Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

«Κύριε διευθυντά...,

Αγγελτήριο... ... θανάτου ενός μισθωτού, ... πρόκειται να πεθάνω. Δεν θα δυσκολευτείτε να εξηγήσετε τη χειρονομία μου. Κρίση οικονομική, κρίση κοινωνική, ένας υπάλληλος φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του. Αν αυτή η εξήγηση δεν συνάδει με την επικοινωνιακή πολιτική της εταιρείας, ένας γιατρός θα μπορέσει να μου διαγνώσει κατάθλιψη ή κάποια άλλη ανίατη αρρώστια. Και η υπόθεση θα κλείσει με καθαρή συνείδηση. Δεν πρόκειται να τινάξω τα μυαλά μου πάνω στο γραφείο σας, κύριε διευθυντά. Θα αποφύγετε το σκάνδαλο, επειδή δεν θέλω να επιβαρύνω τον υπάλληλο που κάθε μέρα καθαρίζει το γραφείο σας. Δεν είμαι θύμα της κρίσης. Ο θάνατός μου δεν είναι μια καταγγελία των συνεπειών του κυνισμού σας. Είναι απλώς μια αναπόφευκτη κατάληξη. Γιατί μέσα μου είμαι ήδη πεθαμένος. Είμαι πεθαμένος από την εξάντληση όλα αυτά τα χρόνια που πάλευα να επιζήσω στον ζωολογικό σας κήπο, εκεί όπου βασιλεύει η καχυποψία, ο ανταγωνισμός και η αυθαιρεσία. Μου είναι... ... δύσκολο να καθορίσω με ακρίβεια την ημερομηνία του θανάτου μου. Το βέβαιο είναι πως επήλθε ύστερα από διαδοχικά πλήγματα. Θυμάμαι που είχα ενοχληθεί από τις απεργίες. Θυμάμαι που είχα πει πως δεν είναι σωστό να δίνει το κράτος επιδόματα. Θυμάμαι που ζητούσα να καταργηθεί το Δημόσιο. Θυμάμαι που ψήφισα το κυβερνητικό κόμμα. Όμως ήμουν ήδη από τότε πεθαμένος. Την περασμένη εβδομάδα συνάντησα μέσα στο μετρό το πτώμα μου. Ήταν χαμένο στις σκέψεις μου: “Το σχέδιο διάσωσης είναι μια ευχάριστη είδηση. Ενάμισι τρισεκατομμύριο ευρώ θα τονώσει τις διατραπεζικές συναλλαγές. Πρέπει να σωθεί το σύστημα”. Ήταν η στιγμή που η ματιά μου διασταυρώθηκε με τη ματιά της καθαρίστριας. Και κατάλαβα πως ήμουν πια πεθαμένος. “Να καταστρέψεις έναν άνθρωπο είναι σχεδόν το ίδιο δύσκολο όσο και να τον δημιουργήσεις”, έγραφε ο Πρίμο Λέβι στο βιβλίο “Αν αυτό είναι ο άνθρωπος”: “Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε γρήγορο. Μα φτάσαμε σε αυτό. Στεκόμαστε μπροστά σας υποτακτικοί, δεν έχετε τίποτα πια να φοβηθείτε: ούτε πράξεις εξέγερσης ούτε λόγια αμφισβήτησης ούτε καν μια επικριτική ματιά”. Μας κάνατε κτήνη. Ανήμπορους να σκεφτούμε, ανήμπορους να ξεσηκωθούμε. Ωστόσο μην κοιμόσαστε ήσυχος, γιατί πάντα θα υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις. Πάντα. Γιατί έγραφε... ... ο Πρίμο Λέβι: “Ο λόγος ακριβώς που δεν πρέπει να γίνουμε κτήνη, είναι επειδή το στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι μια τερατώδης μηχανή που κατασκευάζει κτήνη. Κι επειδή ακόμη κι εκεί μέσα μπορεί κανείς να επιζήσει, είναι χρέος μας να θέλουμε να επιζήσουμε, να μαρτυρήσουμε, να αφηγηθούμε. Και για να επιζήσουμε είναι σημαντικό να διασώσουμε τουλάχιστον τον σκελετό, το πλαίσιο, το καλούπι του πολιτισμού. Είμαστε δούλοι, σίγουρα, χωρίς κανένα δικαίωμα, πρόχειροι σε όλες τις ταπεινώσεις, καταδικασμένοι σε έναν σχεδόν βέβαιο θάνατο, αλλά μας απομένει ακόμη κατιτί που έχουμε χρέος να το υπερασπιστούμε με θέρμη, γιατί αυτό είναι το τελευταίο: η άρνηση να δώσουμε τη συγκατάθεσή μας”».

Η «ρετσινιά» της αποτυχίας

Δύσκολο να μιλήσεις με τα παιδιά που δεν πέτυχαν στις Πανελλήνιες Εξετάσεις και τους γονείς τους. Δεν τολμάς ούτε να τους τηλεφωνήσεις για άλλους λόγους. Τα παιδιά αυτά χαμένα, χωρίς σχολή, χωρίς πυξίδα- μαζεύουν τώρα τα κομμάτια τους. Κάποια αρχίζουν να αναρωτιούνται δειλά δειλά τι θα κάνουν, κάποια δεν θέλουν να το συζητήσουν καθόλου και κλείνονται στο καβούκι τους. Ξέρουν ότι έχουν ήδη τη «ρετσινιά» της αποτυχίας για την ελληνική κοινωνία... «Καλύτερα να έβλεπα το όνομά μου στο τελευταίο ΤΕΙ στα σύνορα, παρά αυτό το τίποτα», μου είπε χαρακτηριστικά μια «αποτυχημένη» κοπέλα, κομμένη από το μέτρο του απαραίτητου 10. Γιατί, άραγε, να μην είχε μπει στην ανθοκομία, στη φωτογραφία, στην τυποποίηση προϊόντων, να αποκτήσει η ίδια σκοπό και να δώσει επιστημονικό επίπεδο στα απλά πρακτικά επαγγέλματα, χωρίς να είναι απαραίτητα άριστη μαθήτρια; Διάβαζα στη γαλλική «Le Μοnde» για τους μαθητές στη Δανία, «τους πιο ευτυχισμένους νέους». Η ιδέα της αποτυχίας δεν υφίσταται στο εκεί σύστημα παιδείας. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το κτίσιμο της προσωπικότητας, οι εμπειρίες. Το βιογραφικό δεν λογίζεται ως ένας κατάλογος από διπλώματα, αλλά ως σύνολο ενδιαφερόντων. Σημασία- λένε- έχει να βρεις τον εαυτό σου. Εκεί, οι σχολικές τάξεις- διαβάζω- δεν έχουν βαθμολογίες. «Οποιαδήποτε ιδέα για ιεράρχηση των μαθητών θα ήταν απαράδεκτη», κατά τον καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης Σβεν Μορς. «Οι εκπαιδευτικοί, όπως και οι γονείς, προσπαθούν πάντα να βρίσκουν τα θετικά σε κάθε παιδί». Το αποτέλεσμα; Σε έρευνα σε νέους 17 χωρών βρέθηκε ότι το 60% των Δανών θεωρούν το μέλλον τους ευοίωνο και το 51% δηλώνουν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους. Ενώ σε άλλες χώρες, όπως η δική μας, οι νέοι θεωρούν ότι η αποτυχία «στα μικράτα τους» είναι καθοριστική για τη ζωή τους, οι νεαροί Δανοί, με μπόλικη αυτοπεποίθηση και οικονομική αυτονομία, χάρη σε υποτροφίες, κρατικά δάνεια και δουλειές μερικής απασχόλησης, ενθαρρύνονται να εξερευνούν, να ταξιδεύουν και να ονειρεύονται. «Οι νέοι μας αριστεύουν στο... να είναι νέοι!», λέει ο Μορς. Σας φαίνεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας; Έχετε δίκιο- για την Ελλάδα, είναι!

Ακριβά παπούτσια

Επιτέλους, το έγραψαν και οι εφημερίδες ότι πληρώνουμε τα παπούτσια διπλά λεφτά στον τόπο μας κι ας είναι κι από άλλον τόπο. Από άλλον τόπο είναι ούτως ή άλλως, πολυεθνικές τα κατασκευάζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες, πληρώνοντας μεροκάματα μισά από τα ευρωπαϊκά. Τα μισά, των μισών, ω μισά, γιατί γίνεστε διπλά στην ελληνική αγορά; Τι θαύμα συμβαίνει και άνθρωποι που κατά μέσον όρο πληρώνονται λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο, δίνουν διπλά λεφτά για τα παπούτσια τους; Γιατί αγόγγυστα καταβάλλουμε υπερβολικά ποσά για παπούτσια που είναι ολόιδια σε όλο τον κόσμο; Να πεις ότι ήταν μοναδικά, ντόπια, με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, να ήταν τσαρούχια ας πούμε, θα το καταλάβαινε κανείς. Αλλά είναι τα απολύτως τυποποιημένα που φτιάχνουν οι μεγάλες φίρμες, και καταντά ανεξήγητο. Μόνο ψυχολογικοί παράγοντες μπορεί να υπεισέρχονται, να αγοράζουμε ας πούμε παπούτσια ακριβά όπως κάποτε αγοράζαμε τα πιο ακριβά αυτοκίνητα της Ευρώπης. Όταν οι δρόμοι είναι χάλια, στενοί, με κακό οδόστρωμα, το ακριβό αυτοκίνητο σου παρέχει την αίσθηση, η οποία συχνά είναι ψευδαίσθηση, ότι γλιτώνεις τη μιζέρια, κλείνεσαι στο ωραίο σου όχημα και ξεφεύγεις. Το ίδιο και με τα παπούτσια, τα πληρώνουμε ακριβά για να κυκλοφορούμε σε απαράδεκτα πεζοδρόμια με την ψευδαίσθηση ότι θα μας σηκώσουν ένα επίπεδο παραπάνω, θα περπατάμε σε κάτι σαν αέρινη ζώνη πάνω από τις σπασμένες πλάκες, τις λακκούβες, τα σκουπίδια, τις παγίδες. Πληρώνουμε κάτι παραπάνω, πολύ παραπάνω, αλλά ξεδίνουμε. Νιώθουμε ότι μπορούμε να φτιάξουμε την προσωπική μας μοίρα, έστω το προσωπικό μας βήμα, κόντρα στην περιρρέουσα φτήνια. Ακριβά παπούτσια για παρηγοριά, μέχρι την επόμενη στιγμή που θα σκοντάψουμε βεβαίως, διότι δυστυχώς η φτηνή πραγματικότητα καραδοκεί, ειρωνική και ακατάβλητη.