Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Θάρρος, καρδιά, στοµάχια γερά

Κύριοι Καµίνη και Μπουτάρη, πάρτε βαθιά ανάσα και οπλιστείτε µε υποµονή. Σας αγκάλιαζαν την Κυριακή το βράδυ στους δρόµους οι δηµότες, αλλά από αύριο θα αρχίσουν τα παράπονα. Κι ας µην πιάνετε δουλειά αµέσως, η γκρίνια δεν έχει υποµονή. Οι δήµοι είναι µε τις ίδιες διοικήσεις ένα τέταρτο του αιώνα. Συνηθίσαµε στην υποβάθµιση, αλλά τώρα που άλλαξαν οι δήµαρχοι θα τα θέλουµε όλα µαζεµένα και σε µια µέρα. Ολα να γίνουν τέλεια αυτοστιγµεί, αλλά στην πρώτη αλλαγή, στην πρώτη πρόταση που θα ξεκουνήσει την καθηµερινότητα, θα ξεσηκωθούν οι πάντες. ∆εν είµαι µάντης, όµως για µια φορά µπορώ να µαντέψω ότι θα χρειαστείτε στοµάχια πολύ γερά. Πεπτικό σύστηµα ανθεκτικό εν γένει. Πώς λένε µερικούς «χαλκέντερους»; Το έχετε ακούσει; Ε, αυτό ακριβώς σας χρειάζεται. ∆εν ξέρω όµως πού επενδύεται µε χαλκό ο ανθρώπινος οργανισµός. Καµιά φορά τα µέταλλα φαίνονται στις φωτογραφίες, στα βίντεο. Ανθρωποι σαν χτισµένοι µε ανόργανα υλικά εµφανίζονται και δίνουν µια εντύπωση αφθαρσίας. Εσείς δεν µοιάζετε έτσι, κι εδώ περνάµε µέρες δύσκολες. Κι η οικονοµική στενότητα δεν είναι το χειρότερο που µας συµβαίνει. Η δυσπιστία των ανθρώπων, η βιασύνη τους, µια στάση µηδενισµού, απόρριψης, είναι χειρότερα από τις περικοπές και τα άδεια ταµεία. Θα αντέξετε να κρατήσετε την ψυχραιµία που χρειάζεται, να απαντάτε πολιτισµένα στις κραυγές και να αγνοείτε τους ψιθύρους, να κινητοποιήσετε αυτό τον σκουριασµένο µηχανισµό, να ανακαλύψετε τις κρυµµένες δυνάµεις της πόλης, να µην υποχωρήσετε στις αρχές σας, να µην πτοηθείτε; Εχετε τους απέχοντες από τη µία, το κατεστηµένο των δήµων από την άλλη, τις ακροδεξιές εκδηλωτικότητες, τις κοµµατικές νοοτροπίες… Καλό κουράγιο κύριοι Καµίνη και Μπουτάρη, έχετε κι ό,τι αισιόδοξο έχει αποµείνει στους δηµότες σας.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Κάστανα στην Οµόνοια

Οταν µε τον πατέρα µου έβγαινα βόλτα στην Αθήνα, η πόλη ήταν γεµάτη θαύµατα. Μου έδειχνε µαγαζιά και µνηµεία, ήξερε ιστορίες για διάφορες γωνιές, εκτιµούσε, παρουσίαζε, πλασάριζε την πόλη στα παιδικά µου µάτια. Πού υπήρχαν τα καλύτερα σουβλάκια, οι καλύτερες τυρόπιτες, τα παριζιάνικα αρώµατα, τα βιβλιοπωλεία και τα καφενεία. Με υποχρέωσε από νήπιο να ξεχωρίζω τη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήµιο και την Ακαδηµία. Συνήθιζε να γυρίζει σπίτι από το γραφείο κουβαλώντας στο δίχτυ για τα ψώνια διάφορα θαυµάσια πράγµατα από τα κεντρικά µπακάλικα, που η µαµά µου τα κοίταζε όλα στην αρχή µε µισό µάτι. Εκείνη αντίθετα ήταν πάντα αγχωµένη στις εξόδους. ∆εν εµπιστευόταν τα πρόχειρα φαγητά έξω. Βιαζόταν πάντα, εργαζόµενη γυναίκα γαρ, να γυρίσουµε σπιτάκι µας, να ξεκουραστεί. ∆εν ζητούσε ποτέ να ξεχωρίσω την Ακαδηµία κ.λπ. ∆εν υπήρχε περίπτωση να προτείνει γεύµα µε τα καλύτερα σουβλάκια, τυρόπιτες, οτιδήποτε στον δρόµο. Hξερα ότι θα πηγαίναµε τρέχοντας στη δουλειά µας και τρέχοντας θα γυρίζαµε. ∆εν χαζεύαµε, δεν χασοµερούσαµε, κουβεντιάζαµε ξεκινώντας από αρνητικά σχόλια για τον θόρυβο και το καυσαέριο. Μια φορά µόνο, περνώντας απ’ την Οµόνοια, ίσως να την είχα ζαλίσει ζητώντας διάφορα, ξαφνικά ρώτησε: «Μήπως θέλεις κάστανα;». Είπα ναι. Ακόµα θυµάµαι την ευτυχία που µε πληµµύρισε γι’ αυτήν τη µικρή επανάσταση στις συνήθειές της. Την υποχώρηση στο φαγητό του δρόµου, εναντίον του οποίου έκανε συνήθως κηρύγµατα. Εφαγα τα νοστιµότερα κάστανα της ζωής µου. Εκείνη την ηµέρα η µαµά µου έσπασε ένα είδος αποχής, κατά κάποιον τρόπο. Αλλά βέβαια θέλει προσοχή. Αν υποχωρήσεις στα κάστανα µπορεί µετά να σου αρέσουν τα κουλούρια, ύστερα οι τυρόπιτες, τα σουβλάκια, να φτάσεις ώς τα ποπ κορν του σινεµά. Να φτάσεις ακόµα και να απολαµβάνεις τις βόλτες. Οπως συνέβη στη µαµά µου.