Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

Καλό μας χειμώνα χωρίς κρυολογήματα

Το παραδέχομαι ότι μερικοί με κοιτούν με μισό μάτι για τις προτιμήσεις μου που τολμώ και ξεστομίζω. Τι να κάνω όμως, είμαι οπαδός του χειμώνα. Να το κρύψω; Το καλοκαίρι είναι μόνο για διακοπές- τις υπόλοιπες ημέρες καταντά φρικτό μαρτύριο που συχνά ξεπερνά τα όρια του βασανιστηρίου. Εξ ού και η πρωινή χαρά μου, όταν αντίκρυσα τον γκρίζο ουρανό. Ευχήθηκα δεκάδες φορές σύντομα να βρέξει, κάνοντας πρωτίστως προσπάθειεςεκκλήσεις στις ανώτερες δυνάμεις να μη με πιάσει το μπουρίνι στον δρόμο. Είναι καλύτερο να ακούς τη βροχή παρά να τη «λούζεσαι»- άποψη που συναντά λιγότερους πολέμιους. Και εκεί που οδηγούσα προς το γραφείο, το βλέμμα μου έπεσε σε μια ηλικιωμένη κυρία. Φοβισμένη, κοιτούσε τα αυτοκίνητα και περίμενε με απελπισία πότε θα της δοθεί η ευκαιρία να διασχίσει τον δρόμο. Κρατούσε μια τσάντα του σούπερ μάρκετ, σχεδόν άδεια. Τότε γεννήθηκε η πρώτη αρνητική σκέψη, την οποία διαδέχτηκαν οι επόμενες: Τι σύνταξη άραγε να παίρνει; Η πρωινή ψύχρα την είχε αναγκάσει να φορέσει τη μάλλινη ζακέτα της- οι κρύοι μήνες πλησιάζουν. Τέρμα λοιπόν, τα ψέματα: Χειμώνας, άρα κρύο, άρα θέρμανση, άρα πετρέλαιο... Οι τιμές φέτος, θα είναι ακριβότερες από πέρσι. Με αυτά και με τα άλλα, η καλή μου διάθεση χάλασε ανεπιστρεπτί. Ο μουντός καιρός μού ήταν πλέον αδιάφορος. Υπερβολή; Κάθε άλλο. Έχω την «τύχη» να μένω σε παλιά πολυκατοικία με κεντρική θέρμανση. Πότε ανάβει το καλοριφέρ; Λίγες ώρες το πρωί και λίγες το βράδυ. Ζέστη με δόσεις: έτσι το ονομάζω. Να, όμως που η τσέπη των ενοίκων δεν αντέχει παραπάνω... θέρμανση. Καλό μας χειμώνα λοιπόν- ελπίζω φέτος χωρίς κρυολογήματα.

Βοήθειά μας

Πρέπει να είναι όλοι πολύ θεοσεβούμενοι, άλλη εξήγηση δεν υπάρχει. Για να σώσουν την ψυχή τους το έκαναν, μια και τους βρέθηκαν στα χέρια τόσα κτίρια τόσα στάδια τόσα οικόπεδα τόσος πλούτος δημόσιος και δεν ήξεραν τι να τον κάνουν. Σαν σεμνοί και ταπεινοί που ήταν, ένιωσαν πολύ μικροί μπροστά στο μεγαλείο αυτού του τόπου, ένιωσαν ακατάλλη- λοι να τον διαχειριστούν, τους πλημμύρισε η ανάγκη να καλέσουν ένα ανώτερο ον σε βοήθεια. Τα πέρασαν όλα στους άγιους ανθρώπους, τους συνομιλητές του Θεού, αυτοί ξέρουν, σου λέει. Τι άλλος λόγος να υπάρχει; Τι τους έσπρωξε να το κάνουν, αν δεν ένιωσαν το θείο κάλεσμα, αν δεν άκουσαν φωνές σαν τη Ζαν ντ΄ Αρκ, που τους προέτρεπαν: δώσε στον ηγούμενο τα ολυμπιακά ακίνητα, κουνήσου, ξύπνα, τρέχα στον συμβολαιογράφο; Λέτε να είχαν ταπεινότερα κίνητρα; Γιατί έβαζαν συγγενείς και συζύγους να κάνουν τα συμβόλαια; Λέτε να επωφελούνταν στην πορεία; Να έσταζαν τίποτα ζουμιά από τα φιλέτα καθώς τα σερβίριζαν και να λάδωνε λίγο το αντεράκι τους; Κάτι να έβγαζε ο μεσίτης, κάτι ο συμβολαιογράφος, κάτι αυτός που είχε την ιδέα, μια προμήθεια, ένα χαρτζιλίκι για τον κόπο του; Όχι, όχι, αποκλείεται. Τα κίνητρά τους ήταν αγνά, καθαρά ιδεολογικά, είχαν άγχος να εκσυγχρονίσουν τα μοναστήρια. Αφού είχαν δει τι ζόρικο πράγμα είναι να προσπαθήσεις να εκσυγχρονίσεις κανονικούς ανθρώπους, στράφηκαν στους καλόγερους. Καρφωμένοι στον Μεσαίωνα, όπως είναι, θα σκέφτηκαν ότι όλο και κάποια περιθώρια εκσυγχρονισμού υπάρχουν. Ε, δεν τους άλλαξε τα ράσα, τους προίκισε με μερικά ακίνητα που περίσσευαν. Να νιώθουν πλούσιοι και ισχυροί, για να μπορούν να μας προστατεύουν από τις απειλές του σημερινού κόσμου, τον νεοφιλελευθερισμό, τη νέα παγκόσμια τάξη, την οικονομική κρίση, την έκλυση των ηθών κ.λπ. Βοήθειά μας.