Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

«... Φαντάζετε ωραίοι, πνιγμένοι μες στα χρέη»!

Oι γείτονες απέναντι έμαθα ότι πήραν και άλλο δάνειο, για να αγοράσουν το δεύτερο τζιπ (τρίτο αυτοκίνητο) στην οικογένεια- κι ας μένουν στο νοίκι. Μπορεί και αυτοί, όπως και τόσοι άλλοι τελευταία, που οδηγούν φανταχτερά οχήματα στους δρόμους της Αθήνας, να κυκλοφορούν με αναμμένα τα φώτα του καινούργιου αρχοντοτζίπ μέρα-μεσημέρι, για να ξεχωρίζουν πάση θυσία: «Δείτε μας!». «Στην άκρη, να περάσουμε!». Εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το αυτοκίνητο είναι εκ των ων ουκ άνευ στα κοινωνικά διαπιστευτήρια του Έλληνα. Παλαιότερα, δεν έβλεπες στον δρόμο παρκαρισμένες Μερσεντές, γιατί όποιος είχε τέτοιο αυτοκίνητο διέθετε μονοκατοικία και γκαράζ. Τώρα, βλέπεις παντού, ακόμα και σε υποβαθμισμένες γειτονιές, παρκαρισμένες Μερσεντές πάνω σε πεζοδρόμια και σε γωνίες, όπως όπως... Και αυτά τα Καγιέν, πια, κατάντησαν ψωμοτύρι κάθε οικογένειας που σέβεται τον νεόπλουτο εαυτό της. Την ίδια ώρα, 2,1 δισ. ευρώ σε καταναλωτικά δάνεια, διαβάζω, βρίσκονται σε καθυστέρηση και 250.000 ελληνικά νοικοκυριά αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις τους προς τις τράπεζες. Γεμάτες οι μάντρες στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης με πολυτελή αυτοκίνητα, που πήγαν πακέτο πίσω, όταν δεν πληρώθηκαν οι δόσεις... Είναι αλήθεια ότι τον ετήσιο προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως διάβασα σε συζήτηση του Ευρωκοινοβουλίου, πλησιάζουν οι δανεισμοί των πολιτών στην Ελλάδα; Κάθε σπίτι δηλαδή και δάνειο, κάθε... πρώτη του μηνός και καημός- για να παραφράσουμε τα τραγούδια μιας άλλης Ελλάδας και να αυτοσαρκαστούμε... Κουτί μού φαίνεται να μας ταιριάζει το σύνθημα που άκουσα στις πορείες του Δεκεμβρίου από μαθητές και φοιτητές: «Φονιάδες των λαών νοικοκυραίοι, φαντάζετε ωραίοι πνιγμένοι μες στα χρέη!».

Αλληλεγγύη της γειτονιάς

«Είναι τρομερό», έλεγε μια νέα κοπέλα στο κινητό της τηλέφωνο, ενώ περιμέναμε στην ουρά της ΔΕΗ για λογαριασμούς που είχαν λήξει. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι κάνω αυτήν τη στιγμή! Περιμένω στην ουρά να πληρώσω τον λογαριασμό της ΔΕΗ! Όχι, όχι, δεν είναι δικός μου παιδάκι μου, εγώ έχω βάλει να εξοφλείται από την τράπεζα, θα μου το είχαν κόψει σαράντα φορές, αφού ξέρεις ότι πάντα τον ξεχνάω! Μιας γειτόνισσας, ναι, όχι, δεν είναι φίλη μου, αυτό θέλω να σου πω (γκριμάτσα στο κενό), κάθε άλλο παρά φίλη μου, δεν το πιστεύω αυτό που κάνω. Είναι μία, τι να πω (σκύψιμο κεφαλιού), μια απαίσια γριά, φωνακλού, αντιπαθητική, α-πε-ρίγρα-πτη (γέλια) κι εγώ τώρα περιμένω στην ουρά για χάρη της! Μα, μήπως είμαι τρελή; Γιατί το κάνω; Δεν ξέρω. Με έχει βρίσει επανειλημμένως όλα αυτά τα χρόνια που μένω εδώ, πότε στάζουν οι γλάστρες στο κεφάλι της, πότε την ξυπνά η μουσική, μια γκρινιάρα, ναι, και άκου τι έγινε χτες βράδυ: είχε την πόρτα ανοιχτή, μένει στο ισόγειο, και καθώς έμπαινα στο ασανσέρ βάζει μια φωνή. Λέω μέσα μου, ωχ, τι θα ακούσω πάλι; Πάω να φύγω, δυναμώνει τη φωνή, και να, λέει «σε παρακαλώ, άντε να μου πληρώσεις τη ΔΕΗ, θα μου κόψουν το φως, δεν μπορώ να περπατήσω!». Τι να έκανα; Τη λυπήθηκα, λυπήθηκα το τέρας! Ολομόναχη στον κόσμο, να μην μπορεί να κουνηθεί, να παρακαλά εμένα που με έβριζε, κατάντια! Και όχι τίποτε άλλο, σκέφτηκα αν βρεθώ ποτέ στη θέση της γερνώντας, εμένα ποιος θα βρεθεί να με βοηθήσει, που δεν τα βάζω με κανέναν; Μήπως αυτό είναι η περίφημη αλληλεγγύη των γειτόνων; Να ξεκινήσω να τσακώνομαι στη γειτονιά, να αρχίσουν να με προσέχουν;