Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Το «λέω» και το «θέλω»

Ότι είναι δύσκολη εποχή η άνοιξη το έχω πει κι άλλες φορές, αλλά επειδή έρχεται κάθε χρόνο, το ξαναλέω. Εκεί που σε χτυπάει λοξά το φως του πρωινού (που είναι κρύο και απειλητικό σαν λεπίδα), κάνεις το παν να βυθιστείς ξανά στο ωραίο κενό, αλλά κάτι εντός σου (μπορεί και εκτός σου) διαμαρτύρεται. Λες και οι πόροι του δέρματος αναπνέουν με άλλο ρυθμό και σε σέρνουν να πετάξεις τα σκεπάσματα, να τρέξεις, να προλάβεις, να βγεις. Να πας πού; Το σώμα σε εγρήγορση, το μυαλό μαγκωμένο ακόμα. Το κλειδί στη μηχανή κάνει τον συνηθισμένο θόρυβο, η όπισθεν μπαίνει όπως πάντα, το «κλικ» στο κουμπί του ραδιοφώνου στην ώρα του- όλες οι κινήσεις σαν αυτόματη γραφή- η ιστορία ενός καρτούν, καρέ καρέ, καθώς αρχίζει τη μέρα. Κι εκεί που όλα κινούνται και κοιμούνται με τα μάτια ορθάνοιχτα, έρχεται ο στίχος «άλλα θέλω, άλλα κάνω/ πώς να σου το πω» (του Μάλαμα) και όλο το... γαλακτώδες των νευρώνων του εγκεφάλου καθαρίζει μονομιάς. Μια φράση-φωτοβολίδα μες στη μέρα σκάει, μια φράση απλή, χιλιοτραγουδισμένη (θα είναι μάλλον που ήπια τσάι το πρωί και όχι καφέ). «Μα είναι δώρο άδωρο ν΄ αλλάξεις χαρακτήρα/ τζάμπα κρατάς λογαριασμό/ τζάμπα σωστός με το στανιό». Αυτό είναι. Όλο το μπλα μπλα μιας παρέας χρόνων- και όλο το δισυπόστατο, διχασμένο, τριχασμένο, αντιφατικό, σιχαμένο της ανθρώπινης ύπαρξης- μέσα σε δυο απλές φρασούλες, κρυμμένες κάτω από την ευκολία τους. Τις έχω πάει βόλτα τα καλοκαίρια, τις έχω χορέψει, τις έχω δει να τις χορεύουν, τις έχω χειροκροτήσει- κι όμως έπρεπε να περάσουν χρόνια για να «σκάσουν» εντός μου. Ο λόγος είναι ψεύτης ολκής. Όσο πιο απλός τόσο πιο... μούτρο κρυφό. Το έχω ξαναπάθει αυτό με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», χρόνια πέρασαν μέχρι να καταλάβω τι σημαίνει αυτό το «μοιάζεις με την καρδιά μου». Το αυτοκίνητο τσουλάει αργά (και βασανιστικά) στην Κηφισίας και όλο το τοπίο εκτός- το συνηθισμένο τοπίο της καθημερινότητάς μου- έχει βρει έναν λόγο ύπαρξης και μου ανταποδίδει το τραγούδι: «Άλλα λέω κι άλλα κάνω/ πώς να σου το πω...». Λάθος είναι αυτός ο στίχος, αλλά θα μπορούσε να είναι κι έτσι. Άλλωστε, το «λέω» και το «θέλω» έχουν μόνο ένα «θ» διαφορά (και είμαι σίγουρη ότι πολλοί θα το τραγουδούν κι έτσι). Αργά αργά στην Κηφισίας, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, μια... φωτοβολίδα μες στη μέρα σκάει. Μια ζωή με Μάλαμα ξεκινάω, σε Περίδη καταλήγω!

Εύθραυστες καταστάσεις

Το καλό πρωινό ωφελεί τα παιδιά και τους μεγάλους, αλλά τέτοια πράγματα δεν πρέπει να γράφονται και να λέγονται πολύ συχνά. Ειδικά τις μέρες που τρέχεις να προλάβεις πρωινή δουλειά και περνάνε τα τρόλεϊ γεμάτα από μπροστά σου, και ένα και δύο και τρία και τέσσερα παιδιά, τρόλεϊ ήθελα να πω. Και να σκέφτεσαι τον καφέ που δεν πρόλαβες να πιεις και το μακιγιάζ που δεν πρόλαβες να τελειώσεις, και τελικά να στριμώχνεσαι σαν σαρδέλα ανάμεσα σε συνοφρυωμένα πρόσωπα ανθρώπων που αγωνίζονται πρωί πρωί να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους σε σαρδελώδη κατάσταση. Κι άντε σκούντα, βρόντα να πάει τρία μέτρα παρακάτω το όχημα, άντε να ξεφορτώσει το φορτηγό στον φούρνο και να αδειάσει ο δρόμος, και τα αναψυκτικά στο ψιλικατζίδικο. Η οικονομία είναι που κινείται, να μην γκρινιάζουμε, δεν χωράνε να κινηθούν όλοι. Το τρόλεϊ ακίνητο. Με ακουμπά η τσάντα του διπλανού, το μαλλί της μπροστινής, υπομονή, θα περάσουμε, να ξεφορτώσει κι ο κρεοπώλης. Τρίζοντας και βογκώντας προχωράει μισό τετράγωνο. Τώρα θα πάρει τη στροφή, αλλά τι είναι αυτή η σακούλα που έχουν βάλει στη γωνία και κλείνει το πέρασμα; Κάτι ξεφορτώνουν πάλι εκεί πέρα και δεν είχαν τρίγωνο, έβαλαν πορτοκαλί σακούλα, στο χρώμα των κώνων της Τροχαίας. Την κάνει τη δουλειά η σακούλα, επινοητικοί οι άνθρωποι. Με τι προμηθεύουν ακριβώς τη ζωή της πόλης; Το μικρό φορτηγό γράφει επάνω την πραμάτεια του: «Γύψινα πιάτα» με μεγάλα γράμματα, κι από κάτω με μικρότερα διευκρινίζει: «ειδικά για σπάσιμο». Στρίβουν τα κεφάλια, όσο μπορούν να στρίψουν, και θαυμάζουν. Τι επιχειρηματικό δαιμόνιο! Μια νευρικότητα παρατηρείται στο στριμωγμένο επιβατικό κοινό και δεν ξέρει κανείς τι μας βάζει ιδέες περισσότερο: ο γύψος, τα πιάτα ή το σπάσιμο;