Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Ευτυχώς ξεχνάμε

Πώς τα καταφέρνει η Σερβία; Γιατί εμείς εδώ, δυσκολευόμαστε. Ως σύμμαχοι και αδερφοί ορθόδοξοι, που κάποτε αφεθήκαμε να πάρουμε θέση με ενθουσιασμό σε έναν εμφύλιο τον οποίο δεν καταλαβαίναμε. Θυμάμαι ακόμα μια φωτογραφία του Σαββόπουλου με τον Κάρατζιτς αγκαλιά, τη θυμάμαι ακριβώς επειδή δεν την είχα καταλάβει. Η λεζάντα δεν εξηγούσε τι δουλειά είχε ο Σαββόπουλος με έναν πολέμαρχο, ούτε γιατί χαμογελούσε πλατιά. Ίσως ήθελε να πει ότι στους πολέμους παίρνουμε μέρος, δεν καθόμαστε να κοιτάμε ουδέτερα, κι οι Έλληνες ανεπισήμως σε εκείνον τον πόλεμο είχαν πάρει το μέρος των Σέρβων χωρίς να εξετάζουν λεπτομέρειες. Αγαπούσαν τους Σέρβους γι΄ αυτό που ήσαν, ή που νόμιζαν ότι ήσαν, όχι για όσα έκαναν. Επισήμως η Ελλάδα είχε άλλη πολιτική, κι αυτό έκανε πολλούς Έλληνες να νιώθουν πικραμένοι. Κι η επίσημη Ελλάδα δεν εξηγούσε γιατί είχε άλλη πολιτική, όπως απέφευγε να εξηγεί τόσα. Χρειάζονται ενέργεια οι εξηγήσεις, που δεν είχε, χρειάζονται εκπαίδευση. Τώρα που συνελήφθη ο Κάρατζιτς, δεν είναι ότι επικρατεί το δίκαιο και διώκονται στ΄ αλήθεια τα εγκλήματα πολέμου, γράφουν ορισμένοι αρθρογράφοι, αλλά ότι νικήθηκε και υφίσταται τις συνέπειες της ήττας. Δεν έχουν άδικο. Αλλά αν η πλευρά Κάρατζιτς και οι Έλληνες που την υποστήριζαν θεωρούν ότι οι σφαγές αμάχων και οι εθνοκαθάρσεις είναι κάτι αποδεκτό στον πόλεμο, ενώ η άλλη πλευρά το θεωρεί απαράδεκτο, το έχει ονομάσει έγκλημα, ίσως αξίζει τον κόπο να ξανασκεφτούν και οι Έλληνες υποστηρικτές του με ποιου το μέρος είναι. Μήπως τελικά έχει σημασία το ότι η πολιτισμένη ανθρωπότητα ορίζει κάποια πράγματα ως «εγκλήματα πολέμου» και δεν πιστεύει ότι ο πόλεμος επιτρέπει τα πάντα. Οι Σέρβοι πάντως αυτό αποφάσισαν, φαίνεται.

Ζήτω το κίνημα της αλληλεγγύης!

Καλοκαιρινές άδειες και ταλαιπωρία πάνε δυστυχώς πακέτο. Όχι βέβαια γι΄ αυτούς που φεύγουν, αλλά γι΄ αυτούς που μένουν πίσω και θέλουν να εξυπηρετηθούν. Την περασμένη εβδομάδα τόλμησα-τι το θελα και ΄γώ;- να πάω στην τράπεζα. Η ανάγκη με έριξε σε αυτή την ταλαιπωρία. Και εκεί που όλα τα σημάδια συνηγορούσαν πως για να κάνω τη δουλειά μου θα έπρεπε να εξαντλήσω πρώτα όλα τα αποθέματα της υπομονής μου, έγινε το... θαύμα. Ένα ταμείο και δεκάδες δύστυχοι- μαζί κι εγώ περιμέναμε και... περιμέναμε πότε η ταμίας θα το έπαιρνε απόφαση να λειτουργήσει στο φουλ τις «μηχανές» της και να μας ξεπετάξει όλους στο πι και φι. Πού τέτοια τύχη όμως! «Εδώ κι ένα τέταρτο στην οθόνη δεν έχει αλλάξει ο αριθμός. Ακόμη το 180 γράφει. Αν είναι να κάνει ο καθένας τόση ώρα, φέξε μου και γλίστρησα», μου πιάνει την κουβέντα ο συμπαθής ηλικιωμένος που καθόταν στα άβολα καθίσματα της τράπεζας τουλάχιστον μία ώρα. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το 225 που έγραφε το δικό μου χαρτάκι θα αργούσε πολύ, πάρα πολύ. Απελπίστηκα. Όσο περίμενα- όρθιος βέβαια έμπαινε κόσμος και απογοητευμένος με την αργή εξυπηρέτηση γινόταν... καπνός. Αυτό έκανε και μία κυρία, η οποία μη μπορώντας να περιμένει άλλο έρχεται προς το μέρος μου και μου δίνει με κρυφό και συνθηματικό τρόπο το χαρτάκι της. «Εγώ δεν μπορώ να περιμένω. Παρ΄ το εσύ να κάνεις τη δουλειά σου». Ο μαγικός αριθμός 207 έφτασε στα χέρια μου. Το κίνημα αλληλεγγύης μόλις μου είχε χτυπήσει φιλικά την πλάτη. Τελικά, σκέφτηκα, πως το ποτήρι δεν είναι πάντα μισοάδειο- όπως έχουμε συνηθίσει να το βλέπουμε. Μήπως δεν είναι μία τέτοια κίνηση αλληλεγγύης όταν το διερχόμενο αυτοκίνητο «παίζει» τα φώτα προειδοποιώντας σε ότι λίγο πιο κάτω περιμένουν αστυνομικοί με ραντάρ στα χέρια έτοιμοι να σε γράψουν; «Δώσε το επικυρωμένο εισιτήριο σε άλλον επιβάτη»: αλλά και η τελευταία αυτή μόδα είναι η απόδειξη της αλληλοβοήθειας που φαίνεται να φουντώνει στη χώρα μας. Υπάρχουν κι άλλα πολλά τέτοια παραδείγματα που δεν πρόλαβα να σκεφτώ, αφού στην οθόνη εμφανίστηκε το 207. Ζήτω το κίνημα της αλληλεγγύης!

Περασμένα

Σαν υπόκωφος βρασμός στα σωθικά της τυραννισμένης πόλης, η δουλειά για το Κτηματολόγιο συνεχίζεται. Γέροι και άλλοι αναξιοπαθούντες στήνονται καρτερικά στην ουρά των τραπεζών, μετά στα γραφεία του Κτηματολογίου, ακόμα και τα φωτοτυπάδικα έχουν δουλειές με φούντες στο κατακαλόκαιρο. Ε, να μην αρνηθούμε τις κτήσεις και τις κατακτήσεις μας, με ιδρώτα τις αποκτή- σαμε, με ιδρώτα τις καταγράφου- με. Μπορεί γι΄ αυτό να το όρισαν στην περίοδο της ζέστης, συμβολικά. Πολύ ψυχολόγοι οι γραφειοκράτες μας. Υπάρχουν μερικοί που ζητάνε κατανόηση και κάθονται να περιμένουν στις καρέκλες, όσοι έχουν άσπρα μαλλιά έχουν κατακτήσει το προνόμιο, έστω κι αν τους το παραχωρούν οι άλλοι με μεγάλο ζόρι. Οι γυναίκες παραδέχονται πιο δύσκολα την ηλικία τους, αλλά αν το κάνουν, όπως αυτή η ασπρομάλλα με τα λαμπερά μάτια που βρέθηκε σε μια καθιστή παρέα συνομήλικων ανδρών, αφήνονται στην ευχαρίστηση αυτή με πάθος. Τα μάτια της λάμπουν επειδή θυμάται την ίδια αυτή γειτονιά, που βασανιστικά καταγράφεται, όπως ήταν χρόνια πριν, αλλά τότε κανείς δεν είχε την πρόνοια να την καταγράψει. Θυμάται σπίτια με κήπους και αυλές, όπου κατάβρεχαν το απόγευμα και δρόσιζε, περιγράφει κεραμικά στολίδια σε στέγες και ζωγραφισμένα αετώματα σε σπίτια μικροαστικά που παρίσταναν κάτι άλλο, αλλά όχι για καιρό: γρήγορα χρειάστηκε να γκρεμιστούν, να γίνουν πολυκατοικίες, να πάρει κάθε παιδί ένα κομμάτι περιουσίας. Δεν ήταν μόνο η ασπρομάλλα νέα τότε και ωραιότερη, ήταν και η γειτονιά καλύτερη, πιο δροσερή, πιο ανεβασμένη κοινωνικά, πιο αγαπημένη από τους κατοίκους της. Αλλά όλα αυτά δεν καταγράφηκαν ποτέ, σε κανένα κτηματολόγιο. Πάνε καλιά τους, από το φτενό χώμα της Αττικής είναι σαν να ξεφύτρωσαν απευθείας οι πυκνές πολυκατοικίες που τους έλαχε η τιμή να καταγράφονται, λες και δεν υπήρξε πριν από αυτές τίποτα να κατοικήσει κανείς.