Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009

«2009 μ.Χ.» Το μήνυμα στο μπουκάλι

Πώς θα είν ο κόσμος μας, πώς θα είμαστε εμείς το 2009; Ακόμα κι εσύ, παλιέ φίλε Κώστα Τουρνά, μπορεί να μην φανταζόσουν ότι θα έφτανε η εποχή που το τραγούδι σου, γραμμένο για ένα μέλλον τόσο μακρινό, θα γινόταν αναπόφευκτο παρόν. Πώς θα ζούμε, άραγε, που θα είναι όλα αλλιώς και ποια θα είναι τα νέα το 2009; Το πώς ζούμε, το ξέρεις. Οσο για τα νέα, τα ξέρουμε, τα βλέπουμε, τα διαβάζουμε. Το μόνο μας παράπονο είναι πια ότι οι ειδήσεις, «τα νέα» από τον κόσμο, είναι μερικές φορές περισσότερα απ όσα μπορούμε να αντέξουμε... (...Τότε που εγώ θα μαι 60 χρόνων και συ ελπίζω να φαίνεσαι νέα). Εγινες κιόλας εξήντα, παλιέ μου (και χαμένε στον χρόνο) φίλε; Πώς εξηνταρίζουν οι νεανικοί πρίγκιπες; Οσο για μένα (που έπαιρνα τα τραγούδια σου προσωπικά) ελπίζεις να «φαίνομαι νέος». Ετσι είναι ακριβώς. «Φαίνομαι». Ολοι φαινόμαστε. Αλλά δεν είμαστε. Βάλε την καλοδιατηρημένη μας (με κρέμες και μαντζούνια) μούρη δίπλα στο μπουμπούκι των δεκαοχτώ που είμαστε τότε και η διαφορά σκοτώνει την ψευδαίσθηση. (...Και τα παιδιά μας δεν θα χουν καμιά διαφορά με σένα και μένα...). Κι όμως, τα παιδιά μας έχουν διαφορές μαζί μας. Για την ακρίβεια, είναι έξαλλα μαζί μας. Ούτε που να μας φτύσουν, για να λέμε και την αλήθεια. (...Τότε που ο πλανήτης μας θα ναι οπλοστάσιο και οι δρόμοι θα μοιάζουν μ αρένα). (Σκατά. Γιατί έπρεπε να έχεις δίκιο; Ενα άσχετο πιτσιρίκι ήσουν, που σκάρωνες μουσικές για γεγέδες. Τι ήξερες παραπάνω; Τι είναι αυτό που ξέρουν πάντα τα πιτσιρίκια παραπάνω;). Να σαι αισιόδοξη, όλα θα περάσουνε, μετά τη νύχτα είν η μέρα... Το 2009... Αλλά έτσι είναι τα μηνύματα στα μπουκάλια του χρόνου: Γράφουν και καμιά κουβέντα πιο ευχάριστη, έτσι για να σπάσει η απόγνωση του μελλοντικού παραλήπτη...

Μπαμ ηκούσθη στον αέρα... (και επι γης ειρήνη

Μία από τις τελευταίες μόδες της ειδησεογραφίας, αυτές τις μέρες, είναι να μετράμε αδέσποτες. Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι (και η παγωμένη Ελλάδα αναστενάζει).Εχω χάσει τον λογαριασμό: δεν υπάρχει δελτίο ειδήσεων τις τελευταίες ημέρες που να μην αναφέρει και από ένα-δυο άσχετα μπαμ μπουμ στην Αθήνα. Στο κέντρο. Στου Γουδή. Στον προαστιακό. Στου Ψυρρή, καταμεσής του δρόμου. Τα γεγονότα, είναι πέρα για πέρα αληθινά: Εδώ και χρόνια, κάθε νύχτα, και μερικές φορές μέρα μεσημέρι, πέφτουν πυροβολισμοί: Είναι τόσο συνηθισμένο το φαινόμενο (συμμορίες, μεθυσμένοι, τζάμπα μάγκες, ξεκαθαρίσματα) που, ενώ οι αρμόδιοι συντάκτες τα αναφέρουν επιμελώς, είναι ζήτημα αν ένα στα δέκα «μπαμ» βρίσκει τον δρόμο του προς τα δέκα λεπτά δημοσιότητας που του αναλογούν. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα αυτιά της κοινής γνώμης δείχνουν να είναι πιο ευαίσθητα, ειδικά μετά τον τελευταίο πυροβολισμό, τον μοιραίο, που συγκλόνισε τη χώρα. Μπορεί να ακουστώ κυνική, αλλά το θέμα «σφαίρες» πουλάει. Μακάρι η ευαισθησία μας να διαρκέσει. Να αντιδρούμε και οι αρχές και οι πολίτες. Να προβληματιζόμαστε. Τι ήταν αυτό το μπαμ; Ξεκαθάρισμα; Να βρούνε ποιοι ξεκαθαρίζουν τι και να τους μαζέψουν, κι αυτούς και τα κουμπούρια τους. Τι ήταν το μπουμ; Αλλοδαποί που κάνουν σκοποβολή κοντά στις γραμμές του προαστιακού; Η εξήγηση κρίνεται απαράδεκτη - ρωτήστε και τη γυναίκα που κόντεψε να κρεπάρει, ολομόναχη στο βαγόνι που το χτύπησε η σφαίρα. Φοβάμαι όμως ότι όλη αυτή η επιφυλακή, αυτό το ενδιαφέρον των πολιτών, σύντομα θα σβήσει. Ο υπόκοσμος θα λύνει τις διαφορές του, οι «αλλοδαποί» θα αλληλοεξοντώνονται με την ησυχία τους, κι ένα μπαμ από πυροβόλο όπλο σύντομα θα ενταχθεί και πάλι στην αστυνομική ρουτίνα, ανάξιο λόγου αναφοράς. Κι εμείς θα μείνουμε μακάριοι στη λησμονιά μας, μέχρι τον επόμενο κρότο που θα μας βγάλει από τον λήθαργό μας.

Τo δέντρο που πληρώναμε

Κανένα καλλιτεχνικό έργο, εικαστική παρέμβαση μεταμοντέρνων ατάκτων, καμιά κατασκευή, κανένα μουλτιμίντια χάπενινγκ δεν μπορεί, ούτε κατά διάνοια, να αγγίξει την αισθητική πολυπλοκότητα του εν εξελίξει δρώμενου που παίζεται αυτή τη στιγμή στο κέντρο της Αθήνας, υπό τον προσωρινό τίτλο «Το δέντρο στο Σύνταγμα». Το ίδιο το δέντρο, ακόμα και το αρχικό, δεν ήταν το πραγματικό αρχικό. Ηταν ένα δέντρο-ζόμπι, ένα φάντασμα που αναπαρίστανε τον εφιάλτη κάποιων παλιότερων, πρόσφατων Χριστουγέννων: ήταν η εποχή που στήναμε στο Σύνταγμα το «ψηλότερο δέντρο της Ευρώπης» μ έναν κομπασμό που θα ήταν κωμικός, αν δεν ήταν τόσο τραγικός: είχαμε το ψηλότερο έλατο, το δέντρο που πληρώναμε, και τους χαμηλότερους μισθούς της Ευρώπης, τη μεγαλύτερη ανεργία στους νέους και τις γυναίκες, είχαμε έλατο-γίγαντα και ηγέτες νάνους. Είχαμε τη δεντράρα, είχαμε και την αντάρα. Που έβραζε. Εξ ου και η αρχαία κομφουκιανή ρήση: «πρόσεχε το μέγεθος του δέντρου που στήνεις στο Σύνταγμα, γιατί μπορεί μια μέρα να σε παλουκώσουν με τον κορμό του». Ακόμα και το τωρινό έλατο, δεν είναι το αληθινό. Είναι ρεπλίκα, επείγουσα αντικατάσταση αυτού που κάηκε στα επεισόδια. Είναι... κλώνος του κλώνου. Γύρω απ αυτόν τον κλώνο, σε μια έξοχη φουτουριστική αναφορά, στέκονται σιδηρόφρακτοι φρουροί, για να εμποδίσουν την καταστροφή του. Την εμποδίζουν, καθώς το θέαμά τους είναι τρομαχτικό: τρίχρονα παιδάκια παθαίνουν νευρικούς κλονισμούς στη θέα των σκυθρωπών οργάνων με τις κάσκες και τις ασπίδες, «γιατί είναι τόσο άγριοι αυτοί οι Αϊ-Βασίληδες, μαμά;». Κλαίνε κόρες, κλαίνε μάνες, κλαίνε θείτσες, γιαγιάδες και πατεράδες - τα μάτια των ανθρώπων στο κέντρο είναι ακόμα πολύ ευαίσθητα στα κατάλοιπα από τα δακρυγόνα. Προσθέστε σε όλη αυτή τη φαντασμαγορία και το χάλι-γκάλι των πιτσιρικάδων μες στον εμπρηστικό στίχο, τις γουρουνοκεφαλές και τις σκουπιδοσακούλες με τις οποίες διακοσμούν οι νέοι τα κλαριά του ελάτου, και είναι πια φανερό τι θέλει να πει ο ποιητής: «Κάθε χώρα έχει το χριστουγεννιάτικο δέντρο που της αξίζει». Με τις υγείες μας. Δήμαρχε πιάσε το υπονοούμενο: του χρόνου να στολίσεις μια ελιά. Ποιος θα θέλει να καταστρέψει μια ελιά, όσο γκαζωμένος και να είναι; Δεν θα έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, εκτός από το... δάκο μας.