Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Η μελαγχολία του Σεπτέμβρη

Η όμορφη Κηφισίας όμορφα «φλέγεται». Ξανά. Καθώς την κατεβαίνω σιγά σιγά- με φρένο/γκάζι και διαρκές βρισίδι- μου έρχεται μια παλιά σκέψη στο μυαλό και ανατριχιάζω. Όλα επαναλαμβάνονται τελικά, όλα είναι προβλέψιμα. Ακόμα κι αυτή η σεπτεμβριάτικη μελαγχολία που συνδυάζεται με την μποτιλιαρισμένη λεωφόρο, τα συγκεκριμένα φώτα που ανάβουν σε ορισμένα σημεία της διαδρομής, με την ειδικού τύπου ψύχρα στο ύψος του Άλσους του Συγγρού, με την γκρίνια που είναι διάχυτη μέσα μου και ψάχνει εναγωνίως να βρει αφορμή να ξεσπάσει. Από τότε που θυμάμαι τις επιστροφές μας από την Αίγινα- τέλη Σεπτεμβρίου άνοιγαν τότε τα σχολεία- οι αποχρώσεις των πρώτων φθινοπωρινών ουρανών έγραφαν το ίδιο βαριά μέσα μου. Παιδιόθεν το κουσούρι. Τώρα οδεύω προς το πατρικό μου σπίτι και με πιάνουν - εκ των προτέρων- τα νεύρα μου, γιατί ξέρω ότι δεν θα βρίσκω να παρκάρω. Ειδικά αυτή την εποχή μού είναι αφόρητο να ψάχνω να παρκάρω κοντά στο πατρικό μου. Αφόρητη η Κηφισίας- το πάρκινγκ, το πατρικό μου σπίτι κι εγώ. Και ο Σεπτέμβρης. Θα βάλω το κλειδί στην πόρτα, θα πω καλησπέρα, θα τους δω να κάθονται ακίνητοι στον καναπέ να βλέπουν τηλεόραση. Όλα είναι ίδια γύρω μουοι καναπέδες, τα χαλιά, η αίσθηση της θαλπωρής, η μυρωδιά της κουζίνας. Στην ίδια θέση και η τηλεόραση. Αλλά η εικόνα είναι άλλη. Εκείνοι οι δυο είναι άλλοι. Και γιατί να υπάρχουν πάντα οι τύψεις ότι ποτέ δεν καταφέρνεις να κάνεις ό,τι έκαναν κάποτε εκείνοι για σένα; Ότι ποτέ δεν θα προλάβεις να ακούσεις όσα θα ήθελαν (ενδεχομένως) να σου πουν; Ποτέ δεν έρχεται αυτή η στιγμή, η κατάλληλη στιγμή των εξομολογήσεων και πάνω- κάτω την Κηφισίας, Σεπτέμβρη τον Σεπτέμβρη, δυναμώνει η ένταση της τηλεόρασης, και πρέπει να τους φωνάζεις να σε δουν- κι αν σε δουν, δεν αλλάζει πλέον εύκολα το βλέμμα τους. Αλλά γιατί φρικάρω εγώ με όλα αυτά, αφού έτσι είναι, τα βλέπω καθημερινά, τα παίρνω μαζί μου, τα πάω και τα φέρνω χρόνια τώρα. Γιατί δεν σκέφτομαι ότι ένα μποτιλιάρισμα είναι, η γνωστή σεπτεμβριάτικη επιστροφή (των βαρβάρων), η Αθήνα της βαριάς μου διάθεσης, της αναμενόμενης φθινοπωρινής γκρίνιας, της επανάληψης. Τουλάχιστον θα βρω τίποτα ωραίο στο ψυγείο τους; Μέχρι και τώρα, πάντα βρίσκω κάτι να παίρνω...

Θέατρο κατσάβραχων

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ τοπίο της πόλης, οι καινούργιες της αφίσες, μας πληροφορεί ότι έρχονται ένα σωρό σπουδαίοι καλλιτέχνες να υποδεχτούν το φθινόπωρο στην Αθήνα. Ή να τραβήξουν περισσότερο το καλοκαίρι τους, θα τους είπαν ότι κάνει ζέστη και τα υπαίθρια θέατρα λειτουργούν ακόμα. Υπαίθρια θέατρα χαμένα στις υπώρειες των ορέων, Πέτρας το ένα, Βράχων το άλλο, υπάρχει και ένα Ρεματιάς; Σε μέρη άγνωστα ακόμα, αναδυόμενα, πρώην λατομεία, πρώην ποτάμια, πρώην βουνά, ανήκουν σε μια αστική γεωγραφία που επεκτείνεται μέχρι να βρει βράχο και να σταθεί. Μπορεί δηλαδή κάποιος άνθρωπος του κέντρου να ξεκινήσει για το Βράχων και να βρεθεί στο Πέτρας, που είναι ακριβώς στην άλλη άκρη της Αθήνας, κι άντε να γυρίσεις πίσω. Είναι ζωτικής σημασίας να πετύχεις τη σωστή πετριά με την πρώτη, γιατί ύστερα σου χρειάζεται μεγάλη ψυχική αντοχή να ταξιδέψεις σε άγνωστες γειτονιές με περαστικούς που πρώτη φορά ακούνε ότι το λατομείο έχει γίνει θέατρο, να παρκάρεις σε χωράφια σηκώνοντας σύννεφα σκόνης όταν τελικά το βρεις, κι ύστερα να την αναπνεύσεις κιόλας. Οπότε θα πρέπει να δεις αριστούργημα για να αποζημιωθείς. Ήδη ο Λυκαβηττός με την ανηφόρα του μας δυσκόλευε ως φιλοθεάμον κοινό, αλλά τουλάχιστον ξέραμε τον δρόμο. Πάλι καλά που υπήρξε κι εκεί νταμάρι κάποτε κι απέκτησε η νεώτερη Αθήνα ένα υπαίθριο θέατρο. Αλλιώς θα είχε μείνει με το ρωμαϊκό της, το Ηρώδειο, αφού ποτέ δεν περίσσεψε στην ακριβή της χωροταξία τίποτα μεγαλύτερο από θερινό σινεμά. Το κακό είναι ότι αμέσως μετά άρχισε η αποκέντρωση στην εξόρυξη πέτρας. Οπότε, οι μόνες ελπίδες για νέα μεγάλα υπαίθρια θέατρα είναι τα λατομεία της Πεντέλης και του Μαρκόπουλου.