Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Το πιο φτηνό το γιώτα-χι

Ηταν πάντα ένα λαοφιλέστατο μέτρο το «όνειρο του φτηνού γιώτα-χι». Δεν είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση δίνει κουρσάκια στον λαό για να γίνει πιο συμπαθής. Κάθε φορά, βέβαια, υπάρχει μια ευγενής θεωρία πίσω από τα τζάμπα αμάξια: οι πρώτες αποσύρσεις, ας πούμε, έγιναν για «οικολογικούς» λόγους. Να αντικαταστήσουν οι Ελληνες, έλεγαν, τα «σαπάκια» παλιάς τεχνολογίας με τα νέα, τα καταλυτικά, για να καθαρίσει ο αέρας. Ασχετο που σήμερα η «αλλαγή καταλύτη» στην Ελλάδα είναι το νέο σύντομο ανέκδοτο. Τώρα, το ευγενές κίνητρο είναι η καταπολέμηση της κρίσης. Να κινηθεί η αγορά των αυτοκινήτων, που έχει πάθει μεγάλο στραπάτσο. Να ξεφορτώσουν τα κοντέινερ με τα αζήτητα, που σαπίζουν στα τελωνεία. Να πέσει καμιά παραγγελία, γιατί χανόμαστε. Σχεδόν ανθρωπιστικό το ακούς το μέτρο, κάτι σαν ευεργεσία από την οποία κερδίζουν όλοι. Το ότι τα φτηνά ΙΧ υπήρξαν ένα διαχρονικό προεκλογικό «σιγουράκι» είναι εντελώς συμπτωματικό: άντε καλέ, μην πάει ο νους μας στο πονηρό. Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο, αν πραγματικά τα ελαφρύνουν σημαντικά από τις δυσβάσταχτες κρατικές επιβαρύνσεις. Είμαι υποχρεωμένη να το κάνω. Από κάπου πρέπει να ισοφαρίσω τη φορομπηξία του έκτακτου «φόρου κρίσης» (την οποία υφίσταμαι μαζί με χιλιάδες χαζο-Ελληνες, μόνο και μόνο επειδή διαπράττω το μέγα σφάλμα να είμαι ειλικρινής στις δηλώσεις μου). Αλλο ένα αμάξι, άλλο ένα γκαζάτο λούσο, μερικοί ακόμα τόνοι δηλητηρίου στο περιβάλλον, άλλη μια «παροχή», άλλη μια τετραετία. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να μην αλλάζει τίποτα, σαν να μη μάθαμε, όλοι μας, τίποτα καινούργιο. Καθώς ξεφυλλίζω με καινούργιο ενδιαφέρον τους καταλόγους των περιοδικών αυτοκινήτων, αισθάνομαι ενθουσιασμένος, αθώος και χαζός, σαν τους ιθαγενείς, που αντάλλασσαν μια ήπειρο για μερικές χρωματιστές χάντρες. Ετοιμος να παραδοθώ, ακόμα μια φορά, χωρίς καμιά διάθεση αντίστασης. Να το πάρουμε με δερμάτινα καθίσματα;

Τα λαμπάκια μου

Να τον κλείσω; Να μην τον κλείσω; Στέκομαι σαν χάνος μπροστά στον γενικό διακόπτη του ρεύματος, ενώ το σώμα μου παραλύει από μια αμφιθυμία που θα ζήλευε μέχρι και ο Αμλετ. Σήμερα είναι αυτό το πώς το λένε, το «κλείστε τα φώτα για μία ώρα». Διαμαρτυρία για το περιβάλλον. Να τον κλείσω: Γιατί όχι; Ακόμα και οι συμβολικές διαμαρτυρίες είναι καλύτερες από την απάθεια και την απραξία. Μία ώρα είναι, θα περάσει. Μία ώρα χωρίς τον βόμβο της τηλεόρασης, χωρίς τον μπέμπη να αλληθωρίζει μπροστά στον Μπομπ τον Μάστορα, μία ώρα χωρίς θερμοσίφωνα, χωρίς υπολογιστή, χωρίς (Παναγιά και Χριστέ μου) Ιντερνετ. Θα την αντέξω. Ετσι κι αλλιώς στη γειτονιά μας κόβεται το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο, απροειδοποίητα, για ακαθόριστο αριθμό ωρών, χωρίς εξηγήσεις, εδώ και χρόνια. Λόγω «βλαβών». Στη μία ώρα θα κολλήσουμε; Που είναι και πολιτικώς ορθή; Από την άλλη μεριά, γιατί να τον κλείσω; Μου φαίνεται τόσο μάταιη, τόσο ανεπαρκής αυτή η πρωτοβουλία μπροστά στο κολοσσιαίο πρόβλημα της ενέργειας, που αισθάνομαι λίγο καραγκιόζης να ανεβοκατεβάζω γενικούς υπακούοντας σε προστάγματα. Αλυσοδεμένοι στις τσιμινιέρες έπρεπε να ήμασταν ήδη, μαζί με τα παιδιά μας, αν θέλαμε πραγματικά να διαμαρτυρηθούμε για τα ενεργειακά εγκλήματα που συντελούνται στην ανθρωπότητα. Αλλά ας μην το χοντρύνω. Ας κάνω φόκους στον διακόπτη μου. Να τον κατεβάσω ή να τον αφήσω εκεί που είναι; Να «τζιζ» κανείς ή να μην «τζιζ»; Μετά καταλαβαίνω ότι όλη αυτή η τρικυμία στο κρανίο μου άξιζε περισσότερο από την ίδια τη «συμβολική» διαμαρτυρία. Με έκανε να σταματήσω, να σκεφτώ, να θυμώσω. Δεν ξέρω τελικά τι θα κάνω με τα φώτα του σπιτιού, αλλά τουλάχιστον τα λαμπάκια του μυαλού μου αναβόσβησαν θυμωμένα. Πολλές φορές. Κάτι είναι κι αυτό.