Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Εξορια

Ο Οιδίπους... ...εξορίστηκε, η Αγαύη επίσης. Το ίδιο και ο Θυέστης. Όμως δεν χρειάζεται να σκοτώσει κανείς τον πατέρα του και να πλαγιάσει με τη μάνα του, ούτε να σκοτώσει τον γιο του ή να βιάσει τη γυναίκα του αδελφού του για να πάρει τον δρόμο της εξορίας. Συχνά, αρκεί η άρνησή του να φορέσει τη μάσκα με το μόνιμο χαμόγελο. Από τα όπλα... ...που είχε πάντα στα χέρια του ο άνθρωπος για να εξοντώνει τους πολιτικούς αντιπάλους του, δεν βρήκε μέχρι τώρα χειρότερο από την εξορία. Ξεριζώνει τον αντίπαλο από την πατρώα γη, από τους φίλους του, από τους δικούς του και τον στέλνει τόσο μακριά, όσο να μην ακούγεται πια η διαφορετική φωνή του. Λογαριάζοντας στην ασθενική μνήμη των ανθρώπων, ο θύτης ζει με την ελπίδα πως με τα χρόνια αυτή η φωνή μπορεί να ξεχαστεί. Γιατί από τη Χάρυβδη και τη Σκύλλα, καμιά τιμωρία δεν είναι χειρότερη από τη Λήθη. Ένας τέτοιος... ...εξόριστος, ο Δάντης, διηγήθηκε έτσι τον πόνο του στη «Θεία Κωμωδία»: «Θα αφήσεις πίσω σου ό,τι λατρεύεις πιο πολύ/ Της εξορίας το τόξο τούτο το βέλος ρίχνει πρώτα/ Θα νιώσεις την αλμύρα από το ξένο το ψωμί/ Και πόσο αβάσταχτο είναι να ανεβαίνεις ξένη σκάλα». Η εξορία μπορεί να είναι αναγκαστική ή εκούσια. Στην πορεία του χρόνου, την έζησαν πολιτικοί, συγγραφείς και διανοούμενοι. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς υπέμειναν την απάνθρωπη τιμωρία χωρίς αυτή να μειώσει στο παραμικρό τη δύναμη της φωνής τους. Ίσως γι΄ αυτό ακριβώς ο αυτοκράτορας που τιμώρησε τον Οβίδιο εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του: δεν άφησε να επιστρέψει στην πατρίδα του ούτε νεκρός, απαγορεύοντας τη μεταφορά της σορού του ποιητή στη Ρώμη. Όσοι έχουν δική τους φωνή, σπάνια περνούν καλά στα χέρια της εξουσίας. Ιδιαίτερα όταν αυτή η εξουσία είναι αυταρχική. Στη Γαλλία, όταν ο Βίκτωρ Ουγκώ αντιτάχθηκε έντονα στο πραξικόπημα του 1851 (έγραψε γι΄ αυτό στην «Ιστορία ενός εγκλήματος»), κατέληξε εξόριστος στα νησιά της Μάγχης. Έμεινε εκεί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, που τον δόξασαν σε όλον τον κόσμο. Γιατί έγραψε μερικά από τα καλύτερα έργα του: «Στοχασμοί», «Οι άθλιοι», «Οι εργάτες της θάλασσας», «Ο άνθρωπος που γελά». Σε αυτό... ...το τελευταίο, ο κεντρικός ήρωας με το μόνιμο χαμόγελο λέει: «Αντιπροσωπεύω την ανθρωπότητα έτσι όπως την κατάντησαν οι αφέντες της. Ο άνθρωπος είναι ακρωτηριασμένος. Αυτό που μου έκαναν, το έχουν κάνει σε όλους τους ανθρώπους. Τους παραμορφώνουν το δίκαιο, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη λογική, τη νοημοσύνη, όπως εμένα τα μάτια, τα ρουθούνια και τ΄ αυτιά. Όπως σε εμένα, τους έχουν σκεπάσει την καρδιά με πόνο και θυμό και το πρόσωπο με μια μάσκα που τους δείχνει ευχαριστημένους». Το χαμόγελο είναι υποχρεωτικό. Αλλιώς, εξορία. Όμως, η ελευθερία πάντα μιλάει πιο δυνατά, όταν βρίσκεται στην εξορία.

Ρanic room, τώρα

Συγγνώμη, κραχ. Μας συγχωρείτε, τα χάσαμε. Δηλαδή, σόρι, αλλά τα αρπάξαμε. Με το συμπάθιο, μας ξέφυγαν. Κάπου τα ΄χαμε όμως και χάθηκαν. Να, εκεί δα. Στο τραπεζάκι, κάτω από σεμεδάκι, στο ταμείο- από κάτω. Καπνός γίνανε. Βρε, πώς χάνονται τα λεφτά, σαν βότσαλο στη λίμνη. Τη μια το βλέπεις- νάτο- την άλλη κάτω από το νερό. Μαύρο νερό, σαν ράσο. Κρ-αχ!, την πατήσαμε. Εμείς την πατήσαμε. Τους αφήσαμε με τα μανίκια σηκωμένα να κάνουν δουλειά. Δουλειές, εμείς- πού να βρούμε καιρό να τους προσέχουμε; Απασχολημένοι και «ουδέν σχόλιον» εκείνοι. Τι είναι ένα σκανδαλάκι μπροστά στο σκάνδαλο; Μετά σου λέει το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Κραχ- δεν άκουσες; Πέεεεεεεφτει. Εκείνοι πάνε στη γωνία και προφυλάσσονται, να μην τους πέσει στο κεφάλι- στο δικό μας κεφάλι πέφτει. Πάλι. Και τι φταίμε εμείς; Εμείς το φτάσαμε εκεί που το φτάσαμε; Εμάς, απλά δεν μας έφτανε. Και τώρα- τι κάνουμε τώρα;- ψάχνουμε, λέει, τον «κανένα» να αναλάβει το θέμα μας. Να βάλει μια τάξη, να διορθώσει τα αδιόρθωτα, να φέρει πίσω τα λεφτά, να πιάσει το τιμόνι στη φουρτούνα. Να κάνει το «αχ», «χα!» και να βγάλουμε και μιαν άκρη. Στην άλλη άκρη της γραμμής, το γνωστό υπηρεσιακό ύφος «δοκιμάστε αργότερα», «η κλήση σας προωθείται», «αν θέλετε να κάνετε αίτηση για δάνειο πιέστε 1». Και περιμένετε. Ο αρμόδιος λείπει. Και ο αρμόδιος Β΄ λείπει. Και ο αντικαταστάτης του επίσης. Είναι απασχολημένος με το αρμόδιο «κραχ» και συντονίζει τις κινήσεις για την ανάκαμψη. Για το καλό μας, ντε. Για τη ρευστότητα, για τη συγκράτηση των τιμών- μήπως και ηρεμήσουν οι τρελαμένοι δείκτες των χρηματιστηρίων που δείχνουν πάλι κάτω. Που πιο κάτω δεν γίνεται. Φτάσαμε υπόγειο. Ρanic Room. «Κρακ, κρακ- τρίζουν τα πατώματα. Έτοιμα κι αυτά να σωριαστούν. Πού λεφτά για αναστήλωση του οικοδομήματος! Τα τελευταία ξοδεύτηκαν στο ντιζάιν κήπου. Don΄t panic, baby. Ένα κραχ είναι μόνο και κάτι λεφτουδάκια που τα πήραν και τα σήκωσαν.

Χαζοχαρούμενη αλληλεγγύη

Ανυπομονώ να πάω σινεμά, να δω αυτή τη γελαστή Λονδρέζα που έχει αποφασίσει να κυκλοφορεί χαμογελαστή, παρά τις αναποδιές που της τυχαίνουν. Κάτι θα ξεσηκώσω, κάπως θα επηρεαστώ, δεν μπορεί, θα επωφεληθώ οπωσδήποτε. Και το χρειάζομαι επειγόντως. Νιώθω τα αποθέματα αισιοδοξίας να στερεύουν, την ενέργεια της καθημερινής ευγένειας να έχει υπαρξιακά προβλήματα. Είδα σκηνές, την πρόσχαρη νηπιαγωγό να κάνει ποδήλατο χαμογελαστή, να πηγαίνει στη δουλειά της κεφάτη, να χαιρετά ευγενικά όλους όσους συναντά, και είμαι σίγουρη ότι θα είναι μεταδοτική η αποφασιστικότητά της. Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι ίδια στην Αθήνα. Λίγο δύσκολο, ας πούμε, να κάνεις ποδήλατο και να το απολαμβάνεις. Αντί για το χάπι ευτυχίας που είναι το ποδήλατο σε νορμάλ δρόμους, στην Αθήνα χρειάζεσαι μετά τη βόλτα ηρεμιστικό για να συνέλθεις, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν αναλογίες. Δεν ξέρω αν οι Λονδρέζοι θεωρούν χαζό κάθε χαρούμενο άνθρωπο και αν έχουν βγάλει κι αυτοί καμιά λέξη τόσο μειωτική για τη θετική διάθεση όπως είναι το «χαζοχαρούμενος». Υποπτεύομαι όμως ότι η ηρωίδα της ταινίας, που την έχω συμπαθήσει από τις σκηνές και μόνο, θα μοιάζει με πολλούς χαζοχαρούμενους που ξέρω και που δεν είναι καθόλου χαζοί. Και καθόλου χαρούμενοι στο βάθος βέβαια. Απλώς έχουν καταλάβει ότι η χαρά είναι κάτι σαν γυμναστική των μυών του προσώπου, που άμα τους συνηθίζεις να κάνουν συσπάσεις προς τα πάνω, τότε είναι πάντα σε θέση να σου προσφέρουν βαθιές αναπνοές και καλή οξυγόνωση, η οποία σου εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ σωματικής ευεξίας. Κι αυτή με τη σειρά της κάπως σε ναρκώνει, κάπως σε δυναμώνει και αντέχεις να τηρείς τις κοινωνικές αποφάσεις σου, έστω κι αν δεν έχουν άλλη αιτία παρά την αισθητική επιλογή. Δεν είναι και λίγο.