Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Ενα µεσηµέρι στου Συντάγµατος τα µέρη

Τετάρτη µεσηµέρι, το Σύνταγµα είναι άδειο ξανά, αποκλεισµένο ξανά. Στην Αµαλίας δεν περνά τροχοφόρο, τα αυτοκίνητα περιµένουν παγιδευµένα πιο κάτω, να δουν τι θα γίνει. Τίποτε δεν θα δουν γιατί οι πρωταγωνιστές των δρώµενων χωράνε άνετα µπροστά στον Αγνωστο. «Ελάτε», φωνάζει η ντουντούκα, «ελάτε Ελληνες! Ψηλά το κεφάλι Ελληνες! Σηκώστε τις σηµαίες να ανεµίζουν! Εµπρός να τραγουδήσουµε τον Εθνικό Υµνο!». Αρχίζει όντως να τον τραγουδά. Αν δεν ήταν τόσο βραχνός και παράφωνος, θα καθόµουν προσοχή, αλλά έχω κι εγώ τη µουσική µου καλλιέργεια. Προχωρώ στην είσοδο του Μετρό, µια γυναίκα εκεί στέκεται χαµογελώντας συγκαταβατικά κάτω από τα µαύρα γυαλιά της. «Ωραία τον λένε!» µου ανακοινώνει σαν περήφανη µητέρα µέλους παιδικής χορωδίας. Μα και βέβαια! Ζούµε υπέροχες στιγµές εδώ σε αυτόν τον ιστορικό και ηρωικό χώρο. Εδώ που τόσοι αγώνες δόθηκαν από τον ελληνικό λαό, τόσες σπουδαίες στιγµές αποτυπώθηκαν στη µνήµη, εδώ οι αγώνες συνεχίζονται και ο Υµνος ψάλλεται από χείλη νέων πιστών, κατά κάποιον τρόπο. Νέου τύπου σηµαίες κατασκευάζονται και πωλούνται, ένα επί ενάµισι, µε πλαστικό σταυρουδάκι λευκό στην κορυφή του κονταριού. Ανθρωποι του µόχθου, της εργασίας και της αγοραπωλησίας κρατικών αδειών, τραγουδούν όλοι µαζί, νέα ταλέντα ξεπηδούν µπροστά στους υποµονετικούς οδηγούς αυτοκινήτων. Κι ύστερα σου λένε οι υποψήφιοι περιφερειάρχες ότι έντεκα εκατοµµύρια έλληνες είναι κατά του Μνηµονίου! Γιατί κύριε; Μας ρωτήσατε; Εγώ, ας πούµε, είµαι απολύτως υπέρ του Μνηµονίου, και δεν ξέρω να µε έχουν διαγράψει από τους καταλόγους των ελλήνων πολιτών. Χάρις στο Μνηµόνιο ανακάλυψα ότι ζω σε µια κοινωνία γεµάτη πατριωτισµό, έτοιµη να πάρει τα φλάµπουρα, να προτάξει τα στήθη, να βγει έξω σε δρόµους και πλατείες. Τώρα που το οµολόγησα, ελπίζω να µη µου απαγορεύσουν την είσοδο στην περιφέρεια.