Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Άριστα στην προπαίδεια!

«Tι οφείλουμε»; «Εεε... Δύο επί εννιά δεκαοκτώ και έξι είκοσι τέσσερα. Είκοσι τέσσερα!», ήταν η θριαμβευτική απάντηση του νεαρού σερβιτόρου στις Κυκλάδες, μήνα Αύγουστο. Έτσι, λέγοντας την προπαίδεια, το πήγαμε εφέτος σε όλα τα νησιά, σε όλα σχεδόν τα μπαρ και τα καφέ που καθήσαμε. Ο φόβος των Ιουδαίων- δηλαδή το ΣΔΟΕ- εξέλιπε (και η ΥΠΕΕ που το αντικατέστησε, είναι απλώς άφαντη). Επομένως, το θράσος έγινε κοινή πρακτική και οι αποδείξεις αναδείχθηκαν σε σπάνιο και ακριβοθώρητο είδος. Στις ταβέρνες και στα εστιατόρια, το μπιλιέτο ερχόταν σε μπακαλοτέφτερα, που απλώς ανέγραφαν την παραγγελία: δύο πατάτες, τρία ψάρια, μια χωριάτικη... Άλλοτε ζητούσαμε απόδειξη, άλλοτε δεν αντέχαμε να μπούμε- πάλι- στη δοκιμασία να αντικρύσουμε τα ξινισμένα μούτρα που συνόδευαν το περιθρύλητο χαρτάκι της μηχανής. Και ενώ η κατάσταση αυτή είχε πια παγιωθεί και η σεζόν τελείωνε με πλήρη θρίαμβο της φοροδιαφυγής, οι ασπρογιακάδες των υπουργείων είχαν τη φαεινή, φαεινέστατη, ιδέα, να μπαλώσουν τα αμπάλωτα με τους ακίνητους λογαριασμούς του κοσμάκη. Μικροκαταθέτες (παππούδες, γιαγιάδες, νοικοκυρές...), που έχουν αφήσει κάτι στην άκρη«για τα γεράματα», «για ασφάλεια», «για τα παιδιά» ή «για τα εγγόνια»- έμαθαν εμβρόντητοι ότι αυτά τα λεφτά που μάζεψαν κάποτε με τόσο κόπο θα δημευθούν (τι κομψή λέξη, αντί της πραγματικής «κλαπούν») από το κράτος. Κάτι ως τιμωρία, δηλαδή, της ευγενούς ιδέας της αποταμίευσης, για την οποία μας έβαζαν να γράφουμε περισπούδαστες εκθέσεις εκείνες τις βαρετές ημέρες των θρανίων μας. Με δυο λόγια, χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια. Κατεβείτε από εκεί πάνω (από το καλάμι, εννοώ!), μπας και καταλάβετε τι γίνεται εδώ κάτω!...

Πεδίο χωρίς βάτα

Στην αρχή ενθουσιαστήκαμε, όταν μας είπαν ότι το Πεδίο του Άρεως θα διαμορφωθεί ξανά, με βάση σχέδια του Τομπάζη. Η μπουλντόζα έσκαψε την παλιά άσφαλτο κι ήταν σα να σήκωσε ένα βάρος από το στήθος μας. Το χώμα φάνηκε από κάτω, ανάπνευσε, περιμέναμε εναγωνίως τη συνέχεια. Ξηλώθηκαν και τα σιδερικά από το ωραίο κτίσμα του Άλσους, η προσμονή μάς πλημμύρισε πλέον. Δεν μας πείραζε στην αρχή που δεν είχαμε χώρο για περπάτημα, που δεν μπορούσαμε να περάσουμε από την Κυψέλη στα Εξάρχεια και τούμπαλιν παρά κάνοντας κύκλο σε ένα στενό μονοπάτι δίπλα σε έναν αντιπαθητικό φράχτη. Το καλοκαίρι πέρασε χωρίς καμία καινούργια κίνηση. Από τα γύρω μπαλκόνια τίποτα δε φαίνεται να σαλεύει. Από τη νομαρχία μάς είπαν ότι περιμένουν το φθινόπωρο για να φυτέψουν τα καινούργια δέντρα. Αλλά γιατί δεν μπορούσαν να σκάψουν τον πυθμένα του περίφημου «στοιχείου νερού» που προβλέπει το σχέδιο; Έτσι τα λένε τώρα τα ποταμάκια, δεν πειράζει. Φτάνει να μη στοιχειώνουν, σαν αυτό που έχει σχεδιαστεί στα προσεχώς του πάρκου και το κοιτάμε ζωγραφισμένο κάθε μέρα, αλλά δεν βλέπουμε να το φτιάχνουν. Μήπως περιμένουν τις βροχές του φθινοπώρου, να γίνουν πλημμύρες και να ξαναβρούν μόνα τους τα νερά την παλιά κοίτη των ρεμάτων; Έχουν σκεφτεί κανένα ακραίο κόλπο, οικολογικό; Γιατί δεν μας το λένε να το απολαύσουμε κι εμείς; Στο μεταξύ έχασαν τη φόρμα τους οι περιπατητές από τις γύρω γειτονιές και τα παιδιά της περιοχής τη χαρά τους. Τι συμβαίνει ακριβώς με το Πεδίον; Μήπως το διεκδικεί κι αυτό κανένα μοναστήρι, μήπως το αντάλλαξαν με τίποτα βυθούς απροσμέτρητους; Η Βατοπαιδίου μήπως το έβαλε στο μάτι και περιμένει να γεμίσει βάτα, για να έρθει να διεκδικήσει τίτλους ετυμολογικούς; Όλα τα φοβόμαστε στις πονηρές μας εποχές.