Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Ου τόπος

Τελειώνει ο μήνας, αλλά από τα διπλανά γραφεία όλο και κάποιοι κάνουν ακόμη χρήση των υπολειμμάτων της θερινής τους αδείας. Ανυπομονώ να γυρίσουν κι αυτοί για να επιστρέψουμε επιτέλους στην ομαλότητα. Εμείς τα θύματα του Αυγούστου, προ πολλού απίκο, παριστάμεθα και χαιρετίζουμε την κάθε άφιξη με ανάμεικτα αισθήματα. Επωφελούμαι από αυτή την γκρίζα ζώνη του χρόνου για να ξεφορτωθώ λίγη από τη σκόνη του καλοκαιριού. Μεγάλη κουταμάρα εκ μέρους μου να περάσω φέτος ένα κομμάτι των διακοπών μου σε μια περιοχή όπου προ εικοσαετίας ήμουν (σκληρά) εργαζόμενος. Πρωί, έξι παρά τέταρτο νταν, με τα αστέρια ακόμη στον ουρανό, ταξίδευα μιάμιση ωρίτσα και η αυγούλα με έβρισκε μαχμουρλή, μέσα στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Κοίταζα από το σαραβαλιασμένο παράθυρο τους αμμουδερούς κολπίσκους να ετοιμάζονται για τη μέρα κι ήτανε σαν να έβλεπα τον Θεό τον ίδιο. Η μούχλα από τις διπλοκλειδωμένες παραθεριστικές κατοικίες της παραλίας έδινε τότε ένα οσφρητικό ντελίριο στις εικόνες μου. Πού να φανταστώ ότι πολλά χρόνια αργότερα θα είχα τη γαϊδουριά να τις κατοικήσω σαν παραθεριστής. Ο τόπος σού την έχει στημένη κύριε, είπα στον εαυτό μου την πρώτη κιόλας νύχτα, όταν στριφογύριζα σαν το σπληνάντερο πάνω στα χλωριωμένα σεντόνια. Υπήρξαν μάλιστα φορές που νόμιζα ότι πέφτω από το κρεβάτι, αλλά ακόμη κι έτσι η παλιά μυρωδιά δεν μου έκανε τη χάρη να με δεχτεί στην κόγχη της.

Μήπως να ψωνίσω κάτι;

Δύσκολο να αξιοποιήσεις το απρόσμενο φθινόπωρο σε μια πόλη που μαζικά ιδιωτεύει. Νωρίς το βράδυ κατεβάζουν τα φαστφουντάδικα ρολά, σκοτεινιάζουν οι δρόμοι, μόνο στις γειτονιές της μόδας έχει κίνηση, αλλά δεν έχει χώρο να περάσεις. Στην Πατησίων, κρίμα τα μεγάλα πεζοδρόμια, τρέχουν όλοι βιαστικά, δεν ρίχνουν μια ματιά στις φωτισμένες βιτρίνες. Άψογα γυναικεία σώματα και ορισμένα ανδρικά κοιτάζουν από μέσα τους διαβάτες απαθώς, προσφέρουν τις καμπύλες και τη στιβαρότητά τους, αλλά κανείς δεν τους δίνει σημασία. Φταίει το ψιλόβροχο, φταίει που δεν άνοιξαν ακόμα τα μπαρ, είχαν κάνει άλλο προγραμματισμό και αιφνιδιάστηκαν; Μερικοί περπατάνε με το κεφάλι κάτω, ανυπομονούν να γυρίσουν σπίτι τους, κάποια ζευγάρια βγήκαν για σινεμά, κρατάνε ομπρέλες κλειστές, έτοιμοι για όλα, όχι όμως για χάζι. Κι όμως, ο δρόμος έχει απ΄ όλα, έχει κυριλέ ακριβά ρούχα για γάμους και δεξιώσεις, έχει μπακάλικα ντελικατέσεν, έχει αλυσίδες φτηνής ένδυσης με ντεκόρ που μοιάζουν πανάκριβα, έχει σπορ είδη, μαϊμούδες και γνήσια δίπλα δίπλα, σε δημοκρατική συνύπαρξη. Τσεκάρω ότι μπορεί ακόμα μια μητέρα να πάει το παιδί της στα γνήσια να χαζέψει, κι ύστερα, όσο είναι μικρό και δεν καταλαβαίνει, να το πάει στις πάμφθηνες μαϊμούδες να ψωνίσει. Μόνο που τώρα καταλαβαίνουν όλο και μικρότερα τα παιδιά, και πόσο ακόμα θα αντέξει το μαγαζί με τις μαϊμούδες; Κι αν κλείσουν οι μαϊμούδες, πόσο θα αντέξουν τα γνήσια, δίπλα τους; Είναι οικοσύστημα, αν καταστραφεί το ένα θα παρασυρθεί και το άλλο. Κι αν κλείσουν, τα φώτα τους δεν θα δουλεύουν πια τη νύχτα, θα σκοτεινιάσουν οι βιτρίνες, πώς θα μας παρηγορούν τις φθινοπωρινές βραδιές; Με πιάνει ανασφάλεια για το μέλλον της κατανάλωσης στην παρηκμασμένη μας λεωφόρο, μήπως παραβώ τις αντικαταναλωτικές αποφάσεις μου κι από Δευτέρα ψωνίσω κάτι;