Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Κυριλλικό αλφάβητο

Να είχαµε και στην Αθήνα έναν πεζόδροµο σαν αυτόν που βρέθηκα απόψε, µετά από ταξίδι που αποφασίστηκε χωρίς πρόγραµµα, σε µια πόλη που δεν θυµάµαι το αληθινό της όνοµα.

Περπατώ και χαζεύω γύρω µου χωρίς να φοβάµαι ότι θα πέσει πάνω µου µηχανάκι, αυτοκίνητο, ούτε καν ποδήλατο, ούτε καν πατίνι, και δεν ξέρω να πω το όνοµα της πόλης στη δική της γλώσσα. Αν είναι δυνατόν! Ευτυχώς στα ελληνικά είναι εύκολο, τη λέµε Φιλιππούπολη, και βρίσκεται στη Βουλγαρία.
Προσπαθώ να διαβάσω το όνοµά της µε το κυριλλικό αλφάβητο και πάλι δυσκολεύο- µαι, δεν ξέρω ούτε να συλλαβίζω το αλφάβητο αυτό, κι ας το χρησιµοποιούν γειτονικές χώρες. Βγάζω οδηγό, φοράω γυαλιά, µε τα πολλά µαθαίνω τα κεφαλαία, λείπουν ακόµα τα µικρά. Θαυµάσια εγκεφαλική άσκηση, να προσπαθείς να διαβάσεις γρήγορα άγνωστες λέξεις σε αλφάβητο που µόλις έµαθες και που έχει µερικά γράµµατα ίδια µε το ελληνικό, οπότε το µυαλό πρέπει να πηγαίνει µπρος - πίσω στην οικειότητα µαζί τους.
Γιατί παρασέρνοµαι από τα γράµµατα όµως, και διαβάζω λέξεις που δεν καταλαβαίνω, αντί να χαζεύω τις προσόψεις απλώς, να ξεχνιέµαι για µια µέρα, αφού αύριο κιόλας φεύγω; Αντί να απολαύσω τη βόλτα, τη γλώσσα των κτιρίων που είναι παγκόσµια, γιατί σε όλους αρέσουν τα αναπαλαιωµένα κτίρια σε ήσυχους δρόµους µε αγάλµατα, παιδιά που παίζουν και νεολαία που πίνει µπίρες, κολλάω στις επιγραφές, στις ταµπέλες, και προσπαθώ να καταλάβω το νόηµά τους. Θα πρέπει να είναι η κλίση προς τους κρυπτογραφικούς κώδικες, όλα τα παραµύθια µυστηρίου που διαβάσαµε παιδιά και συνηθίσαµε να πιστεύουµε ότι µέσα στο ακατανόητο κρύβονται οι αλήθειες. Τελικά καταλαβαίνω ότι οι άγνωστες λέξεις κρύβουν διαφηµίσεις µπίρας, εκπτώσεις µαγαζιών και ονόµατα δηµοσίων υπηρεσιών. Δηλαδή κοινότοπες αλλά παγκόσµιες αλήθειες

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Θυµωµένοι υπάλληλοι, φοβισµένοι ταξιδιώτες


Πήγα στον σταθµό Λαρίσης να αγοράσω εισιτήρια.

Εκατοµµύρια έχει καταπιεί ο ΟΣΕ, δεν έχει καταφέρει να εκδίδει εισιτήρια µέσω Ιντερνετ. Είχε κόσµο, ουρές στα εκδοτήρια, κίνηση. Οι υπάλληλοι είχαν ύφος κουρασµένο, τόσο δυσαρεστηµένο, τόσο ενοχληµένο, που ντρεπόσουν να τους απασχολήσεις.
Ειδικά όταν έφτασα στο γκισέ και πέταξα το χαρτάκι προτεραιότητας η γκριµάτσα της υπαλλήλου χειροτέρεψε.
Ζήτησα σεµνά εισιτήριο, µου το έδωσε τσαντισµένη, το πήρα σεµνά, δεν της έφυγε η τσαντίλα. Δεν τόλµησα να ρωτήσω αν ήταν θέση στο παράθυρο, τράπηκα σε φυγή. Ολοι, πελάτες και υπάλληλοι, ήταν θυµωµένοι και δυστυχείς, σαν έτοιµοι να βάλουν φωνές για κάτι.
Μου θύµισαν πάλι το πρώτο ταξίδι µε τρένο της ζωής µου, αρκετές δεκαετίες πριν. Το βαγόνι ήταν γεµάτο, οι θέσεις δεν έφταναν, υπήρχαν όρθιοι φαντάροι, και φυσικά όρθια παιδιά, όπως εγώ. Ενας φαντάρος είχε βρει µια θέση από αυτές που ανοίγουν, µε πήρε στα γόνατα να έχει δικαιολογία να καθήσει. Πέρασα καλά, έλεγε παραµύθια σε όλο το ταξίδι, µόνο που δίπλα µια γυναίκα κρατούσε ανάποδα δυο κότες ζωντανές. Δεµένες από το πόδι, φτερούγιζαν κάθε τόσο και κακάριζαν, µέχρι να µπορέσει να τις ησυχάσει, καθώς όλοι γύρω την αγριοκοίταζαν. Ηταν τόσο φανερό ότι τις προόριζε για σφαγή, έπρεπε και να τις εξευτελίζει έτσι δηµόσια;
Τώρα δεν γίνονται τέτοια, κανείς δεν µεταφέρει κότες ζωντανές, και θα προτιµούσε να σκοτώσει τον φαντάρο ένας πατέρας, παρά να τον αφήσει να πάρει στα γόνατα την κόρη του. Αλλά κάθε φορά που αντικρύζω αυτά τα θυµωµένα και τα παραιτηµένα µούτρα σε τρένα και σταθµούς, θυµάµαι εκείνο το ταξίδι. Νιώθω σαν να είµαι εγώ η κότα που φτερουγίζει τροµαγµένη, και θέλει απεγνωσµένα να κακαρίσει. Χωρίς ελπίδα δε να βρω τίποτε γόνατα φαντάρου, να γείρω.