Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Αθάνατη Ελληνίδα γιαγιά!

Μπαίνει στο λεωφορείο με ύφος «καταρρέω». Μη σας παραπλανά το μαλλί κουνουπίδι και το κραγιόν. Με ταχύτητα και ευελιξία κατσαρίδας πιάνει τη θέση. Και ξάφνου ζωντανεύει. Μπορεί να «θάψει» το μισό σόι, ολόκληρη τη γειτονιά και να πιάσει και λίγο από Τατιανοδρούζα. Στην περίπτωση που το σύστημα κατσαρίδα δεν πιάσει έχει έτοιμη την εναλλακτική. Θα πέσει σχεδόν πάνω σου και θα αρχίσει να μουρμουράει για την ανατροφή σου, το σόι σου, τη γενιά σου. Κι ας είναι εκείνη του κουτιού- διότι πάει για καφεδάκι στην κυρία Κούλα, δύο στάσεις πιο κάτω- και ας είσαι εσύ από τις έξι στο πόδι και έχεις πάει στη δουλειά, το σούπερ μάρκετ, την τράπεζα και κρατάς και καμιά δεκαριά σακούλες. Τα παραπάνω ισχύουν, όμως, μόνο όπου ισχύει και το ενιαίο εισιτήριο του ενός ευρώ. Διότι άμα έχει κανά μεγάλο χάπενινγκ, του τύπου ήρθε η θαυματουργή εικόνα του αγίου τάδε από το ξακουστό μοναστήρι της Πέρα Παναγιάς, δύο ώρες θα κάτσει στην ουρά και δεν θα πει κουβέντα. Θα περιμένει υπομονετικά- θα της δώσει δύναμη κι ο άγιος- και δεν πα να ΄χει σαράντα βαθμούς υπό σκιά, δεν πα εκείνη να έχει πίεση είκοσι δύο. Εκεί! Θα ΄χει το νου της μη σκάσει και καμιά κάμερα να την κάνει τη δήλωση, να τη δει και η απέναντι γειτόνισσα να σκάσει. Ύστερα θα πιάσει στασίδι μπροστά στην τηλεόραση. Κι αρχίζει να τα βάζει με «όλες αυτές που είναι λες και φοράνε μάσκα από τα μπότοξ». Μετά θα δει σε κάνα ρεπορτάζ τη Σοφία Λόρεν ή την Μπριζίτ Μπαρντό. Και θα τις λυπηθεί «τις καημένες μες τη ρυτίδα είναι». Και ύστερα θα τα πάρει στο κρανίο με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη που «κρατιέται η ρουφιάνα». Μην τολμήσεις εκεί να τη ρωτήσεις αν είναι η Ζωζώ κανά δυο χρόνια πιο μεγάλη από εκείνη (με ή χωρίς πλαστή ταυτότητα δεν έχει και πολλή σημασία). «Αυτή παιδάκι μου είναι γυναίκα της νύχτας. Μην το ψάχνεις». Ε, ύστερα από όλα αυτά και αφού έμαθες πως το καλύτερο αντιρυτιδικό είναι τα μπουζούκια (και για να το λέει, σοφή είναι λόγω ηλικίας κάτι θα ξέρει) δεν κρατιέσαι και αναφωνείς: Αθάνατη Ελληνίδα Γιαγιά!

Κακόγουστη όπερα

Η κατάληψη της Λυρικής έληξε, οι καταληψίες έφυγαν χωρίς να έχουν κάνει ζημιές. Μπράβο παιδιά, αυτό είναι παρηγορητικό. Αν συγκρίνεις με καταλήψεις στα Πανεπιστήμια καταλήγεις στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι της Τέχνης σέβονται περισσότερο τον χώρο τους από τους ανθρώπους της επιστήμης (αν υποθέσουμε ότι στα Πανεπιστήμια κάνουν καταλήψεις οι φοιτητές). Σίγουρα οι καταληψίες της Λυρικής είχαν μεγαλύτερες φιλοδοξίες, να ελευθερώσουν την Τέχνη από ένα σωρό πράγματα. Όμως την Τέχνη την απελευθερώνεις πάλι με Τέχνη, εκτός αν θες να απελευθερώσεις την Τέχνη από τα δεσμά της ίδιας της ύπαρξής της, να πάψει να είναι Τέχνη. Μπορεί να τη θεωρείς κάτι περιττό, οπότε την καταργείς, όπως προσπαθούν πολλά απολυταρχικά καθεστώτα. Σαν έργο τέχνης η κατάληψη της Λυρικής ήταν κακόγουστο, δεν άξιζε τη διαφήμισή του. Κείμενα απλοϊκά, μπερδεμένα, καμία πρωτοτυπία, παπαγαλίες, κακοχωνεμένοι συνδυασμοί. Δεν υπήρχε γνησιότητα στον λόγο ούτε πνοή στα δρώμενα, καμιά πρωτοτυπία, καμιά δημιουργικότητα. Όπερα θέλησε να είναι κι αυτή, αλλά δεν τα κατάφερε. Ούτε καν όπερα της πεντάρας. Οι αιτίες της κατάληψης όπως τις ανέφεραν οι καταληψίες, το ότι έπαιζε στην Κατοχή η Λυρική ας πούμε, το μόνο που αποδείκνυε ήταν πως οι άνθρωποι που αποφάσισαν να την καταλάβουν για τιμωρία της εβδομήντα χρόνια μετά, δεν έχουν συγκινηθεί ποτέ στη ζωή τους από όπερα. Κακό ξεκίνημα για καλλιτέχνες. Ίσως θεωρούν το είδος ξενόφερτο, δεν έχουν αφήσει να τους αγγίξει, προφυλάσσουν τον εαυτό τους από την καλλιέργεια που χρειάζεσαι για να νιώσεις κάθε έργο τέχνης. Διότι έτσι είναι η Τέχνη, γοητεύει, αλλά πρέπει να είσαι σε θέση να γοητευτείς. Το μόνο που προσέφερε η κατάληψη είναι να εκτιμήσουμε ξανά την ιεραρχία της Τέχνης, την έννοια της μαθητείας και του σεβασμού, της βραδύτητας και των κανόνων.