Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Απόδραση για Οσκαρ

Ποτέ δεν καταφέρνω να δω την τελετή σε ζωντανή μετάδοση. Μονίμως με παίρνει ο ύπνος. Και δεν είναι μόνο ότι χάνω τα Οσκαρ. Είναι που με την τηλεόραση ανοιχτή, μπερδεύω το όνειρο με την πραγματικότητα, την ταινία με τη φαντασία και το παρελθόν με το παρόν. Πέρασα τη νύχτα της Κυριακής σε ένα τέτοιο τρανς. Οι παραγκουπόλεις της Βομβάης, που κυριαρχούν στο «Σλάμντογκ Μιλιονέρ», αλλοιώνονταν στο μυαλό μου και έπαιρναν το σχήμα των αθηναϊκών δρόμων. Δεκάδες μελαψά χαμίνια ορμούν επάνω μου για χαρτομάντιλα, λουλούδια, φορτιστές αυτοκινήτων, τα πάντα για μισό ευρώ. Ενα από τα πάμπτωχα αγόρια δραπετεύει από το όνειρο μέσα σ' ένα άλλο όνειρο - και τινάζει την μπάνκα στον αέρα στη «Στιγμή της Αλήθειας». Στριφογυρίζω αγκομαχώντας. Η Κέιτ Γουίνσλετ παραλαμβάνει κάτι χρυσό και χαμογελάει. Είναι τόσο φρέσκια και γλυκιά και νέα, που νομίζω ότι παίρνει Οσκαρ για την ερμηνεία της στον «Τιτανικό»: Στο ακρόπρωρο του πλοίου, ο πρωθυπουργός, αλά Λεονάρντο ντι Κάπριο, ανοίγει μια τεράστια αγκαλιά για να χωρέσουν απαλά οι δελφίνοι, που κοιτάζουν αισιόδοξα τον ωκεανό. «Παγόβουνο!», φωνάζει ο Αλμούνια από τη γέφυρα, «πάρ το αλλιώς». Στις βάρκες διάσωσης χωράνε μόνο οι επιβάτες της πρώτης θέσης. Το πλοίο εγκαταλείπεται, υπό τους ήχους της ορχήστρας δημοσκοπήσεων που διευθύνει η μαέστρος Ευγενία Μανωλίδου, ενώ το Οσκαρ ειδικών εφέ απονέμεται στον «Μπέντζαμιν Μπάτον». Μέσα στο όνειρό μου η μεταπολιτευτική Αριστερά γεννιέται με τη μορφή του Ηλία Ηλιού και, όσο γερνάει, παίρνει το «μπέιμπι φέις» του Αλέξη Τσίπρα. Πάνω στη σύγχυση, ένα ελικόπτερο που οδηγεί ο Μπάτμαν ρίχνει μια ανεμόσκαλα και παραλαμβάνει από την απομόνωση του Κορυδαλλού τους Παλαιοκώστα και Σία, που είναι ντυμένοι Τζόκερ και Πιγκουίνος. Ακριβώς εδώ ξυπνάω: Αυτό το τελευταίο όχι μόνο δεν είναι όνειρο, όχι μόνο δεν είναι έργο, αλλά το έχουμε ξαναδεί κιόλας! Εδώ ήρθαμε, πάμε να... φύγετε.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Αναδυόμενες ομορφιές

Η μια πιο όμορφη από την άλλη οι σταρ στο κόκκινο χαλί των Όσκαρ, που το έχουμε μάθει πια απέξω, λες και το περνάμε με την ηλεκτρική στο ίδιο μας το σπίτι, όλες υπέροχες, αλλά αυτά τα πιτσιρίκια από τις φτωχογειτονιές της Βομβάης δεν έκλεψαν την παράσταση; Αυτά τα χαμόγελα, αυτά τα μαύρα ματάκια πλημμυρισμένα χαρά, τα επιτέλους καλοντυμένα παιδιά που θα αποκτήσουν και δικό τους σπίτι, δεν ήταν τα πιο γοητευτικά πρόσωπα της γιορτής; Και πόσο πήγαινε στο μελαχρινό κορίτσι το ανοιχτόχρωμο φορεματάκι, εφάρμοσαν επιτέλους την αρχή της αντίθεσης των χρωμάτων οι γονείς του ή αυτοί που το έντυσαν. Φωτεινά χρώματα για σκούρες επιδερμίδες, όπως το ξέρουν πολύ καλά οι γυναίκες με τα σάρι. Το βλέπεις και σκέφτεσαι πόσες ομορφιές κρύβει ακόμα ο κόσμος μέσα στις άγνωστες ηπείρους, στις χώρες που ήταν κάποτε φτωχές και τώρα αναδύονται στην κανονική ζωή, όπως η Ινδία. Γιατί η φτώχεια είναι και σαν μαύρο σκοτάδι που σε σκεπάζει και δεν μπορούν να σε δουν οι άλλοι, ούτε να δεις τον εαυτό σου καλά καλά. Χρειάζεται αγώνας για να βγάλεις το κεφάλι έξω από τη βαριά της επιφάνεια, να αναπνεύσεις και να καθρεφτιστείς στα μάτια των άλλων. Από την άλλη όμως είναι αυτή η ίδια φτώχεια που σε κάνει τη στιγμή εκείνη της ανάδυσης να είσαι τόσο νέος και ρωμαλέος, τόσο μοναδικός και ακαταμάχητος και να μην μπορεί να σταθεί δίπλα σου η κουρασμένη και κάπως παρηκμασμένη πλευρά της ανθρωπότητας. Πόσο όμορφος κι ανεξάντλητος είναι ο κόσμος και τι κρίμα να μην μπορούμε όλοι μια μέρα της ζωής μας να περπατήσουμε σε κάθε πόλη. Θα έφταναν οι μέρες άραγε, το έχει υπολογίσει κανείς; Ευτυχώς, υπάρχει και το σινεμά.

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Το μαγαζάκι της αποτυχίας

Πρώτα ήταν μπακάλικο. Για χρόνια πουλούσε ρύζι και φασόλια και ζάχαρη από σακιά, είχε παστά ψάρια στοιβαγμένα σε κάσες κι όλους τους νεωτερισμούς σε σαπούνια και οδοντόκρεμες, τον δε χαλβά του μπακάλη τον έλεγαν έτσι επειδή τον αγόραζες εκεί. Όταν πήρε σύνταξη ο μπακάλης, έμεινε για λίγο κλειστό. Ύστερα άνοιξε σουβλατζίδικο. Μεγάλη χαρά για τους λάτρεις του είδους, αλλά έκλεισε πριν προλάβουμε να αποφασίσουμε στη γειτονιά αν είχε καλά σουβλάκια ή όχι. Έγινε παντουφλάδικο, ύστερα κομμωτήριο, ύστερα πιτσαρία, βιντεοκλάμπ, προπατζίδικο, καφενείο, και ποτέ δεν κατόρθωνε να κρατήσει πάνω από εξάμηνο. Λες κι είχε γρουσουζιά η γωνία, δεν στέριωνε τίποτα. Η πιτσαρία έκανε γενική ανακαίνιση, μοντέρνα διακόσμηση, καινούργια τζάμια. Χαμένες επενδύσεις. Πόση προσπάθεια, πόσα κεφάλαια έχει καταπιεί αυτό το κακότυχο μαγαζί; Σύντομα έργα που κατεβαίνουν πριν ανέβουν είναι οι περιπέτειές του, προκαλούν θλίψη. Να βλέπεις τον κόπο των ανθρώπων να πηγαίνει στράφι, να σκέφτεσαι το κόστος. Κάποτε άνοιξε κάτι σαν γκαλερί που πουλούσε και χρώματα ζωγραφικής, αυτό πολύ μας άρεσε, αλλά έκλεισε πιο γρήγορα από ποτέ. Ακολούθησε κινέζικο ντελίβερι, κι αυτό μας άρεσε, αλλά πόσο να φάμε πια να το ενισχύουμε; Κάποια στιγμή έγινε γραφείο τελετών. Ε, αυτό δεν μας άρεσε, αλλά τι να κάνεις; Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Στο μεταξύ οι αλλεπάλληλες ανακαινίσεις το είχαν κάνει κούκλα το μαγαζί, θα πρέπει να ήταν το πιο λουξ γραφείο τελετών της Αθήνας. Περιέργως όμως ούτε κι αυτό έπιασε, κι ας έχουμε υψηλότατο μέσο όρο ηλικίας στη γειτονιά. Τώρα εμφανίστηκε μαγαζί με θωρακισμένες πόρτες και συστήματα ασφαλείας. Στη φάση της μανίας για θωράκιση και ασφάλεια που περνάμε, με αυξημένη ανάγκη για κλειδαμπάρωμα, ρολά, κλειδιά, αλυσίδες, συναγερμούς και τα ρέστα, πρέπει λογικά να θησαυρίσει. Για να δούμε...

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Ριάλιτι για νησιά

Στην Αυστραλία προσφέρουν θέση εργασίας σε ένα νησί με 78.000 ευρώ αμοιβή για ένα εξάμηνο, για τουριστική προβολή της περιοχής. Και γίνεται χαμός από τις υποψηφιότητες, αλλά δεν είναι εύκολο να επιλεγείς, πρέπει να διαθέτεις τα προσόντα. Να μπορείς δηλαδή να προβάλλεις την περιοχή μένοντας εκεί, συμμετέχοντας σε κάτι σαν ριάλιτι, χωρίς να γίνεσαι βαρετός, μισαλλόδοξος, δυσάρεστος, αντιπαθητικός κ.λπ. Θα σε δείχνουν σε ωραίο περιβάλλον, και τόσο θελκτικά θα είναι όλα και ενδιαφέροντα, που ο κόσμος σε όλη την υφήλιο θα προσπαθεί να μάθει περισσότερα πράγματα για το νησάκι, θα βγαίνει από την ανωνυμία η μικρή παραλία και θα σπεύδουν οι τουρίστες εκεί. Γιατί έτσι είναι αυτοί, οι τουρίστες εννοώ, θέλουν παραμύθι, δεν τους φτάνει ο ανώνυμος ήλιος και η ανώνυμη θάλασσα, θέλουν το νησί του Οδυσσέα, τη σπηλιά του Φιλοκτήτη, το σπίτι του Σαίξπηρ, το μπαλκόνι της Ιουλιέτας, το γραφείο του Δάντη, την κρεβατοκάμαρα της Μαρίας Αντουανέτας κ.λπ. Ή το νησί της Μανταλένας για τους νεώτερους. Και για τα δικά μας νησιά η ιδέα είναι ωραία, αν και έχουμε κάπως περισσότερα νησιά από ιστορίες. Αντί για καμπάνιες και διαφημίσεις, το υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης μπορεί να προσφέρει τέτοιες θέσεις εργασίας σε νησάκια μικρά και μεγάλα, καθώς και βραχονησίδες για πούλημα, που θα πάρουν μέρος σε αυτή τη μόδα καλλιστείων νησιών. Κάθε παίκτης θα προσπαθεί να ζήσει μια συναρπαστική νησιωτική ιστορία κάτω από τις κάμερες, κι όποιος κερδίσει να φαίνεται από τους τουρίστες. Βέβαια εδώ σε μας μπορεί να έρθουν τελικά οι τουρίστες και να μη βρίσκουν ύστερα καράβια για να πηγαίνουν στα νησιά, αλλά κι εκεί όλα είναι θέμα προβολής: πώς πλασάρεις αυτή την έλλειψη, σαν ταλαιπωρία στο λιμάνι ή σαν θαυμάσια περιπέτεια στον διάσημο Πειραιά.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Λαϊκοί ήρωες

Από ό,τι φαίνεται αυτοί οι αδελφοί Παλαιοκώστα έχουν ένα επίπεδο, ό,τι και να λέμε. Υπάρχουν λεπτομέρειες πολύ εντυπωσιακές, η κυρία που νοικιάζει το ελικόπτερο, η διαφήμιση της εταιρείας ελικοπτέρων, η επανάληψη του κόλπου, όλα αυτά που μπορούν να αξιοποιηθούν όχι μόνο κινηματογραφικά, αλλά και φιλοσοφικά και μαθηματικά, γιατί θέτουν ερωτήματα όπως: πόσο πιθανό είναι κάποιος που αποδρά με ελικόπτερο να κάνει ξανά το ίδιο μέσα σε πέντε χρόνια; Από ό,τι διάβασα, η σπείρα δεν έχει ποτέ σκοτώσει, αφήνει σημειωματάκια συγγνώμης όταν κλέβει αυτοκίνητα και φέρεται ιπποτικά στα θύματά της όταν κάνει απαγωγές, πράγμα που επίσης δείχνει καλλιτεχνικό προσανατολισμό. Λίγο είναι αυτό; Εισάγει νέους τρόπους στην καθημερινότητά μας: αν άφηναν σημειώματα κι αυτοί που παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους, ας πούμε, κλείνοντας ράμπες για καροτσάκια, εισόδους μαγαζιών και σπιτιών, δεν θα ήταν λιγότερο σκληρή η ζωή μας; Το ότι κερδίζουν οι ληστές τέτοια δημοσιότητα μας δίνει ελπίδες ότι θα μπορέσουν να καθοδηγήσουν τον απλό πολίτη στην οδό του σεβασμού του πλησίον. Να μάθουν τρόπους σε όλους τους απαγωγείς, με την ευρεία έννοια, να εμπνεύσουν τον καθένα που έχει εξουσία κάποια στιγμή στη ζωή του πάνω σε κάποιον άλλο, να είναι ευγενικός, υπομονετικός και συνεργάσιμος. Επιπλέον να μην είναι ρατσιστής, να μπορεί να συνεργαστεί με Αλβανούς και γενικά ξένους. Είναι κρίμα που δεν γίνονται διεθνή φεστιβάλ ληστών και πρέπει κανείς να περάσει από τις κινηματογραφικές επεξεργασίες. Εκεί χωλαίνουμε κάπως. Ληστές διεθνών προδιαγραφών πηγαίνουν χαμένοι σε μια μικρή χώρα. Αν και πρέπει να ομολογήσω ότι απογοητεύτηκα. Αυτό με το ελικόπτερο δεύτερη φορά, δείχνει μια έλλειψη φαντασίας όπως και να το κάνεις. Θα μπορούσαν να σκεφτούν κάτι πιο πρωτότυπο, να υπάρχει μια εξέλιξη. Οι επαναλήψεις κουράζουν.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Ασχήμια στη γωνία

Ήταν ένα ωραίο σπιτάκι στη γωνία, διώροφο, το είχαν ανακαινίσει πρόσφατα, δηλαδή τρία χρόνια πριν. Μόλις τελείωσε η ανακαίνιση, βάλθηκαν να το γκρεμίσουν. Είχε ωραία μεγάλα παντζούρια, τα λυπόμουν όταν τα ξεκάρφωναν. Τέλος πάντων, αυτή είναι η μοίρα μας. Λένε, λένε όλοι για το πήξιμο της Κυψέλης, αλλά να κάνουν κάτι να το φρενάρουν λίγο, αδύνατον. Το γκρέμισμα άρχισε πολύ πριν από την οικονομική κρίση. Ύστερα, επί τρία χρόνια το οικόπεδο χτίζεται. Φαίνεται ότι ο κατασκευαστής μάζευε λεφτά με την ησυχία του. Ακούσαμε και τις τιμές του, λες και πουλούσε στην Παρκ Άβενιου στη Νέα Υόρκη. Εντάξει, έχει θέα η γωνία, αλλά πόσο πια; Ύστερα είδαμε το κτίριο να υψώνεται. Ένα περίεργο σχέδιο, κάτι μικρά μπαλκονάκια που ενώνονται με τσιμεντένια ζώνη, ένα πράγμα ακαλαίσθητο. Έπιασε το ύψος των διπλανών πολυκατοικιών, τις ξεπέρασε, ανέβηκε κι ανέβηκε. Υποτίθεται ότι αν οι πολυκατοικίες παραχωρήσουν μέτρα στο πεζοδρόμιο παίρνουν ύψος. Περιμέναμε λοιπόν τα μέτρα στο πεζοδρόμιο, το οποίο ήταν απροσπέλαστο τα τρία χρόνια που χτιζόταν. Τώρα άνοιξε, αλλά δεν είναι πια πεζοδρόμιο, είναι κάτι σαν τσιμεντένιος λόφος, μια απότομη ράμπα για τις τρεις θέσεις πάρκινγκ που έχει φτιάξει. Φαντάζομαι τους ηλικιωμένους κατοίκους της περιοχής να τσακίζονται σε αυτή την ανάβαση. Αναρωτιέμαι, Πολεοδομία δεν είδε αυτό το χάλι; Τι λογική έχει να καταστρέφεις το πεζοδρόμιο, ενώ πήρες ύψος με την εγγύηση πως θα το μεγαλώσεις; Άσε πια το τι προσφέρεις ως θέαμα στους γύρω σου. Γκρέμισες ένα ωραίο σπίτι, δεν σε τρώει το φιλότιμο, δεν σε πιάνει στενοχώρια, να μην υψώσεις στη θέση του κάτι αξιοπρεπές, τουλάχιστον; Τι ψάχνω τώρα εγώ, θα πείτε. Ξεχνιέμαι κι απορώ. Μέχρι να συνηθίσω το νέο γωνιακό τοπίο, να ποτίσει η ασχήμια του τον ορίζοντά μου.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Σαν τα χιόνια

Ανοιξα μηχανικά την πόρτα το πρωί και το κρύο όρμησε στο σπίτι τόσο βίαια που σχεδόν με έσπρωξε τρία βήματα πίσω. Είχα ξεχάσει πώς είναι το αληθινό κρύο. Θα κρατήσει λίγο. Ας το χαρώ. Εχω ξύλα, πετρέλαιο και Σαββατοκύριακο μπροστά μου. Λογαριάζω χωρίς τον ψυχάκια τον ξενοδόχο μου, τη ρουφιάνα την τηλεόραση. Με «απειλεί» με το κρύο της: Οι εκφωνητές μου θυμίζουν τις πρόσφατες φονικές παγωνιές στην Ευρώπη, τους εκατοντάδες εγκλωβισμένους στους αυτοκινητόδρομους της Ισπανίας, τις πολυήμερες διακοπές του ηλεκτρικού στην παγοθύελλα της Αγγλίας. Με έναν υπαινιγμό χαιρεκακίας: «έρχεται και η ώρα σου», είναι σαν να μου λένε. Δεν με αφήνουν τα το ευχαριστηθώ, καταλαβαίνεις; Αν ήταν στο χέρι μερικών μερικών δεν θα χαιρόμουν τίποτα, ούτε μια ανάσα ελεύθερη δεν θα έπαιρνα όλη την ημέρα. Κάθε στιγμή κρύβει έναν μεγάλο κίνδυνο, κάθε φαγητό ένα δηλητήριο, κάθε καιρικό φαινόμενο, κρύο, ζέστη, χιόνι, λιακάδα εγκυμονεί κινδύνους τους οποίους πρέπει να πληροφορηθώ. Χιόνι στην Αθήνα: Ναι, αλλά κατά παραγγελία. Να μην είναι κάποιες «νιφάδες», ψωραλέο και τσουρούτικο, αλλά να μην το παρακάνει και δεν μπορούμε να πάμε ούτε στο περίπτερο για τσιγάρα. Να το στρώσει, αλλά νοικοκυρεμένα. Ελεγχόμενα. Εξι ή επτά πόντους, ας πούμε, ίσα ίσα για τις φωτογραφίες με τους χιονάνθρωπους. Στα ενδιάμεσα, να περνάνε αλπικών δυνατοτήτων εκχιονιστικά, έλκηθρα, αλατιέρες και ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου με κονιάκ στα βαρελάκια, να μας σώζουν από τους αποκλεισμούς στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Αλλιώς «δεν υπάρχει κράτος - πού είναι οι αρμόδιοι; -είμαστε στο έλεος του Θεού». Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να κάνει κρύο, κι ό,τι βγει. Να το χαρώ, έτσι, επειδή είμαι ζωντανos και μπορώ. Δεν θέλω να με προειδοποιείτε για τίποτα, δεν θέλω να φοβάμαι άλλο: Θέλω μόνο να κάνει κρύο και να μου αρέσει. Επιτρέπεται;

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Ανθρωποι και νόμοι

Μαθεύτηκε στην εταιρεία ότι ένας από τους συναδέλφους είχε προσβληθεί από AIDS. Του ζήτησαν οι εργοδότες να φύγει, να αποζημιωθεί, να αποσπασθεί σε άλλο πόστο, κάπως να απομονωθεί, να μην έρχεται σε επαφή με τους συναδέλφους του που τον έβλεπαν και έτρεμε το φυλλοκάρδι τους. Ως τελευταία λύση, και κατόπιν της δικής του επιμονής να μην αλλάξει τίποτα στο εργασιακό του καθεστώς, «αναγκάστηκαν» να τον απολύσουν. Ο υπάλληλος κατέφυγε στη Δικαιοσύνη και δικαιώθηκε στα δύο πρώτα δικαστήρια. Ο Αρειος Πάγος πάλι, προσγείωσε «στα μαλακά» τον εργοδότη και άφησε στο «ναι μεν αλλά» τον εργαζόμενο. Είναι ένα βήμα πίσω αυτή η πικρή ιστορία για τη χώρα μας. Οχι γιατί είναι ψεύτικη, αλλά γιατί είναι πολύ αληθινή. Είναι σωστό, νόμιμο και «πολιτικώς ορθόν» να μην απομονώνονται από την κοινωνία και την εργασία οι ασθενείς και οι φορείς. Αυτά, γενικώς. Αλλά όταν ένας ασθενής με AIDS εμφανιστεί στη δική μας τη γειτονιά, τη δουλειά ή την οικογένειά μας, τότε, ως διά μαγείας, γινόμαστε ξαφνικά πολύ λιγότερο «προοδευτικοί». Τότε θυμόμαστε πως έχουμε παιδιά, εύθραυστη υγεία ή άλλους εργαζόμενους που πρέπει να φροντίσουμε να μην αναστατωθούν. Ολα καλά, μέχρι το «αγκάθι» να τρυπήσει το δικό μας δάχτυλο. Τα τελευταία χρόνια, η πληροφόρηση σχετικά με το AIDS έχει εξαντληθεί σε ασθενικούς λόγους της 1ης Δεκέμβρη, της μέρας ευαισθητοποίησης. Εχουμε εκατοντάδες ασθενείς, χιλιάδες φορείς και ενημέρωση μηδέν. Οι άνθρωποι που νοσούν, προτιμούν να εξαφανιστούν από τον κόσμο, παρά να παραδεχτούν δημόσια την ασθένειά τους. Ξέρουν ότι η ομολογία θα σημάνει την επαγγελματική τους καταστροφή και τον κοινωνικό τους «θάνατο». Αγωνιούν σιωπηλά, οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Εκτός από εκείνους που επιλέγουν να μη σωπάσουν. Για μένα, ο ανώνυμος ασθενής που είχε το σθένος να επιμείνει, να διεκδικήσει, να κάνει φασαρία -ενώ την ίδια στιγμή πάλευε με την αρρώστια- είναι ο ήρωας της ημέρας. Μη σας πω και της χρονιάς!

Η θαυμαστή μπαλωματού

Το κάψιμο από το τσιγάρο στο καινούριο -και ακριβό- σακάκι είχε πάρει διαστάσεις ανεξέλέγκτης «μαύρης τρύπας». Σε σημείο εμφανέστατο. Εναν χρόνο πριν, η μοίρα του σακακίου θα ήταν προδιαγεγραμμένη - ψαλίδισμα και χρήση για ξεσκονόπανο. Αλλά, όπως πετάει μια πεταλούδα στο Πεκίνο και προκαλεί σεισμούς στο Περού, έτσι και η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση άλλαξε την προκαθορισμένη ροή των γεγονότων. Το τρύπιο σακάκι, μαζί με τον ιδιοκτήτη του, περιπλανήθηκαν στην Αθήνα, μέχρι που στάθμευσαν έξω από την ταπεινή πόρτα της μοναδικής -σύμφωνα με πληροφορίες- μανταρίστρας που απέμεινε στο κέντρο της πρωτεύουσας,. Με μαγικά ραφτικά, μπαλωματικά και κόλπα μιας άλλης εποχής: Δύο μέρες και τριάντα ευρώ αργότερα, το σακάκι επέστρεψε στον ιδιοκτήτη του ολοκαίνουργιο. Ψάχνει ο άνθρωπος την τρύπα και δεν τη βρίσκει, ούτε καν το ίχνος της. Η κουβέντα γύρισε στις παντός είδους επιδιορθώσεις. Χαλάνε κόσμο τα μαγαζιά που «φτιάνουν» πράγματα. Που αλλάζουν φερμουάρ, γυρίζουν φόδρες, ανανεώνουν σόλες. Κάτι μικρομάγαζα που μαστόρευαν ηλεκτρικές συσκευές, από τηλεοράσεις μέχρι τοστιέρες, γνωρίζουν μέρες νέας δόξας. Η σταθερή τους πελατεία ήταν συνήθως οι ηλικιωμένοι. Τελευταία, όμως, τους «ανακαλύπτουν» και οι νεότεροι. Οσοι μεγαλώσαμε και ζήσαμε με την ακλόνητη πεποίθηση πώς ό,τι χαλάει απλώς αντικαθίσταται. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, πετούσαμε όχι μόνο ό,τι είχε χαλάσει, αλλά κι ότι είχε απλώς παλιώσει: Πέντε λεπτά μετά την κυκλοφορία του «καινούργιου» μοντέλου, από ραδιόφωνο αυτοκινήτου μέχρι το ίδιο αυτοκίνητο. Ισως αυτό να είναι και το μόνο θετικό που έχει προκύψει από το ξαναμοίρασμα της οικονομικής τράπουλας (που μας βρίσκει όλους μείον). Αν είναι να πάρουμε ένα μάθημα, ας είναι τουλάχιστον η συναίσθηση της αξίας των πραγμάτων, η διαφορά του «έχω» από το «είμαι». Αγαπητέ πρώην «γιάπη», να σας συστήσω την κυρία μπαλωματού. Αγαπητή κυρία μπαλωματού, έχει ο καιρός γυρίσματα. Εστω κι αν είναι σε φόδρες!

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Μην κρατήσεις τίποτε

Φτάνει πάντα κάποια στιγμή στη ζωή του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με το μεγάλο και επώδυνο ερώτημα τι να κάνει όλες αυτές τις βιντεοκασέτες που έχει μαζέψει μέσα στον χρόνο. Όσο και αν προσπαθεί να το αποφύγει, να το παρακάμψει, να το δει αλλιώς και να περάσει από δίπλα χωρίς να κοιτάξει, οι βιντεοκασέτες θα βρουν τον τρόπο να παρουσιαστούν μπροστά του και συνήθως την πιο ακατάλληλη στιγμή, όταν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να πάρει αποφάσεις. Δηλαδή σχεδόν πάντα. Ειδικά όταν έχει να τον εμποδίζει και η σκέψη- σφήνα, ότι δεν υπάρχει πια και πουθενά να τις δει, αφού τα βιντεοπλέιερ είναι πιο αρχαιολογικά κι από τις κασέτες τις ίδιες. Μιλάμε για αρχαία ιστορία και υλικό που ίσως, ίσως λέω, να έχει και πολύ μεγάλη αξία (αν οι χωματερές δεν ήταν γεμάτες από δαύτες): θρίλερ σε ειδικές εκδόσεις που έφερες μαζί σου από ταξίδια και art film προσεκτικά επιλεγμένα από καταστήματα που ειδικεύονται στο είδος πρέπει τώρα να πάρουν δρόμο. «Τhe Wild Βunch», «Μisery», «Lou Reed Live» στο Jersey, κι ένας τοίχος, αριστερά όπως μπαίνεις, μουσικές κασέτες πρέπει να πέσει κάτω. Σε αυτό το σημείο έρχονται οι κούτες. Μεγάλες καφέ κούτες σούπερ μάρκετ, με καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη συγκινητική διαδικασία. Συγκινητική; Ω, ναι. Θα ανακαλύψεις πράγματα που δεν μπορούσες να φανταστείς, θα ταξιδέψεις σε μέρη που ούτε το ανθρωποειδές στο «Βlade Runner» είχε φανταστεί, θα μάθεις πράγματα που δεν γνώριζες για τον εαυτό σου, θα πέσεις χαμηλά, αλλά θα σηκωθείς πάλι- και θα έχεις και να σηκώσεις και τις κούτες, those were the days, my friend, αλλά θα κερδίσεις χαμένο χώρο. Μετά, να σκεφτείς κι αυτό: πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες κάποια από τις κασέτες σου; Οι πιο πολλές είναι σφραγισμένες, καταραμένε Ταραντίνο. Και αν ισχύει ο κανόνας, ότι κάτι που δεν σου χρειάστηκε τα τελευταία δυο χρόνια δεν θα σου χρειαστεί ποτέ, πέτα. Βρισκόμαστε τώρα στο σημείο που ο άνθρωπος έχει να κατεβάσει τις βαριές τις κούτες. Τη στιγμή που οι άλλοι του γύρω κατεβάζουν σε ταινία ό,τι κυκλοφορεί ακόμη και ως ιδέα στο μυαλό του σκηνοθέτη. Ο οποίος, σκηνοθέτης, θα κάνει download και το Όσκαρ του, και όλα καλά. Αν είναι παρηγοριά αυτό- και τα αγαλματάκια σε κούτες τα μεταφέρουν ακόμη.

Περιμένοντας την επιτήρηση

Με το κεφάλι ψηλά, περήφανοι ως Έλληνες, αιώνια ανυπότακτοι και τα λοιπά, περιμένουμε την επιτήρηση για να της αντισταθούμε γενναία, όπως κάναμε πάντα. Μην αργεί πολύ και κουραστούμε και πιαστούμε μόνο. Πώς θα τη λένε, Αλμούνια, Βρυξέλλες, οτιδήποτε. Κάτι να μας επιτηρήσει, κάτι να μας γλιτώσει από τον εαυτό μας. Κάποιον να επιβάλει κανόνες, ας είναι και λιτότητα, ας είναι και αντεργατικά, της «Ευρώπης των μονοπωλίων», ας είναι ειδικοί «bons pour l΄ Οrient». Να έρθουν οι επιτηρητές, να μην ξέρουν κανέναν, να μη λυπούνται κανέναν, να μην έχουν συγγενείς στη χώρα, φίλους πουθενά, μπαρμπάδες στην Κορώνη και ανιψιούς στη Μεθώνη, να μη συμπαθούν ψυχή. Να έρθουν σαν αναίσθητοι χασάπηδες, να πιάσουν μια μαχαίρα και να εφαρμόσουν ψυχρά και μεθοδικά πέντε αρχές. Χαρμανιάσαμε για ψυχρούς αριθμούς, τετράγωνη, ψυχρή και αναίσθητη λογική. Δίκαιη και τυφλή σκληρότητα προς πάσα κατεύθυνση, χωρίς διακρίσεις και διαφυγές. Επιθυμούμε σφόδρα να μας επιβληθούν κάποιοι κανόνες, αλλά δεν μπορεί κανείς να το παραδεχτεί. Από τον πιο ταπεινό ώς τον πιο επιφανή, από τον πιο διάσημο ώς τον πιο ασήμαντο και άσημο, όλοι κι όλες έχουμε πάθει μυστικά αφυδάτωση από έλλειψη κανόνων. Δεν αντέχουμε άλλο, κι ας παριστάνουμε πως είμαστε περήφανοι για την κατάστασή μας. Επιτηρήστε μας να ξέρουμε ποιος είναι ο εχθρός, αυτός που θα φταίει για όλα, όπως στις σχολικές εξετάσεις, το μισητό πρόσωπο που κάθεται στη γωνία και προσέχει μην αντιγράψεις, αλλά ξέρεις ότι θα εφαρμόσει τον κανονισμό αδέκαστα προς όλους. Σας περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι και μην τυχόν μάς τη σκάσετε και δεν έρθετε σήμερα και φύγετε για άλλη μέρη. Τι θα την κάνουμε τόση αγωνιστική αντίσταση που έχουμε ετοιμάσει; Θα αρχίσουμε να βάζουμε βόμβες στις μασχάλες μας.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Στην κατσαρόλα της Τσικνοπέμπτης

Σημαντικό είναι να έχεις ξερά και φρέσκα κρεμμύδια. Τα ψιλοκόβεις στην κατσαρόλα και σκέφτεσαι, για παράδειγμα, την εταιρεία φυσικού αερίου που σε είχε το πρωί μισή ώρα στην αναμονή χωρίς μουσική, αλλά με ένα εκκωφαντικό μπιπ ανά πέντε δευτερόλεπτα. Είναι ώρα να ανάψεις το μάτι. Θυμάσαι πως όταν επιτέλους απάντησαν, σου είπαν ότι το τμήμα των λογαριασμών δεν έχει ακόμη αρχίσει να δέχεται κλήσεις. Είναι ώρα να ρίξεις το λάδι. Καθώς τα κρεμμύδια αρχίζουν να ροδίζουν, περνάει για λίγο από το μυαλό σου η σκηνή με τους τζιπάτους να πηγαίνουν... κλαμαρωτοί κλαμαρωτοί στην αριστερή λωρίδα της Αττικής Οδού με εξήντα χιλιόμετρα. Κλαίνε και καμαρώνουν μαζί. Κλαίνε για τη βενζίνη που καίνε, γι΄ αυτό και δεν τρέχουν, και καμαρώνουν για τα χιλιάρικα που έσκασαν για να σου κόβουν τον δρόμο και να καβαλούν τα πεζοδρόμια στην Αθήνα. Ήρθε η ώρα να χτυπήσεις το κρέας. Αλύπητα με το γουδοχέρι. Πριν το ρίξεις στην κατσαρόλα, σκέψου τι άλλο θα ήθελες να κάνεις με τα κρεμμυδάκια. Θυμήθηκες; Ήταν η κλήση που ποτέ δεν παρέλαβες, αλλά στην έστειλε πεσκέσι η Εφορία; Ήταν ο ψηλός που πρόλαβε για ένα βήμα το ασανσέρ και σε άφησε απέξω; Ρίξε μπόλικο αλάτι και πιπέρι. Ο προϊστάμενός σου αφηνίασε επειδή Σάββατο βράδυ τόλμησες να έχεις κλειστό το κινητό; Σκέπασε την κατσαρόλα και άσε το κρέας να πάρει μια- δυο βράσεις. Εάν σκέφτεσαι ακόμη την ξανθιά νοσοκόμα που κρατούσε αγκαζέ τον γιατρό και σου απαγόρευε λόγω και έργω να τον ρωτήσεις για τη θεία σου που πλάνταζε στην Εντατική, είναι ώρα να περάσεις από τον τρίφτη τις ντομάτες. Ρίξ΄ τες μαζί με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και χαμήλωσε το μάτι. Αν δεν σου βρίσκεται μαϊντανός, πάρε μία δημοσκόπηση ή μία προκήρυξη, ό,τι σου είναι πιο εύκολο και πρόχειρο. Σε μία ώρα μην ξεχάσεις να σβήσεις τη φωτιά, για να μην τσικνίσεις όλη τη γειτονιά λόγω της ημέρας. Καλή Τσικνοπέμπτη!

Ορθόδοξες απορίες

Στην Πάτρα για τον Καρνάβαλο ετοίμασαν ένα σατιρικό άρμα με τον Εφραίμ. Ε, φυσικό είναι, η περίπτωση βγάζει μάτι. Έχουν σατιρίσει άλλα κι άλλα πιο μικρά και πιο ασήμαντα οι Πατρινοί. Για τον Εφραίμ όμως βρήκαν μπροστά τους τον θρησκευτικό σύλλογο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος ζήτησε με ασφαλιστικά μέτρα να αποσυρθεί το άρμα ή να γράφει από κάτω ότι «ο Δήμος Πατρέων εκτιμά το ήθος και το έργο του ηγούμενου Εφραίμ» και διάφορα τέτοια. Πώς γράφουν τα τσιγάρα «Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία». Δεν ξέρω τι θα αποφασίσει το δικαστήριο, αλλά μένει κανείς άναυδος με το θρησκευτικό αίσθημα των προσφευγόντων. Δηλαδή αυτούς, χριστιανούς ανθρώπους και υποτίθεται ευλαβείς, δεν τους ενόχλησε η δράση του Εφραίμ; Όλη αυτή η ενασχόληση με τα ακίνητα, αυτά τα παιχνίδια με τα δημόσια κτήματα, αυτά τα ξεθαμμένα χρυσόβουλα, δεν πρόσβαλαν τη δική τους αντίληψη περί χριστιανισμού, όλες αυτές οι διεκδικήσεις εκατομμυρίων και μάλιστα από ένα κράτος που έχει σεβαστεί και ευνοήσει πάρα πολύ και τον Άθω και την Ορθοδοξία δεν τους έθιξε καθόλου; Δεν ήρθε σε αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία, δεν είχαν κανένα πρόβλημα οι πιστοί με τα έργα και τις ημέρες του Εφραίμ; Ακόμα και αν αθωωθεί ο Εφραίμ, αυτούς ως χριστιανούς δεν τους πειράζουν όσα έκανε; Το άρμα του Καρνάβαλου τους προσβάλλει; Δηλαδή φτάνει να έχει εξουσία κανείς στον κόσμο της Ορθοδοξίας, από ΄κει και πέρα μπορεί να κάνει ανεξέλεγκτα ό,τι θέλει, οι πιστοί δεν θα ενοχληθούν, φτάνει να επιβάλλεται στους αντιπάλους, το ελληνικό κράτος εν προκειμένω, να αποδεικνύει συχνά ότι είναι ισχυρότερος, και του συγχωρούνται όλα; Δεν εξευτέλισε τη δική τους θρησκεία ο Εφραίμ, το άρμα την εξευτελίζει; Ω, τι κόσμος αυτός της ορθόδοξης ψυχής, μένει κανείς κατάπληκτος.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Μήπως το παρακάναμε;

Λοιπόν, σε ένα ακόμα θέμα πήραμε τη ζωή μας λάθος και μάλλον είναι αργά να αλλάξουμε ζωή. Όταν ήταν τα παιδιά μωρά, είχαμε μετατρέψει το σπίτι σε αποστειρωμένη γυάλα. Ατέλειωτα πλυντήρια, καυτά σίδερα, απολυμαντήρες, αντιβακτηριακά σαπούνια και διαλύματα, σούπερ ηλεκτρικές σκούπες, όλα στην υπηρεσία της απόλυτης καθαριότητας. Ουαί και αλίμονο σε όποιον τολμούσε να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα αυτής της ιερής εκστρατείας... Για χρόνια και δεκαετίες μετά, όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, τα κυνηγούσαμε από πίσω : «Έπλυνες τα χέρια σου μετά το παιχνίδι;», «Μην αγγίζεις εκεί, είναι βρώμικα!». «Μη βάζεις το στιλό στο στόμα!». Ο φόβος των μικροβίων επισκίαζε τα πάντα... Θυμάμαι ομηρικούς καβγάδες και τις ίδιες κάθε φορά συζητήσεις με τη γιαγιά και τη θεία, γιατί δεν πρόσεχαν την υγιεινή όπως εμείς, όταν τις αφήναμε με τα παιδιά. Και εκείνες μας έκαναν τα νεύρα κουρέλια, όταν επέμεναν απτόητες ότι λίγη βρωμιά κάνει το παιδί «να αναπτύξει ανοσία». Ε, λοιπόν, τα ίδια αυτά μισητά λόγια έρχονται τώρα να μας πουν οι επιστήμονες! Η ανοσολόγος δρ Μέρι Ρίμπους γράφει στο βιβλίο της «Why dirt is good» ότι, όταν ένα μωρό βάζει πράγματα στο στόμα του, μαθαίνει στο ανώριμο ανοσοποιητικό του σύστημα τι να αποφεύγει. Και άλλοι από το Πανεπιστήμιο Ταφτς της Βοστώνης λένε ότι το ανοσοποιητικό μας σύστημα, όταν γεννιόμαστε, είναι σαν απρογραμμάτιστο κομπιούτερ και η επαφή με τα μικρόβια, τους ιούς και τα σκουλήκια το βοηθά «να προγραμματιστεί». Τα πολύ καθαρά και προστατευμένα παιδιάλένε οι τελευταίες έρευνες- κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν μεγαλώνοντας αλλεργίες. Και κάποιοι πηγαίνουν ακόμα μακρύτερα, υποστηρίζοντας ότι αυτός είναι ο λόγος που τα αυτοάνοσα νοσήματα και το άσθμα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα στις προηγμένες χώρες! Και τολμούν τώρα να μας ρωτούν: «Μήπως είστε πολύ καθαροί;». Τόσος κόπος, τόση αγωνία, τόση καταπίεση, για το τίποτα; Αφού τρελάναμε εμείς τα τέκνα μας, τώρα θέλουν αυτοί να μας τρελάνουν ακυρώνοντας τόσα χρόνια φιλότιμης γονεϊκής προσπάθειας;

Δεν ξέρω, δεν απαντώ

Να ψηφίζουν οι ομογενείς; Δεν ξέρω, δεν απαντώ, αλλά τότε γιατί να ψηφίσω; Πάντα έχω την απορία με την επιλογή αυτή. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι «ομογενής». Η ελληνική ιθαγένεια είναι ιδιαίτερα ανθεκτική, αλλά πόσες γενιές διατηρείται; Έλληνας μπορεί να θεωρηθεί το παιδί ενός Έλληνα που μπορεί να είναι παιδί ενός άλλου Έλληνα και κανείς από τους δύο να μην έχει πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα. Η ιθαγένεια μεταβιβάζεται σαν το DΝΑ, αλλά δεν αδυνατίζει όπως τα γονίδια. Κι αυτό το DΝΑ πολύ το πιπιλάμε στην Ελλάδα τελευταία, ξεχνώντας ότι είναι κάτι που αλλάζει σε κάθε άτομο. Κοντεύουμε να πιστέψουμε πως είναι κάτι αναλλοίωτο που περνάει από γενιά σε γενιά και κάπου μέσα, λέει, έχουν βάλει οι προπαππούδες μας το γνήσιο ελληνικό γονίδιο, τη σφραγίδα. Στο μεταξύ στην Ελλάδα κατοικούν όλο και περισσότεροι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν μόνιμα εδώ και για να πάρουν αυτοί το δικαίωμα ψήφου και την ιθαγένεια πρέπει να περάσουν από σαράντα κύματα και να μάθουν και για τον Προκόπιο. Γεννιούνται εδώ παιδιά που οι γονείς τους δεν έχουν ιθαγένεια και δεν ψηφίζουν, και ούτε αυτά θεωρούνται Έλληνες, κι ας μεγαλώνουν εδώ και ας πηγαίνουν σε ελληνικά σχολεία. Δηλαδή ο νόμος δίνει δικαιώματα σύμφωνα με το δίκαιο της καταγωγής και αποκλείει άλλους από δικαιώματα πάντα με το ίδιο δίκαιο, την ίδια λογική. Και δεν σκέφτηκε κανείς να προτείνει με την ευκαιρία του δικαιώματος ψήφου στους ομογενείς να μιλήσει για δικαίωμα ψήφου στους μετανάστες, να κάνει διπλό άνοιγμα. Δεν είναι ρατσιστική λογική αυτή; Δεν ξέρω, δεν απαντώ. Ή μήπως ξέρω, αλλά δεν αντέχω να το σκέφτομαι;

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Αγέλαστο μπετόν

Καθώς ανεβαίνει το τρόλεϊ την Αλεξάνδρας και κρατιόμαστε όλοι βογκώντας ελαφρά από τις χειρολαβές, σαν να βάζουμε ώμο στην ανάβαση κι εμείς, μια φωνή πίσω μας από μεγάφωνο μας ξαφνιάζει. «Το τσίρκο κυρίες και κύριοι έφτασε ξανά στην πόλη σας! Το αγαπημένο σας τσίρκο!» Γυρίζουμε όλοι μηχανικά το κεφάλι, αν και δεν το θέλουμε, απεναντίας προτιμούμε να διατηρήσουμε τη σοβαρότητα και το κύρος μας που απειλούνται από τα απότομα φρεναρίσματα, τα τραντάγματα και τα τριξίματα του δυσκίνητου οχήματος, αλλά είναι τόσο παράξενη αυτή η φωνή, τόσο άσχετη με το περιβάλλον, που δεν κρατιόμαστε. Γυρίζουμε. Είναι όντως το κλειστό φορτηγάκι ενός τσίρκου, έξω έχει ζωγραφισμένα τεράστια πρόσωπα κλόουν με κόκκινες μύτες και λευκά περιγράμματα στα μάτια, ακροβάτες που κρέμονται από σκοινιά, τίγρεις που μας αγριοκοιτάνε, στην οροφή έχει μεγάφωνο. Νομίζει ότι βρίσκεται ποιος ξέρει πού, σε κάποια επαρχιακή λουτρόπολη στη δεκαετία του ΄60, στον θεσσαλικό κάμπο πριν από τις κοινοτικές επιδοτήσεις; Έχασε τον δρόμο του; Πώς φαντάζεται ότι θα συγκινήσει επιβάτες στριμωγμένους που νιώθουν τη ζωή τους να λεηλατείται από την αργή πορεία των ΜΜΜ, διαβάτες κουμπωμένους που τρέχουν να προλάβουν να ξεκουραστούν λίγο στο σπιτάκι τους, βιαστικούς και σαρκαστικούς, πώς φαντάζεται ότι θα βρει τον δρόμο μέχρι τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες τους; Δεν ξέρει ότι έχουν χορτάσει από τσίρκα στην τηλεόραση, τσίρκα κυριολεκτικά και μεταφορικά, με δυσκολία θυμούνται να πήγαν μια φορά στη ζωή τους σε αληθινή παράσταση, ότι δεν περισσεύει εδώ χώρος για τέτοια, ούτε χρήμα, ούτε όρεξη; Ξαναγυρίζουμε το κεφάλι έξω, στο αδιάφορο τοπίο, στη σοβαρότητά μας, στη βαριά μας διάθεση, δεν είμαστε για τέτοια εμείς, κάνουμε ότι δεν ακούμε αυτή τη φωνή του τσίρκου που δεν μπορεί ούτε πειρασμός να γίνει.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Σεληνόφως στη λιακάδα

Ξυπνώντας Κυριακή με νότες από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος μέσα σε λαμπερή λιακάδα, νόμιζα πως ονειρευόμουν. Σαν να είχε έρθει ταυτόχρονα η άνοιξη και η βασιλεία της κλασικής μουσικής στη χειμωνιάτικη καθημερινότητα, που ταλανίζεται από καινούργια σουξέ στον ακάλυπτο και μυστήρια σάουντρακ στην οικογενειακή ζωή. Μα ποιος έπαιζε; Κάποιος καινούργιος γείτονας, κάποια δασκάλα πιάνου ίσως που εξασκείται, άνοιξε τα παράθυρα να απολαύσει τον πρωινό ήλιο και μας χαρίζει γενναιόδωρα λίγες νότες αταίριαστες με το αθηναϊκό τοπίο, να γελάσει με την έκπληξή μας; Λίγα χρόνια πριν θα έτρεχα να μάθω ποια είναι, μήπως δίνει μαθήματα κατ΄ οίκον, να αναλάβει τα παιδιά μου, αλλά τώρα αυτά έχουν τελειώσει. Μεγάλωσαν και χειραφετήθηκαν από ό,τι προσπάθησα να τους επιβάλω, της μουσικής διδασκαλίας συμπεριλαμβανομένης. Επί σειρά ετών ενίσχυσα τα ωδεία χωρίς κανείς να με υποχρεώσει, από καθαρά προσωπική πρωτοβουλία και φιλοδοξία, μαζί με χιλιάδες άλλους γονείς, σιωπηλά, διακριτικά, υπομονετικά. Εκπαιδευτικά έξοδα που δεν καταγράφονται, δεν θεωρούνται απαραίτητα, δεν εγείρουν απαιτήσεις, δεν εκπίπτουν από την εφορία. Πόσες φορές με τους άλλους γονείς δεν προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, απολογούμασταν σχεδόν ο ένας στον άλλον, γιατί επιμέναμε στις σπουδές πιάνου σε μια χώρα που δεν εκτιμά ιδιαίτερα την κλασική μουσική, δεν ανοίγει προοπτικές μουσικής καριέρας, δεν ευνοεί καν ερασιτεχνικές ευκαιρίες μουσικής παραγωγής και δημιουργίας. Τι είχαμε στον νου μας, τι φανταζόμασταν, είχαμε ομολογήσει ποτέ; Τι σόι ενθύμιο θέλαμε να χαρίσουμε, δεν φοβόμασταν τις χαμένες προσδοκίες; Είναι η μουσική, αν δεν την υπηρετείς συστηματικά, σύντροφος που μπορεί να σου σταθεί, να σε βοηθήσει κάποια στιγμή; Δεν ξέρω, αν και τελικά από το δικό μας πιάνο ακουγόταν η σονάτα όλη μέρα χτες, από τον μαθητή που ξαφνικά θυμήθηκε το πιάνο του, στη μέση της χρονιάς των Πανελληνίων.

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Γυναίκες στα πρόθυρα (οικονομικής) κρίσης

Αν οι επιστήμονες ψάχνουν μια σίγουρη απόδειξη ότι άντρες και γυναίκες είναι δύο εντελώς διαφορετικά είδη, δεν έχουν παρά να τους εξετάσουν τώρα, κάτω από τις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Μπαίνω σε μια παρέα: Τα αγόρια (όλων των ηλικιών), ό,τι δουλειά κι αν κάνουν, από τραγουδιστές μέχρι φαρμακοποιοί, έχουν μια γενική συναίσθηση των μεγεθών και των διακυμάνσεων της αγοράς. Μιλάνε με ποσοστά, καταλαβαίνουν, σε γενικές γραμμές, τι σημαίνει «επιτήρηση» και δανειοληπτική αξιοπιστία. Το τελευταίο τους φετίχ είναι οι «δείκτες σπρεντ» και ο Δρακουμέλ Μάντοφ. Οσο περισσότερα ξέρουν για τις κινήσεις του διεθνούς κεφαλαίου τόσο έχουν την ψευδαίσθηση ότι ελέγχουν κάπως την κατάσταση. Οι γυναίκες τώρα: αντιλαμβάνονται την κατάσταση με εντελώς διαφορετικό τρόπο: Σκεφτόντε με εικόνες, και μάλιστα συγκεκριμένες. Η λέξη «κρίση» δεν σημαίνει απολύτως τίποτα στο μυαλό τους αν δεν τη συνδέσεις με ένα αντικείμενο: Ενα κοτόπουλο, ας πούμε. Τρία τέταρτα πεκορίνο. Δύο βιολογικά μπρόκολα. Ενα ζευγάρι παπούτσια συγκεκριμένης μάρκας, μοντέλου και απόχρωσης. Στις παρέες, η «ύφεση» μας έχει χωρίσει. Στη μια μεριά του σαλονιού, οι γυναίκες μιλάνε για εξωφρενικούς λογαριασμούς σούπερ μάρκετ, σχολικά δίδακτρα-φαρμακείο και παράλογες χρεώσεις σε ένα απλό μανικιούρ (ούτε καν γαλλικό) στο συνοικιακό κομμωτήριο. Την ίδια στιγμή, γύρω από το τραπέζι, με σβησμένα τα πούρα της ευμάρειας, οι άντρες μουρμουρίζουν κάτι ακατάληπτα πυθιακά: Μηρυκάζουν «σπρεντ», «χετζ φαντς» και στατιστικές αποκλίσεις του Ντάου. Τους αντιμετωπίζουμε με επιείκεια: Τι ξέρουν αυτοί; Μήπως πάνε και σε κανέναν μπακάλη; Μας αντιμετωπίζουν σαν «ούφο»: Τι ξέρουν αυτές; Εχουν ανοίξει ποτέ μια οικονομική σελίδα στην εφημερίδα; Η ειρωνεία είναι ότι και τα δύο «είδη», άντρες και γυναίκες, μιλάμε για το ίδιο ακριβώς πράγμα. Και βλέπουμε ακριβώς το ίδιο: Στην άκρη του τούνελ, ένα ακόμα πιο μακρύ τούνελ!

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Μη μας βάζεις ιδέες!

Το εστιατόριο «άσε ό,τι νομίζεις» βρίσκεται στο Λονδίνο. Δεν λέγεται έτσι, έχει όνομα κανονικό. Και κουζίνα αρκετά εκλεκτή. Πας, τρως, πίνεις, και όταν έρχεται ο λογαριασμός, απλώς... δεν έρχεται. Ο πελάτης αφήνει στο τραπέζι ό,τι... θεωρεί δίκαιο. Μπορεί να μην πληρώσει και δεκάρα τσακιστή αν δεν γουστάρει. Χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογηθεί. Πληρώνει όσο θέλει. Και μη νομίζετε ότι έχει χρεοκοπήσει - λειτουργεί χρόνια, και συνήθως οι πελάτες, για να μη φανούν μίζεροι, αφήνουν αρκετά γενναιόδωρα ποσά. Πώς θα λειτουργούσε ένα τέτοιο εστιατόριο στην Αθήνα; Αφήστε το. Μη μου βάζετε ιδέες. Μέσα στο μυαλό μου τις εφαρμόζω όχι σ' ένα απλό φαγάδικο, αλλά σε όλη την καθημερινή μας ζωή: Πήγαμε στο θέατρο, ας πούμε, ή στο σινεμά. Εισιτήριο; Δεν υπάρχει. Δώστε όσα θέλετε, ανάλογα με το πόσο και αν σας άρεσε η ταινία, το έργο, η παράσταση. Ηρθατε στο γήπεδο; Καλό το ματς; Ο,τι έχετε ευχαρίστηση για τις ομάδες! Ταξί; Λεωφορείο; Καράβι; Πώς ήταν το ταξίδι σας; Ευχαριστημένοι; Αν ναι, αφήστε κάτι στο κουτάκι πριν από την έξοδο. Αλλιώς δεν πειράζει, καλή καρδιά. Η μεγαλύτερη πλάκα (πάντα μέσα στο κεφάλι μου) γίνεται σε όλες τις συναλλαγές με αυτό που λέγεται κράτος. Να έρχεται, ας πούμε, η στιγμή, στο τέλος της χρονιάς, που πρέπει να πληρώσεις φόρους. Πώς σας φάνηκε το σέρβις μας, κύριε πολίτη; Εμαθαν τα παιδιά σας γράμματα; Σας φροντίσαμε όταν αρρωστήσατε; Σας συντρέξαμε όταν κινδυνέψατε; Σας διευκολύναμε στοιχειωδώς να εργαστείτε, να μετακινηθείτε, να ζήσετε; Ε, μην είσαστε κι εσείς μαυρόψυχος: Αφήστε και κάτι για μας! Πόσα; Ο,τι νομίζετε! Δεν ξέρω για σας, εγώ ευχαρίστως θα έδινα τα μισά απ όσα κερδίζω. Αν έμενα ευχαριστημένos. Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, και πάλι τα μισά τους δίνω! Ερχονται κανονικά με τον... λογαριασμό, και χωρίς να μου κάνει καμία «ευχαρίστηση». Γι αυτό σας λέω, μη μου βάζετε ιδέες, μέρες που είναι!

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Πεθαίνω για σένα....

Ό,τι και να είναι, οφείλω να το σεβαστώ: Με το που πέφτει η φωνή του Μαργαρίτη στην αίθουσα, τραντάζονται τα ηχεία, κοκαλώνει το αυτί και σαν να πηγαίνει χοροπηδητά ο ήχος της καρδιάς μου. Γρανίτης η φωνή του Μαγκάρετ, γρανίτης από μέλι (ωραίο, ε!) έρχεται και απλώνεται σαν συννεφάκι από μεθυστικές κανέλες και γιασεμί γύρω μου, ζαλάδα χωρίς επιστροφή. Το τραγούδι (μουσική Μαχαιρίτσα και στίχοι Ελ. Ράντου)επιτρέψτε μου- είναι σουξεδάρα, από ψυχολογική άποψη. Δεν υπάρχει γυναικείο αυτί, από τα βόρεια προάστια μέχρι τις δυτικές συνοικίες- ναι, το ΄χω τσεκάρει -, που να μην έχει κατέβει απ΄ τη θέση του μερικά εκατοστά όταν ακούει τις μαγικές λέξεις. Όλη η παραμύθα, από καταβολής κόσμου, μέσα σε τρεις λεξούλες και πέντε νότες- που λέει ο λόγος, γιατί από μουσική δεν κατέχω. Πεθαίνω για σένα... Όλοι τη μυρίζονται τη δουλειά, ουδείς της αντιστέκεται. Υποκλινόμαστε στη νεράιδα τύχη (με αλαλαγμούς χαράς) και βουρ στο κενό. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Οι όροι δεν αλλάζουν εδώ και αιώνες. Σε στολίζω με τα καλύτερα, σε κάνω βασιλιά της μέρας μου, πηγή της δημιουργικότητάς μου, καταλύτη της φαντασίας μου, άρχοντα του σκότους μου, αιτία της θλίψης μου, αιτία της ζωής μουμέχρι να αρχίσει η ώρα της αποκαθήλωσης. Το ίδιο κάνεις κι εσύ σε μένα. Θέμα χρόνου είναι, μόνο που το... κατέβασμα δεν γίνεται χεράκι χεράκι όπως το ανέβασμα. Συνήθως ο εις εκ των δύο μένει με τη σκούπα να μαζέψει τα μέλη του και ό,τι άλλο άφησε η καταστροφή. Τα ρούχα σου, τα ρούχα μου, τα άδεια ρούχα- κι οι δυο να βαδίζουμε στο φινάλε προς άγνωστη κατεύθυνση, σαν επιζώντες από μάχη που μας έχει αφήσει με κάτι «παράσημα» να... Και η πλάκα είναι ότι αυτή είναι η καλύτερη των εκδοχών. Α, ναι- η καλύτερη, σαφώς. Γιατί οι «συμπρωταγωνίστές μου» είμαστε άσοι στο να συμβιβάζουμε το... άδειο ρούχο με την ασφάλεια μιας υποτιθέμενης ήρεμης (νερομπουλιασμένης) ζωής, που μάλιστα παίρνει διάφορα ονόματα, ανάλογα με την περίσταση- Κατανόηση. Νοιάξιμο. Θαλπωρή. Το παιδί. Το σκυλί. Το οικόπεδο. Η δουλειά κ.λπ.-, που λίγο να τα ξύσεις από κάτω, σε παίρνει η μυρωδιά φρέσκου αίματος ανακατεμένη με μπαρούτι. Πεθαίνω για σένα- που λέει ο λόγος. Φτου μου, όρθιος ακόμη. Αλλά ωραίο δεν ακούγεται σαν φράση; Ας μείνουμε σ΄ αυτό. Έτσι κι αλλιώς (όσο και να το γειώσω το θέμα) γίνεται ζωή χωρίς παραμύθα (και μάχες); Αστεία πράγματα. Κι ας είσαι απάτη. Κυρ Βαλεντίνε.

Γιορτάστε όπως πρέπει

Μην ακούτε τι λένε για του Αγίου Βαλεντίνου και κάνετε το λάθος να τον σνομπάρετε. Γιορτάστε τον όπως πρέπει, κι αν δεν σας αρέσει η συσκευασία που προσφέρουν τα ανθοπωλεία και τα κοσμηματοπωλεία, βάλτε το δικό σας γούστο. Είναι μεγάλη ευκαιρία αυτή η γιορτή και μακάρι να καθιερωνόταν κάθε μήνα. Μια φορά τον χρόνο δεν φτάνει για τους περιχαρακωμένους νέους. Γιατί δεν ξέρω πώς τα έχουν καταφέρει, αλλά είναι σαν η νέα γενιά να ολοκλήρωσε το όνειρο της ανθρωπότητας, βγάζοντας τον έρωτα από τη ζωή της. Σαν να έφτασε στην πλήρη απελευθέρωση από αυτό τον βασανιστικό μπελά, δεν τον έχει ανάγκη. Οι νέοι περνάνε καλά, δεν βιάζονται να ζευγαρώσουν, να δεσμευτούν, φυλάγονται, προσέχουν, το σκέφτονται δυο φορές. Μπορεί να χορταίνουν εικόνες παιδιόθεν, να τα ξέρουν όλα περί έρωτος και αναπαραγωγής από νήπια και να μην τρελαίνονται από περιέργεια και στέρηση όπως οι προηγούμενες. Μπορεί αυτό να είναι το φυσιολογικό, το σωστό και το ισορροπημένο, μπορεί οι προηγούμενοι να αντιδρούσαν έντονα στο καταπιεστικό καθεστώς που επέβαλλαν μαμάδες και μπαμπάδες, σχολεία και πολιτεία, ρούχα και θεσμοί, και γι΄ αυτό να έκαναν σαν λυσσασμένοι. Ενώ τώρα που απελευθερώθηκε ο έρωτας, να ανακάλυψαν οι νέοι ότι δεν τους χρειάζεται πια και τόσο. Είναι βάσανο, είναι ταλαιπωρία, σπάει τα νεύρα, φέρνει αϋπνία, σε εκθέτει, σου ρουφάει το αίμα, χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου κ.λπ. κ.λπ. Σοβαρή καριέρα δεν μπορείς να κάνεις αν είσαι ερωτευμένος ούτε σπουδές. Πάει πίσω η ζωή, ο προγραμματισμός, τα επιτεύγματα. Ωστόσο μερικοί την πατάνε ακόμα, γι΄ αυτό λέω, επειδή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αν και επιφανειακά ερωτική δεν διευκολύνει, εκμεταλλευτείτε αύριο τον Άγιο Βαλεντίνο, μην τον αφήσετε να περάσει έτσι. Θα κάνει ένα χρόνο να ξανάρθει.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Αθάνατη Ελληνίδα γιαγιά!

Μπαίνει στο λεωφορείο με ύφος «καταρρέω». Μη σας παραπλανά το μαλλί κουνουπίδι και το κραγιόν. Με ταχύτητα και ευελιξία κατσαρίδας πιάνει τη θέση. Και ξάφνου ζωντανεύει. Μπορεί να «θάψει» το μισό σόι, ολόκληρη τη γειτονιά και να πιάσει και λίγο από Τατιανοδρούζα. Στην περίπτωση που το σύστημα κατσαρίδα δεν πιάσει έχει έτοιμη την εναλλακτική. Θα πέσει σχεδόν πάνω σου και θα αρχίσει να μουρμουράει για την ανατροφή σου, το σόι σου, τη γενιά σου. Κι ας είναι εκείνη του κουτιού- διότι πάει για καφεδάκι στην κυρία Κούλα, δύο στάσεις πιο κάτω- και ας είσαι εσύ από τις έξι στο πόδι και έχεις πάει στη δουλειά, το σούπερ μάρκετ, την τράπεζα και κρατάς και καμιά δεκαριά σακούλες. Τα παραπάνω ισχύουν, όμως, μόνο όπου ισχύει και το ενιαίο εισιτήριο του ενός ευρώ. Διότι άμα έχει κανά μεγάλο χάπενινγκ, του τύπου ήρθε η θαυματουργή εικόνα του αγίου τάδε από το ξακουστό μοναστήρι της Πέρα Παναγιάς, δύο ώρες θα κάτσει στην ουρά και δεν θα πει κουβέντα. Θα περιμένει υπομονετικά- θα της δώσει δύναμη κι ο άγιος- και δεν πα να ΄χει σαράντα βαθμούς υπό σκιά, δεν πα εκείνη να έχει πίεση είκοσι δύο. Εκεί! Θα ΄χει το νου της μη σκάσει και καμιά κάμερα να την κάνει τη δήλωση, να τη δει και η απέναντι γειτόνισσα να σκάσει. Ύστερα θα πιάσει στασίδι μπροστά στην τηλεόραση. Κι αρχίζει να τα βάζει με «όλες αυτές που είναι λες και φοράνε μάσκα από τα μπότοξ». Μετά θα δει σε κάνα ρεπορτάζ τη Σοφία Λόρεν ή την Μπριζίτ Μπαρντό. Και θα τις λυπηθεί «τις καημένες μες τη ρυτίδα είναι». Και ύστερα θα τα πάρει στο κρανίο με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη που «κρατιέται η ρουφιάνα». Μην τολμήσεις εκεί να τη ρωτήσεις αν είναι η Ζωζώ κανά δυο χρόνια πιο μεγάλη από εκείνη (με ή χωρίς πλαστή ταυτότητα δεν έχει και πολλή σημασία). «Αυτή παιδάκι μου είναι γυναίκα της νύχτας. Μην το ψάχνεις». Ε, ύστερα από όλα αυτά και αφού έμαθες πως το καλύτερο αντιρυτιδικό είναι τα μπουζούκια (και για να το λέει, σοφή είναι λόγω ηλικίας κάτι θα ξέρει) δεν κρατιέσαι και αναφωνείς: Αθάνατη Ελληνίδα Γιαγιά!

Κακόγουστη όπερα

Η κατάληψη της Λυρικής έληξε, οι καταληψίες έφυγαν χωρίς να έχουν κάνει ζημιές. Μπράβο παιδιά, αυτό είναι παρηγορητικό. Αν συγκρίνεις με καταλήψεις στα Πανεπιστήμια καταλήγεις στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι της Τέχνης σέβονται περισσότερο τον χώρο τους από τους ανθρώπους της επιστήμης (αν υποθέσουμε ότι στα Πανεπιστήμια κάνουν καταλήψεις οι φοιτητές). Σίγουρα οι καταληψίες της Λυρικής είχαν μεγαλύτερες φιλοδοξίες, να ελευθερώσουν την Τέχνη από ένα σωρό πράγματα. Όμως την Τέχνη την απελευθερώνεις πάλι με Τέχνη, εκτός αν θες να απελευθερώσεις την Τέχνη από τα δεσμά της ίδιας της ύπαρξής της, να πάψει να είναι Τέχνη. Μπορεί να τη θεωρείς κάτι περιττό, οπότε την καταργείς, όπως προσπαθούν πολλά απολυταρχικά καθεστώτα. Σαν έργο τέχνης η κατάληψη της Λυρικής ήταν κακόγουστο, δεν άξιζε τη διαφήμισή του. Κείμενα απλοϊκά, μπερδεμένα, καμία πρωτοτυπία, παπαγαλίες, κακοχωνεμένοι συνδυασμοί. Δεν υπήρχε γνησιότητα στον λόγο ούτε πνοή στα δρώμενα, καμιά πρωτοτυπία, καμιά δημιουργικότητα. Όπερα θέλησε να είναι κι αυτή, αλλά δεν τα κατάφερε. Ούτε καν όπερα της πεντάρας. Οι αιτίες της κατάληψης όπως τις ανέφεραν οι καταληψίες, το ότι έπαιζε στην Κατοχή η Λυρική ας πούμε, το μόνο που αποδείκνυε ήταν πως οι άνθρωποι που αποφάσισαν να την καταλάβουν για τιμωρία της εβδομήντα χρόνια μετά, δεν έχουν συγκινηθεί ποτέ στη ζωή τους από όπερα. Κακό ξεκίνημα για καλλιτέχνες. Ίσως θεωρούν το είδος ξενόφερτο, δεν έχουν αφήσει να τους αγγίξει, προφυλάσσουν τον εαυτό τους από την καλλιέργεια που χρειάζεσαι για να νιώσεις κάθε έργο τέχνης. Διότι έτσι είναι η Τέχνη, γοητεύει, αλλά πρέπει να είσαι σε θέση να γοητευτείς. Το μόνο που προσέφερε η κατάληψη είναι να εκτιμήσουμε ξανά την ιεραρχία της Τέχνης, την έννοια της μαθητείας και του σεβασμού, της βραδύτητας και των κανόνων.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Ας μάθουμε το σώμα μας

Η έκθεση «Βodies- ένα ταξίδι στο ανθρώπινο σώμα», που φιλοξενείται αυτές τις μέρες στην Τεχνόπολη στο Γκάζι, έχοντας περάσει από δεκαπέντε χώρες με έντεκα εκατομμύρια επισκέπτες, με ξάφνιασε ευχάριστα. Περίμενα αναπαραστάσεις και όχι αληθινά ανθρώπινα σώματα- ολόκληρα ή μέρη τους- που έμαθα ότι έχουν διατηρηθεί έως και το κυτταρικό επίπεδο μέσω μιας πρωτοποριακής διαδικασίας, που λέγεται πολυμερής συντήρηση και χρησιμοποιεί υγρή σιλικόνη (ένα σώμα χρειάζεται για να ετοιμαστεί με αυτόν τον τρόπο έως και έναν χρόνο). Οι μύες διακρίνονται ατόφιοι σε στάσεις πραγματικής κίνησης, καθώς τα σώματα στέκονται όρθια σε αθλητικές στάσεις, με μπάλες και ρακέτες! Τα πραγματικά νεύρα ενός ολόκληρου σώματος, χωρίς τους μυς και τα κόκαλα, κρέμονται σαν μεταξωτές κλωστές από ένα κεφάλι. Μια σπονδυλική στήλη έχει απογυμνωθεί τελείως και ξαπλώνει χωρίς ντροπή σε μια βιτρίνα. Αυθεντικά ανθρώπινα όργανα δείχνουν τη φθορά που παθαίνουν με το κάπνισμα (μπρρρ... οι κατάμαυροι πνεύμονες), το ποτό (ένα σιχαμερό κίτρινο συκώτι) ή τις αρρώστιες (ένας «καμένος» εγκέφαλος από εγκεφαλικό επεισόδιο σε τομή ή ένας απογυμνωμένος από το δέρμα μαστός με καρκίνο). Ακόμα και πραγματικά έμβρυα 5, 8 και 14 εβδομάδων κοιτάνε με τα μικροσκοπικά ματάκια τους επισκέπτες- όσους το αντέξουν. Εκεί διάβασα για πρώτη φορά ότι οι πιο μακρείς μύες μας είναι του γλουτού και τα πιο μεγάλα κύτταρά μας αυτά του νωτιαίου μυελού. Τα μικρότερα; Τα σπερματοζωάρια. Άκουσα επίσης για πρώτη φορά ότι το τικ-τακ της καρδιάς μας δεν οφείλεται στις συσπάσεις της, αλλά στο κλείσιμο των βαλβίδων. Και ότι κάθε σταγόνα από το αίμα μας περνά μια φορά το λεπτό από την καρδιά μας! Συνιστώ, λοιπόν, τα «Βodies» ανεπιφύλακτα, για όλες τις ηλικίες!

Πολλή διαφήμιση πέφτει

Η ταινία της Βαρντάλος διαφημίζει την Ελλάδα και επίσης ξεκινά και το υπουργείο Τουρισμού νέα διαφημιστική καμπάνια για την Ελλάδα, κι όλα αυτά μετά το καλοκαίρι του «Μάμα μία» που διαφήμιζε την Ελλάδα, άσε δε ένα σωρό ταινίες που θα γυρίζονται εδώ τώρα πια, μέχρι και ινδικές, και θα διαφημίζουν την Ελλάδα. Είναι να αναρωτιέται κανείς αν τόσο πολύ διαφήμιση χρειάζεται αυτή τη στιγμή, ή μήπως είναι καλύτερα να αναβληθεί με κάποιο τρόπο; Είναι για διαφήμιση αυτή την εποχή η Ελλάδα ή μήπως είναι καλύτερα να την κρύψουμε κάπου μαζί με μας όλους, να της κάνουμε ένα λίφτινγκ, κάτι, πριν την ξαναβγάλουμε στο κλαρί; Να σενιάρουμε πρώτα λίγο τις εξοχές της, λίγο τους δρόμους, τις εθνικές οδούς, να τις καθαρίσουμε και να ετοιμάσουμε τις χωματερές τις κανονικές, τις επίσημες, τις επιστημονικές όπου θα μαζευτούν όλα τα σκουπίδια της υπαίθρου και θα λάμψει η υπόλοιπη ύπαιθρος; Να συμμαζέψουμε και την πρωτεύουσά της λίγο, να τη συνεφέρουμε, να την περιποιηθούμε, κι όταν ορθοποδήσει να την κοιτάξουμε στα μάτια και να την αγαπήσουμε λίγο περισσότερο και λίγο βαθύτερα πριν τη βγάλουμε ξανά στις αγορές να ανταγωνιστεί τις άλλες ξανθές νότιες ηλιόλουστες και φιλικές πολιτείες. Γιατί δεν αντέχει άλλο τον ανταγωνισμό η γηραιά μας κυρία έτσι που της φορτώσαμε τα μίση και τα πάθη μας να τα κουβαλά στο ταλαίπωρο κορμί της. Ούτε αυτή ούτε οι άλλες, οι οποίες εκεί που φώναζαν και διαμαρτύρονταν για την πυκνή τους δόμηση και την έλλειψη πρασίνου, βρέθηκαν επιπλέον με εγκαύματα τρίτου βαθμού και μώλωπες, να μην ξέρουν πού να κρύψουν τα χάλια τους. Χρειάζονται διακοπές και ξεκούραση πόλεις και χωριά, χρειάζονται φροντίδα και προδέρμ πριν ξαναρχίσει η διαφήμιση της ζηλευτής ομορφιάς τους, δεν τα βγάζουν πέρα...

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Δεν γιορτάζω, δεν γιορτάζω...

Κόκκινο δεξιά, κόκκινο αριστερά, κόκκινη καρδούλα από δω, κόκκινο αρκουδάκι από κει. Κάθε βιτρίνα- ακόμη και σε καταστήματα που πωλούν τρόφιμα- σου υπενθυμίζει ότι το Σάββατο γιορτάζω. Όχι δεν είναι της Αγίας Ευανθίας, είναι η γιορτή των ερωτευμένων. Και να τα λουλούδια εκείνη τη μέρα και να τα σοκολατάκια- σε σχήμα μικρής καρδούλας φυσικά- και να τα χνουδωτά ζωάκια με το μπαλονάκι στο χέρι που θα γράφουν «Σ΄ αγαπώ» και σε μια μικρή σακούλα τα σέξι εσώρουχα τυλιγμένα μία κορδέλα- σε κόκκινο χρώμα πάντα. Του Αγίου Βαλεντίνου, σου λέει ο άλλος! «Τι θα κάνετε το Σάββατο;», «Τι δώρο θα του κάνεις;», «Τι δώρο λες να σου πάρει;». Οι απαντήσεις που παίρνουν όσοι έχουν ενθουσιαστεί με το γεγονός ότι φέτος θα μπορέσουν να γιορτάσουν το «Saint Valentine΄s Day» κανονικά και με τον νόμο, αφού πέφτει Σάββατο, μάλλον δεν είναι αυτές που θέλουν να ακούσουν. «Τίποτα το ιδιαίτερο», «Τίποτα», «Τίποτα». Γιατί; Δεν ξέρω αν γιορτάζω στις 14 Φεβρουαρίου. Δεν σημαίνει και δεν μου δίνει κάτι αυτή η μέρα, εκτός από τη δυνατότητα να τη σχολιάζω. Θα είναι ένα Σάββατο σαν όλα τ΄ άλλα: καφές με τις φίλες, ποτό με την παρέα. Μα δεν πρέπει να έχουμε και μία μέρα για να ξεφεύγουμε από τα τετριμμένα; Συμφωνώ. Αλλά γιατί αυτή; Και στην τελική ας επιμείνουμε ελληνικά: ας προτιμήσουμε τον δικό μας Άγιο- απάντηση στον Βαλεντίνο που έρχεται από την Κρήτη. Τον Άγιο Υάκινθο τον γιορτάζουμε στις 3 Ιουλίου- άσε που το καλοκαίρι η γκάμα των δώρων που μπορεί να κάνει κανείς είναι μεγαλύτερη. Πιο εύκολη είναι για παράδειγμα μια κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά... τυλιγμένη με κόκκινη- μερικά πράγματα δεν αλλάζουν κορδέλα!

Κατεβαίνοντας την Κοδριγκτώνος

Στην κυριακάτικη λιακάδα η πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, τόσο αρνητικά διαφημισμένη τον τελευταίο καιρό, ήταν μια χαρά με τη γιορτή της. Οι παλιοί ντόπιοι είχαν αποφασίσει να εξημερώσουν- με την έννοια που έδινε στη λέξη ο Μικρός Πρίγκιπας - τους νέους ντόπιους, τους μετανάστες που υποτίθεται ότι την έχουν γκέτο και ξεσηκώνουν τους κατοίκους εναντίον τους. Ίσως μια ιδέα είναι, πριν ξεσηκωθείς να τείνεις ένα χέρι φιλίας. Αυτό αποφάσισαν μερικοί από τους γείτονες, και μπράβο τους γιατί χρειάζεται τόλμη να πηγαίνεις κόντρα στο πνεύμα της σύγκρουσης στις μέρες μας. Περνώντας αργά το απόγευμα, την ώρα που έφευγε ο ήλιος, είδα μόνο τον χορό των Αφγανών μπροστά στα σκαλιά της εκκλησίας. Κάποιος έπαιζε ένα μεγάλο τύμπανο και χόρευαν δέκαδώδεκα άντρες σε κύκλο, έναν μάλλον πολεμικό χορό, γιατί χοροπηδούσαν όπως οι Πόντιοι με τα μαχαίρια, αλλά στριφογυρνούσαν κιόλας, μια ολόκληρη στροφή πριν αλλάξουν θέση με τον επόμενο στη σειρά. Ήταν ένας γέρος που τους παρότρυνε, και οι άλλοι νεώτεροι, όλοι μαζί, δεμένοι, αλλά κι ο καθένας μόνος του γιατί έπρεπε να έχουν μεγάλη συγκέντρωση για να πετύχει ο κύκλος που έκαναν περί τον άξονά τους πριν αλλάξουν θέση. Κι ήταν ένας νεαρός, πολύ αδύνατος, σοβαρός, που ύψωνε τα χέρια με τόση έμφυτη χάρη, ανασήκωνε το σώμα με τόση τέχνη, που μου θύμισε μια παράσταση της Πίνας Μπάους που είχα δει κάποτε, και σκέφτηκα ότι αν ήταν εκείνη εκεί, θα τον καλούσε στο μπαλέτο της σίγουρα. Αλλά δεν ήταν εκεί η Πίνα Μπάους, μόνο εμείς οι Κυψελιώτες, που κάνοντας χάζι στη γειτονιά είχαμε ταξιδέψει ξαφνικά ώς τα ασιατικά υψίπεδα, είχαμε βρεθεί με τις φυλές των Καλάς και άλλων θαυμαστών και πολύχρωμων λαών, κατεβαίνοντας απλώς την Κοδριγκτώνος.

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Μαύρες καρδιές

Σαββατόβραδο στην Ιερά Οδό χρειάζεται υπομονή να την περάσεις. Άπλετο φως από προβολείς φωτίζει τη δόξα των τραγουδιστών που μαζεύουν έξω από τα κέντρα διασκέδασης τους θαμώνες με τα πιο μεγάλα αυτοκίνητα που έγιναν ποτέ. Ψηλά, οχυρωμένα, τετρακίνητα, πολυτελή, ακριβά, μυθώδη, παρκάρουν το ένα δίπλα στο άλλο, σε διπλή σειρά κι από τις δύο πλευρές του δρόμου. Κι αν θελήσει αυτός που είναι από μέσα να βγει, τι κάνει; Ειδοποιεί τον παρκαδόρο και εκείνος βρίσκει τον οδηγό του άλλου; Είναι όλοι δικτυωμένοι, ξέρουν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται ο καθένας, αυτοί είναι άραγε οι περίφημοι άνθρωποι της νύχτας που κάθε τόσο αλληλοσκοτώνονται επειδή κάποιοι ξέρουν παραπάνω πράγματα από τους άλλους; Ή μήπως είναι οι καρέκλες μέσα στα κέντρα το ίδιο σφιχτοπαρκαρισμένες όπως τα καγιέν έξω και δεν μπορεί κανείς να βγει αν δεν προηγηθεί ο διπλανός του; Καλπάζει η φαντασία καθώς το αυτοκίνητο έχει ακινητοποιηθεί ανάμεσα στον πυκνό αυτό στρατό των τεθωρακισμένων που περιζώνει τα ξενυχτάδικα. Εδώ δεν βλέπεις την κρίση, εδώ βεβαιώνεσαι ότι ακόμα δεν έφτασε στην Ελλάδα, ή ότι κι αν ήρθε υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους αφορά και τέχνες που δεν θίγονται. Από πανό τεράστια σε κοιτούν συγκαταβατικά νεαροί με μαύρα πουκάμισα ανοιγμένα ελάχιστα στο λευκό στήθος, νεαρές με μαύρες τουαλέτες πολύ πιο ανοιγμένες αυτές, σύγχρονοι και θεές της Ιεράς Οδού, υπερμεγέθεις, που για κάτι μυστηριώδες πενθούν και μαυροφορούν. Τι να πενθούν άραγε, τη νιότη που φεύγει γρήγορα, την ιερότητα της οδού που μεταβιβάζεται τόσο εύκολα, τους προσκυνητές με τα τζιπ που αύριο θα τους έχουν ξεχάσει, την ευημερία που κινδυνεύει από κακούς ξενόφερτους δαίμονες; Φοράω μαύρο πουκάμισο επειδή είναι μαύρη η καρδιά μου, λέει το τραγούδι του Χουάνες, αλλά εδώ τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Η χώρα των τρελών

Σήμερα θα σας πω ένα ενδιαφέρον παραμυθάκι. Γράφτηκε σαν παραμύθι γιατί είναι μια απίστευτη ιστορία, που δεν είναι εύκολο να πεισθεί κάποιος ότι είναι αληθινή. Σας τη λέω, γιατί είναι απαραίτητο πια να κατανοήσουμε ότι στην Ελλάδα μας, εκτός από τη λογική, λειτουργεί ανάποδα κι η τρέλα. Άνθρωποι που πυροβολούν αναίτια το διπλανό τους, χωρίς να έχουν συναίσθηση, έχουν υπεύθυνη θέση και όπλο. Και από την άλλη, βλέπουμε να τραβάνε στα τρελάδικα μανάδες που έχουν μικρά παιδιά, με δυο ψευδομάρτυρες και μια τυπική διαδικασία. Διαβάστε την ιστορία: Η Ρόζα είναι μια φανταστική μητέρα με δυο φανταστικά παιδιά. Ζει σε μια φανταστική χώρα στην άκρη του πουθενά. Αυτή και τα δυο παιδιά της περνούν έναν φριχτό εφιάλτη, που μόνο μια εντελώς διεστραμμένη φαντασία συγγραφέα μπορεί να συλλάβει. Τη Ρόζα την κυνηγούν ο πρώην άντρας της, ο πατέρας της και η μητέρα της. Όλοι μαζί σε συμμαχία αγωνίζονται να την εξοντώσουν, να την κλείσουν σε τρελλοκομείο και να την μπουκώνουν φάρμακα κατά τις οδηγίες της «ψυχιατρικής επιστήμης». Αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε μια πραγματική χώρα σαν τη δική μας. Ποτέ στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσαν οι γονείς να στεγάζουν και να υποστηρίζουν το γαμπρό τους και να καταδιώκουν το παιδί τους που γέννησαν. Αυτά, μόνο σε μια φανταστική χώρα μπορεί να συμβούν. Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε όποιους γονείς θέλετε. Οι γονείς της Ρόζας την καταγγέλλουν στον εισαγγελέα ως επικίνδυνη τρελή, πόρνη και μητρομανή, που θα πουλήσει το σπίτι της και θ’ αφήσει τα παιδιά της στο δρόμο – αν δεν τα σκοτώσει κιόλας, μιας που τα δέρνει, λένε, καθημερινά. Ζητάνε να πάει δεμένη σε ψυχιατρική «κλινική». Επιστρατεύουν μάλιστα και κάποιους – φανταστικούς πάντα – ψευδομάρτυρες. Και ο εισαγγελέας πείθεται και στέλνει την αστυνομία να την πιάσει, έτσι, χωρίς πολλά πολλά! Βλέπετε, πρόκειται για χώρα φανταστική. Σε καμιά πραγματική χώρα, με νομικό πολιτισμό και εκσυγχρονισμένο και δίκαιο νομικό σύστημα, δεν θα μπορούσαν να συμβαίνουν αυτά. Κι αν δε με πιστεύετε ρωτήστε όποιον εισαγγελέα θέλετε. Αν δε βρίσκετε εισαγγελέα, ρωτήστε ανακριτή, κάνει κι αυτός. Στην ανάγκη, ρωτήστε, μια γραμματέα δικαστηρίου. Καμιά φορά αυτές ξέρουν καλύτερα. Θα ‘λεγα να μη ρωτήσετε στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς σας… Θα τους στενοχωρήσετε με τη δυσπιστία σας. Φυσικά, τα αστυνομικά όργανα πιάνουν τη Ρόζα μπροστά στο σχολείο του παιδιού της, που πάει τότε Γ’ δημοτικού. Όλα τα παιδάκια κι οι δάσκαλοι βλέπουν απ’ τα παράθυρα. Έτσι, η Ρόζα πάει με συνοδεία στο «πλησιέστερο εφημερεύον ίδρυμα αρμόδιον διά υποχρεωτική εξέταση...» κλπ. Εκεί την περιμένουν με «φιλικές διαθέσεις» κάποιοι στημένοι λειτουργοί της «επιστήμης» και βέβαια φίλοι του πατέρα της. Δεν την αφήνουν να επικοινωνήσει με γνωστό της ψυχίατρο, που εργάζεται στο ίδιο νοσοκομείο, και ο οποίος μπορεί να βεβαιώσει ότι η Ρόζα είναι απόλυτα υγιής. Δεν της επιτρέπουν να επικοινωνήσει με το δικηγόρο της. Δεν την αφήνουν να έρθει σε επαφή με κανέναν. Χωρίς περιστροφές τη βρίσκουν «επικίνδυνη σχιζοφρενή με παραλήρημα, ψευδαισθήσεις και επιθετική συμπεριφορά» – λένε – και διατάζουν τα αστυνομικά όργανα να τη χώσουν – συγνώμη, ήθελα να πω να την παραδώσουν για υποχρεωτική νοσηλεία – σε κάποια αποθήκη ανθρώπων που σε εκείνη την απίθανη φανταστική χώρα λέγεται «ιδιωτικόν θεραπευτήριον» – κοίτα να δεις! Για το καλό της! Αυτά βέβαια δε θα μπορούσαν να συμβούν σε μια πραγματική, σύγχρονη και πολιτισμένη χώρα σαν τη δική μας χώρα. Απαπαπαπά!!! Πρώτον, γιατί στη χώρα μας τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του πολίτη προστατεύονται από το Σύνταγμα. Δεύτερον, διότι οι ψυχίατροι που εξετάζουν τους αναγκαστικά προσαγόμενους «τρελούς», δεν μπορεί παρά να είναι απόλυτα ικανοί και καταξιωμένοι επιστήμονες, οι οποίοι σκοτώνονται για το καλό των εξεταζόμενων, με πραγματική αγάπη και αυτοθυσία στο καθήκον του λειτουργήματός τους. Και τρίτον, διότι ο νόμος προβλέπει, ότι για να δεχτεί ένα ιδιωτικό θεραπευτήριο ασθενείς για υποχρεωτική νοσηλεία πρέπει να έχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις και να έχει ελεγχθεί από τις υπηρεσίες του υπουργείου Υγείας. Αν δε με πιστεύετε, ρωτήστε οποιονδήποτε λειτουργό της ψυχιατρικής επιστήμης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι: Αν ζείτε σε κάποια φανταστική χώρα στην άκρη του πουθενά, μην μπλέκετε με φανταστικούς λειτουργούς της εξουσίας. Είναι λίαν ανθυγιεινό. Σε κάθε περίπτωση, καλή σας τύχη. Αλλά, όσο ζείτε στην πανέμορφη χώρα μας, μην έχετε κανένα φόβο. Αυτά τα πράγματα είναι αδιανόητα. Πάντως, καλού κακού, μη συναναστρέφεστε τρελούς και παιδιά. Λένε επικίνδυνα πράματα! Και προπαντός, απαγορεύεται η συναναστροφή με μεθυσμένους. Κατά τα άλλα, ελεύθεροι!

Η εκδίκηση της ξανθιάς

Καλωσόρισες, Πετρούλα. Πάρ τους τα όλα, κορίτσι μου. Τα συμβόλαια, τα χαρτιά, τα λεφτά και τα σώβρακα. Πες μας τον καιρό (ποιον καιρό;) με τσαχπινιά, κούνημα, νάζι. Ρίξε το βαρομετρικό πιο χαμηλά, πιο χαμηλά, με την υπόσχεση ενός μικρού, ροζ φαγώσιμου βρακιού. Ακύρωσέ τους όλους. Απόλαυσέ τους: γραβατοφορεμένοι σχολιαστές, έμπειροι πολιτικοί αναλυτές, σιτεμένες τηλεπερσόνες προσκυνούν τα ατελείωτα ποδάρια σου. Τόνοι μελανιού χύνονται για σένα. Υποψιάζομαι ότι όλο αυτό το φαινόμενο δημοσιότητας δεν οφείλεται στον μπανάλ λόγο ότι όλοι θέλουν να σε ρίξουν στο κρεβάτι. Οχι, είναι κάτι βαθύτερο, πιο βιτσιόζικο και πιο απελευθερωτικό. Κατά βάθος, όλοι κρύβουμε μια Πετρούλα μέσα μας. Καιγόμαστε από τη επιθυμία να την απελευθερώσουμε. Πόσους συνταξιούχους ν αντέξουμε να μαζεύουν σάπια μαρούλια στις λαϊκές; Πόσους σκοτωμένους δεκαπεντάχρονους; Πόση κατάντια, πόση απόγνωση; Πόση αλήθεια; Ενα δευτερόλεπτο πριν σαλτάρουμε και βγούμε με τα τάνγκα και τα εξτένσιον στους δρόμους, εμφανίστηκες εσύ και πήρες τις αμαρτίες μας επάνω σου. Είσαι η οξυζενέ βλαξ που δεν επιτρέπεται να είμαστε εμείς. Είσαι το «σκεύος ηδονής» που μπορούμε με ασφάλεια να περιπαίζουμε. Είσαι το πρόσωπο που ποτέ δεν θα ανησυχήσει τι θα απογίνει μετά το λύκειο, αν υπάρχει ζωή, δουλειά ή μια θέση στον κόσμο να την περιμένει. Αν δεν υπήρχες, κορίτσι μου, θα έπρεπε να σε εφεύρουμε. Αν ήσουν κόρη μου, φυσικά θα σε είχα κουρέψει με την ψιλή και θα σε είχα κλείσει εσωτερική στο Μέγαρο να βλέπεις Τανχόιζερ μέχρι να κρεμαστείς με τις χορδές της μπασαβιόλας. Αλλά ευτυχώς δεν είσαι. Δεν είσαι πια κόρη, γυναίκα ή υπάλληλος κανενός. Εχεις ξεφύγει από όλες τις ιδιότητες... Είσαι ένα όνομα, ένα σύμβολο, είσαι απλά η Πετρούλα. Ηρθες πάνω στην ώρα, γλυκιά μου. Κρεατάκι μου γυμνό και φρέσκο, μπουκίτσα στα σάλια των λιγούρηδων, σπαραχτικά κενό μου βλέμμα, καλωσόρισες στην Κόλαση. Κάθε καιρός κι η Ελένη του.

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Κύπρου και Πατησίων γωνία

Όπως ισχυρίζεται μειοψηφούσα στον Δήμο της Αθήνας παράταξη, η περιοχή Κύπρου και Πατησίων, όπου και το επίμαχο των ημερών οικόπεδο, δεν χρειάζεται άλλα πάρκινγκ αλλά πράσινο. Μάλλον έχει δίκιο. Γιατί οι πολίτες που παρκάρουν στα πεζοδρόμια δεν το κάνουν επειδή δεν υπάρχουν υπόγεια ή υπέργεια γκαράζ. Παρκάρουν έτσι, γιατί συνήθισαν να ζουν σε μια πόλη όπου η αυθαιρεσία, η υπεξαίρεση του δημόσιου χώρου και η ασχήμια έγιναν ο κανόνας. Ακόμη όμως κι αν η ως άνω παράταξη έχει άδικο, το γεγονός ότι είναι μειοψηφούσα δεν της αφαιρεί το δικαίωμα του λόγου και της δράσης, ούτε βέβαια αυτό την καθιστά αυτομάτως υποχείριο «οργανωμένων κομματικών ή επιχειρηματικών συμφερόντων που με προσχηματικούς λόγους και αυθαίρετες παρεμβάσεις παρεμποδίζουν κάθε προσπάθεια απεγκλωβισμού της πόλης και των κατοίκων της από προβληματικές καταστάσεις, χρόνιες δυσλειτουργίες και αδιέξοδες νοοτροπίες» όπως διατείνεται ο δήμαρχος. Το αντίθετο μάλιστα: στις δημοκρατίες, οι μειοψηφίες είναι που κάνουν τη διαφορά. Γι΄ αυτό και ο νόμος ορίζει ανοιχτές διαδικασίες στα πολεοδομικά ζητήματα και δίνει το δικαίωμα στους πολίτες, αδιακρίτως πολιτικών φρονημάτων ή ιδεολογικών προσανατολισμών, να λαμβάνουν γνώση των αποφάσεων της διοίκησης, να αποφαίνονται επ΄ αυτών και αν διαφωνούν να τις προσβάλλουν στα αρμόδια δικαστήρια. Η πρόβλεψη αυτή έχει ακριβώς αυτό το νόημα: να προστατεύσει την κοινωνία των πολιτών, η οποία δεν κυβερνά, από τυχόν αυθαιρεσίες των κυβερνώντων. Οι οποίοι, αν και έχουν πάρει τη «λαϊκή εντολή», δεν έχουν λευκή επιταγή και υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας. Αυτό άλλωστε ήταν και το πνεύμα της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου που διαπίστωσε την παράλειψη στην προθεσμία των 30 ημερών που όριζε ο νόμος για την «κοινωνική διαβούλευση». Αντί της οποίας η δημοτική αρχή διάλεξε, άγρια χαράματα, να στείλει τις μπουλντόζες και τα αλυσοπρίονα για να προλάβουν τις πιθανές αντιδράσεις αντιτιθέμενων δημοτών ΑΥΘΟΡΜΗΤΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ «Αν υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο σ΄ αυτή την αδιέξοδη και αβίωτη πόλη είναι οι αυθόρμητες επιτροπές πολιτών» και περιοίκων, αυτών που ο δήμαρχος χαρακτηρίζει συλλήβδην ανεύθυνους και επαγγελματίες (sic) οικολόγους. Και στη συνέχεια να στείλει (ή να παραγγείλει) και τα ΜΑΤ για να προστατέψουν τους εντεταλμένους υπαλλήλους- επιδρομείς από τους δημότες, εν ονόματι των οποίων ο δήμαρχος ασκεί την εξουσία. «Θα γκρεμίσω τις πολυκατοικίες για να κάνω πράσινο», είχε υποσχεθεί προεκλογικά ο σημερινός δήμαρχος. Αντ΄ αυτού όμως γκρέμισε και τα λιγοστά δέντρα σε μια ασφυκτικά δομημένη περιοχή για να φυτέψει τσιμέντο. «Δεν θα πω πολλά, θα κάνω πολλά» ήταν το προεκλογικό σύνθημα του κ. Κακλαμάνη. Τώρα έγινε κατανοητό το βαθύτερο νόημα των δηλώσεων εκείνων που μέσα στην αμφισημία τους γοήτευσαν το εκλογικό σώμα. Η κίνηση του αιφνιδιασμού και της εν συνεχεία καταστολής είχε και συμβολικό χαρακτήρα. Η κοπή των απροστάτευτων δέντρων μέσα στην καρδιά της πόλης μαζί με την επίδειξη της πυγμής είχε κάτι από το μεγαλείο του ΄60, τότε που ο αείμνηστος Καραμανλής ξήλωνε με τη βοήθεια του γκασμά και με τη συνοδεία φωτογράφων τις τελευταίες γραμμές του τραμ και μας έβαζε ολοταχώς στην εποχή της αντιπαροχής και των δημόσιων έργων. Που στη συνέχεια κατέστησαν συνώνυμα της οδοποιίας, των πλακοστρώσεων, των επιχωματώσεων, των εκβραχισμών, των ισοπεδώσεων, των εθνικών και των κάθε λογής ΠΑΘΕ, έτσι που να καταποντιστεί μέσα στο οποιοδήποτε συλλογικό υποσυνείδητο το αγροτικό παρελθόν της μετεμφυλιακής κοινωνίας. Αν υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο σ΄ αυτή την αδιέξοδη κι αβίωτη πόλη δεν είναι σίγουρα οι γνωμοδοτήσεις των κρατικών ρυθμιστικών, πολεοδομικών, αρχιτεκτονικών κ.τ.λ. οργανισμών, που τά ΄χουν κάνει μούσκεμα και που υποτάσσονται αμαχητί στις διαθέσεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Είναι οι αυθόρμητες επιτροπές πολιτών, που χωρίς μολότοφ και άσκοπη βία, χωρίς μεγάφωνα και κραυγαλέα συνθήματα, στήνουν τραπεζάκια στις βασανισμένες γειτονιές, μαζεύουν υπογραφές, επιστρατεύουν εθελοντές δικηγόρους, ανοίγουν πηγαδάκια, οργανώνουν με το τίποτα συναυλίες συμπαράστασης, φτιάχνουν τα αυτοσχέδια πανό τους μέσα στο κρύο και τη βροχή υπερασπιζόμενοι το αυτονόητο. Το δικαίωμα, δηλαδή, στην οικολογία της καθημερινότητας.

Ασκήσεις προγραφής

Η κόρη της φίλης μου πάει στο προνήπιο, είναι τριάμισι χρονών. Τους κάνουν ασκήσεις προγραφής. Προσοχή, όχι προγραφής με την έννοια που της έδιναν οι Ρωμαίοι, όταν έβγαζαν καταλόγους ανθρώπων που έπρεπε να σκοτώσουν. Προγραφή, πριν από τη γραφή δηλαδή. Αρχίζεις να προ-γράφεις ως προ-νήπιο, και την επόμενη χρονιά βγαίνει το προ- και από τα δύο. Γίνεσαι κανονικό νήπιο και μαθαίνεις κανονική γραφή. Διευκρινίζω, γιατί έκανα μια ώρα να καταλάβω. Τους δίνουν λοιπόν χαρτιά και φτιάχνουν τα γράμματα σαν μεγάλα σχέδια, να εξοικειώνονται με αυτό το δύσκολο πράγμα. Και πρέπει μερικές από αυτές τις ασκήσεις να τις κάνουν και στο σπίτι. «Πρέπει να γράψω» είπε στη μαμά της η μικρή όταν γύρισε από το προνήπιο. Της κακοφάνηκε της μητέρας. Από τα τριάμισι μελέτη στο σπίτι; Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία παίζουν, τρέχουν, βγαίνουν έξω, είναι ανέμελα. Πάμε μια βόλτα καλύτερα; Πήγαν τη βόλτα, αλλά την άλλη μέρα η μικρή γύρισε πολύ δυσαρεστημένη από το προνήπιο. «Όλα τα παιδάκια είχαν κάνει τις ασκήσεις στο σπίτι, μόνο εγώ δεν είχα!» Τι να κάνει η μητέρα; Να επιμείνει και να απομονώσει το παιδί, να συμπλεύσει με το προ-νηπιαγωγείο αντίθετα στις απόψεις της; Αγωνίστηκε για λίγους μήνες, δεν το έβαλε κάτω, το έβγαζε βόλτα κι ύστερα την έπιασε αγωνία: κι αν συνηθίσει έτσι να πηγαίνει κόντρα στο πνεύμα του σχολείου, κι αν συνεχίσει στο Δημοτικό; Και αν πιστέψει ότι η μαμά θα της επιτρέπει και μεθαύριο να είναι κακή μαθήτρια; Υποχώρησε στο τέλος και κάθεται να προ-γράφουν μαζί στο σπίτι. Της εύχομαι να είναι η κόρη της καλή μαθήτρια, αλλιώς θα την τρώει η ενοχή δώδεκα χρόνια. Ποιος της φταίει; Ας προ-πρόσεχε...

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Τα «καλά παιδιά» με τρομάζουν

Τα ήσυχα «καλά παιδιά» μού προκαλούν τόση θλίψη. Δεν φωνάζουν πολύ, δεν αγανακτούν όταν πρέπει, δεν διεκδικούν όσο πρέπει, δεν συγκρούονται. Κι όλοι τα θεωρούν όλα αυτά πολύ θετικά στοιχεία. Μπορεί να βράζουν μέσα τους, αλλά δεν επιτρέπουν συνήθως στον θυμό τους να εκφραστεί, ούτε στον πραγματικό εαυτό τους να φανερωθεί. Κι αν κάποια στιγμή ξεσπάσουν εκρηκτικά, όλοι ξαφνιάζονται. Δεν μπορεί, οι άλλοι φταίνε. Ποτέ η δική τους η «χύτρα» που χάλασε. Αυτά τα μοναχικά «καλά παιδιά» με το απόμακρο βλέμμα και το γλυκό αφηρημένο χαμόγελο. Τους μιλάς κι έχεις συνεχώς μιαν αίσθηση παράξενη, σαν να βρίσκεσαι σε κενό αέρος. Είναι αλλού, αλλά δεν σου λένε, «συγγνώμη, δεν μπορώ να σ΄ ακούσω τώρα» γιατί, είπαμε, είναι «καλά παιδιά» και δεν απογοητεύουν κανέναν. Κάνουν, όμως, κάτι πιο απογοητευτικό: σ΄ αφήνουν να κρέμεσαι, μόνος, ματαιωμένος, πείθοντας τους άλλους αλλά και τον εαυτό τους ότι είναι ευγενικοί, όχι αδιάφοροι. Αυτά τα ουδέτερα «καλά παιδιά» μού ξυπνάνε τόσο θυμό όταν φοράνε διάφορα «πουκάμισα» λογικής για να μην ανακατευτούν πουθενά- δεν με νοιάζει, δεν μου αρέσουν οι καβγάδες, όλοι δίκιο έχουν, τι σημασία έχει, ο καθένας ας κάνει ό,τι θέλει, κι άλλα τέτοια. Αυτά τα δυστυχισμένα «καλά παιδιά» που στρέφουν την αγωνία τους στη σκληρή δουλειά καπνίζοντας ατέλειωτα πακέτα τσιγάρα ή, ακόμη χειρότερα, πνίγουν τον πόνο τους στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά και λένε «αν βλάπτω κάποιον, είναι ο εαυτός μου». Κι αν δεν ξεσπάσει κάποιο μεγάλο δράμα μ΄ αυτούς πρωταγωνιστές, όπου όλοι θα δηλώνουν μπροστά στις κάμερες «μα, ήταν τόσο καλό παιδί», όλα θα μοιάζουν «φυσιολογικά». Και ήσυχα. Πολύ ήσυχα. Τραγικά ήσυχα.

Επικράτεια του τσαμπουκά

Στα γήπεδα η Ελλάδα δεν αναστενάζει πια, παίζει ξύλο. Αλλά δεν της φτάνουν τα γήπεδα, παίζει ξύλο σε δρόμους και πλατείες, λες και είναι το μόνο πράγμα που της έχει απομείνει. Σε λιμάνια επίσης, στον Πειραιά που κάποτε έψαχνες να βρεις άλλο λιμάνι τόσο να σε τρελάνει. Τώρα ψάχνεις να βρεις άλλο λιμάνι να σαλπάρεις και πίσω να μην κάνεις. Πιάνεις τόπο στο πεδίο της καθημερινής μάχης που έχει γίνει η χώρα σου. Αλλά είναι κλειστοί οι δρόμοι με τρακτέρ και στα λιμάνια τα δακρυγόνα απαντούν σε εκτοξευόμενες πατάτες. Εντάξει, στην Παιδεία δε λέω, είναι πιο πολιτισμένα τα πράγματα, απλώς όλοι φεύγουν ακατάδεχτοι από τον διάλογο της tabula rasa, όπως είχαν φύγει ακατάδεχτοι από τον διάλογο της Μαριέττας Γιαννάκου. Μορφωμένοι άνθρωποι, όχι σαν τους άλλους. Αν δεν έχεις παιδιά να πηγαίνουν σχολείο, δεν θέλεις να ταξιδέψεις, δεν είσαι καθαρίστρια που συνδικαλίζεται, δεν τρελαίνεσαι να πας στη Λυρική που τελεί υπό κατάληψη, δεν σου αρέσει το ποδόσφαιρο και τα γήπεδα γενικά, δεν είσαι άρρωστος να χρειάζεσαι νοσοκομείο και να πέσεις στην ένδεια του ΕΣΥ, καλά θα κάνεις να μην περνάς κοντά από τα αστυνομικά τμήματα που βάζουν στόχο οι επαναστάτες. Δηλαδή αυτοί που ονομάζουν εαυτούς επαναστάτες, διότι έτσι που έγινε η βία καθημερινή και ανέξοδη, επανάσταση κάνει όποιος την αρνείται. Αυτοί που προσπαθούν να συμβιβαστούν με τους αντίθετους, να συζητήσουν, να συμφιλιωθούν, παζαρεύουν και υποχωρούν λίγο προσπαθώντας να πείσουν και τους άλλους να υποχωρήσουν άλλο λίγο, αυτοί είναι οι σιωπηλοί και άδοξοι επαναστάτες στη χώρα του τσαμπουκά. Αλλά δεν τους δοξάζουμε, δεν τους αναγνωρίζουμε, προκαλούν αμηχανία τόσο διαφορετικοί που είναι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τόσο φιλόδοξοι και απαιτητικοί από τον εαυτό τους και τους άλλους.

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

«... Φαντάζετε ωραίοι, πνιγμένοι μες στα χρέη»!

Oι γείτονες απέναντι έμαθα ότι πήραν και άλλο δάνειο, για να αγοράσουν το δεύτερο τζιπ (τρίτο αυτοκίνητο) στην οικογένεια- κι ας μένουν στο νοίκι. Μπορεί και αυτοί, όπως και τόσοι άλλοι τελευταία, που οδηγούν φανταχτερά οχήματα στους δρόμους της Αθήνας, να κυκλοφορούν με αναμμένα τα φώτα του καινούργιου αρχοντοτζίπ μέρα-μεσημέρι, για να ξεχωρίζουν πάση θυσία: «Δείτε μας!». «Στην άκρη, να περάσουμε!». Εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το αυτοκίνητο είναι εκ των ων ουκ άνευ στα κοινωνικά διαπιστευτήρια του Έλληνα. Παλαιότερα, δεν έβλεπες στον δρόμο παρκαρισμένες Μερσεντές, γιατί όποιος είχε τέτοιο αυτοκίνητο διέθετε μονοκατοικία και γκαράζ. Τώρα, βλέπεις παντού, ακόμα και σε υποβαθμισμένες γειτονιές, παρκαρισμένες Μερσεντές πάνω σε πεζοδρόμια και σε γωνίες, όπως όπως... Και αυτά τα Καγιέν, πια, κατάντησαν ψωμοτύρι κάθε οικογένειας που σέβεται τον νεόπλουτο εαυτό της. Την ίδια ώρα, 2,1 δισ. ευρώ σε καταναλωτικά δάνεια, διαβάζω, βρίσκονται σε καθυστέρηση και 250.000 ελληνικά νοικοκυριά αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις τους προς τις τράπεζες. Γεμάτες οι μάντρες στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης με πολυτελή αυτοκίνητα, που πήγαν πακέτο πίσω, όταν δεν πληρώθηκαν οι δόσεις... Είναι αλήθεια ότι τον ετήσιο προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως διάβασα σε συζήτηση του Ευρωκοινοβουλίου, πλησιάζουν οι δανεισμοί των πολιτών στην Ελλάδα; Κάθε σπίτι δηλαδή και δάνειο, κάθε... πρώτη του μηνός και καημός- για να παραφράσουμε τα τραγούδια μιας άλλης Ελλάδας και να αυτοσαρκαστούμε... Κουτί μού φαίνεται να μας ταιριάζει το σύνθημα που άκουσα στις πορείες του Δεκεμβρίου από μαθητές και φοιτητές: «Φονιάδες των λαών νοικοκυραίοι, φαντάζετε ωραίοι πνιγμένοι μες στα χρέη!».

Αλληλεγγύη της γειτονιάς

«Είναι τρομερό», έλεγε μια νέα κοπέλα στο κινητό της τηλέφωνο, ενώ περιμέναμε στην ουρά της ΔΕΗ για λογαριασμούς που είχαν λήξει. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι κάνω αυτήν τη στιγμή! Περιμένω στην ουρά να πληρώσω τον λογαριασμό της ΔΕΗ! Όχι, όχι, δεν είναι δικός μου παιδάκι μου, εγώ έχω βάλει να εξοφλείται από την τράπεζα, θα μου το είχαν κόψει σαράντα φορές, αφού ξέρεις ότι πάντα τον ξεχνάω! Μιας γειτόνισσας, ναι, όχι, δεν είναι φίλη μου, αυτό θέλω να σου πω (γκριμάτσα στο κενό), κάθε άλλο παρά φίλη μου, δεν το πιστεύω αυτό που κάνω. Είναι μία, τι να πω (σκύψιμο κεφαλιού), μια απαίσια γριά, φωνακλού, αντιπαθητική, α-πε-ρίγρα-πτη (γέλια) κι εγώ τώρα περιμένω στην ουρά για χάρη της! Μα, μήπως είμαι τρελή; Γιατί το κάνω; Δεν ξέρω. Με έχει βρίσει επανειλημμένως όλα αυτά τα χρόνια που μένω εδώ, πότε στάζουν οι γλάστρες στο κεφάλι της, πότε την ξυπνά η μουσική, μια γκρινιάρα, ναι, και άκου τι έγινε χτες βράδυ: είχε την πόρτα ανοιχτή, μένει στο ισόγειο, και καθώς έμπαινα στο ασανσέρ βάζει μια φωνή. Λέω μέσα μου, ωχ, τι θα ακούσω πάλι; Πάω να φύγω, δυναμώνει τη φωνή, και να, λέει «σε παρακαλώ, άντε να μου πληρώσεις τη ΔΕΗ, θα μου κόψουν το φως, δεν μπορώ να περπατήσω!». Τι να έκανα; Τη λυπήθηκα, λυπήθηκα το τέρας! Ολομόναχη στον κόσμο, να μην μπορεί να κουνηθεί, να παρακαλά εμένα που με έβριζε, κατάντια! Και όχι τίποτε άλλο, σκέφτηκα αν βρεθώ ποτέ στη θέση της γερνώντας, εμένα ποιος θα βρεθεί να με βοηθήσει, που δεν τα βάζω με κανέναν; Μήπως αυτό είναι η περίφημη αλληλεγγύη των γειτόνων; Να ξεκινήσω να τσακώνομαι στη γειτονιά, να αρχίσουν να με προσέχουν;

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Έχουμε τρελαθεί...

Θράσος. Θέλετε να μάθετε τον ορισμό της λέξης; Εγώ το έζησα στο πετσί μου, με αποκορύφωμα το τελευταίο τηλεφώνημα που δέχτηκα την Κυριακή το απόγευμα και με έβγαλε εκτός εαυτού. Ποιοι είναι οι εκφραστές του θράσους και της απαράδεκτης συμπεριφοράς; Οι μετρ των κλαμπ που πιστεύουν πως είναι οι θεοί της νυχτερινής διασκέδασης. Προσγειωθείτε, πατήστε λίγο έδαφος! Εμφάνιση γνωστού DJ είναι προγραμματισμένη γι΄ αυτό το Σάββατο. Εγκαίρως, απευθυνθήκαμε στο «τυχερό» κλαμπ, ζητώντας ένα τραπέζι. Μπήκαμε σε λίστα αναμονής. Έχουμε ξημερώσει πολλάκις στα γνωστά στέκια της πόλης που πάσχουν από αϋπνία και συνεπώς γνωρίζαμε πως η κατάσταση θέλει λίγο «σπρώξιμο»- αν είναι δυνατόν. Ακόμη και για να κλείσεις τραπέζι χρειάζεσαι μέσον! Αθάνατη Ελλάδα. Ξαφνικά, βγήκαμε από τη λίστα αναμονής την περασμένη Παρασκευή. Και πάλι, όμως, η τύχη μας να βρούμε «στασίδι» απείχε όσο και να βρεθεί λύση στο Μεσανατολικό. Η ερώτηση της υπεύθυνης με έκανε να σαστίσω: «Το τραπέζι σας θα είναι ομοιόμορφο;». Ό,τι καταλαβαίνετε, κατάλαβα! Με τα πολλά, αυτό που με ρωτούσε ήταν εάν ο αριθμός των αρσενικών θα ισούται με τον αριθμό των θηλυκών. Με μαθηματική ακρίβεια της απάντησα, πως αυτό που με ρωτά είναι- το λιγότερο- γελοίο. Το επόμενο τηλεφώνημα το δέχτηκα την Κυριακή. Μόνο συγχαρητήρια δεν μου είπε, επειδή το τραπέζι μάς περίμενε. Τέτοια χαρά δεν μπορούσα να την αντέξω. Και η κεραμίδα έπεσε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. «Σας παρακαλώ, να περάσετε να μου αφήσετε προκαταβολή 600 ευρώ». Ναι, η έκπληξη της βραδιάς δεν ήταν ο DJ, αλλά τα δύο μπουκάλια σαμπάνιας που έπρεπε να πιούμε θέλουμε δεν θέλουμε. Και φυσικά κανείς δεν μπήκε στο κόπο να μας ενημερώσει... Εννοείται, πως με επέπληξαν, επειδή εργαζόμουν και δεν μπορούσα να σπεύσω αμέσως να τους προπληρώσω. Δεν νομίζω να αναρωτιέται κανείς ύστερα από αυτά, πού θα πάω το Σάββατο το βράδυ!

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Στο Μπελμόν , στο Μπελμόν

Aπό τότε που έμαθα ότι σ΄ αυτήν την πόλη της Καλιφόρνιας απαγορεύεται το κάπνισμα ακόμη και μέσα στην τουαλέτα του ίδιου σου του σπιτιού, ειλικρινά δεν κρατιέμαι. Σκέφτομαι να αυτομολήσω, να ζητήσω πολιτικό άσυλο, να κουνήσω λευκή σημαία, ένας λόγος παραπάνω που εκεί ο καθένας μπορεί να σε καταγγείλει στην αστυνομία εάν από την καπνοδόχο σου βγαίνει μυρωδιά τσιγάρου. Άντε βρε, ευκαιρία να ανοίξει και το κοντινό Αλκατράζ, αν και δεν βλέπω τον εαυτό μου στον ρόλο του Ρόμπερτ Στρουντ. Ίσα ίσα που το σκέφτομαι σοβαρά να αλλάξω εντελώς σελίδα. Όχι μόνο θα καταδίδω όποιον καπνίζει στην τουαλέτα αλλά θα ψάχνω καθημερινά και στα σκουπίδια του. Ορκίζομαι επίσης ότι θα καρφώνω όποιον σούρνει νυχτιάτικα τις παντόφλες του, όποιον ακούει μουσική που δεν μου αρέσει, όποιον έχει σκυλιά, γατιά, παιδιά που δεν έχουν κάνει όλα τους τα εμβόλια, καθώς επίσης και όποια κυρία από την πολυκατοικία δεν παίρνει τακτικά το χάπι ή δεν έχει προφυλακτικά στο κομοδίνο της. Ορκίζομαι επίσης ότι θα καταγγέλλω και θα διασύρω ανελλιπώς όποιον μιλάει στο σπίτι του άλλη εκτός από την επίσημη γλώσσα, αργεί να πληρώσει τα κοινόχρηστα, τραβάει νυχτιάτικα το καζανάκι, αφήνει νερά στο μπάνιο, κοιτάζεται για πολλή ώρα στον καθρέφτη του ασανσέρ, κάνει συχνά τσιμπούσια, όποιον έχει νταραβέρια με άτομα που δεν εγκρίνω, όποιον κάνει υπερβολική χρήση ντελίβερι και αντιβιοτικών, καθώς και όποιον, για όλους τους παραπάνω λόγους, θεωρεί τον εαυτόν του απειλημένο. Ειδικά αυτόν τον τελευταίο, πάντα ήθελα να τον γνωρίσω καλύτερα. Είσαι;

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Δημόσιοι και... ιδιωτικοί διάλογοι

«Και φυσικά, οπωσδήποτε θα πάει σε ιδιωτικό». Το έλεγε απλά, φυσικά και χωρίς ίχνος σνομπισμού. Είναι φίλη, σοβαρή, μετρημένη. Αριστη στην επιστήμη της και πάνω απ όλα αξιοθαύμαστα αυτοδημιούργητη. Τόσο εκείνη όσο και ο αδελφός της δεν θα πήγαιναν ποτέ πέρα από το Γυμνάσιο, αν δεν υπήρχε η δημόσια εκπαίδευση, αφού η οικογένειά τους δεν είχε καμιά οικονομική δυνατότητα να τους σπουδάσει. Μιλούσαμε για τα παιδιά μας, και τα δύο πολύ μωρά για να ξέρουν οτι ετοιμάζουν το πλάνο της σχολικής τους ζωής. «Φυσικά ιδιωτικό». Ούτε συζήτηση δεν ανοίγουμε πια. Θεωρούμε δεδομένο ότι το δημόσιο είναι σκέτος μπελάς - ζήτημα αν θα μάθει πέντε γράμματα το πιτσιρίκι και αυτά μετ εμποδίων, μεταξύ απεργιών, καταλήψεων, απαρχαιωμένων εγκαταστάσεων και απαρχαιωμένων συστημάτων παπαγαλίας. Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι ότι το λεγόμενο δημόσιο εδώ και χρόνια δεν είναι «δωρεάν». Βοήθεια, υποστήριξη, εξωσχολικά, γλώσσες, φροντιστήρια, και, πριν το καταλάβεις, το πολύπαθο δημόσιο της γειτονιάς σου σου στοιχίζει όσο ένα κολέγιο. Κερασάκι στην τούρτα; Οτι τα βλαστάρια σου βγάζουν τελικά δύο σχολεία, το υποχρεωτικό και το «κανονικό», αυτό της παραπαιδείας. Φιλοξενείς στο σπίτι σου μικρά, εξαντλημένα ζόμπι, πώς να τα αδικήσεις που τους λες «καλημέρα» και σε βρίζουν; «Φυσικά ιδιωτικό». Είμαι αρκετά νέος για να θυμάμαι τα σχολικά μου χρόνια και αρκετά γερος για να μην ξεχνάω ότι κάποτε το σύνθημα ήταν «φυσικά δημόσιο». Τα ιδιωτικά τα είχαμε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για τα «κακομαθημένα». Ηταν ωραίο και χρήσιμο στη ζωή ότι καθόμαστε σε διπλανά θρανία παιδιά από όλες τις κοινωνικές ομάδες και τάξεις. Το σύστημα και τότε είχε ελαττώματα απίστευτα, βαριόμαστε και διαμαρτυρόμαστε, αλλά υπήρχε «κάτι», έστω και για να το... κατακρίνεις. Ξαναδιαβάζω (χθες, σημαδιακή μέρα των Τριών Ιεραρχών) την έναρξη ενός ακόμα διαλόγου. Ναι, φυσικά. Τι άλλο μας έλειπε; Ενας ακόμα διάλογος. Πώς δεν το είχαμε σκεφτεί τόσα χρόνια;

Υπεράνω πάσης υποψίας

Ποιος είσαι; Διαβάζω το όνομά σου στις εφημερίδες, γιατί τώρα ο νόμος μου δίνει, υποτίθεται, τη δυνατότητα να σε «ξέρω». Είσαι ο «παιδόφιλος της διπλανής πόρτας». Είσαι αυτός που συνελήφθη για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας. Τη βρίσκεις με παιδιά. Με μωρά. Με νεογέννητα. Ηδονίζεσαι να τα βλέπεις να κακοποιούνται, πληρώνεις τα ωραία σου λεφτά για να εξασφαλίζεις το ανάλογο οπτικό υλικό. Διαβάζω το όνομά σου, μαθαίνω την πόλη και τη γειτονιά σου. Ξέρω πόσων χρόνων είσαι και τι δουλειά κάνεις. Και λοιπόν; Ενα όνομα δεν μου λέει τίποτα. Ενα πρόσωπο, μια φωτογραφία, δεν μου λέει πάλι τίποτα. Και στο Σύνταγμα να σε σέρνανε, πάνω σε κάρο, για δημόσια διαπόμπευση, πάλι ένα αίνιγμα θα ήσουν για μένα. Η αλήθεια είναι ότι κανένα στοιχείο σου δεν μου λέει τίποτα, γιατί δυσκολεύομαι, πρώτα απ όλα, να πιστέψω ότι είσαι άνθρωπος. Το μυαλό και οι λίγες γνώσεις μου επιμένουν ότι εσύ κι εγώ είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια κόκαλα, την ίδια σάρκα, την ίδια ζωή. Αλλά όχι. Η καρδιά μου ουρλιάζει πως όχι. Τη βρίσκεις με παιδιά που βασανίζονται. Τι είσαι; Πώς έγινες αυτό που σήμερα είσαι; Είσαι άρρωστος και θέλεις βοήθεια, ή ένα τέρας που του πρέπει η σκληρότερη τιμωρία; Οταν μαθαίνω πως υπάρχουν άτομα σαν κι εσένα, έχω ανάγκη να τα τοποθετώ τουλάχιστον στη λάσπη του περιθωρίου. Να πιστεύω πως είναι εξαθλιωμένοι, αγράμματοι, κοινωνικά απόβλητοι. Για να μπορώ «κάπως» να σε κατατάξω. Κάπως να δικαιολογήσω την ύπαρξή σου. Ομως η ζωή έχει διαφορετική γνώμη. Και κάθε φορά μου τρίβει στα μούτρα την ίδια αλήθεια, ότι δηλαδή, εννιά φορές στις δέκα, είσαι ένας κύριος «υπεράνω πάσης υποψίας». Ο γιατρός, ο επιστήμονας, ο παπάς. Στη διπλανή πόρτα, στο διπλανό γραφείο, στην ενορία της γειτονιάς. Ξέρω ποιος είσαι. Αλλά δεν θα μάθω ποτέ, αλίμονο, τι πραγματικά είσαι.