αποκλείεται να επιθυμήσουν ποτέ να έρθουν να εγκατασταθούν εδώ. Εμβολιάζονται εναντίον της.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Ρήγα εσύ σούπερ σταρ

Ο τύπος ήταν άπαιχτος. Οχι μόνο επειδή έζησε εκατό ζωές σε είκοσι μόλις χρόνια. Οχι μόνο επειδή σήκωσε πιτσιρικάς το κουμπούρι και έφαγε τον Τούρκο, ούτε επειδή τελείωσε τη ζωή του ως πολιτικός κρατούμενος, η εκτέλεση του οποίου ξεσήκωσε τη διεθνή κατακραυγή. Και τη «Χάρτα» να αφήσει κανείς απ' έξω, και το πάθος του για την ακρίβεια της επιστήμης, και τον έρωτά του για τη γλώσσα και τον πολιτισμό, όλα αυτά τα κολοσσιαία να σβήσουν, να ξεχαστούν και να χαθούν, και ν' απομείνει μόνο ο «Θούριος», πάλι η μορφή του Ρήγα θα πάλλεται από ροκιά μέχρι το τέλος της Ιστορίας. Ο «Θούριος» είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο, βαθύτατα πολιτικό, βίαιο, αλλά ταυτοχρόνως και βαθιά ανθρωπιστικό. Στα «καμένα» από την υποχρεωτική παπαγαλία μυαλά μας, μένει το «ως πότε παλικάρια» και το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Τα SOS, σαν να λέμε. Κρίμα. Εχουμε τέτοιο κείμενο στον πολιτισμό μας και το αγνοούμε. Ενα κείμενο που μιλάει απλά και λαϊκά για την αδελφοσύνη των ανθρώπων, ανεξάρτητα με την καταγωγή, τη σημαία, τη θρησκεία ή το χρώμα τους. Ενα κείμενο που θα μπορούσε να είχε γραφτεί σήμερα, ή πεντακόσια χρόνια μπροστά στο μέλλον. Οι φιλόλογοι μιλούν για «αντιφάσεις» και ξύνουν τα κεφάλια τους απορημένοι. Μα είναι ακριβώς οι αντιφάσεις του «Θούριου» το καλύτερο μάθημα των αντιφάσεων της Ιστορίας. Είναι η επιμονή του στον διαχωρισμό των εννοιών «ελευθερίας» και «αναρχίας» (που τη λογαριάζει χειρότερη κι από σκλαβιά), ένα συγκλονιστικό σχόλιο στους προβληματισμούς των καιρών μας. Με τους στίχους του «Θούριου» στο στόμα, λένε πως πέθαιναν στη μάχη οι αγωνιστές του 21. Επειδή ήξεραν για ποιο λόγο πεθαίνουν. Σε άλλους καιρούς, όπως οι σημερινοί, το δώρο του Ρήγα είναι εξίσου σπουδαίο: Μ αυτούς τους στίχους μπορούμε σήμερα να ζήσουμε. Και να ξέρουμε γιατί ζούμε.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Ομόνοια

Η ροή των αυτοκινήτων έχει γεννήσει ένα νησί στη συμβολική και όχι μόνο καρδιά της πόλης, στην Ομόνοια. Πάντα από το τζάμι τη βλέπουμε, κι αν είμαστε πεζοί δεν περνάμε ποτέ από τη μέσα μεριά. Εκεί είναι σαν νησί του «Survivor» χωρίς κάμερες, μόνο για ταξιδιώτες. Κάθονται στα σκαλιά, κάτω από τις ελιές, δίπλα στα παρτέρια, σειρές από ξένους και μας κοιτάνε ενώ από την άλλη όχθη τους κοιτάμε εμείς. Σαν να περιμένουν όλοι κάτι να γίνει. Εμείς οι ντόπιοι περιμένουμε να αλλάξει η πλατεία για πολλοστή φορά, να έχουμε πάλι θέμα θλίψης και συζήτησης. Οι ξένοι άλλα πράγματα περιμένουν, δεν ξέρουν ότι έχει αναπλαστεί τόσες πολλές φορές η πλατεία, θα τη νομίζουν μόνιμη. Θα χαζεύουν ίσως το αδικημένο γλυπτό στη γωνία, που έπρεπε να δουλεύει με νερό, αλλά όταν το έβαλαν θυμήθηκαν πως νερό δεν σηκώνει η Ομόνοια. Χτες βράδυ κάπως είχε μαζέψει νερό πάντως, ίσως με τη βροχή κάπου το αποθηκεύει. Έσταζε ώρες μετά δημιουργώντας ένα παράξενο φαινόμενο. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια πέρασα μέσα στο «νησί». Έκανα μια βόλτα νιώθοντας ότι έχω πάει ταξίδι σε άγνωστη χώρα. Ήταν όλα βρεγμένα είχε κρύο, αλλά ήταν όμορφα. Αλήθεια λέω. Είναι ωραία πλατεία τελικά. Αν ποτέ τη δείτε, θα το διαπιστώσετε. Δεν υπήρχε κόσμος, δυοτρεις παρέες μεταναστών μόνο κουβέντιαζαν καθισμένες στα υγρά παγκάκια. Ανάμεσά τους δυο γυναίκες, μιλούσαν κάποια σλάβικη γλώσσα, βολεμένες όσο αναπαυτικά μπορούσαν, δίπλα στη συστάδα δέντρων προς την Αγίου Κωνσταντίνου που έχει εντυπωσιακά αναπτυχθεί. Έδειχναν να έχουν οικειοποιηθεί τον χώρο, να απολαμβάνουν την έξοδο, το άνοιγμα, το κάποιο πράσινο, τη σχετική, νησιώτικη ησυχία, να θεωρούν ότι κάπου είχαν πάει τέλος πάντων. Κάτι που οι ντόπιοι δεν το κάνουμε ποτέ. Και σε καμία πλατεία.

Στο σχολείο ξανά...

Δεν κατάφερα ποτέ να μάθω την Ελληνική Επανάσταση στο σχολείο όπως έπρεπε. Μπέρδευα τους αριθμούς των νεκρών, τους στρατηγούς, τους εμφύλιους, τα πίσωμπρος, κι ακόμα χειρότερα το επιστημονικό πνεύμα του καθαυτού μαθήματος της Ιστορίας με τους ενθουσιασμούς και τις κραυγές, τους χορούς και τις σημαίες των ετήσιων πανηγυρισμών. Δύσκολο να συνδυάσεις και να τα χωνέψεις όλ΄ αυτά. Κι αν αποφάσιζες να ασχοληθείς σοβαρά μετά τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όσο περισσότερα μαθαίνεις τόσο περισσότερα ερωτήματα γεννιούνται για το πώς και το γιατί του τότε, κι ο θόρυβος από τα αεροπλάνα στην παρέλαση μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα είναι σαν να θέλει να σβήσει τους προβληματισμούς. Πριν από λίγα χρόνια, πηγαίνοντας ξανά στο σχολείο, να πάρω ελέγχους των παιδιών μου τώρα, περίμενα ώρα στην ουρά διαβάζοντας αφηρημένα το ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, κορνιζαρισμένο στον διάδρομο. «Βλέποντες τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη να έχουν την ελευθερίαν τους» έλεγε, «εσυλλογιστήκαμεν κι εμείς γιατί να μην έχωμεν... αποφασίσαμε να αγωνιστώμεν για να αποκτήσωμεν πολιτική υπόστασιν...». Νάτοι λοιπόν οι αγωνιστές τη στιγμή που παίρνουν τη μεγάλη απόφαση. Έχουν σχέδιο, στόχο και πρότυπο. Μιλάνε με ακρίβεια γι΄ αυτό που θέλουν, κι ας είναι δύσκολο να το καθορίσουν στις λεπτομέρειες. Θέλουν πολιτική υπόσταση κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αν είχα φανταστεί ποτέ απλοϊκούς αγωνιστές που ήθελαν ελευθερία γενικά και αόριστα χωρίς κάποιο πρότυπο, ή με πρότυπο την κοινοτική διοίκηση που μπορούσαν να ασκούν στην οθωμανική περίοδο, είχα κάνει λάθος. Μπορεί να μην έμοιαζαν καθόλου με Ευρωπαίους την εποχή εκείνη, αλλά ήξεραν τι ήθελαν να κάνουν, με τι ήθελαν να μοιάσουν. Σωστό ή λάθος, δεν θα μπορούσα ποτέ να τους το πω. Πάντως κατάλαβα ότι ο αγώνας τους συνεχίζεται. Ακόμα.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Σύγχρονες ηρωίδες

Νίκησαν λοιπόν οι κρατούμενες, νίκησε μετά θάνατον η Κατερίνα Γκουλιώτη, που πρέπει να απαιτούμε κάπως να μάθουμε πώς έγινε και πέθανε στο πλοίο της μεταγωγής. Η κολπική εξέταση που τις ταπείνωνε και τις εξευτέλιζε θα αντικατασταθεί με υπερηχογράφημα, όπως είχε ζητήσει εκείνη με διαρκή υπομνήματα και αιτήσεις μέσα από τη φυλακή. Στο τελευταίο της γράμμα πριν πεθάνει, που αξίζει να το βρείτε και να το διαβάσετε στο Διαδίκτυο για να δουλέψει καλύτερα η φαντασία σας σε σχέση με αυτές τις εξετάσεις, επειδή είναι δύσκολο να το συλλάβει ο νους του ελεύθερου ανθρώπου, παρουσιάζει τον εαυτό της με τόση αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια που παθαίνει σοκ κάποιος ο οποίος έχει στον νου του τους φυλακισμένους ή τους τοξικομανείς σαν ανθρώπους χωρίς συνείδηση και χωρίς δυνατότητα έκφρασης των αναγκών και των προβλημάτων τους. Εκείνη συνέτασσε υπομνήματαέχει πιαστεί το χέρι μου να γράφει, λέει κάποια στιγμή στο γράμμα- και οι δεσμοφύλακες τι έκαναν; Τι έγινε πάνω στο πλοίο και την οδήγησε σε θάνατο δεμένη; Θα ερευνηθεί, θα μάθουμε ποτέ; Μια ηρωίδα των ημερών που γιορτάζουμε τους ήρωες, και μη σκεφτείτε ότι κάνω ανίερες συγκρίσεις. Για την πολιτική υπόσταση της χώρας, όπως οι επαναστάτες του Εικοσιένα, αγωνίστηκε κι αυτή, για τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών της. Και το δικαίωμα που κέρδισαν οι κρατούμενες είναι νίκη όχι μόνο για εκείνες, αλλά για όλους μας σαν πολίτες, γυναίκες και άνδρες. Τι κρίμα να δίνει ακόμα ευκαιρίες για τέτοιες θυσίες η χώρα, να χρειάζεται ακόμα ήρωες για τα βασικά και τα αυτονόητα, όταν τόσο ωραία λόγια ξέρουν όλοι να λένε, τόσο ζυγισμένους νόμους να διαθέτουμε να ρυθμίζουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα...

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Στιγμιαία γύμνια

Στην 3ης Σεπτεμβρίου κάτι καινούργιο χτίζουν πίσω από τη λαμαρίνα, σε ένα οικόπεδο στενό. Το παλιό σπίτι που γκρέμισαν έχει αφήσει τον τοίχο του στη διπλανή πολυκατοικία. Εκεί που περπατάς το βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου, να έχει ανοίξει σα στρείδι το διώροφο και να σου δείχνει το εσωτερικό του. Φαίνεται η σκάλα που ανέβαινε στον πρώτο όροφο, δηλαδή τα σημάδια από τα σκαλοπάτια, ένα μπορντό χρώμα που είχε ο τοίχος, τα στηρίγματα από το κάγκελο. Και τα δωμάτια ξεχωρίζουν σε δύο ορόφους, τα εντοιχισμένα τους ντουλάπια, τα χρώματά τους ξεθωριασμένα και πιο απαλά από ποτέ στον τελευταίο αποχαιρετισμό του κόσμου. Χρωστικές που δεν υπάρχουν πια. Ψηλοτάβανα δωμάτια είχε εδώ και είχαν άλλη αίσθηση του αέρα αυτοί που έζησαν μέσα. Θα άρχισε από ανθρώπους φιλόδοξους, αισιόδοξους, που έχτισαν στον μεγάλο αθηναϊκό δρόμο το σπίτι τους με πέτρα. Φαίνεται η πέτρα στο χνάρι της σκεπής, εκεί θα ήταν η σοφίτα του σπιτιού και δεν τον είχαν βάψει τον τοίχο. Θα είχε λοιπόν τους δύο ορόφους και τον κήπο του, θα είχε την καγκελόπορτα ο κήπος. Πόσο καιρό να μπόρεσε να καμαρώσει καινούργιο, επιβλητικό, πριν αρχίσει ο ξεπεσμός του, ενώ γύρω αναπτύσσονταν τα διαμερίσματα; Θα είδε να του κόβεται ο ορίζοντας, η ζωή του για πολλές δεκαετίες θα ήταν γεμάτη νοσταλγία και αναμνήσεις. Δίπλα η πολυκατοικία της δεκαετίας του ΄70 χτίστηκε χρησιμοποιώντας τον δικό του τοίχο. Γι΄ αυτό φαίνεται το χνάρι. Σε λίγο θα το σκεπάσουν με σοβά, οι δύο όροφοι θα γίνουν τέσσερις στην καινούργια οικοδομή. Θα εξαφανιστεί εντελώς. Γρήγορα παραδόσου παρελθόν, είναι ανθυγιεινή η θλίψη σου. Πολύ καθυστέρησες, πολύ αντιστάθηκες, και τι κατάλαβες; Τρελαίνεις τα νιάτα, τα ωθείς να κυνηγούν φαντάσματα, κάνοντας καταλήψεις μεγάρων που καταρρέουν. Γρήγορα σοβατίσου...

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Η πολυκατοικία

Το τηλεοπτικό σίριαλ είναι έχγρωμον τεχνικολόρ, άκρως φιλικόν προς τον χρήστη. Συμπαθητικές φυσιογνωμίες, ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή, μικροί ήρωες της καθημερινότητας. Χαζεύεις λίγο, γελάς λίγο, περνάει η ώρα. Μια άλλη «πολυκατοικία» ξεδιπλώνει τα επεισόδιά της, όχι στην τηλεόραση, αλλά στα ψαγμένα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Η «άλλη» πολυκατοικία βρίσκεται στο κέντρο της πρωτεύουσας, από τα πέριξ της Ομόνοιας μέχρι κάτω από τον Αγιο Παντελεήμονα. Απρόσωπα κτίρια που υψώθηκαν στον «οικοδομικό οργασμό» της δεκαετίας του 60 για να φιλοξενήσουν τους χιλιάδες εσωτερικούς μετανάστες που έφταναν από την επαρχία. Στενόχωρα όνειρα της αντιπαροχής, γεμάτα μελαγχολία: Οι πιο μεγάλοι νοσταλγούσαν την άπλα του χωριού που αντάλλαξαν για τα τσιμεντένια ντουβαράκια. Οι πιο μικροί ονειρεύονταν να «φύγουν», να δραπετεύσουν, να πετάξουν: στο Παρίσι, στο πανεπιστήμιο, στο διάστημα. Οπουδήποτε μακριά από τα τρία δωμάτια και κουζίνα, τα ανύπαρκτα μυστικά στους χάρτινους τοίχους και τη μυρωδιά από τα κεφτεδάκια της από κάτω. Οι περισσότεροι τα κατάφεραν. Εφυγαν. Οι πολυκατοικίες μαράζωσαν, παρήκμασαν, άδειασαν... Και ξαναγέμισαν, πάλι από μετανάστες. Αυτή τη φορά εξωτερικούς, που τρύπωσαν στα ντουβάρια που εγκατέλειψε το αστικό όνειρο. Δώδεκα, δεκαέξι, εικοσιτέσσερα άτομα σε δυο δωμάτια. Κοιμούνται με βάρδιες, για να μοιραστούν το εξωφρενικό νοίκι. Τραβούν την προσοχή μόνο όταν αυτή η ασφυξία της ζωής τούς οδηγεί σε ξεσπάσματα βίας που εξοργίζουν τους «φιλήσυχους» εναπομείναντες κατοίκους. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα είναι μια τέτοια πολυκατοικία ύστερα από άλλα τριάντα χρόνια. Τι πρόσωπα θα έχουν οι ένοικοι, ποια γλώσσα θα μιλάνε, τι θα λένε οι εφημερίδες της εποχής. Θα είναι σκληρά γκέτο ή ζωηρές, υγιείς αστικές εστίες; Θα είναι φωλιές ειρήνης ή εμπόλεμες ζώνες; Ο,τι κι αν συμβεί, ένα είναι σίγουρο: Η «πολυκατοικία» του αύριο (όπως και του σήμερα) δεν θα μοιάζει με αυτή που θα βλέπουμε στην τηλεόραση...

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Ο κουκουλοδιώχτης

Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση: Την τραβάει ο οργανισμός τους την πλάκα! Δεν εξηγείται διαφορετικά η «ποινικοποίηση» της κουκούλας. Δηλαδή, τι περίμεναν; Οτι θα πάρει κανένας άνθρωπος σοβαρά αυτές τις σκέψεις-προτάσεις ανακοινώσεις, όταν ένα τέτοιο μέτρο περιλαμβάνεται ανάμεσά τους; Μπαφιάσαμε στα «μέτρα». Εχουμε ήδη νόμους για όλα. Για τα σπασίματα και για τις φθορές, και για τις ένοπλες ληστείες, και για τα ανοιγμένα κεφάλια στα γήπεδα. Εχουμε νόμους για την οικογενειακή βία, τα διαζύγια, την προστασία του ιδιωτικού βίου. Εχουμε νομοθεσία για τη δόμηση, την προστασία του δάσους και της παραλιακής ζώνης, για το δημόσιο πτύειν. Εχουμε νομικό πλαίσιο απόλυτης ισότητας ανδρών και γυναικών, ξεκάθαρους νόμους εναντίον των θρησκευτικών και φυλετικών διακρίσεων, κι ένα σύγχρονο οικογενειακό δίκαιο. Ακόμα κι ο πιο αγαθός Ελληνας ξέρει ότι το ζήτημα βρίσκεται στην εφαρμογή όλων αυτών των περίπλοκων και διαρκώς αναθεωρούμενων νόμων. Σέβεται τους νομοθέτες και τους αφήνει να κάνουν το έργο τους. Μετά είναι που του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Οταν σε τόσες περιπτώσεις οι νόμοι δεν εφαρμόζονται. Οταν του κάνουν το παιδί κιμά στο ξύλο επειδή το τσάκωσαν γύρω από μια διαδήλωση και δεν μπορεί να βρει το δίκιο του πουθενά. Οταν του σπάνε το αμάξι, το μαγαζί, τα μούτρα, μπροστά στα μάτια δεκάδων πάνοπλων «οργάνων» και κανείς δεν πιάνει κανέναν, λες και αυτό που τους εμπόδιζε ήταν ακόμα ένας κουκουλοκτόνος νόμος. Οταν στη γωνιά του σπιτιού του ξεφυτρώνει ένα κτήνος τριών χιλιάδων τετραγωνικών σε οικόπεδο που δεν χτίζει πάνω από διακόσια μέτρα - και δεν επεμβαίνει κανείς. Τότε είναι που η ανακοίνωση ακόμα μίας «δέσμης» νομικών μέτρων μάς τρελαίνει. Κι επειδή δεν μπορούμε να πάρουμε κουκούλες, κράνη και λοστούς (γιατί δεν το επιτρέπει η προσωπική και πολιτική ηθική μας), παίρνουμε τους αρμόδιους... στο ψιλό. Και τους κάνουμε πλάκα. Ανελέητη. Και ξεκουκούλωτη.

Υπέρ κρίσεως και πατρίδος

Λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ο παραλογισμός του συστήματος μόλις τώρα αρχίζει να μου αποκαλύπτεται. Στην αρχή βγήκαν κάτι καλοί κύριοι και μου είπαν ότι εγώ δημιούργησα την κρίση. Ξόδευα, έλεγαν, πολύ περισσότερα χρήματα απ όσα κέρδιζα, και όσα δεν είχα διαθέσιμα, τα δανειζόμουν. Ο ανεξέλεγκτος δανεισμός, η υπερβολική -πάνω από τα όριά μου- κατανάλωση με φαλίρισαν, και, μαζί με μένα, φαλίρισε και το σύστημα. Ποιος φταίει για την κρίση; Εγώ, που ήμουν κουφιοκέφαλος! Μάλιστα. Μετανοώ γονυπετής . Αλλάζω τη συμπεριφορά μου. Σπατάλες τέλος. Λούσα, περιττά έξοδα, επιπολαιότητες και πολυτέλειες ξορκισμένα με τον απήγανο. Σημαντικές αγορές αναβάλλονται επ αόριστον. Να κάνω θυσίες, μάλιστα, για να βγούμε από την κρίση. Και; Και την άλλη μέρα βγαίνουν κάτι καλοί κύριοι και μου εξηγούν ότι αυτός είναι ο σίγουρος τρόπος να καταστραφούμε παγκοσμίως! Διότι, αν στυλώσω τα ποδάρια σαν το μουλάρι και δεν ξοδεύω, αν δεν καταναλώνω, αν δεν χρεώνομαι και δεν χρεώνω, «παγώνει» η αγορά και πάμε για φούντο όλοι. Με την καινούργια μου «σπαγκοραμμένη» οικιακή πολιτική κλείνουν μαγαζιά, φουντάρουν επιχειρήσεις, μένει άνεργος κόσμος. Εγώ έφταιγα για την κρίση με τις σπατάλες μου, εγώ φταίω, πάλι, με την τσιγκουνιά μου. Πόσα θέλουν να μου δώσουν για να τρελλαθώ; Κι ας μη μου τα δώσουν μεττρητά, ας είναι και σε πιστωτική, σε διακοποδάνειο, σε ό,τι μορφή θέλουν, τέλος πάντων, αρκεί να πληρώνουν τον λογαριασμό. Κι εγώ να βγω στα μαγαζιά να λυσσάξω. Οχι για μένα, για τη φουκαριάρα την οικονομία, που «παγώνει». Για να «ζεσταθεί» η αγορά! Για πατριωτικούς λόγους. Είμαι έτοιμος, να πέσω στις επάλξεις! Υπέρ κρίσεως και πατρίδος, υπέρ καρτών και αξιών...

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Δίκτυο ευρωπαϊκών κινηματογράφων

Σβήνουν τα φώτα στην αίθουσα, στην οθόνη σχεδιάζεται μια γραμμή, ύστερα στο σκοτεινό φόντο αναδύονται ονόματα πόλεων, μεγαλώνουν και χάνονται, για να δώσουν τη θέση τους σε άλλα που έχουν αναδυθεί στο μεταξύ. Κάθε φορά εντείνω την προσοχή μου να μη χάσω την Αθήνα που βγαίνει στην αρχή, μικρά γράμματα, γρήγορο πέρασμα, αμέσως χάνεται στις διάττουσες υπόλοιπες πόλεις, Βαρκελώνη, Άμστερνταμ, Ταλίν, Πράγα... ύστερα βγαίνει και η Θεσσαλονίκη, κρατάει περισσότερο, επειδή είναι πιο μεγάλο όνομα μάλλον. Μέσα σε αυτές τις ταχύτητες προσπαθώ να βρω εικόνες γνωστές από φωτογραφίες ή από δικές μου βόλτες σε μερικές πόλεις που έχω πάει, κι όπως παρελαύνουν τα ονόματα παρελαύνει η επιθυμία και η νοσταλγία να τις γνωρίσω ή να τις ξαναπερπατήσω. Δίκτυο πόλεων ευρωπαϊκού κινηματογράφου είναι όλη αυτή η αδερφοποίηση, αυτές οι απαλές συνεχόμενες εκρήξεις φωτεινών ονομάτων. Πόλεις που βοηθάνε το δικό τους σινεμά, το υπερασπίζονται, το προωθούν, το αγαπάνε και δεν παραιτούνται από την πολυτέλεια να το παράγουν. Για λίγα δευτερόλεπτα τρυπώνει στην καρδιά μου, τόσο ευχάριστα, τόσο πρόθυμα, η ψευδαίσθηση πως η Αθήνα ανήκει σε έναν γαλαξία από πόλεις αληθινές, είναι ένα αστεράκι στο ευρωπαϊκό στερέωμα, καλλιτεχνική, ανοιχτόκαρδη, γεμάτη έμπνευση, ομορφιά, δημιουργία και πείσμα: Να μείνει ζωντανή η δυνατότητά της να κατασκευάζει εικόνες, να τρέφει συγγραφείς και μουσικούς, φιλοσόφους και περιπατητές, αργόσχολους, καφενόβιους, ανθρώπους υπαίθριους, όχι ημιυπαίθριους. Πως έχει τέτοιο πείσμα φαντάζομαι κάθε φορά, και δεν θα τιμωρήσει τους εκλεκτούς της που εκτίθενται, δεν θα τους συντρίψει με στριμμένο επαρχιωτισμό, δεν θα τους εκδικηθεί για τα ρίσκα που παίρνουν. Πως δεν είναι στεγνή και αποχαυνωμένη από φόβο και υπεροψία ταυτόχρονα, δεν έχει υποκύψει στην ασχήμια και στη βία, πως ακόμα ανασαίνει και επιθυμεί. Ψευδαίσθηση λίγων δευτερολέπτων. Θα πάρω, ευχαριστώ.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

ΑΙDS και Βατικανό

Η ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ απορρίπτει τις τεχνητές μεθόδους αντισύλληψης. Ο Πάπας Πίος ΙΑ΄ είχε χαρακτηρίσει το 1930 την αντισύλληψη ως «προσβολή στον νόμο του Θεού και της φύσης». Σε αυτό το σημείο δεν υπάρχουν περιθώρια για γόνιμη συζήτηση, επειδή η πίστη είναι εντελώς προσωπική υπόθεση. Όμως, οι δηλώσεις για τα αποτελέσματα της αντισύλληψης είναι εντελώς διαφορετικό θέμα. Στο πρώτο του ταξίδι στην Αφρική, ο Πάπας Βενέδικος ΙΣΤ΄ είπε, προχθές, ότι το ΑΙDS «δεν μπορεί να ξεπεραστεί μέσω της διανομής προφυλακτικών, τα οποία χειροτερεύουν τα προβλήματα». Το σχόλιο του Ποντίφικα έχει τεράστιες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Και τα επιστημονικά στοιχεία είναι συντριπτικά: η άποψή του είναι παράλογη και ανεύθυνη. Όποια χώρα στην Αφρική άρχισε προγράμματα διανομής προφυλακτικών είδε τους τρομακτικούς αριθμούς θανάτων από ΑΙDS να μειώνονται. Ακόμα και πιστοί καθολικοί σήμερα δέχονται τη χρήση τους. ΄Ηρθε η ώρα το Βατικανό να αλλάξει τη στάση του για το φλέγον αυτό ζήτημα.

Απαγορεύονται και οι μπούρκες;

Πολύ άδικα τον κατηγορούν αυτόν τον νόμο για τις κουκούλες και δεν μπορούν να εκτιμήσουν τις κρυμμένες του αρετές. Φαίνεται απλός, αλλά είναι πολύ φιλοσοφημένος. Πρώτον, κάνει την αρχή στη λύση του μεγάλου προβλήματος των νόμων στην Ελλάδα, που είναι μεν πολλοί, αλλά δεν εφαρμόζονται. Προφανώς είναι περίπλοκοι, δύσκολοι, πώς να τους μάθουν και οι αστυνομικοί που έχουν εξαντληθεί από τις Πανελλήνιες μέχρι να μπουν στη Σχολή τους, κι όλοι οι υπόλοιποι που οφείλουν να τους εφαρμόζουν; Ενώ αυτός είναι απλούστατος. Μαζεύεις όποιον φορά κουκούλα, και κατά προτίμηση αυτόν που απλώς φορά κουκούλα, γιατί αν κρατάει και κανένα λοστό, ας πούμε, τρελός είσαι να πας κοντά; Έτσι εφαρμόζεις έναν νόμο απλό με τρόπο απλό και ικανοποιείς το περί δικαίου αίσθημα του πολίτη που το απλοποιείς κι αυτό κατά βούληση. Γιατί, τι θέλει κι αυτός ο καημένος ο λαός; Να εφαρμόζονται οι νόμοι θέλει. Κάνετε απλούς νόμους, να μπορούν να εφαρμοστούν. Απαγορεύονται οι κουκούλες, δεν είναι ξεκάθαρο; Μπορεί ο κουκουλοφόρος να μην έχει ακόμα διαπράξει έγκλημα, για να φορά κουκούλα όμως κάτι κακό θα έχει στον νου του. Χάθηκε να βάλει ένα καπέλο, μια μαντίλα, μια μπούρκα, κάτι αξιοπρεπές τέλος πάντων; Ωχ σταθείτε, εδώ το πράγμα μπερδεύεται. Τι θα γίνει με την μπούρκα, τη μαντίλα; Μπορούν να θεωρηθούν κουκούλες αυτά; Κι αν απαγορευτούν θα μπλέξουμε όπως οι Γάλλοι τότε με την ισλαμική μαντίλα. Θα πρέπει να εκδοθεί μια λίστα, τι ακριβώς απαγορεύεται και τι επιτρέπεται: κράνος, φερετζές, πέπλο, μάσκα ιατρική, μάσκα αερίων, ένα σωρό πράγματα χρειάζονται διευκρίνιση. Κρίμα, πάνω που είπαμε θα ξεδώσουμε λίγο εφαρμόζοντας έναν εύκολο νόμο, το πράγμα περιπλέκεται. Η παγκοσμιοποίηση φταίει και γι΄ αυτό, όπως συνήθως. Τι να κάνεις όμως; Πώς να ξεφύγεις από αυτόν τον κόσμο;

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Ωδή στις βιτρίνες

Ω βιτρίνες, πρέπει να σας τραγουδήσουμε, τώρα που ίσως θα σας αποχαιρετήσουμε. Ακόμα κι αν δεν καταφέρουν να σας σπάσουν όλες, οι εραστές της καταστροφής, θα σας σκεπάσουν οι ιδιοκτήτες σας με ατσάλινα ρολά, αν δεν σας καταργήσουν τελείως. Σκοτεινές και σιδερόφραχτες θα μένετε τα βράδια, όταν κλείνουν τα μαγαζιά, τσακισμένες ή φρουρούμενες όταν είναι ανοιχτά. Οι μουντοί μας δρόμοι έχουν γίνει πιο μουντοί, κουμπωμένα τετράγωνα τριγυρίζουν κουμπωμένους ανθρώπους. Χάνεται από τη ζωή μας αργά και σταθερά το σκηνικό που στήνετε, η περιποιημένη σας παράσταση για να προκαλέσετε επιθυμίες. Η τέχνη του διακοσμητή, η αγωνία του επενδυτή, ο μόχθος του πωλητή να σας περιποιείται σαν το σαλόνι του, σαν τη γαμήλια γιορτή του, κάθε μέρα, απαράδεχτα όλα! Ω εσείς που ακούραστα μεταφέρετε τα μηνύματα των εξελίξεων από όλον τον κόσμο, χαίρετε και αντισταθείτε! Οι καταστροφείς δεν θέλουν τις επιθυμίες να αλωνίζουν και να πιάνονται σε δόκανα χρωμάτων κι αρωμάτων, τίτλων και προγραμμάτων. Έχουν κάτι από καλόγερους μέσα τους, από επαρχιώτες γυμνασιάρχες του ΄50. Υποχρεώνουν τον εαυτό τους να μισούν ό,τι δεν μπορούν να αποκτήσουν. Σεμνότυφοι ηθικολόγοι, οι τιμωροί της ζωής μας. Πώς τόσον καιρό σας άφηναν να εκτίθεστε ελεύθερα, είναι απορίας άξιον. Δεν επιτρέπεται να μπαίνουμε σε πειρασμούς, αποφάσισαν για μας οι σταυροφόροι του φόβου. Ονειρεύονται στρατιές ομοιόμορφα ντυμένων στρατιωτών της επανάστασης, όπως οι Κινέζοι πριν από τη στροφή στην κατανάλωση, αφού μάλιστα θεωρούν ότι ξαναζούν τον Μάη του ΄68, που μέσα στην τρομακτική του άγνοια ήταν «κινεζόφιλος», δηλαδή υποστήριζε το πιο ανελέητο καθεστώς της εποχής, ενώ ζητούσε τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία για τους εξεγερμένους. Έκτοτε ειπώθηκαν αυτά, αναλύθηκαν και ξεπεράστηκαν, όχι όμως εδώ, στην κομπλεξική επαρχία, όπου η αντίδραση ντύθηκε εξέγερση και βρήκε ευκαιρία να ξεφαντώσει.

Παιχνιδάκια

Η απόφαση της κυβέρνησης να ποινικοποιήσει την κουκούλα, μόνο θυμηδία προκαλεί. Και δείχνει πόσο επιπόλαια αντιμετωπίζει τα κοινωνικά προβλήματα. ΓΙΑΤΙ δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να πιστεύει ότι το μέτρο αυτό θα φέρει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. ΤΟ πρόβλημα με εκείνους που δημιουργούν τα επεισόδια, καίνε, καταστρέφουν ή λεηλατούν περιουσίες, δεν είναι ότι φορούν κουκούλες. Είναι ότι η Αστυνομία δεν έχει καταφέρει να συλλάβει ούτε έναν απ΄ αυτούς. ΕΙΝΑΙ ότι καταφέρνουν πάντα να αιφνιδιάζουν την Αστυνομία. Κτυπούν και φεύγουν πριν αυτή καταφθάσει. ΕΙΝΑΙ ακόμη ότι κυβέρνηση και Αστυνομία δεν έχουν αποφασίσει ποια στάση θα κρατήσουν απέναντί τους. Ότι δεν έχουν κάποιο, στοιχειώδες έστω, επιχειρησιακό σχέδιο αντιμετώπισής τους. Και ότι η κυβέρνηση παίζει πολιτικά παιχνίδια με την ύπαρξη και τη δράση τους. ΟΛΟΙ παραδέχονται ότι πρόκειται για μικρές ομάδες. Ξέρουν τα ορμητήριά τους, τους χώρους όπου ετοιμάζουν τις επιχειρήσεις τους. Και όμως δεν ενοχλούνται. Ύστερα δε από κάθε επιδρομή τους το μόνο που κάνει η Αστυνομία είναι να βρίσκει αστείες δικαιολογίες για την απραξία της. ΟΜΩΣ η κυβέρνηση προχωρά ακόμη παραπέρα: επαναφέρει την αλήστου μνήμης διάταξη για την «περιύβριση δημοσίου λειτουργού». Όποιος βρίζει, λέει, τους αστυνομικούς θα τιμωρείται. ΑΛΗΘΕΙΑ, τι θα κάνει η Αστυνομία όταν χιλιάδες διαδηλωτές ή ένα γεμάτο γήπεδο ποδοσφαίρου εκτοξεύουν το γνωστό σύνθημα, των τριών λέξεων, εναντίον των αστυνομικών; Θα τους συλλαμβάνει όλους; ΑΝ η κυβέρνηση θέλει να θωρακίσει το κύρος της Αστυνομίας, ας φροντίσει να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της. Τα υπόλοιπα είναι αστειότητες.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Κάρφωμα νέας τεχνολογίας

Τι σου είναι η τεχνολογία και το μάνατζμεντ! Με τέτοια «όπλα» στη διαχείριση των επιχειρήσεων, τι να τις κάνεις τις κουκούλες; Το κάρφωμα του συναδέλφου πια γίνεται ανώνυμα με ένα απλό τηλεφώνημα (σε τριψήφιο εσωτερικό αριθμό). Κατ΄ ευθείαν μπαίνει στη μαύρη λίστα και στο δεύτερο παράπτωμα, ο διευθύνων σύμβουλος υπογράφει χωρίς δεύτερη σκέψη την απόλυσή του! Και όποιος πιστεύει, ότι όλα αυτά συμβαίνουν στο μακρινό εξωτερικό, πλανάται πλάνην οικτρά. Η τακτική αυτή- λαμπρή ανακάλυψη ομολογουμένως- συμβαίνει στη χώρα μας σε μεγάλο όμιλο. Σύμφωνα με τους ιθύνοντες πρόκειται για μια δοκιμασμένη συνταγή που οδηγεί σε σίγουρα κέρδη. Το σκεπτικό που κρύβεται πίσω από τη συγκεκριμένη μέθοδο είναι απλό, τα αποτελέσματα όμως είναι σύνθετα και παραγωγικά. Γιατί σου λένε, το ανώνυμο κάρφωμα είναι ο σίγουρος τρόπος να μάθουν οι διευθυντές τα άπλυτα των εργαζομένων τους. Και δεν υπάρχει φόβος εσωτερικών αντιδικιών, αφού κανείς δεν θα μάθει τίποτα. Προπαντός εχεμύθεια- αυτό σημαίνει η εταιρεία να πορεύεται έχοντας πάντα ως γνώμονα βασικές αρχές. Για να είμαστε πιο λεπτομερείς, το «αυτί» του διευθυντή είναι πρόσωπο εμπιστοσύνης- φημολογείται πως είναι η γραμματέας του- που είναι πάντα διαθέσιμο να ακούσει το «καρφί». Ενώ όμως το σύστημα λειτουργούσε άψογα, σε μία εταιρεία του Ομίλου ήρθε η ανατροπή. Κανένα τηλεφώνημα δεν καταγράφτηκε με αποτέλεσμα να μη γίνει καμία απόλυση. Άστραψε και βρόντηξε ο ιδιοκτήτης, που βλέπει τους μισθούς να τρέχουν μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, χωρίς να έχει το παραμικρό «πάτημα» για να κάνει περικοπές στο προσωπικό. Ακολούθησε και σχετικό κήρυγμα, καθώς για κάποιους η αντίσταση στο κάρφωμα αποτελεί ένδειξη αδιαφορίας για τα κέρδη της εταιρείας. Στην περίπτωση αυτή ταιριάζει ο στίχος: «Και δεν χτυπάει το τηλέφωνο...».

Τουριστική αξιοποίηση

Δεν υπάρχει άλλη λύση, τώρα πια μας πήραν είδηση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες εκδόθηκε οδηγία προς τους τουρίστες να μην πλησιάζουν τα Εξάρχεια, τώρα θα βάλουν και το Κολωνάκι μέσα. Στο μεταξύ, η κατάσταση αγριεύει μέρα με τη μέρα και πρέπει οπωσδήποτε να καταφύγουμε στο ελληνικό δαιμόνιο. Τόσος κόσμος κυνηγάει την περιπέτεια, το ζην επικινδύνως, το σασπένς και την ένταση, αυτό θα προβάλουμε ως τουριστική ατραξιόν. Αθήνα, και όχι μόνο Αθήνα, διότι και άλλες πόλεις μάρνανται τής των Αθηνών δόξης, Αθήνα, τέλος πάντων, η πόλη όπου ποτέ δεν πλήττεις. Σε κάθε βήμα παραμονεύει μια εμπειρία. Μπορείτε να δείτε μια βιτρίνα να καταρρέει την ώρα που ψωνίζετε, πού αλλού θα το βρείτε αυτό; Μοναδικές στιγμές για να ανέβει η αδρεναλίνη του κοιμισμένου σύγχρονου Ευρωπαίου, να ζήσει κάτι από το έντονο παρελθόν που τόσο νοσταλγεί, μη σου πω ότι αποτελεί και προεπισκόπηση των κινδύνων του μέλλοντος αν δεν προσέξει και γίνει σαν εμάς. Ναι, ναι, πολλοί παρατηρούν ότι η επανάσταση της Αθήνας εξάγεται δυτικά· με ένα ταξιδάκι, λοιπόν, εδώ θα μελετήσουν κοινωνικά μορφώματα και παραμορφώματα που πολύ θα τους ενδιαφέρουν. Ειδικές καμπάνιες πρέπει να γίνουν σε συνδικάτα τζαμάδων, να κάνουν την Αθήνα αγαπημένο προορισμό, να μελετήσουν εδώ πώς σπάνε τα τζάμια, να αναπτύξουν υγιή ανταγωνισμό, να βρούνε λύσεις πρωτότυπες πριν εξαφανιστεί το είδος βιτρίνα από τη ζωή μας. Λίγη φαντασία κύριοι αρμόδιοι του τουρισμού! Φτάνει πια με την Ακρόπολη! Εκτός του ότι είναι διαρκώς κλειστή, έχει μείνει πίσω, στην εποχή του κάγκελου. Δεν εφαρμόστηκε εκείνο το ιδιοφυές σχέδιο, με τον γυάλινο κώδωνα που θα την έκλεινε γύρω γύρω για να την προστατεύει από τη ρύπανση, το θυμάστε; Κι έμεινε πια εκτός των εξελίξεων.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Τo καρτέλ της γομολάστιχας

Τις πιο πολλές φορές μπαίνω στο ρούχο τους και συμμερίζομαι προαιώνια για την οικογένεια θέματα. Σε ποιο σχολείο να πάει το παιδί, ποιες σπουδές θα του εξασφαλίσουν την επιτυχία άμα τη εμφανίσει και στα πίσω καθίσματα τίνος σχολικού θα κάνει χρήσιμες για τη ζωή του γνωριμίες. Προϊούσης της συζητήσεως, όταν το αυτάκι μου πάψει να ιδρώνει από τις κομψές διατυπώσεις άκομψων επιδιώξεων, αρχίζω να ανησυχώ και να εξανίσταμαι. Απορώ, για ποιο λόγο το δικό μας το παιδί δεν πρέπει να συναντήσει Αλβανούς στο διάλειμμα, οικονομικούς newcomers στο τένις, φάλτσους στο σολφέζ, χοντρούς στην πισίνα και επαρχιώτες συμφοιτητές στην κατάληψη. Το άγχος πολλών σύγχρονων γονιών μού δίνει τα κλειδιά της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Επειδή όμως έχω μάθει πια να δαγκώνω τη γλώσσα μου, ζητώ τη συνηγορία του Ντέιβιντ Χέαρ, συγγραφέα του θεατρικού «Ανάσα ζωής» που παίζεται από την προηγούμενη εβδομάδα στο «Απλό Θέατρο». Ακούστε τι βάζει στο στόμα της μιας από τις ηρωίδες του και μετά κόψτε του και την καλημέρα: «Ξέρεις τι είναι οικογένεια; Θα σου πω τι είναι. Είναι μια επιχείρηση ιδιωτικού συμφέροντος, μια πρόφαση για ιδιοτέλεια. Γι΄ αυτό την αγαπούν οι πολιτικοί. Είναι ένα καρτέλ που αυτοπροωθείται, που αυτοσυντηρείται, που εμφανίστηκε στον κόσμο για να προστατεύει τα δικά του μέλη, μόνος του σκοπός να προωθεί τους δικούς του στόχους. Μια οικογένεια εν τέλει δεν είναι παρά μια σταυροφορία για το δικό της όφελος. Ιδανική στη θεωρία, εγωιστική στην πράξη. Μια οργανωμένη πρόφαση για να μη νοιαζόμαστε για κανέναν άλλον». Όχι εμείς, κύριε...

Δεν με νοιάζει

Άντε, προχωράει κι ο Μάρτης. Γρήγορα φεύγει, σε τρεις μήνες από σήμερα θα έχουμε τελειώσει τις Πανελλήνιες, οικογενειακώς. Ίσως να μας έχει μείνει κανένα ειδικό μάθημα. Θα στεκόμαστε ανάμεσα στα ερείπια της μάχης αναμετρώντας κέρδη και χασούρες. Εκείνη τη μέρα ο διάλογος για την Παιδεία μπορεί να έχει προχωρήσει με μερικά ακόμα σούρταφέρτα εκπροσώπων κομμάτων και κανα δυο αποχωρήσεις, όπως γίνεται συνήθως. Ίσως όμως και να έχει σταματήσει, όπως γίνεται συνήθως. Μπορεί να έχει βρεθεί κάποιο νέο σύστημα εξετάσεων, ας πούμε αντί να μαθαίνει παπαγαλία μόνο ένα βιβλίο Ιστορίας και πέντε θέματα Νέων ο υποψήφιος, να μαθαίνει παπαγαλία και τη βιογραφία του Λαβουαζιέ ή τον νόμο του Γουντ. Γιατί όχι, θα ήταν εξαιρετικά πρωτότυπο και θα βοηθούσε να υποπτεύονται οι της Θεωρητικής ότι έζησαν στον κόσμο αυτό και φυσικοί μετά τον Δημόκριτο, οι οποίοι μάλιστα είχαν γεννηθεί εκτός Βαλκανικής. Απίστευτο αλλά αληθινό. Ό,τι και να γίνει όμως, εμείς θα έχουμε ξεμπερδέψει. Κουτσά, στραβά ή ολόισια και θριαμβευτικά, σε τρεις μήνες από σήμερα θα κλείσει το μέγα Ταμείο. Τέρμα τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα, τα ιδιωτικά, τα ενισχυτικά, όλα τα πανάκριβα αξεσουάρ της δωρεάν Παιδείας. Βέβαια θα ανοίξει το άλλο μέγα Ταμείο, των σπουδών, αλλά τουλάχιστον αυτό δεν θα λειτουργεί για να αποστηθίζονται κείμενα. Τουλάχιστον δεν θα πληρώνουμε χρυσή την αποβλάκωση και μαζί την υποκρισία που εισπράττεται ενδοφλεβίως. Κάπως θα μπορέσει ο απόφοιτος να χαράξει δρόμο. Θα λήξει η τελετή μετάβασης, όσο μυαλό τού έχει μείνει θα μπορεί, θεωρητικά, να το καλλιεργήσει πιο ελεύθερα. Ο διάλογος για την Παιδεία μπορεί να ξαναρχίσει στην επόμενη κυβέρνηση, να συνεχιστεί στη μεθεπόμενη, όπως τα τελευταία τριάντα χρόνια, που εγγυάται την πλήρη ακινησία και διαρκή καταβύθιση μέσα στη βαβούρα και την ταραχή.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Αναζητώντας το χαμένο ερωτηματολόγιο

Το «ερωτηματολόγιο του Προυστ» θυμάμαι να το διαβάζω μετά μανίας στην τελευταία σελίδα της χρυσής εποχής του «Vanity Fair» και να ρουφώ τις απαντήσεις των διάσημων που θαύμαζα. Σιγά σιγά, η μόδα του πέρασε και στην Ελλάδα. Ολο και συχνότερα, στις στήλες των περιοδικών, ένα πρόσωπο απαντά στο ερωτηματολόγιο του Προυστ. Πριν από λίγο καιρό, για πλάκα, μου ζήτησε ένας συνάδελφος να το συμπληρώσω κι εγώ και ένιωσα πολύ κολακευμένος. Για να μου ζητήσουν να απαντήσω στο «ερωτηματολόγιο του Προυστ» σημαίνει ότι κάπου έφτασα, κάτι είμαι. Ή όχι; Ε, λοιπόν όχι, κατηγορηματικά. Ασε τον Μαρσέλ στον Παράδεισο -ή όπου αλλού βρίσκεται- να καταβροχθίζει λαίμαργα μπισκοτάκια βουτύρου. Η πραγματικότητα είναι άλλη: Ο Μαρσέλ Προυστ (που όλοι αγαπήσαμε αλλά ποτέ δεν διαβάσαμε, εκτός αν είμαστε υποχρεωμένοι διά ροπάλου, διότι, εντελώς μεταξύ μας, ο μακαρίτης έχει και τον αδιάβαστο), στην πραγματικότητα ποτέ δεν συνέταξε το... ερωτηματολόγιό του! Απλώς, όταν ήταν μικρός, απάντησε σ' ένα από τα «λευκώματα» της εποχής του. Τα θυμάστε τα «λευκώματα». Μερικοί από μας τα προλάβαμε. Ηταν αυτά τα βιβλία με τις λευκές σελίδες που τα έδινες στους φίλους σου και τους έβαζες διάφορα ημιβλακώδη ερωτήματα: «Τι εστί έρως; Τι εστί φιλία;». Το χειρόγραφο με τις απαντήσεις του πήρε αξία, όταν έγινε διάσημος (φρόντισε ο ίδιος γι αυτό) και μάλιστα πουλήθηκε σε μια δημοπρασία, στις αρχές του 90, αντί τεραστίου χρηματικού ποσού. Οι απλές έως απλοϊκές ερωτήσεις χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως εργαλεία για συνεντεύξεις, ένα πρόχειρο λυσάρι για κάποιον που βαριέται να σκεφτεί μόνος του τι να ρωτήσει τον απέναντι. Ξενερωτικό συμπέρασμα: Αν σας δώσουν να συμπληρώσετε «το ερωτηματολόγιο του Προυστ», μην την ψωνίσετε: Δεν γίνατε ίσα κι όμοια! Ασε που η πιο δύσκολη ερώτηση που θα μπορούσε να προστεθεί θα ήταν η αυτονόητη: «Τι εστί Προυστ;». Αλλη ερώτηση, παρακαλώ.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Ειδήσεις στη σκιά της κρίσης

Ενα κοριτσάκι εννιά χρονών έμεινε έγκυος ύστερα από βιασμό. Οι γιατροί προχώρησαν σε διακοπή της εγκυμοσύνης. Η Καθολική εκκλησία ενδιαφέρθηκε για το περιστατικό, προκειμένου να εντοπισθούν τόσο οι γονείς που συναίνεσαν στη διακοπή της εγκυμοσύνης της εννιάχρονης όσο και οι γιατροί που την πραγματοποίησαν. Οχι για να τους βοηθήσει, αλλά για να τους αφορίσει: Ολους, εκτός από το κοριτσάκι, που γλίτωσε την εσχάτη των θρησκευτικών ποινών επειδή ήταν μικρό. Τι να πεις και τι να γράψεις; Στη Γερμανία. Αλλο ένα μακελειό: Ενας ανήλικος μπαίνει με όπλο στο σχολείο και καθαρίζει κόσμο στα τυφλά, προτού βάλει και ο ίδιος τέρμα στη ζωή του. Κάποιοι λένε ότι είναι η ίδια η δημοσιότητα που δίνεται στα περιστατικά η οποία εμπνέει, με έναν αρρωστημένο τρόπο, και τον «επόμενο» δράστη. Προτείνουν μάλιστα, ως λύση για την εξάλειψη του φαινομένου να μπει «φίμωτρο» στη γνωστοποίηση τέτοιων ειδήσεων. Ακρη δεν βγαίνει, μόνο μανάδες στα μαύρα. Στα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα του κόσμου, πρώτη είδηση το ανέβασμα της στάθμης της θάλασσας. «Είναι χειρότερο απ όσο περιμέναμε» ομολογούν οι ειδικοί, που κάποτε μιλούσαν για μερικά εκατοστά νερού, που από μόνα τους θα σήμαιναν καταστροφές, πλημμύρες και μετατοπίσεις πληθυσμών. Τώρα, μιλάνε για ένα μέτρο, ίσως παραπάνω. Κάπου, κάποιοι, σφυρίζουν κλέφτικα. Στην Ελλάδα, πιάνει ακόμα «χώρο» στις εφημερίδες η αντίδραση κάποιων ανθρώπων μπροστά στο ενδεχόμενο να σηκώσει Αλβανός μαθητής τη σημαία στην παρέλαση. Ακρη δεν βγαίνει, μόνο η σκόνη που άφησε πίσω του ο Οδυσσέας Τσενάι με τις υποτροφίες του και τις λαμπρές σπουδές του. Μερικές φορές, αυτή η άτιμη η «κρίση» τα σκεπάζει όλα, λες και δεν συμβαίνει πουθενά τίποτε άλλο. Τρέχουμε πίσω από τους οικονομικούς δείκτες, ενώ γύρω μας «βαράνε κανόνια» όλο και χειρότερες υποθήκες: Ζωές παιδιών, οι επόμενες δεκαετίες, το ίδιο το μέλλον του πλανήτη. Μερικές ματιές πέρα από την πρωταγωνίστρια «κρίση» δεν βλάπτουν. Ακόμα κι αν δεν είναι πολύ αισιόδοξες...

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Το «λέω» και το «θέλω»

Ότι είναι δύσκολη εποχή η άνοιξη το έχω πει κι άλλες φορές, αλλά επειδή έρχεται κάθε χρόνο, το ξαναλέω. Εκεί που σε χτυπάει λοξά το φως του πρωινού (που είναι κρύο και απειλητικό σαν λεπίδα), κάνεις το παν να βυθιστείς ξανά στο ωραίο κενό, αλλά κάτι εντός σου (μπορεί και εκτός σου) διαμαρτύρεται. Λες και οι πόροι του δέρματος αναπνέουν με άλλο ρυθμό και σε σέρνουν να πετάξεις τα σκεπάσματα, να τρέξεις, να προλάβεις, να βγεις. Να πας πού; Το σώμα σε εγρήγορση, το μυαλό μαγκωμένο ακόμα. Το κλειδί στη μηχανή κάνει τον συνηθισμένο θόρυβο, η όπισθεν μπαίνει όπως πάντα, το «κλικ» στο κουμπί του ραδιοφώνου στην ώρα του- όλες οι κινήσεις σαν αυτόματη γραφή- η ιστορία ενός καρτούν, καρέ καρέ, καθώς αρχίζει τη μέρα. Κι εκεί που όλα κινούνται και κοιμούνται με τα μάτια ορθάνοιχτα, έρχεται ο στίχος «άλλα θέλω, άλλα κάνω/ πώς να σου το πω» (του Μάλαμα) και όλο το... γαλακτώδες των νευρώνων του εγκεφάλου καθαρίζει μονομιάς. Μια φράση-φωτοβολίδα μες στη μέρα σκάει, μια φράση απλή, χιλιοτραγουδισμένη (θα είναι μάλλον που ήπια τσάι το πρωί και όχι καφέ). «Μα είναι δώρο άδωρο ν΄ αλλάξεις χαρακτήρα/ τζάμπα κρατάς λογαριασμό/ τζάμπα σωστός με το στανιό». Αυτό είναι. Όλο το μπλα μπλα μιας παρέας χρόνων- και όλο το δισυπόστατο, διχασμένο, τριχασμένο, αντιφατικό, σιχαμένο της ανθρώπινης ύπαρξης- μέσα σε δυο απλές φρασούλες, κρυμμένες κάτω από την ευκολία τους. Τις έχω πάει βόλτα τα καλοκαίρια, τις έχω χορέψει, τις έχω δει να τις χορεύουν, τις έχω χειροκροτήσει- κι όμως έπρεπε να περάσουν χρόνια για να «σκάσουν» εντός μου. Ο λόγος είναι ψεύτης ολκής. Όσο πιο απλός τόσο πιο... μούτρο κρυφό. Το έχω ξαναπάθει αυτό με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», χρόνια πέρασαν μέχρι να καταλάβω τι σημαίνει αυτό το «μοιάζεις με την καρδιά μου». Το αυτοκίνητο τσουλάει αργά (και βασανιστικά) στην Κηφισίας και όλο το τοπίο εκτός- το συνηθισμένο τοπίο της καθημερινότητάς μου- έχει βρει έναν λόγο ύπαρξης και μου ανταποδίδει το τραγούδι: «Άλλα λέω κι άλλα κάνω/ πώς να σου το πω...». Λάθος είναι αυτός ο στίχος, αλλά θα μπορούσε να είναι κι έτσι. Άλλωστε, το «λέω» και το «θέλω» έχουν μόνο ένα «θ» διαφορά (και είμαι σίγουρη ότι πολλοί θα το τραγουδούν κι έτσι). Αργά αργά στην Κηφισίας, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, μια... φωτοβολίδα μες στη μέρα σκάει. Μια ζωή με Μάλαμα ξεκινάω, σε Περίδη καταλήγω!

Εύθραυστες καταστάσεις

Το καλό πρωινό ωφελεί τα παιδιά και τους μεγάλους, αλλά τέτοια πράγματα δεν πρέπει να γράφονται και να λέγονται πολύ συχνά. Ειδικά τις μέρες που τρέχεις να προλάβεις πρωινή δουλειά και περνάνε τα τρόλεϊ γεμάτα από μπροστά σου, και ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά, τρόλεϊ ήθελα να πω. Και να σκέφτεσαι τον καφέ που δεν πρόλαβες να πιεις και το μακιγιάζ που δεν πρόλαβες να τελειώσεις, και τελικά να στριμώχνεσαι σαν σαρδέλα ανάμεσα σε συνοφρυωμένα πρόσωπα ανθρώπων που αγωνίζονται πρωί πρωί να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους σε σαρδελώδη κατάσταση. Κι άντε σκούντα, βρόντα να πάει τρία μέτρα παρακάτω το όχημα, άντε να ξεφορτώσει το φορτηγό στον φούρνο και να αδειάσει ο δρόμος, και τα αναψυκτικά στο ψιλικατζίδικο. Η οικονομία είναι που κινείται, να μην γκρινιάζουμε, δεν χωράνε να κινηθούν όλοι. Το τρόλεϊ ακίνητο. Με ακουμπά η τσάντα του διπλανού, το μαλλί της μπροστινής, υπομονή, θα περάσουμε, να ξεφορτώσει κι ο κρεοπώλης. Τρίζοντας και βογκώντας προχωράει μισό τετράγωνο. Τώρα θα πάρει τη στροφή, αλλά τι είναι αυτή η σακούλα που έχουν βάλει στη γωνία και κλείνει το πέρασμα; Κάτι ξεφορτώνουν πάλι εκεί πέρα και δεν είχαν τρίγωνο, έβαλαν πορτοκαλί σακούλα, στο χρώμα των κώνων της Τροχαίας. Την κάνει τη δουλειά η σακούλα, επινοητικοί οι άνθρωποι. Με τι προμηθεύουν ακριβώς τη ζωή της πόλης; Το μικρό φορτηγό γράφει επάνω την πραμάτεια του: «Γύψινα πιάτα» με μεγάλα γράμματα, κι από κάτω με μικρότερα διευκρινίζει: «ειδικά για σπάσιμο». Στρίβουν τα κεφάλια, όσο μπορούν να στρίψουν, και θαυμάζουν. Τι επιχειρηματικό δαιμόνιο! Μια νευρικότητα παρατηρείται στο στριμωγμένο επιβατικό κοινό και δεν ξέρει κανείς τι μας βάζει ιδέες περισσότερο: ο γύψος, τα πιάτα ή το σπάσιμο;

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Απαξίωση

ΔΥΣΚΟΛΑ θα βρεθεί άλλη χώρα στον κόσμο να δυσφημεί την πολιτιστική κληρονομιά της με τον τρόπο, τη συχνότητα και την ένταση που το κάνει η Ελλάδα. ΤΑ όσα συμβαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες σε ένα από τα πιο εμβληματικά αρχαία μνημεία του κόσμου, την Ακρόπολη, δεν αποτελούν μόνο δείγμα απαξίωσης του πολιτισμού μας αλλά και ισχυρό πλήγμα στην τουριστική βιομηχανία της χώρας. ΚΑΙ μάλιστα σε περίοδο που η οικονομία στηρίζει στον τουρισμό τις μεγαλύτερες ελπίδες της, για να ανακάμψει από τις συνέπειες της κρίσης. Η κλειστή Ακρόπολη είναι ασφαλώς η συνέχεια της κλειστής Ελλάδας: των μουσείων που υπολειτουργούν και καταρρέουν, των αρχαιολογικών χώρων που χορταριάζουν ή κτίζονται, των εγκαταλελειμμένων κάστρων, των απροσπέλαστων ιστορικών χώρων. Η χθεσινή παρέμβαση- έκκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας προκειμένου να ανοίξει η Ακρόπολη και να βρουν οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι άλλη μορφή διεκδίκησης των δίκαιων αιτημάτων τους, δυστυχώς δεν εισακούεται. Η κυβέρνηση επιμένει να υπόσχεται αόριστα ότι θα πληρώσει τα χρωστούμενα στους εργαζομένους, χωρίς να λέει πότε και πόσα θα τους δώσει. Και οι εργαζόμενοι φαίνεται να πιστεύουν ότι μόνο με το κλείσιμο του μνημείου θα πιέσουν το υπουργείο να τους πληρώσει. ΕΙΝΑΙ φανερό ότι ο πολιτισμός και ο τουρισμός στην Ελλάδα, όπως και τόσοι άλλοι τομείς, πληρώνουν την έλλειψη συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής. Κανένα πρόγραμμα, κανένας σχεδιασμός. Μόνο η λογική της αρπαχτής κυριαρχεί. Ο ιδιοκτήτης της καντίνας πωλεί τον καφέ και το νερό όσο θέλει, ο φύλακας ανοίγει το μουσείο ή τον αρχαιολογικό χώρο όταν μπορεί, ο υπουργός θα προσλάβει το προσωπικό που είναι αναγκαίο σε κάποια τέρμινα. ΧΩΡΙΣ να αντιλαμβάνονται ότι, με την τακτική τους αυτή, σε λίγα χρόνια θα ψάχνουν τους τουρίστες με το φανάρι.

Εαρινή μειονεξία

Συμμερίζομαι τη γενικότερη θλίψη για το ταξίδι του Ομπάμα στην Τουρκία. Γιατί πάει εκεί, τη στιγμή που εγώ εδώ δίπλα δεν έχω ουσιαστικά πάει ακόμα; Γιατί δεν με φώναξε να πάω μαζί, να του κάνω τον ξεναγό στην αρχαία Κωνσταντινούπο- λη που την ξέρω καλά όσο κάθε καλος μαθήτης του Κλασικού; Είναι απαράδεκτο, ειδικά όταν σκέφτομαι ότι μία και μοναδική φορά που είχα αξιωθεί να πάω στην Πόλη για τρεις μέρες, δεν είχα δει τίποτα από αξιοθέατα επειδή ήταν εκεί ο Μπους, και ήταν όλα κλειστά για λόγους ασφαλείας. Δηλαδή οι Αμερικανοί πρόεδροι πού τους χάνεις πού τους βρίσκεις; Στην Τουρκία. Είναι και αμερικανάκια, δεν καταλαβαίνουν ότι όταν εμείς λέμε «έξω οι Αμερικάνοι» δεν εννοούμε να μην έρθουν καθόλου. Κάποιος πρέπει να τους εξηγήσει ότι εκείνο που θέλουμε, εμείς οι Έλληνες, είναι να έρχονται οι Αμερικάνοι εδώ για να μπορούμε να φωνάζουμε «έξω οι Αμερικάνοι». Δυστυχώς όμως, το βαθύτερο νόημα αυτού του συνθήματος χάνεται στη μετάφραση, και μαζί χάνονται θαυμάσιες ευκαιρίες να δείξουμε το αγωνιστικό μας φρόνημα σε ένα διεθνές κοινό με τη βοήθεια ενός προέδρου που μάθαμε ότι, πέρα από τα άλλα ταλέντα του, τραγουδά και παίζει θέατρο με μεγάλη ευχαρίστηση. Αντί να έρθει εδώ να περάσει αξέχαστα, όπως ο Κλίντον, πάει εκεί να συζητήσει για πράγματα βαρετά, πώς μια χώρα μουσουλμάνων μπορεί να είναι δημοκρατική με χωρισμένη την Εκκλησία από το Κράτος, πώς να εξισορροπήσει με το Ιράκ, το Ιράν, το Ισραήλ και άλλα παρόμοια, τη στιγμή που περιμένουμε να έρθει να μας λύσει Κυπριακό, υφαλοκρηπίδα και Μακεδονικό, με τις λύσεις που έχουν καταγράψει οι τελευταίες δημοσκοπήσεις σε αμιγώς ελληνικό πληθυσμό. Αλλά πού, ο μαύρος. Το έλεγα εγώ, δεν είναι αρκετά μαύρος...

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

Σβήνουμε τα φώτα για μία ώρα;

Θα πάρω μέρος στην οικολογική εκδήλωση, «Σβήνουμε τα φώτα για μια ώρα», μόνο αν η ώρα πέφτει πριν να σκοτεινιάσει. Δεν μου αρέσει το σκοτάδι, και δεν συμφωνώ καθόλου να μείνω στα σκοτεινά μία ώρα ολόκληρη από δική μου πρωτοβουλία, όμως το συνειδητοποίησα μόνο όταν διάβασα την προτροπή του δήμου να το κάνουμε. Για στάσου, ο δήμος έχει βάλει ηλεκτρονικά πανό σε διάφορες πλατείες, όπου καίει ρεύμα και ξοδεύει ενέργεια και λεφτά για να μας πει να σβήσουμε τα δικά μας φώτα. Δεν του κοστίζει ή μάλλον του κοστίζει όσο κι αν έγραφε στα πανό να πετάμε τα σκουπίδια στο καλάθι και να ακούμε τον 9,84. Γιατί δεν κάνει κάτι άλλο πιο δημιουργικό, για την ίδια πάντα «ώρα της Γης»; Γιατί δεν βάζει μια οικολογική λάμπα, μόνο μία για αρχή, στο Σύνταγμα ή κάπου να φαίνεται, γιατί αν είναι να μη φαίνεται δεν κάνει τίποτα ο δήμος, αυτό το μάθαμε καλά, η οποία θα μείνει και θα φωτίζει όταν οι άλλες σβήσουν; Υπάρχουν τώρα φωτιστικά δρόμου, και μάλιστα σε πολύ ωραία σχέδια, ας πούμε σαν δέντρα με μεγάλα φύλλα, που συγκεντρώνουν ηλιακή ενέργεια όλη την ημέρα και φωτίζουν τη νύχτα. Αυτό δεν θα ήταν κάτι πρωτότυπο και εντυπωσιακό σε μια πόλη ηλιόλουστη σαν την Αθήνα, και αποτελεσματικό επιπλέον; Τι νόημα έχουν οι εκδηλώσεις του τύπου «σβήνουμε τα φώτα», αν είναι απλώς να αυτομαστιγωνόμαστε ως καταναλωτές φωτός και να μη βρίσκουμε λύσεις; Οι άνθρωποι είναι πλάσματα εξαρτημένα από την όραση, δεν θα παραιτηθούν από τη δυνατότητα να φωτίζουν το σκοτάδι. Ελπίζουμε ότι δεν θα παραιτηθούν, όχι όλοι τουλάχιστον, κι από την προσπάθεια να σκέπτονται λογικά και να επινοούν λύσεις.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Μαύρα μάτια

Παίζουν μουσική Σάββατο πρωί με λιακάδα στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου. Βιολιά, ένα σαξόφωνο, ακορντεόν, κιθάρες. Ο ήλιος χαϊδεύει την πολυτελή γωνιά της Αθήνας, περνάς και μπορεί να πιστέψεις ότι όλα είναι πιθανά κι εσύ έτοιμος για μεγάλα κατορθώμα- τα. Ή απλώς νιώθεις όμορφα, κάτι καλό μπορεί να σου συμβεί. Μήπως σου συνέβη κιόλας; Μήπως είναι αυτή η μουσική, αυτό το πλανόδιο συγκρότημα που σου προσφέρει τα «Μαύρα μάτια» (Ότσι τσόρνιγιε) κι ύστερα κάτι πιο απαλό με τσιγγάνικη χροιά, μετά κάτι άγνωστο και πάλι κάτι δημοφιλές; Πώς μπορούν και τρέχουν τόσο αδιάφορα τα αυτοκίνητα μπροστά τους και δεν σταματούν να χορέψουν; Α, ναι μπορούν, γιατί τα οδηγούν άνθρωποι σοβαροί, βιαστικοί, συνοφρυωμένοι, θυμωμένοι. Περνούν και πεζοί μπροστά από τους μουσικούς, σοβαροί, βιαστικοί συνοφρυωμένοι, κάνουν πως δεν ακούνε. Ίσως και να μην ακούνε. Δυο νεαρούς που μοιράζουν δωρεάν εφημερίδες, τους προσπερνούν κι αυτούς, αυστηροί, επικριτικοί. Μια γυναίκα σπρώχνει με το χέρι την εφημερίδα σαν να είναι απειλή, σαν να φοβάται μην της μεταδώσει αρρώστια. Μένω ένα τέταρτο της ώρας μπροστά στους μουσικούς, αποφασίζοντας να διορίσω τον εαυτό μου κοινό της συναυλίας τους. Θέλω δεν θέλω, κοιτάζω και τους διερχόμενους. Μήπως έρθει κάποιος ακόμα να χειροκροτήσουμε μαζί στο τέλος. Μπορεί να πάρει τη δωρεάν εφημερίδα, να τη βάλει στο κοντό μεταλλικό κολονάκι και να καθήσει επάνω της για να μην κρυώνει, όπως έκανα εγώ. Αλλά δεν σταματά κανείς. Τι βιαστικοί και σοβαροί όλοι, τι απασχολημένοι... Κανείς δεν έδωσε λεφτά στους μουσικούς και μόνο τρεις πήραν εφημερίδα. Τι κουμπωμένος πληθυσμός, τι δυσαρέσκεια. Αναγκάζομαι να χειροκροτήσω μόνος μου στο τέλος. Και τα λεφτά που έδωσα δεν αποζημιώνουν τόση τέχνη και προσπάθεια. Θα φύγει το συγκρότημα, θα πάει σε άλλες πολιτείες, εμείς δεν θέλουμε.

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Ο θάνατος σού πάει πολύ

Η Τζέιν Γκούντι είναι είκοσι επτά χρόνων. Δεν θα προλάβει να γίνει είκοσι οκτώ. Τα τελευταία επτά χρόνια, η ασχημούλα, πάμπτωχη νεαρή Αγγλίδα, πρόλαβε να γνωρίσει την αμφίβολη δόξα που της εξασφάλισε η νίκη της σε ένα από τα πρώτα «Βig Βrother» της πατρίδας της. Στη συνέχεια, η συμμετοχή της σε ένα ακόμα ριάλιτι την έκανε ακόμα πιο διάσημη με τον τίτλο της «μεγαλύτερης στρίγγλας στο Ηνωμένο Βασίλειο». Στο ενδιάμεσο πρόλαβε να κάνει δύο παιδιά, να τα φτιάξει με έναν πιτσιρικά και να πληροφορηθεί, μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατών, ότι πάσχει από καρκίνο. Η φήμη της εκτοξεύτηκε στη στρατόσφαιρα. Εκείνη υπέφερε εν μέσω δηλώσεων, φωτογραφήσεων και επετειακών εξωφύλλων. «Πεθαίνεις, Τζέιν», της είπαν τον προηγούμενο μήνα οι γιατροί. Και η Τζέιν Γκούντι αποφάσισε να πεθάνει όπως έμαθε να ζει: σε ζωντανή σύνδεση. Χάνει τα μαλλιά της, κλαίει, πονάει, φωτογραφίζεται με τα παιδιά της, παντρεύεται «λάιβ» με χορηγούς πολυεθνικές εταιρείες. Δημοσιοποιεί τις μεταστάσεις της αρρώστιας, κλείνει το ένα οικονομικό ντιλ μετά το άλλο και εμπορεύεται τον επικείμενο θάνατό της με τσουχτερή ταρίφα. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, μια άλλη γυναίκα-τσίρκο, αλλοιωμένη από πλαστικές επεμβάσεις και τρομακτικές θεραπείες γονιμότητας, προσφέρει στους πλειοδότες το θέαμα «οκτάδυμα». Ξεπουλάει τον εαυτό της, αλλά και τις δεκατέσσερις ζωές που έχει φέρει στον κόσμο (εκτός από τα οκτάδυμα, έχει άλλα έξι παιδιά, όλα χωρίς πατέρα). Η μία κοπέλα πουλάει τη ζωή, η άλλη τον θάνατό της. Εμείς, με την αχόρταγη περιέργειά μας, τις τρέφουμε, τις μεγαλώνουμε, σχεδόν τις δημιουργούμε. Και μετά αναρωτιόμαστε αν είναι «τέρατα της φύσεως», διεστραμμένες ή, απλώς, τα έχουν χαμένα. Τέρατα υπάρχουν σ' αυτή την ιστορία. Μόνο που, φυσικά, δεν είναι κανένα από τα δύο δυστυχισμένα αυτά κορίτσια. Μπορείτε να μαντέψετε ποιος είναι το αληθινό τέρας;

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Έρχονται οι κλώνοι

O κύριος Αντινόρι, κλωνοποιός παγκοσμίως γνωστός, ανακοίνωσε ότι έχει φτιάξει κλώνους ανθρώπων, δηλαδή παιδιά, που είναι τώρα εννέα χρονών και ζουν κάπου στην πρώην Ανατολική Ευρώπη, που είναι τώρα πια Κεντρική Ευρώπη, κι άντε να τη βρεις. (Και αυτή και τους κλώνους.) Χρήσιμη συμβολή στην παρακμή του πολιτισμένου κόσμου, ο οποίος έχει αρχίσει να απογοητεύεται από το ανθρώπινο είδος και ας προχώρησε στον πολιτισμό με τόσο ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ή ακριβώς εξαιτίας αυτού, προοδεύοντας με τόση ταχύτητα έφτασε γρήγορα στα όριά του και έσπασε τα μούτρα του στον τοίχο. Λοιπόν οι κλώνοι είναι ό,τι πρέπει για το μέλλον της παρακμής. Όλοι αντί για παιδιά θα θέλουν κλώνους, δηλαδή παιδιά ίδια με αυτούς, τα οποία θα γεννιούνται λίγο φθαρμένα, λόγω του ότι δεν θα παράγονται από τα γενετικά κύτταρα, και θα κάνουν με τη σειρά τους ακόμα πιο γερασμένα παιδιά, που θα φθείρονται ακόμα γρηγορότερα κ.ο.κ. Οπότε κάποια στιγμή ο κύκλος ζωής θα έχει φτάσει περίπου τα 10 χρόνια και τότε θα έρθουν από τις καθυστερημένες και φτωχές χώρες τα κανονικά παιδιά σε απολίτιστη κατάσταση, με φουσκωτά σκάφη και τάνκερ κ.λπ., ρωμαλέα και υγιή, άγρια και ορεξάτα και θα πάρουν ειρηνικά τη θέση των κλώνων για να συνέλθει η ανθρωπότητα. Κρίμα που θα χαθούν σε αυτή την πορεία τα γαλάζια μάτια και τα ξανθά μαλλιά, αλλά δεν ξέρεις ποτέ, μπορεί και να εμφανιστούν τίποτα άνθρωποι με φυσικά πράσινα μαλλιά και καροτί μάτια και να αρέσουν περισσότερο. Γενικά πάντως θα επικρατήσουν οι σκούροι επί των λευκών κλώνων. Μόνο που για να γίνουν όλα αυτά, πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να κλείσει καλύτερα τα σύνορά της. Αλλιώς δεν θα ευδοκιμήσουν ποτέ οι κλώνοι.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Τι τους πειράζει το κρίκετ;

Παίζουν και στην Αθήνα κρίκετ οι μετανάστες από τη Σρι Λάνκα και το Πακιστάν. Μαζεύονται στην Πλατεία Πρωτομαγιάς, αυτή τη στραβοχυμένη επιφάνεια του τούνελ πάνω από τη Μουστοξύδη, μια πλατεία αμηχανίας, όπως όλες οι πλατείες της Αθήνας. Αυτή βρήκε τον προορισμό της, γίνεται γήπεδο κρίκετ Κυριακές και αργίες, κι ας μην έχει γρασίδι. Κρίκετ επί κυβόλιθων. Ίσως εδώ, στους κυβόλιθους, να είναι πιο ειρηνικό το πρωτάθλημα από ό,τι στη Λαχώρη, όπου μπορεί να είχαν γήπεδα και γρασίδια και όλα τα καλά, αλλά δεν κατάφεραν να δεχτούν όπως έπρεπε την ομάδα της Σρι Λάνκα, να τους υπερασπιστούν από τους φανατικούς, τίνος πράγματος αλήθεια; Πέφτουμε στην παγίδα να ψάχνουμε το γιατί σε πράξεις παράλογες, αντί να ψάχνουμε τα μεγάλα γιατί σπουδαίων πραγμάτων όπως είναι το κρίκετ. Το πώς καταφέρνεις και χτυπάς ένα μικρό μπαλάκι που έρχεται από απόσταση πολλών μέτρων με μεγάλη ορμή- κι όλα αυτά μπορούν να μετρηθούν με μονάδες της Φυσικής βέβαια που εμείς της Θεωρητικής Κατεύθυνσης έχουμε ξεχάσει- πόση δεξιοτεχνία χρειάζεται και τι διάδοση έχει το παιχνίδι αυτό, πώς από τους αποικιοκράτες Εγγλέζους γοήτευσε τους αποικιοκρατούμενους Ασιάτες και το κράτησαν τιμή τους και καμάρι τους πολύ μετά την αποχώρηση των αποίκων, και τέλος πώς ένα παιχνίδι για γρασίδι παίζεται σε τσιμέντο. Και μήπως πρέπει να οργανώσει η Ελλάδα εθνική ομάδα κρίκετ τώρα που έχει το έμψυχο υλικό; Αυτά είναι ερωτήματα μεγάλα και βαθιά, αλλά καταφέρνουν οι τρελοί με τις βόμβες που δολοφονούν χωρίς καν συγκεκριμένο μίσος, μόνο για τις ιδέες τους, να μας κάνουν να ξεχνάμε και να σκεφτόμαστε. Και η μόνη σκέψη να είναι, ευτυχώς εδώ αδειάζουν τα βαγόνια του ηλεκτρικού πριν τα κάψουν. Τέτοιες συγκρίσεις...

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Όσο πατάει η πατούσα

Ήρθε η ώρα της δικαίωσης για μερικές χιλιάδες καταπατητές εκτάσεων του Δημοσίου, το οποίο τώρα τους καλεί να πληρώσουν κατιτίς και να αποκτήσουν το καταπατημένο. Να το κάνουν δικό τους, με τη βούλα και τον νόμο, με φιρμάνι και χρυσόβουλο και ό,τι άλλο τους αρέσει σε τίτλο. Καλόβολο αυτό το Δημόσιο, τουλάχιστον ως προς τις εκτάσεις του. Φαίνεται ότι δεν έχει τι να τις κάνει σε γενικές γραμμές. Του περισσεύουν λίμνες, βουνά, πλαγιές, ραχούλες. Περάστε κόσμε. Αυτό το λοφάκι ποιος θα το πάρει; Λείπουν οι πιονιέροι, λείπουν οι πατούσες που θα πατήσουν και θα καταπατήσουν τις εκτάσεις και κατά βούληση θα τις αξιοποιήσουν. Πρέπει να αρχίσουν όλα από την παρανομία, το μηδέν, την τάμπουλα ράζα, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να καταπατήσουν αυθόρμητα, δημιουργικά, να φτιάξουν ό,τι θέλουν, όπως θέλουν. Μικρές- μικρές καταπατήσεις, νόμιμες έναντι χρημάτων χωρίς την καταπίεση σχεδίου πόλης, δρόμων, πλατειών, αγοράς, σχολείου, όλων αυτών των κοινωνικών συνηθειών που κόβουν τετραγωνικά. Ελεύθερα κι ωραία τα νέα κτήματα πλάθουν την πατρίδα όπως λάχει. Είναι μια χώρα σε εξέλιξη, χειροποίητη και ποδαροποίητη, έχει ακόμα να δώσει... Κι εμείς στριμωχτήκαμε στις πόλεις, φυλακιστήκαμε στα διαμερίσματα, τη στιγμή που μας έκραζε η ελληνική φύση να την καταπατήσουμε έναντι ποσού που δεν θα είναι μεγαλύτερο από ό,τι πληρώσαμε για δόσεις αυτοκινήτων, ενοίκιο πάρκινγκ, δάνειο σπιτιού, δίδακτρα σχολείου και τα συμπαρομαρτούντα. Αστικοποίηση, ενώ άλλοι πιο τολμηροί είχαν καταλάβει ότι εδώ, η ύπαιθρος προσφέρεται για τη μεγάλη κατάκτηση, κάτι σαν Φαρ Ουέστ αλλά σε κοντινό Ιστ, χωρίς Ινδιάνους, ερήμους, χαράδρες... Το ήρεμο και μαλακό τοπίο περίμενε παθητικά να το διεκδικήσουν. Μήπως έχει ξεμείνει τίποτα, να βγούμε στη γύρα;

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Ονόματα τζόκεϊ

Τόσο πολλοί μαζεμένοι σπουδαίοι υπουργοί, πρωθυπουργοί, τι είναι, τόσα κοστούμια σκούρα, τόσα βήματα βιαστικά, σοβαρά, συνοφρυωμένα, τόση επιστήμη, γνώση, σεκιουριτάδες, κουρσάρες, σοφέρ, φλας, στρας, δεν θα τα βγάλουν πέρα; Δεν θα ελέγξουν αυτές τις καμπύλες, τις ευθείες, τα διαγράμματα, τις πτώσεις, θα τους ξεφύγουν οι δείκτες, οι μονάδες, οι υφέσεις; Πώς γίνεται αυτό, αυτομολούν οι καμπύλες; Μόνες τους ανεβοκατεβαίνουν, δηλαδή μόνο κατεβαίνουν, ενώ ανεβαίνουν τα άλλα, της ανεργίας, αυτοβούλως, δεν μπορεί κανείς να τα σταματήσει; Οικονομολόγοι, πολιτικοί, καθηγητές, τραπεζίτες, σοφοί, άνθρωποι ισχυροί και να μην μπορούν να το κάνουν ζάφτι αυτό το φίδι το κολοβό, τον δείκτη του χρηματιστηρίου και την παρέα του, τους άλλους δείκτες. Και τόσο θωρακισμένη σε λέξεις και γνώσεις, σε όρους και πολυτελή γραφεία, σε ακαταλαβίστικα και κωδικοποιημένα ιδιώματα, σε κτίρια αρχοντικά, η οικονομία να μην μπορεί να συνέλθει; Με όλους αυτούς τους γιατρούς μαζεμένους γύρω της; Να μην είναι καν στα χέρια τους, να τους γλιστράει σαν νερό, σαν άμμος από τα δάχτυλά τους, να παίρνει πρωτοβουλίες ανεξήγητες, πώς είναι δυνατόν; Ο Ντάου Τζόουνς, ο Νάζντακ, ο Κακ, ο Νταξ, ο Φούτσι και δεν ξέρω εγώ ποιος άλλος. Ονόματα τζόκεϊ, νεαροί που καβαλάνε άλογα, με το καπελάκι κολλημένο στο κεφάλι, ντυμένοι ελαφριά, παιχνιδιάρηδες, και φεύγουν καλπάζοντας για το άγνωστο. Κι υπουργοί, οικονομολόγοι, επιστήμονες, ειδικοί, πολιτικοί, άνθρωποι που θα πάρουν αποφάσεις, βάζουν το χέρι αντήλιο- διότι μας ήρθε κι η λιακάδα- και κοιτάνε τη σκόνη τους. Τους βλέπουν να χάνονται στο τοπίο των ασήμαντων πραγμάτων. Μέσα στα δάση από φόβους, προκαταλήψεις, δισταγμούς, πονηριές, τσιγκουνιές, επιφυλάξεις. Και πλεονεξίες, πανικούς, εγωισμούς, βιασύνες, πάνε οι ανεξέλεγκτοι νεαροί, εξαφανίστηκαν, κι οι σοβαροί κύριοι τρίβουν τα μάτια τους και δεν το πιστεύουν.