Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Άγιος Βασίλης έρχεται

Κατηφόριζα τις προάλλες βράδυ τη Σούτσου ύστερα από μια βραδιά μνήμης για τον φίλο και ποιητή Στέλιο Λύτρα. Κι όπως μετρούσα τα δεκαπέντε χρόνια που πέρασαν από τον θάνατό του, τα πόδια μου κόλλησαν στην άσφαλτο και ξαφνικά πεθύμησα ένα πετραδάκι, να το κλωτσήσω μαλακά κι εκείνο να με πάει έτσι καρότσι ίσα με το Φάληρο. Μέχρι να βγω στην πλατεία Μαβίλη η ματαίωση μέσα μου ήταν ολοσχερής. Πού να βρεις πέτρα στην Αθήνα τη σήμερον ημέρα... Η μελαγχολία μου αυτή δεν πρόλαβε να εμπεδωθεί. Σαράντα οχτώ ώρες αργότεραένα περίεργο πράγμα- γέμισε η Αθήνα ιπτάμενες πέτρες, πέτρινες, κανονικές, αλλά και πάλι δεν βρήκα εκείνη τη μια που θα μ΄ έβγαζε από τη ματαίωση. Τελικά δεν είναι καθόλου ευχάριστο πολίτευμα η δημοκρατία. Άπαξ και τη διαλέξεις, δεν αρκεί η ανά τετραετία multiple choice. Πρέπει να είσαι διαρκώς στην τσίτα. Να σκέφτεσαι, να ψάχνεις, να ακούς, να μαθαίνεις, να συγκρίνεις, να λογοδοτείς, να διεκδικείς, να αντιδράς και να υποχωρείς, όλα την ίδια στιγμή. Κι αυτό το γαρμπίλι που μέρες τώρα βράζει στην μπετονιέρα, μου φαίνεται πως θα βγάλει κάμποσες κακοτεχνίες. Από μια άποψη, χίλιες φορές καλύτερα που γέρασα και δεν αποτελώ πια δέλεαρ για κανέναν πολιτικό σχηματισμό. Ας έχουν το μυαλό τους οι μικροί να μην πέσουν σε τίποτε εργολάβους λαμόγια και πολιτικούς παιδοτρίβες της συμφοράς. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος ο Αϊ-Βασίλης είναι σκέτη λέρα.

Καλησπέρα κατάθλιψη

Σάββατο βράδυ, κατεβαίνοντας τη Μαυρομματαίων για το Τριανόν, τους είδα στη γωνία της Πατησίων, καμιά δεκαπενταριά με μαύρους φερετζέδες, λοστούς στα χέρια και μια μολότοφ. Δεν ήταν έφηβοι, σίγουρα ηλικίες μετά τα είκοσι. Μια κοπέλα ανάμεσά τους. Διέκρινα καθαρά το μπουκάλι με το κουρέλι να κρέμεται, έτοιμο να πάρει φωτιά, να κάψει τι; Με έκοψε φόβος, τάχυνα το βήμα, να βρεθώ στο σινεμά. Όλη την ώρα είχα άγχος, μη γίνει τίποτα εκεί κοντά και κλειστούμε μέσα. Βγαίνοντας είδαμε τι είχαν κάψει- τις δυο Εθνικές στην Πατησίων, τον Γερμανό και τη Βόνταφον, κι είχαν σπάσει ενδιαμέσως πολλές βιτρίνες. Η κατάθλιψη που είχε αρχίσει να διαλύεται μετά το ειρηνικό μήνυμα του Συντάγματος το πρωί, με ξανάπιασε. Και ενοχές που δεν μίλησα, δεν έκανα τίποτα, φοβήθηκα τόσο. Θα νόμιζαν ότι δεν με νοιάζει, ότι ίσως αρέσκομαι. Τι μπορούσα να τους πω; Για τα παιδιά που πέρασαν όλη την ημέρα μπροστά στη Βουλή κρατώντας το πανό με το σύνθημα εναντίον της βίας; Ή μήπως για τη ζεστασιά που δίνουν στη νύχτα οι φωτισμένες βιτρίνες; Μας βάζουν σε πειρασμό οι βιτρίνες, άρα; Φωτιά και τσεκούρι, ή μάλλον σιδηρολοστός. Κακά τα ψέματα, ό,τι και να λέω εκ των υστέρων, εκείνη την ώρα με έκοψε φόβος. Χειρότερος από ό,τι όταν βλέπω ΜΑΤ σε κατάσταση έξαρσης. Γιατί στα ΜΑΤ δικαιούμαι να φωνάξω, και καμιά φορά φωνάζω, εδώ όμως ήταν σαν να έβλεπα τυφλούς, να μη φορούσαν τα μαύρα μαντίλια κάτω από τα μάτια, να έκλειναν με αυτά μάτια και αυτιά. Έπρεπε να έχω ειδική εκπαίδευση πολίτη που ζει σε ειδικές συνθήκες, αλλά ούτως ή άλλως στις συνθήκες αυτές δεν υπάρχει διάλογος.