Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Η οργή της ανημπόριας

Αυτό το γραπτό θέλει να είναι πριν απ΄ όλα έκφραση του συναισθήματος οργής που διακατέχει χιλιάδες, ενήμερους, πολιτικοποιημένους πολίτες, που τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούν ανήμποροι τον εκφυλισμό, τη σπέκουλα, τη δημαγωγία και τον κυνισμό να βασιλεύουν χωρίς αντιστάσεις, χωρίς φραγμούς, χωρίς αιδώ. Είναι σύμπτωμα των καιρών. Κάθε τόσο έρχεται ένα γεγονός, αυτήν τη φορά ιδιαίτερα τραγικό όπως η δολοφονία του μαθητή, για να φωτίσει σαν αστραπή, ξαφνικά και για λίγο, την ευκολία με την οποία μπορεί να οδηγηθεί στο πολιτικό- κοινωνικό ξεχαρβάλωμα αυτή η χώρα. Θάνατος προαγγελθείς, που μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε στον χώρο της ενδημικής βίας ο οποίος ορίζεται από τα Εξάρχεια και το συλημένο άσυλο των όμορων πανεπιστημιακών κτιρίων. Δεν θα μιλήσω για την πολιτική κρίση, τη βλέπουμε. Μια κυβέρνηση που έχει πάψει να κυβερνά αφήνοντάς μας να δούμε τη φθορά που έχει προκαλέσει στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών. Μια διαχείριση της κρίσης από αθεράπευτα ενοχικούς δεξιούς που αισθάνονται ανεπανόρθωτα «εγγονοί του Γκοτζαμάνη». Ένα κομματικό σύστημα που οργάνωσε εννέα ξεχωριστές διαδηλώσεις μέσα σε τρεις ημέρες για να «τιμήσει» τον νεκρό. Σαν η τιμή να ήταν συλλυπητήριο μπιλιέτο που το υπογράφει ο καθένας μόνος του. Η μικροκομματική πολιτική τεμάχισε ώς και την κοινωνική συγκίνηση. Αυτό που ζήσαμε και ζούμε δεν είναι επίπτωση της κρίσης. Προηγείται της κρίσης. Είναι το κύμα ενός «τσουνάμι» που έχει ως επίκεντρο την κρίση αυθεντίας των κεντρικών θεσμών που ξεφτιλίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Ο ένας μετά τον άλλον. Δικαστικό σύστημα, Εκκλησία, Πανεπιστήμια και Δημόσια Εκπαίδευση, Κοινωνικές Υπηρεσίες. Μαζί φυσικά και το πολιτικο-κομματικό-μιντιακό σύστημα, όπως και η κρατούσα ιδεολογία της ιστορικής Αριστεράς. Οτιδήποτε δηλαδή μπορούσε να παραγάγει κυβερνησιμότητα, ασφάλεια και προσανατολισμό. Το κύμα λοιπόν έφτασε και πλημμύρισε όλους τους πόρους μιας κοινωνίας που ζει σε συνθήκες υποβόσκουσας έντασης. Όχι γιατί φτώχυνε ξαφνικά ή γιατί βίωσε μια δυσβάστακτη όξυνση των ανισοτήτων. Δεν ζούμε το ξέσπασμα μιας τέτοιας κοινωνίας. Η ένταση πηγάζει από τη διαίσθηση του εύθραυστου της ευμάρειας, από την εμπειρία μιας πραγματικής ή την αγωνία μιας πιθανής καταναλωτικής- κοινωνικής υποβάθμισης, από το βίωμα μικρών προς το παρόν «ταξικών εκπεσμών» και οπωσδήποτε από το μπλοκάρισμα της ανοδικής κινητικότητας για τους πολλούς. Από τη συνειδητοποίηση ότι η συναίνεση που όλοι δώσαμε στον συνδυασμό ιδιωτικού πλουτισμού και δημόσιας φτώχειας, γυρνάει τώρα και μας εκδικείται. Το κύμα έφτασε και στο εσωτερικό της ελληνικής οικογένειας. Εκεί όπου ώς τώρα εξομαλύνονται οι μεγάλες οικονομικέςκοινωνικές αντιφάσεις του «μοντέλου ανάπτυξης». Εξομαλύνονται τρόπος του λέγειν. Στην ουσία πρόκειται για έναν «διαγενεακό συμβιβασμό» που έχει επιτευχθεί εις βάρος των νέων. Οι νέοι στερούνται επί μακρόν τα μέσα αυτονόμησής τους από τους γονείς (εργασία, ικανοποιητική εκπαίδευση, υποστηρικτικές κοινωνικές πολιτικές) και οι γενιές των γονέων «ανταποδίδουν» με την παράταση της «προστασίας». Για το μεγαλύτερο μέρος των χαμηλών- μεσαίων στρωμάτων, πρόκειται για την παράταση μιας επίπλαστης συμμετοχής στην καταναλωτική κοινωνία με άγνωστο μέλλον. Το μεγαλύτερο όμως κόστος που πληρώνουν οι νέοι δεν είναι οικονομικό- κοινωνικό αλλά ψυχολογικό. Η κοινωνία των «μεγάλων» τους στερεί τη δυνατότητα ομαλής ενηλικίωσης, τους δίνει προσδοκίες χωρίς ρεαλισμό, δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, κατανάλωση χωρίς μόχθο, αυταπάτες επιλογών χωρίς οριοθετήσεις. Αν οι νέοι καταλάβαιναν το κόστος που πληρώνουν στον «διαγενεακό συμβιβασμό» με την παράταση της εξάρτησης, θα εξοργίζονταν πραγματικά. Σε πείσμα της διάχυτης «νεολαγνείας», το «κίνημα» που βλέπουμε σήμερα δεν εκφράζει ούτε πηγάζει από αυτήν τη δύσκολη νεολαιίστικη κατάσταση. Πρόκειται για την κοινωνικοπολιτική παθογένειά του. Θα ήταν μακροπρόθεσμα δραματικό οι νεώτερες γενιές των Γυμνασίων και των Λυκείων να πολιτικοποιηθούν με βάση τους κώδικες των Εξαρχείων και των «μπαχαλάκηδων», θεωρώντας ότι έτσι θα αποκαταστήσουμε τρόπους επικοινωνίας και μελλοντικού επηρεασμού. Το βλέπουμε ήδη μπροστά μας. Θέλουμε να «πολιτικοποιήσουμε» μια γενιά με την εντύπωση ότι το Κράτος είναι το Αστυνομικό Τμήμα; Ότι η πεμπτουσία της πολιτικής είναι το απολίτικο, σχεδόν φασιστικό «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»; Ζούμε το ξέσπασμα μιας πολιτικά πληγωμένης κοινωνίας που έχει συσσωρεύσει εντάσεις πριν ακόμα από την κρίση. Προτού επανέλθουμε στην πολιτική ρουτίνα, προτού υποταχτούμε και πάλι στους απατεώνες λαϊκιστές των μίντια που ντύθηκαν την προβιά του «αντιεξουσιαστή», ας εκμεταλλευτούμε το πρόσκαιρο φως της αστραπής για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του ξεχαρβαλώματος και το κόστος της γενικευμένης δημαγωγίας. Γιατί έρχονται πιο δύσκολοι καιροί, καθώς μόλις τώρα μας αγγίζουν οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης. Παρά το αριστερό στερεότυπο, συχνά οι κρίσεις λειτουργούν «πειθαρχικά», επιβεβαιώνουν την ισχύ των ισχυρών και την αδυναμία των αδύναμων. Τα δραματικά γεγονότα μάς έδειξαν μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, πόσο αναγκαίο είναι να ανοίξουμε τον «φάκελο νεολαία» μαζί με τον «φάκελο φτώχεια» και ένα αξιοπρεπές ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως «κάτω όριο» στο κοινωνικό κόστος της κρίσης. Τουλάχιστον έτσι δεν θα πάει χαμένο το πένθος, οι καταστροφές και η οργή της ανημπόριας μιας συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας.

Το Πνεύμα των Χριστουγέννων

Oι χριστουγεννιάτικες βιτρίνες φέτος έβγαλαν αντί να βάλουν τα γιορτινά τους στην Αθήνα. Έτσι, το δώρο που σκεφτόμουν να πάρω τα Χριστούγεννα, άκυρο. Το κατάστημα κάηκε. Ο ΑϊΒασίλης έχασε τον δρόμο του και τα ξύλινα στρατιωτάκια έπεσαν από τον σάκο του, καθώς οι τάρανδοι ζαλισμένοι από τα δακρυγόνα φρέναραν απότομα στην Πανεπιστημίου. Τα φετινά Χριστούγεννα κάηκαν, πληγώθηκαν, αιμορραγούν και θρηνούν για το δεκαπεντάχρονο αγόρι, που τόλμησε να σταθεί όρθιο απέναντι σε αυτούς που επιβάλλουν τον νόμο και την τάξη και το πλήρωσε με τη ζωή του. Δύο μέρες μετά τα όργανα της τάξης σφύριζαν αδιάφορα στις πορείες, τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις. Αυτοί που εύκολα τραβούν τη σκανδάλη και σημαδεύουν, δυσκολεύονται αίφνης να συνοδεύσουν τα πυροσβεστικά οχήματα για να σβήσουν τις φωτιές στα καταστήματα και παρακολουθούν απτόητοι τις λεηλασίες. Είναι το ίδιο παραμύθι που πουλάνε κάθε φορά μετά την κατάχρηση εξουσίας. Φορούν την προβιά και στέκονται εκ νέου ανίκανοι να επιτελέσουν το έργο της προστασίας της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να σκέφτηκε πως αν φανούν κακοί οι διαδηλωτές στα μάτια του κόσμου, εκείνοι αυτόματα θα φανούν καλύτεροι. Αυτή η αλληλουχία γαλόνια και καδρόνια, φωτιές και δακρυγόνα, άνοιξε μαγαζιά και έκλεισε σπίτια. Νισάφι πια. Ας σεβαστούν, αν μη τι άλλο, το Πνεύμα των Χριστουγέννων!

Οι «βεντέτες» και τα «γκέτο»

Έχουν, λέει, βεντέτα τα ΜΑΤ με τους αναρχικούς στα Εξάρχεια! Άκου να δεις! Τι είναι δηλαδή τα ΜΑΤ για να έχουν βεντέτες; Τάγματα ατάκτων είναι, τίποτα φίλαθλοι ή οικογένεια Μανιατών οχυρωμένη στον πύργο της; Δεν είναι ελληνικό κράτος τα ΜΑΤ; Σε αυτό το κράτος, οι ηγέτες του οποίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός, εξέφρασαν τη βαθύτατη οδύνη τους στην οικογένεια του παιδιού που σκότωσε ο ΜΑΤατζής; Δεν υπάγονται σε υπουργείο τα ΜΑΤ, δεν πληρώνονται από το κρατικό ταμείο; Κι αν δεν έχουν καταλάβει τα ίδια τι ρόλο παίζουν και πιάνουν βεντέτες από παρεξήγηση, τους εξαφανίζεις από την κυκλοφορία μέχρι να τους περάσει και η βεντέτα και οι βεντετισμοί. Δεν είναι δυνατόν ούτε να δεχόμαστε να ακούμε τέτοιες φράσεις. Ή την άλλη εξυπνάδα, το «γκέτο των Εξαρχείων». Εκτός αν αποφασίζεις, εσύ το κράτος, να ζήσεις με βεντέτες που ανθούν όχι απλώς στην επικράτειά σου, αλλά στα ίδια σου τα μισθωτά όργανα, οπότε έχεις αυτοκτονήσει ως κράτος. Δεν υπάρχεις, καταργείς την κρατική κυριαρχία αν επιτρέπεις σε ΜΑΤ ή οτιδήποτε άλλους να χρησιμοποιούν όπως τους καπνίσει τα όπλα που τους έχεις δώσει για να υπερασπίζονται τη νομιμότητα. Κλείσ΄ το το μαγαζί, δεν έχει νόημα. Αλλά θα μου πεις, όταν γίνεται η δίκη «της ζαρντινιέρας» και μόνο που δεν τον ξαναδέρνουν τον νεαρό επειδή τις έφαγε τότε από την Αστυνομία, ξεχνάνε τα ΜΑΤ τι ρόλο παίζουν και ξεχνάμε κι οι υπόλοιποι τι ρόλο παίζουν κι αυτοί κι εμείς. Παύουμε να είμαστε πολίτες, παύουμε να είμαστε Πολιτεία, παραδινόμαστε μοιραίοι στον νόμο της ζούγκλας και του ισχυροτέρου, πίσω στην καθυστέρηση, στον Μεσαίωνα, στην αυθαιρεσία, στον αυταρχισμό, στη σύγχυση και την ανομία. Για συνέλθετε λίγο, μην τρελαθούμε τελείως.