Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Δάσκαλοι που... δεν διδάσκουν

Απογοητευμένοι δηλώνουν οι φρέσκοι, πρωτοετείς, φοιτητές από την κατάσταση που βρίσκουν στις (πολυπόθητες) σχολές τους, όπου τόσο κοπίασαν να μπουν. Παραπονούνται ότι σε άλλες δεν έχουν ακόμα αρχίσει ουσιαστικά τα μαθήματα, ενώ σε άλλες οι καθηγητές ούτε που πατάνε. «Γι΄ αυτό και βλέπεις ακόμα και καλά μυαλά να ΄΄κάθονται΄΄, να εφησυχάζουν», μου σχολίασε φίλη πανεπιστημιακή καθηγήτρια. «Παιδιά είναι ακόμα. Εάν βλέπουν τον καθηγητή να λείπει συνέχεια, λένε κι αυτά ΄΄δεν πάμε καλύτερα για καφέ και χαβαλέ;”». Όσο για τα βιβλία που τους δίνονται- όταν τους δοθούν, συνήθως πολύ αργά- είναι απηρχαιωμένα, δύσχρηστα, πολλές φορές αλληλοκαλυπτόμενα (τρεις-τέσσερις Παθολογίες π.χ. στην Ιατρική). Οι χοντροί τόμοι τους- με περιττές συνήθως γνώσεις για τα πρώτα στάδια σπουδώναποτρέπουν τους φοιτητές ακόμα και από το να τα ανοίξουν. Οι φήμες- από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς- μιλάνε για κλίκες και συμφέροντα. «Αντί για τα άχρηστα αυτά βιβλία, θα ήταν καλύτερα να δίνει το κράτος ένα ποσό (π.χ. 500 ευρώ τον χρόνο) σε κάθε φοιτητή για να αγοράζει ο ίδιος τα βιβλία που θα επιλέγει για τη μελέτη του», μου λέει καθηγητής από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Κάτι δεν πάει καλά στο... πανεπιστημιακό βασίλειο. Και πολιτεία και καθηγητές παίζουν απλώς την κολοκυθιά!

Στης Πάρνηθας τις γκρίζες ράχες

Όλο ανέβαλλα να πάω στην Πάρνηθα, ελπίζοντας. Ο χρόνος δεν θα έκανε το θαύμα του πάνω στο αγαπημένο βουνό, δεν θα άλλαξε το χρώμα της, έστω με κάποιο απαλό χνούδι, από γκρίζο σε πράσινο; Και καθώς ανέβαινα, τελικά χθες, από την ανατολική πλευρά που είναι πράσινη και άκαυτη, λέω εφιάλτης ήταν και πέρασε, φήμες, υπερβολές. Η Πάρνηθα είναι όπως πάντα. Έτσι ανύποπτος φτάνει κανείς επάνω και αντικρύζει, αντί για τις απαλές πλαγιές με τα έλατα, γκρίζες ράχες με τα φράγματα από κορμούς σαν μαύρα σιρίτια που τις στόλισαν μάταια. Πόσος καιρός ακόμα θα χρειαστεί για να θυμηθεί η γη το χρώμα του χώματος, για να μην πούμε των δέντρων; Περνώντας γρήγορα με το αυτοκίνητο, είδαμε από ψηλά το μονοπάτι που κάποτε μας έβαζε στη μαγεία του δάσους να διακρίνεται σαν ουλή σε ξυρισμένο κρανίο. Πένθιμο πέρασμα στην ολόμαυρη ράχη. Δεν περπατάει η δόξα εδώ μονάχη, κάποιοι περιπατητές μόνο, θλιμμένοι, ανήμποροι σαν δεμένοι χεροπόδαρα. Τέλος βρήκαμε ένα κομμάτι πράσινο, την άκρη από ένα μονοπάτι, και χωθήκαμε μέσα όπως κρύβεις το πρόσωπο στα χέρια να μη βλέπεις γύρω σου. Και εκεί είδαμε το πιο απρόσμενο. Το δάσος αυτό, το λιγοστό και πολύτιμο πια κομμάτι, είναι τόσο παρατημένο, τόσο γεμάτο ξερούς κορμούς και κλαριά, τόσο εγκαταλειμμένα τα έλατα στο γκι και άλλα, λιγότερο γραφικά παράσιτα που τα κατατρώνε, που δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Ύστερα από τέτοια συμφορά, είναι δυνατόν να μη φυλάμε σαν κόρη οφθαλμού ό,τι απέμεινε; Ή μήπως είναι μπελάς, ένα κομμάτι διαφορετικό που χαλάει το σύνολο, και αποφασίστηκε να γίνει κάποιο πείραμα εδώ, να δούμε με ποιες συνθήκες θα καεί ένα δάσος τόσο πλούσιο σε έτοιμη καύσιμη ύλη;