Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

tromaktiko: Κλαίω...

tromaktiko: Κλαίω...: Για άλλη μια φορά νιώθω την ανάγκη να γράψω για να βρω συμπαραστάτες σε αυτή τη κατηφόρα που έχουμε πάρει σαν χώρα...

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Μια «βασίλισσα» για το καρναβάλι

Το καρναβάλι είναι η καλύτερη ευκαιρία να γίνεις αυτό που δεν είσαι. Κι επειδή όλοι θέλουν, έστω και για λίγο, να είναι «οι άλλοι», κάθε Αποκριά έχεις τη δυνατότητα να βρεθείς ανάμεσα σε πρόσωπα που πολύ θα γούσταρες να είχες γνωρίσει. Αφού ο Μήτσος μπορεί να μεταμφιεστεί σε Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο και η Φρόσω σε πριγκιπέσα Ιζαμπώ, όλα μπορεί να τα ζήσεις και να τα δεις σ' ένα πάρτι μασκέ. Προσωπικά, έχω συναντήσει κατά καιρούς βασιλιάδες, αυτοκράτορες, δούκες, αρχιδούκες, καρδιναλίους και άλλες σημαντικές «προσωπικότητες» της Ιστορίας. Φέτος, μάλιστα, έπεσα πάνω και σ' έναν Πάπα! Τη στιγμή που ο Ερρίκος ο 8ος μου εξηγούσε πώς του ξέφυγε η τελευταία του σύζυγος, ένας σεβάσμιος γέροντας με πλησίασε λέγοντάς μου: - Ο Θεός να σ'ευλογεί, τέκνο μου. - Ποίος είστε; ρώτησα με περιέργεια και αυτός, ενοχλημένος, απάντησε: - Τι ποίος; Είμαι ο Πάπας Πίος της Ρώμης. - Εντάξει, ο Πίος, αλλά ποίος Πίος; Απ' ό,τι γνωρίζω, με το ίδιο όνομα υπήρξαν δώδεκα Πάπες. - Η αγιότητά μου είναι ο Πίος ο ΙΒ'. - Και τι δουλειά έχετε εσείς, Πάπας άνθρωπος, σε χορούς και κοσμικές εκδηλώσεις; - Ήρθα για το Μνημόνιο. - Να κάνετε τι; - Το ετήσιο μνημόσυνο. Είχα έρθει και στα εξάμηνα! Με βαριά καρδιά προχώρησα στο βάθος της αίθουσας κι εκεί ένιωσα μια άλλη, μεγαλύτερη έκπληξη. Ένας τύπος γεροδεμένος, με άγρια φάτσα και κερασφόρο περικεφαλαία με έπιασε αγκαζέ. - Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. - Ελεύθερα. - Είμαι ο Τζένγκις Χαν! - Κατάλαβα. - Τι καταλάβατε δηλαδή; - Τίποτα, τίποτα. Να, μια ελληνική παροιμία θυμήθηκα: «Μάθανε ότι... μνημονευόμαστε, πλακώσαν κι οι Μογγόλοι!» - Οι Μογγόλοι σάς πείραξαν; Κοίτα τι έρχεται πίσω σου! Δεν πρόλαβα να κοιτάξω και ένα χέρι με χτύπησε φιλικά στην πλάτη, σαν βαριοπούλα. Ήταν το χέρι του ΔΝΤ! - Εσείς οι Έλληνες, μου είπε, καλά τα πάτε, αλλά θέλω να τα πάτε ακόμα καλύτερα. - Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; - Την προσευχή σας. - Ως πότε; - Μέχρι την Τέταρτη Σταυροφορία... Συγγνώμη. Την Τέταρτη Δόση θέλω να πω. Κι ενώ τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη συνέχισαν να πέφτουν με την ορμή βαριοπούλας από κάποιους φουριόζους «τροϊκανούς», ήρθε και το πιο βαρύ χτύπημα της βραδιάς. Ύστερα από τόσες «προσωπικότητες», η φιγούρα που με πλησίασε ήταν μια νέα γυναίκα που μάλλον θύμιζε γριά. Γεμάτη κουρέλια, με ανακατεμένα μαλλιά, δίχως δόντια και με μια τεράστια καμπούρα, ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. - Εσύ πάλι, ποια είσαι; τη ρώτησα. - Η Ψωροκώσταινα! - Ωραία ιδέα. Πώς το σκέφτηκες και ντύθηκες έτσι; - Δεν πρόκειται για μεταμφίεση. Ό,τι βλέπεις είναι... από φυσικού μου. - Τότε δεν είσαι η Ψωροκώσταινα. Μπορεί να ήσουν φτωχή, αλλά ήσουν πάντα ωραία. Πού είναι τα κάλλη κι η ομορφιά σου; Η γριά μού έριξε μια πονεμένη ματιά και αναστέναξε: - Με τόσους βιασμούς, παιδί μου, πάλι καλά που σέρνω τα πόδια μου. Του χρόνου δεν βλέπω να με βρίσκει το καρναβάλι. - Φοβάσαι κάτι; - Το Τέταρτο Πήδημα... - Από τον γκρεμό; - Όχι, παιδί μου... Από την Τέταρτη Δόση! Κάπου εδώ τριγύρω είδα να τριγυρίζει κι η Μέρκελ!

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Άλλα ανακλαστικά δεν έχουμε;

Οι µέρες περνάνε και στο Μέγαρο Υπατία τα µάτια των απεργών αρχίζουν να θαµπώνουν και να µην µπορούν πολύ καλά να ξεχωρίσουν τα λευκά αγάλµατα γύρω τους. Αποκτά κάτι τραγικό αυτή η µάταιη πολυτέλεια. Αλλά αν δεν έχουµε πια άλλο συναίσθηµα απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους που παίζουν τη ζωή τους κορόνα - γράµµατα, µήπως να θυµηθούµε τα συναισθήµατα για τα αγάλµατα; Αυτά που µάθαµε να θαυµάζουµε και να σεβόµαστε παιδιόθεν. Είπαµε πολλά για το λάθος της αναζήτησης ασύλου στη Νοµική. Καταδικάσαµε, αναλύσαµε και ξανακαταδικάσαµε. Επαινέσαµε την ψυχραιµία των πολιτικών και λοιπών αρχών που κατάφεραν να ξεπεράσουν τον σκόπελο χωρίς βία. Αλλά τώρα που οι µέρες περνάνε τι γίνεται; Αυτοί οι άνθρωποι που κατάφεραν να βγουν από τη Μασσαλίας αναίµακτα, πρέπει να µείνουν να πεθάνουν στην Πατησίων; Υπάρχουν επίσης οι Αφγανοί µε τα ραµµένα στόµατα στα Προπύλαια. Εκείνοι είχαν διαλέξει άλλο δρόµο διεκδίκησης. Εκεί δεν πάνε τα κανάλια, δεν κινδυνεύει το άσυλο, δεν καλούνται ΜΑΤ, δεν ανακατεύεται ο πρύτανης. Ο καιρός και γι’ αυτούς περνάει, το σώµα τους χτυπιέται κάθε µέρα µε την ακινησία των διαδικασιών. Θα δοθεί το άσυλο; Κοίταξαν τα χαρτιά; Πού βρίσκονται οι αιτήσεις; Σε ποια γραφειοκρατία έχουν σκαλώσει; Στο µεταξύ ο οργανισµός τους καταναλώνει µυϊκή µάζα. Κι ο οργανισµός της πόλης καταναλώνει αδιαφορία και βαρβαρότητα. Αφοµοιώνει την ιδέα πως ο νόµος είναι στ’ αλήθεια αυστηρός για ξένους χωρίς δικαιώµατα. Κι ας παίζεται η ύπαρξή τους. Γυρνάµε και φωνάζουµε έξαλλοι για τα διόδια, τα εισιτήρια, τις περικοπές, το άνοιγµα των επαγγελµάτων, την αύξηση του ΦΠΑ, το Μνηµόνιο, τις ταµειακές και οι άλλοι αργοπεθαίνουν σιωπηλοί, µε στόµατα ραµµένα. Μας ξύπνησαν τα ρατσιστικά ανακλαστικά όταν µπήκαν στη Νοµική. Αλλα ανακλαστικά δεν έχουµε; Ανθρωπιστικά ανακλαστικά, αλληλεγγύης ανακλαστικά; Τόση νοµική επιστήµη, τόσο έντονη πολιτική ζωή δεν µπορεί να βρει λύση που θα ταιριάζει σε κάποια καλύτερη ιδέα για τον εαυτό µας, τον ανθρωπισµό που νοµίζουµε ότι διαθέτουµε; http://pezotis.blogspot.com/2011/02/blog-post_09.html

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Γιατί να τρώµε ζώα;

Πρέπει να τρώµε ζώα; αναρωτιέται ο Τζόναθαν Φόερ στο µπεστ σέλερ του χειµώνα. Το ρεπορτάζ συνοδεύεται απόφωτογραφία γαλοπούλας µεγλυκά γαλάζια µάτια. Πώς νόµιζα άσχηµο ζώο τηγαλοπούλα; Εχει κάτι από την Ντριου Μπάριµορ στο πιο αθώο. ∆ίπλα ένα µοσχάρι τόσο µελαγχολικό, που κινδυνεύεις να γίνεις χορτοφάγος πριν διαβάσεις το βιβλίο. Πώς γίνεται να τρώµε αυτά τα αξιολάτρευτα πλάσµατα; Μόνο επειδή δεν τα κοιτάµε ποτέ στα µάτια, πράγµα που εκείνα κάνουν. Οι γάτες και οι σκύλοι δεν βρίσκουν αµέσως το βλέµµα µας; Αλλάζω σελίδα, αλλάη σκέψη κολλάει. Τι θατρώµε, αν όχι ζώα; Συνθετικές πρωτεΐνες; Να διαβάσω το βιβλίο ή κινδυνεύω να γίνωχορτοφάγος; Νιώθω να µε κυριαρχεί η τάση τρυφερότητας προς τα γλυκά ζωάκια, γίνοµαι σαντηγειτόνισσα που φοράει αδιάβροχο στον σκύλο της και τον παίρνει αγκαλιά στη σκάλα για να µην πέσει. Μια µέρα που της είπαότι τα σκυλιά δεν πέφτουν, µεκοίταξε τόσο πικραµένα που κατάπια τη γλώσσα µου. Κι ήταν επειδή κινδύνευε εκείνη να πέσει καθώς την εµπόδιζε ο σκύλος να κοιτάζει κάτω. Τέλοςπάντων. Οι άνθρωποι εξελίχτηκαν υπερβολικά, οι ευαισθησίες τους επίσης. Οταν ήµασταν παιδιά και λυπόµασταν τα αρνιά το Πάσχα, δεν µπορούσαµε να διανοηθούµε πως ο οίκτος αυτός θα είχε κάποτε δικαίωµα ύπαρξης και έκφρασης. Τον καταπίναµε αδιαµαρτύρητα µαζί µε τα κοψίδια. Τώρα η φιλοζωία είναι σοβαρό κίνηµα και κανείς δεν τολµά να ειρωνευτεί τον Τζόναθαν Φόερ. Εχουν αλλάξει τα πράγµατα, οι άνθρωποι αυξήθηκαν και πλήθυναν, τα άγρια ζώα, οι εχθροί του ανθρώπινου είδους, τόσο λιγόστεψαν που πρέπει να τα προστατεύουµε. ∆εν χρειάζεταιπια να φοβόµαστε τους λύκους,τις αρκούδες, ακόµακαι τα φίδια εξοντώθηκαν. Η Γη γέµισε ανθρώπους, τρέµουµετο πλήθος των οµοίων µας πια, βάζουµε τείχη, σύνορα, συρµατοπλέγµατα να µην περάσουν οι φτωχοί στις πλούσιες χώρες. ∆ηµόσια είµαστε εκδηλωτικοί µε τα σκυλιά περισσότερο από όσο κάποτε ήµασταν µε τα παιδιά. Ευτυχώς ακόµα η πρόταση να τρώµε ανθρώπους είναιστα οικόπεδα της σκοτεινής λογοτεχνίας και του σινεµά.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Περιφορά της ανθοδέσµης

Θα πρέπει να έχουν τελετές ορκωµοσίας αυτήν την εποχή στο Πανεπιστήµιο. Κάθε µέρα, τώρα που πεζοπορώ στο κέντρο, βλέπω µια-δυο παρέες µε νεαρές ανάµεσα που κρατάνε µια ανθοδέσµη στην αγκαλιά και χαµογελούν. Απαραιτήτως τις συνοδεύει η µαµά, σενιαρισµένη από κοµµωτήριο, µε τα χρυσαφικά της και λαµπερή πούδρα στα µάγουλα, να αστράφτει. Αστράφτουν και τα µάτια της από χαρά, δεν χρειάζεται πούδρα.Επίσης θείες, µικρά αδερφάκια σπανιότερα, ενίοτε και κάποιος παππούς από το χωριό που ξεχωρίζει µε την ψηµένη όψη του, σαν από άλλον πλανήτη, ανάµεσα στους καλο ζωισµένους νεώτερους. Εχουν µια διάθεση εορταστική που δεν ξέρουν πώς να την εκφράσουν. Κι ο παππούς µε την ψηµένη όψη συµµετέχει στον θρίαµβο της τόσο φρέσκιας και τρυφερής ανθοδέσµης. Αυτός άνοιξε τον δρόµο, µε τη σκληρή του δουλειά,για τόση φρεσκάδα και τρυφερότητα. Εκείνη τη στιγµή έχουν ξεχαστεί οι γκρίνιες, το απαξιωµένο πτυχίο, οι καταλήψεις στα Πανεπιστήµια, έχει επέλθει ανακωχή τάξεων και γενεών. Ανεβαίνουν τη Μασσαλίας οι οικογένειες,στέκονται λίγο και κοιτάζουν γύρω,τα χαµόγελα συµµαζεύονται, σαν να ντρέπονται να τα περιφέρουν αναφανδόν ανάµεσα σε βιαστικούς µουρτζούφληδες ανθρώπους. Ψάχνουν κάπου να καθήσουν, δεν έχουν πολλές επιλογές. Κάνουν κάτι σαν περιφορά της ανθοδέσµης και του κοριτσίστικου θριάµβου. Αγόρια ακόµα δεν έχω δει να κρατάνε λουλούδια, πρέπει να το διεκδικήσουν. Τραπεζάκια έξω στον πεζόδροµο θα ήταν τέλεια για να δεχτούν τα λίγα λεπτά ευτυχίας που µοιράζονται, και να τα προσφέρουν στο κοινό, εµάς τους πεζοπόρους. Αλλά δεν υπάρχουν. Στριµώχνονται στα φοιτητικά καφενεία. Εκεί όπου ίσως οι νεαρές έπιναν καφέ ως φοιτήτριες. Αλλιώτικες τώρα οι τελειόφοιτες, σαν βρεφοκρατούσες µε την ανθοδέσµη, αλλόκοτες οι λαµπερές τους µητέρες, και πιο αλλόκοτος ο παππούς, που κάθεται άκρη στην καρέκλα, λες και φοβάται µην τον διώξουν.

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011