Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

Μις Σεπτέμβριος

Συγνώμη, φεγγαράκι, ήταν μια κακή μέρα η χτεσινή. Και η προχτεσινή. Οχι, δεν έχουμε τίποτα, μια χαρά είμαστε από υγεία, μην ανησυχείς. Γιατί χαθήκαμε; Πού να στα λέω. Ή, μάλλον, περίμενε καλύτερα να στα πω. Μην κατεβάζεις τα μούτρα σου. Το ξέρεις ότι είσαι η αγαπημένη μου πανσέληνος, εσύ, γλυκιά Μις του Σεπτεμβρίου, απείρως καλύτερη από τη σταρ αδελφή σου (την υπερεκτεθειμένη σελήνη του Αυγούστου)... Το καλύτερό μου να σε πετυχαίνω στα μισά μιας διαδρομής σκοτεινής με βαρκάκι μεσοπέλαγο, αραχτή σε νησί που το εγκατέλειψαν οι παραθεριστές. Κάτω σου, στήνω ολονυχτίες με ποτά και τραγούδια, μέχρι να δύσεις, παρσέρνοντας μαζί σου το τελευταίο ίχνος καλοκαιριού. Αλλά τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην πόλη ήταν αφόρητα. Τρεχάματα, λογαριασμοί, φωνές, ντεσιμπέλ, σε ξέχασα. Και παρά το γεγονός ότι δύο φορές νίκησες τα σύννεφα και κατάφερες να λάμψεις ολοστρόγγυλη και προκλητική μετά την απογευματινή βροχή, πάλι δεν σε πρόσεξα. Δύο νύχτες κράτησες, αλλά ήμουν τρομερά εξαντλημένη για να σε απολαύσω, πόσω μάλλον για να σε τιμήσω με μια ταρατσάδα, μια ρομάντζα, ένα κρασί. Μόνο προχτές τη νύχτα, κόλλησα το πρόσωπό μου έξω από το παράθυρο, ανάμεσα σε τηλεφωνικά ραντεβού, ποταμούς από e-mails, ορυμαγδούς από φήμες σκανδάλων, ιερών μεσιτειών και υπουργικών ασυμβιβάστων. Ετσι όπως ήμουν με τις πυτζάμες, πριν από τον ύπνο, κατάφερα και σε κοίταξα. Ησουν πάντα ωραιότερη, πιο χρυσή, θερμή και μεγαλοπρεπής από κάθε άλλη σου αδελφή Πανσέληνο. Αυτό ήταν. Δεν είχα άλλο χρόνο. Ούτε κι εσύ άλλωστε για μένα, αφού πήγαινες προς τη δύση σου, παίρνοντας οριστικά μαζί σου το καλοκαίρι. Σόρι, φεγγαράκι, που κατρακύλησες τόσο χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων μου (να ειδοποιήσω τον ηλεκτρολόγο, να πάρω τον παιδίατρο, να βράσω τα μπρόκολα, να δω την Πανσέληνο) Υπόσχομαι του χρόνου να επανορθώσω...

Το τρίγωνο του φτωχοδιαβόλου

Αν κοιτάξεις ψηλά, θα δεις τις πανάκριβες οικιστικές τούφες της πόλης, τα λοφτ της μεταβιοτεχνικής εποχής, στιλάτα στέγαστρα με θέα την Ακρόπολη. Αν είσαι τυχερός, μπορεί να δεις και λίγο ήλιο. Αν κοιτάξεις μπροστά σου, θα δεις ξεφλουδισμένους τοίχους, μισογκρεμισμένα παράθυρα, πόρτες που στέκονται με το ζόρι, μαραζωμένα ξενοδοχεία με λιγδιασμένες κουρτίνες να κυματίζουν στο αεράκι του Σεπτεμβρίου. Θα δεις ανθρώπους που σε κοιτούν επίμονα ή και ύποπτα. Αλλους να προσπαθούν να σου πουλήσουν γυαλιά ηλίου και ζώνες με μεγάλες αγκράφες που γράφουν Φερέ, Γκούτσι και Γιουνάιτεντ Κόλορς οφ Μπένετον. Θα δεις κάποιες κοπέλες, μελαψές, με όμορφα μεγάλα μάτια, κατακόκκινα χείλη, κι ας είναι μέρα μεσημέρι, με τσαλακωμένες μίνι φούστες και καλσόν με τόσες τρύπες, σαν δίχτυ που το 'χουν φάει τα ψάρια. Παραδίπλα, ο νταβατζής περιμένει, μελαψός κι αυτός. Και αν χαμηλώσεις κι άλλο το βλέμμα σου, θα δεις πεταμένους ανθρώπους σε πεζοδρόμια και σκαλοπάτια, μόνο λευκούς. Οικογένειες μεταναστών ζουν κι εργάζονται στους δρόμους του ιστορικού κέντρου. Μέσα σε βία, ναρκωτικά, πορνεία Αγόρια και κορίτσια, σαν χρησιμοποιημένες χαρτοπετσέτες μέσα σε σακούλα σκουπιδιών. Με σύριγγες, σβησμένες φωνές, βλέμματα καρφωμένα στο πουθενά, ή μάλλον στο τέλος. Και παντού γύρω σου μια ανάκατη μυρωδιά από ανθρωπίλα, βενζίνη, κάτουρα και βαριές σάλτσες από τα ανατολίτικα μαγέρικα. Ξαναφέρνεις το βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω. Σ' αυτό που λέμε τρίγωνο της Γερανίου, της Σοφοκλέους και της Πειραιώς, ο διάβολος είναι ο μοναδικός μόνιμος κάτοικος που ζει χωρίς παράπονο...