Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Ο δρόμος για την Κόλαση

Ο λόγος (και πάλι) αυτές τις μέρες στην κληρονομιά της γενιάς του Πολυτεχνείου. Της γενιάς που όλοι λατρεύουμε να μισούμε. Της γενιάς που υποσχέθηκε τόσο πολλά και που σήμερα παραδίδει το επαναστατημένο της πνεύμα στη μετάλλαξη των «γκόλντεν μπόις». Ποια είναι τα «γκόλντεν μπόις» και γιατί λατρεύουμε να τα μισούμε; Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας τα μυθικά αυτά πλάσματα δεν είναι ούτε γκόλντεν και πολύ περισσότερο δεν είναι «μπόις». Πέρα από τους μεγάλους μισθούς (ε και;) και τις κατηγόριες ότι φαλίρισαν μαγαζιά (επιχειρήσεις ήδη χρεοκοπημένες από δεκαετίες ρουσφετιών, σπατάλης και βλακείας), το μεγαλύτερο αμάρτημα των «γκόλντεν μπόις» είναι άλλο: Είναι ότι ηλικιακά συμπίπτουν ή, ακόμα χειρότερα, είναι το αμέσως επόμενο κύμα της γενιάς του Πολυτεχνείου. Η ίδια γενιά, που εμπιστευτήκαμε για να μας εκτοξεύσει εξαγνισμένους στη νέα εποχή, σήμερα μας βγάζει σε πλειστηριασμό το τριάρι για μια εκπρόθεσμη πιστωτική. Οι εικοσάρηδες που ανάσαιναν διαλεκτικό υλισμό, έπαιζαν με τη φωτιά της αναθεώρησης και μιλούσαν για «ιστορικά προτσές» με τους καθοδηγητές τους, σήμερα διαπραγματεύονται αναχρηματοδοτήσεις, χορεύουν μπαλέτο με τις ισοτιμίες του γεν και η μόνη λέξη που τους τρομάζει είναι το «κραχ». Ο δρόμος για την Κόλαση ήταν πραγματικά στρωμένος, με τις καλύτερες προθέσεις... Μην πυροβολείτε τα «γκόλντεν μπόις». Δεν είναι αθώα, αλλά δεν είμαστε κι εμείς χωρίς ευθύνες. Και δεν μείναμε (από εκείνη τη γενιά) με εντελώς άδεια χέρια. Μέσα από τις δεκαετίες το μόνο σύνθημα που ακόμα ακούγεται καθαρό, αληθινό, και κάτι περισσότερο από σύγχρονο, η μόνη «σταθερή αξία» είναι αυτό που βροντοφώναξαν τα παιδιά της Νομικής και του Πολυτεχνείου: «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Μην ψάχνετε στο σεντούκι για «μπλου τσιπς». Αυτή είναι η κληρονομιά του 73. Τρεις λέξεις όλες κι όλες. Ο καθένας τις αποταμιεύει ή τις εξαργυρώνει, όπως μπορεί.

Μετά τα ζόρικα

Η περιοχή των Εξαρχείων, από τη Νεάπολη μέχρι την Ακαδημίας, ήταν για χρόνια η παλιά μου γειτονιά. Τη λένε και ζόρικη γειτονιά, όχι άδικα. Οι παλιοί κάτοικοι, οι αστοί, και οι εργαζόμενοι της περιοχής που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να φύγουν, υφίστανται (και πληρώνουν) αενάως τις «παράπλευρες απώλειες» κάθε μετωπικής σύγκρουσης της εξουσίας με την αντι- (και την παρα-) εξουσία. Εγώ, πάλι, μια κότα σκέτη. Με το που έδειξε της γυναίκας μου το υπερηχογράφημα «έμβρυον οκτώ εβδομάδων, φυσιολογικόν», φόρτωσα την οικοσκευή, το «φυσιολογικόν έμβρυον» και την... σύζυγο και όπου φύγει φύγει: από τα ηλεκτρισμένα Εξάρχεια μετακομίσαμε στη γλυκιά λήθη των βορείων προαστίων. Την «παλιά» γειτονιά την περπατάω πολύ σπάνια, για τίποτα δουλειές του κέντρου, καμιά εφορία. Η χθεσινή βόλτα με έφερε σε αμηχανία. Τα ρολά των τραπεζών κατεβασμένα. Πάλι. Τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης λαμπόγυαλο. Ξανά. Οι βιτρίνες κομμάτια. Αλλος ένας Νοέμβρης προχωρεί ακάθεκτος προς τη δέκατη έβδομη μέρα του. Μια καλοντυμένη κυρία σε γκισέ ταμείου σπασμένης τράπεζας έτρεμε ολοφάνερα από το σοκ καθώς μου έδινε πληροφορίες πίσω από το σιδερένιο ρολό («έχουν σπάσει και την Εθνική, δοκιμάστε το ΑΤΜ που δεν φαίνεται καλά, στο παρκάκι, μάλλον δεν το είδαν»). Ναι, αυτό ήταν που μ έκανε να ξαναθυμηθώ πώς ήταν στ αλήθεια η ζωή στα παλιά λημέρια. Ηταν που την άλλη μέρα, μετά το μικρό ή μεγάλο μακελειό, τα γκαζάκια, τα καπνογόνα, τα οδοφράγματα, τους σιδερολοστούς, συνεχίζαμε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Σβήναμε τις βρισιές από τους τοίχους, μαζεύαμε τις θρυψαλιασμένες βιτρίνες να μη σκοτωθεί κανένας παππούς κι άντε ξανά από την αρχή. Και οι κάτοικοι; Οι παλιοί μου γείτονες; Ψύχραιμοι μέχρι βουδιστικής φώτισης, χωρίς να τους λείπει και το καυστικό χιούμορ. «Βρε, βρε, ο Κώστας: Πώς και μας θυμήθηκες; Ξεμείνατε από γκαζάκια στο Ψυχικό;» Γελάω βεβιασμένα, αλλά μέσα μου ντρέπομαι λίγο...

Και τώρα, τι θα γίνουμε χωρίς Τατούλη;

«Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;(...) Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία, τι κάθοντ οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε; ...Είναι ο Τατούλης να διαγραφεί σήμερα. Ο «αντάρτης» έπαιξε τον ρόλο του και αποχωρεί από τη σκηνή, καταχειροκροτούμενος από κοινό και κριτικούς. Παύση. Και αμηχανία. Τώρα; Τώρα, αρχίζουν τα δύσκολα. Τώρα, τι θα γίνουμε χωρίς Τατούλη; Τι θα γίνει όταν τελειώσει το στοκ από «αντάρτες», «κακά παιδιά» και διάφορα άλλα «μαύρα πρόβατα» και γενικώς «βαρβάρους»; Απλό: θα εφεύρουμε τους επόμενους! Ολο αυτό αρχίζει και μου θυμίζει τηλε-ριάλιτι σόου. Από αυτά που αποφασίζουν αν οι διαγωνιζόμενοι έχουν ταλέντο. Με κριτική επιτροπή όλους εμάς και αρνητικές ή θετικές ψήφους των ανθρώπων της «παραγωγής» για να αποχωρήσει ένας κάθε εβδομάδα. Με δράματα, ίντριγκες, υποθέσεις, σενάρια. Αν και αμφιβάλλω αν το «μοντέλο ριάλιτι» είναι το ιδεωδέστερο για να κυβερνηθεί μια χώρα, πρέπει να παραδεχτώ ότι φέρνει τηλεθέαση. Κάνει γερό ταμείο. Δεν βαριέται το κοινό. Ασε που έχουμε την πολυτέλεια του να αναβάλλουμε κάθε σοβαρή απόφαση, κάθε μεγάλη αλλαγή, κάθε «τζιζ» πρωτοβουλία, με το άλλοθι της επόμενης αποχώρησης. Ζητούνται λοιπόν αντάρτες, ανυπότακτοι, ρέμπελοι. Συνωμότες, εξωμότες, ένοχοι, έστω και αθώα θύματα, για να «πέσουν» ως παράπλευρες απώλειες. Ζητούνται παντός είδους «βάρβαροι», για να γεμίσει το πρόγραμμα. Ολοι μάς κάνουν, ντόπιοι και εισαγόμενοι, από τον Μπαράκ Ομπάμα έως τη Στέλλα Μπεζαντάκου, αρκεί να μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε, ξανά και ξανά, για να γεμίσει το κενό που κανείς από μας δεν αντέχει να αντικρίσει. Κάθε βάρβαρος, γνήσιος ή ντεμέκ, είναι κατάλληλος, αρκεί να έχει πάθος στον ρόλο του και να κάνει αρκετό θόρυβο όταν έρχεται και όταν φεύγει. Δεν είναι απλώς, «μια κάποια λύσις». Εδώ που φτάσαμε, οι παντός είδους «βάρβαροι» είναι η μόνη λύση!