Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

Ακριβεια............

ΧΘΕΣ ΓΥΡΙΣΑ από το σούπερ μάρκετ για πρώτη φορά γεμάτος χαρά για τις μειώσεις των τιμών που πέτυχε με κόπο και ιδρώτα η κυβέρνηση. Τέτοια ήταν η χαρά μου, που φίλησα σταυρωτά όλη την οικογένεια. Και με τέτοιες τιμές είναι φυσικό ότι κάθε μέρα όλοι θα ξημεροβραδιαζόμαστε στα σούπερ μάρκετ. Όλα τσάμπα. Μα και φυσικά σας λέω ψέματα. Γιατί πλέον επιβιώνουμε με ψέματα. Χάσαμε πλέον ως κοινωνία κάθε μέτρο. Μας κοροϊδεύουν. Μας εξαπατούν. Κυλάνε οι μέρες στην ανασφάλεια, στην οικονομική ανέχεια και στον υπερδανεισμό. Οι καταναλωτές έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον ουρανό, αφού δεν ελπίζουν πλέον να δουν άσπρη μέρα. Αυτή η πολιτική είναι μια πολιτική της ακρίβειας, μια πολιτική της ασύδοτης αγοράς και της κερδοσκοπίας, μια πολιτική της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος των δημοσίων επιχειρήσεων της κοινής ωφέλειας, μια νεοφιλελεύθερη πολιτική. Σκάνδαλα, διαφθορά, ανεργία, άγρια λιτότητα και ακρίβεια. Όλοι καθημερινά διαπιστώνουμε ότι οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί για μειώσεις τιμών αποτελούν ακόμα έναν μεγάλο μύθο της κυβέρνησης. Ακόμη ένα μεγάλο ψέμα. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες μειώσεις που ανακοίνωσαν οι επιχειρήσεις, κυμαίνονται από 3 έως 10 λεπτά! Την ίδια ώρα που οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις ανήγγελλαν μειώσεις τιμών, οι ίδιες προέβαιναν σε αυξήσεις σε μια σειρά από προϊόντα ευρείας κατανάλωσης. Σαν δικαιολογία για την ακρίβεια και τον πληθωρισμό η κυβέρνηση επικαλείται την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, η οποία βεβαίως ισχύει για όλη την Ευρώπη. Εκεί όμως η ακρίβεια, ο πληθωρισμός και οι αυξήσεις είναι οι μισές απ΄ ό,τι στην Ελλάδα. Από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα οι τιμές των βασικών καταναλωτικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 30%. Παράλληλα η αγοραστική δύναμη των μισθών και ημερομισθίων στη χώρα μας είναι ίση με το 65% της αγοραστικής δύναμης των Ευρωπαίων εργαζομένων. Συμπέρασμα: Μας κοροϊδεύουν, χωρίς αιδώ, ακόμη και στην ακρίβεια.

Οι Αθηναιοι δεν μενουν πια εδω

Oι Αθηναίοι δεν μένουν πια εδώ. Έφτιαξαν αυτή την πόλη ερήμην τους, αν και ιδιοχείρως. Είναι από τα παράδοξα του σύγχρονου ανθρώπου. Αφού με σχέδια σοφά και δύσκολες Πολεοδομίες έβγαζαν, και βγάζουν ακόμα, τον μεγαλύτερο δυνατό όγκο κέρδους ανά τετραγωνικό, μάζεψαν το βιος τους σε χαρτόκουτα και μετακόμισαν σε σπίτια που είχαν λίγο αέρα, λίγο πράσινο, λίγο χώρο να ανασάνουν. Κι αφού έβγαλαν κι από κει τον μεγαλύτερο δυνατό όγκο κέρδους ανά τετραγωνικό, ξαναμάζεψαν το βιος τους και πήγαν ακόμα μακρύτερα, με περισσότερο αέρα και πράσινο, να ανασαίνουν ακόμα πιο καλά. Περιπλανώμενοι αγωνιστές για μια καλύτερη ζωή, όσοι μπορούν και προλαβαίνουν, το ξανακάνουν. Άλλοι δεν τα καταφέρνουν, ξεμένουν σε μια πόλη που υψώνει γύρω τους τείχη και καγχάζει με την αμηχανία τους. Τα καλοκαίρια δεν ξέρουν πού να κρυφτούν, μπαίνουν κι αυτοί σε ένα γιωταχί, σε ένα λεωφορείο, σε ένα τροχόσπιτο, ξεκινάνε με το καραβάνι. Για λίγο αέρα, λίγο πράσινο, λίγο χώρο να ανασάνουν. Κι όσοι μένουν Σαββατοκύριακα στην πόλη, περπατάνε κι απορούν, τόσα κουτιά, τόσα παράθυρα, τόσοι όροφοι, τόσα συγκροτήματα κατοικιών, σε τι χρησιμεύουν; Αφού δεν κατοικεί κανείς, όλοι λείπουν, έχουν αφήσει τα μπαλκόνια τους βρώμικα να μαζεύουν σκόνη, τις τέντες σκισμένες, τις πλάκες του πεζοδρομίου μαύρες από την κολλημένη γλίτσα. Μα πώς έγιναν όλα αυτά από ανθρώπους- φαντάσματα, που αλλού ζουν κι αλλού περνάνε, πότε πρόλαβαν κι ήρθαν εδώ και έφτιαξαν ό,τι έφτιαξαν; Φυσάει και φέρνει στα πρόσωπά τους χαρτιά μυστηριώδη που τους χαστουκίζουν με τη δύναμη πέντε Μποφόρ, οκτώ, εννέα. Μα τι είναι αυτό το περιστρεφόμενο χαρτομάνι; Α, ναι, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα, Κτηματολόγιο...