Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Στρίφωμα βαρβαρότητας

Πώς το κάνουν οι Γάλλοι: αποφασιστικά και με μπουλντόζες. Αναφανδόν, με κάμερες και ρεπόρτερ να παρακολουθούν, διώχνουν τους μετανάστες. Χωρίς να τους αγγίζουν ανθρώπινα χέρια, εκτός από τους εθελοντές που μαζεύονται για να τους παρηγορήσουν. Κόβουν μέχρι και τα δέντρα που στήριζαν τις τέντες. Πρόδωσαν τα δέντρα, να εκτελεστούν. Και οι φιλήσυχοι πολίτες της Γαλλίας μπορούν υποτίθεται να κοιμούνται ήσυχοι, αφού το κράτος τους αρχίζει να απελαύνει τους Αφγανούς, που ούτε η Βρετανία τούς δίνει άσυλο. Είναι σαν να αποκτάει η Ευρώπη ένα περιθώριο, ένα στρίφωμα, τους ανθρώπους που σωριάζονται στα πόδια των συνόρων της. Ποιος το φανταζόταν από τη δική μας γενιά, όταν μάθαινε στο σχολείο για τις αρχαίες κοινωνίες, τις αποικίες, τις εκστρατείες, τους εξανδραποδισμούς, τα σκλαβοπάζαρα και τις γαλέρες, τους πειρατές και τους μακροχρόνιους πολέμους ή τους σύντομους πολέμους με τους πολλούς νεκρούς στον καιρό των γονιών και των παππούδων μας, κι ένιωθε περήφανος ως άνθρωπος που έχουμε ξεπεράσει την εποχή της βαρβαρότητας, ποιος το φανταζόταν τι μορφές θα έπαιρνε η βαρβαρότητα στην εποχή μας;

Και μάλιστα με στόχο- ή με άλλοθι- να προστατεύσει τον δικό μας προχωρημένο και φιλοσοφημένο πολιτισμό; Αλλά θα πρέπει να ήταν πάντα έτσι, πάντα για να προστατευθούν κάποιες κατακτήσεις, ένα επίπεδο πολιτισμού ορισμένων, πόλεων, προνομιούχων τάξεων, χωρών, πάντα έτσι δεν γίνονταν οι βαρβαρότητες;

Κι ύστερα τι συνέβαινε συνήθως; Είχαν αποτέλεσμα, προστατευόταν ο πολιτισμός ή απλωνόταν η βαρβαρότητα ύπουλα και στρεφόταν εναντίον των ίδιων των προστατευομένων της και τους έκανε σιγά σιγά θύματα και τους ίδιους των μέσων που είχαν χρησιμοποιήσει; Έτσι δεν γινόταν συνήθως; Ποιος μπορεί να φανταστεί τώρα τι μορφές θα πάρει αυτή η στροφή, πώς θα γυρίσει εναντίον μας, των Ευρωπαίων που γίναμε πια όλοι;

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

2001-2009: Μια αιωνιότητα-και μια μέρα

Το χτεσινό μεσημέρι με βρήκε από μια παλαβή σύμπτωση στο ίδιο σημείο όπου βρισκόμουν το φοβερό μεσημέρι της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001... Μπροστά στην ίδια θάλασσα, στο ίδιο εξοχικό σπίτι, με την τηλεόραση αφηρημένα ανοιχτή να παίζει τα τελευταία νέα... Σαν σε ταινία φαντασίας βλέπω τον εαυτό μου: Είμαι οκτώ χρόνια νεότερος και οκτώ κιλά λιγότερα. Φοράω το μαγιό μου . Ανυποψίαστος εντελώς για το ότι ακριβώς μπροστά στα μάτια μου τελείωνε ο κόσμος - όπως τον ήξερα.
Πέρασαν πολλά λεπτά μέχρι να καταλάβω ότι αυτό που παίζει στην τηλεόραση δεν είναι ταινία, ούτε αρχείο, ούτε φάρσα. Ενα αεροπλάνο έχει πέσει πάνω στον ένα από τους δύο πύργους του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου στο Μανχάταν. Ολες οι συχνότητες, των (λίγων) καναλιών που πιάνει η ασπρόμαυρη τηλεόραση με τη χάλια λήψη, δείχνουν το ίδιο πλάνο. Τρελαίνομαι. Αρχίζω τα τηλέφωνα. «Τι ξέρετε;». Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Ολοι υποθέτουν διάφορα.

Την ώρα που όλοι ρωτάμε όλους, στουκάρει σε παγκόσμιο live και το δεύτερο αεροπλάνο, στον δεύτερο πύργο. Και τότε, πραγματικά, ο κόσμος τελειώνει μαζί με την -όποια- αθωότητά μας - κι ένας καινούργιος κόσμος αρχίζει. Οχι πολύ συμπαθητικός - και χάλια τον λες.

Κι όμως, επιζήσαμε. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο «κόσμος», τραυματισμένος, αλλαγμένος, σφαγμένος, κι ωστόσο κάπως συνεχίζει να υπάρχει. Η «Αποκάλυψη» δεν ήρθε, τουλάχιστον όχι με τη μορφή που φανταζόμασταν τότε. Ο κόσμος δεν «τελείωσε» στα αλήθεια, απόδειξη ότι είμαι πάλι εδώ, στο ίδιο -αιφνιδίως- παραθαλάσσιο σπίτι, την ίδια ημερομηνία, οκτώ χρόνια, οκτώ κιλά και μία ολόκληρη ζωή μετά. Ο κόσμος, τελικά, δεν «τελειώνει» τόσο εύκολα. Απλώς αλλάζει: Μερικές φορές με σοκ και δέος κι άλλες φορές ύπουλα, ανεπαίσθητα, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε πώς μας χτύπησε Ο Μεγάλος Ασύλληπτος Τρομοκράτης. Που για ακόμα μία φορά αποδεικνύεται πως δεν είναι άλλος από τον Χρόνο.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

11 Σεπτεμβριου

Επανάσταση στη γωνία

Στη γωνιά την παραπάνω άνοιξε ξανά ο φούρνος που επί μήνες ανακαινιζόταν και ήταν κλειστός. Μεγάλη ανακαίνιση, το καλό πράγμα αργεί. Στους τοίχους μπήκαν καθρέφτες, αστραποβολά το μαγαζί. Καινούργια τα πάντα, μέχρι τα εξωτερικά κουφώματα, μέχρι τη διακόσμηση της τζαμαρίας προς τον δρόμο. Η ανακαίνιση μάλιστα πέρασε τα τετραγωνικά του οικοπέδου, προχώρησε στον κοινόχρηστο χώρο του πεζοδρομίου. Οι τσιμεντόπλακες μπροστά στον φούρνο ξεχωρίζουν, δεν είναι απλώς πιο καθαρές από τις άλλες, είναι και πιο άσπρες, θα πρέπει να τις έξυσαν με το ειδικό εργαλείο για να φύγει από πάνω τους η συνήθης μαυρίλα. Και γύρω από τα δέντρα του δήμου έφτιαξαν πεζουλάκι και γύρω από το πεζουλάκι έβαλαν έναν μικρό χαμηλό ξύλινο φράχτη, διακοσμητικό εντελώς, με καμιά άλλη χρησιμότητα εκτός από το να αναδεικνύει την παρουσία των δέντρων, να νιώθουμε ανεβασμένοι, περπατώντας στην Κερκύρας, για τα προσεγμένα δέντρα μας.

Δούλεψαν οι άνθρωποι δηλαδή κάμποσο παραπάνω, ξόδεψαν κάποια λεφτά, αγόρασαν υλικά και πλήρωσαν μεροκάματα για να μερεμετίσουν και να ομορφύνουν το πεζοδρόμιο γύρω από το μαγαζί τους.

Υπήρχε μέχρι τώρα η μόδα μιας λουρίδας από πλαστική πράσινη μοκέτα σε σχήμα γκαζόν, δηλαδή τριχωτή, με την οποία μερικά νυχτερινά μαγαζιά προσπαθούσαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από την τσιμεντένια καθημερινότητα υποτίθεται, αλλά τόση φροντίδα για τον περιβάλλοντα χώρο δεν τη συναντάς κάθε μέρα.

Αντίθετα, έχω προσέξει σε μέρη ωραιότερα από την Κυψέλη, μαγαζάτορες να αδιαφορούν για τη βρώμα που οι ίδιοι προκαλούν γύρω από το μαγαζί τους, έστω κι αν υποβαθμίζεται η πιθανότητα προσέλευσης πελατών. Εδώ έγινε μια μικρή επανάσταση, μικρή μπροστά στο μήκος της οδού, όχι μπροστά στην άβυσσο της αντικοινωνικής νοοτροπίας μας. Εκεί είναι τεράστια.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Τηλεμαθήματα

Όλα θα τα κάνουν, όλα. Όλα για τα παιδιά μας. Για να μην κολλήσουν γρίπη. Και τις απουσίες θα τις χαρίσουν, και τα σχολεία θα τα κλείσουν όσο χρειαστεί, σιγά τώρα, δεν χάθηκε ο κόσμος, η υγεία είναι το παν. Και τηλεοπτικά μαθήματα από το κανάλι της Βουλής, να ανέβει και η ακροαματικότητά του.

Είτε από την ΕΡΤ, να ανέβει η δική της ακροαματικό- τητα. Άνευ διδασκάλου στο σπίτι, ευχάριστα και υγιεινά, μακριά από τις κακές παρέες, να μη χαλάει και ο ύπνος ο πρωινός. Να μην εκτίθεται καν το παιδί στα μικρόβια. Και με Ίντερνετ μαθήματα, τι άλλο θέλετε; Μόνο μη ζητάτε να μπει υγρό σαπούνι στις τουαλέτες, αυτό δεν είναι διαδραστικό βρε παιδιά. Και μπουκάλια με απολυμαντικό, μα πώς το λέτε έτσι; Τι είναι δηλαδή οι άνθρωποι, να τρέχουν σε κάθε τουαλέτα κάθε σχολείου και να κοιτάνε αν έχει μπουκάλι με απολυμαντικό; Και στοίβες πετσέτες μιας χρήσης, πού να βρούμε τώρα τελευταία στιγμή προμηθευτές, ξεχάσαμε πώς γίνονται κιόλας αυτές οι δουλειές. Έτσι εύκολα το λέτε εσείς από την καρέκλα σας. Έχετε πάει τώρα τελευταία σε σχολική τουαλέτα; Ξέρετε τι δράμα σιωπηλό έχει παιχτεί εδώ και είκοσι χρόνια στις σχολικές τουαλέτες; Τι πηγή περικοπών και οικονομιών υπήρξαν, και ελπίδων ότι θα σιάξουν τα οικονομικά και θα έρθουν στα ίσια τους τα έξοδα;

Βλέπετε όταν καθυστερούν τα δωρεάν βιβλία όλοι φωνάζουν, αλλά για τις τουαλέτες δεν φωνάζει κανείς, είναι ντροπή.

Κάνεις υπομονή και πας στο σπίτι σου, έτσι μαθαίνουν οι μαμάδες τα παιδιά τους. Τώρα θέλουμε κι απολυμαντικά. Για να ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε, εκλογές έχουμε, κάντε έναν κόπο στις 4 Οκτωβρίου που θα πάτε στα σχολεία να ψηφίσετε, ανοίξτε μια τουαλέτα έτσι από περιέργεια. Και επανερχόμαστε.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Νέο έργο επειγόντως

Το κάναμε μόδα και έγινε συνήθειο, που έλεγε και το Κολλητήρι του Καραγκιόζη. Εκλογές κάθε φθινόπωρο, εκεί στην παραζάλη. Να έχεις εγκαταλείψει για λίγο την ενημέρωση κι εκείνη να σε εκδικείται, ότι έχασες επεισόδια. Που δεν έχασες επεισόδια, γιατί τα έχεις ξαναδεί, και κατά βάθος τα ξέρεις. Φαίνεται να μοιάζει με το προπέρσινο καλοκαίρι. Αύγουστος ήταν, δεν ήτανε θαρρώ; Δυο χρόνια πριν. Που λιαζόμασταν και χαλαρώναμε και ξεχνούσαμε τη σκληρή πραγματικότητα, την πολύ σκληρή. Τουλάχιστον προσπαθούσαμε. Πάλι είχε σαλπίσει ο ίδιος άνθρωπος, εκλογές! Πάλι είχε καεί η Πάρνηθα, είχε καεί η Ηλεία, είχαν πεθάνει άνθρωποι στις φλόγες. Και η Πάρνηθα δεν ξαναπρασίνισε, για να μπορεί να ξανακαεί. Βρέθηκαν άλλα δάση να καούν, άλλα σπίτια, άλλοι άνθρωποι, ίδια γεύση ανικανότητας και πανικού, ίδιες εκκλήσεις για νωπές εντολές. Άντε να καθιερώσουμε κάθε φθινόπωρο εκλογές, μαζί με τα σχολικά, να τελειώνουμε. Να καίμε το καλοκαίρι, να ψηφίζουμε το φθινόπωρο. Με μια από εκλογές ξεχνιέμαι. Ή θυμάμαι τα παλιά, με αυτό το «Φταίνε τα πεύκα» ας πούμε. Θυμίζει εκείνο το παλιό, ότι έφταιγαν οι κουκουνάρες, που είχε πει ο Ράλλης λίγο πριν χάσει τις εκλογές κι εκείνος. Εκ του μέρους στο όλο, από τις κουκουνάρες στα πεύκα. Να το δούμε σαν πρόοδο; Πόσες δεκαετίες πριν ήταν που έφταιγαν οι κουκουνάρες; Ακόμα δεν συμμορφώθηκαν οι ανεπίδεκτες. Πολύ πίσω έχει μείνει η πολιτική εκπαίδευση των δέντρων σ΄ αυτό τον τόπο. Κάποτε το έγραφαν τα σινεμά: Ραντεβού το Σεπτέμβρη με νέο έργο. Τώρα έχουμε την Μπιενάλε των εκλογών, απορρόφησε η πολιτική το θέαμα. Να είναι όμως νέο, παρακαλώ πολύ. Φτάνει πια το ίδιο σενάριο. Νέα υπόθεση, νέο ντεκόρ, νέος σκηνοθέτης. Ίσως και νέοι θεατές.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Χαμένος παράδεισος

Δεν μπορείς να γνωρίσεις, λες, έναν τόπο αν δεν τον μυρίσεις, αν δεν τον περπατήσεις. Στα νησιά, όμως, η βουτιά κάνει τη διαφορά, καθώς τα νερά αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την εποχή και την ώρα. Αν δεν ανοίξεις τα μάτια σου χωρίς τη μάσκα μέσα στο νερό πώς μπορείς να ξεχωρίσεις τη μια θάλασσα από την άλλη; Πώς ξέρεις αν άλλαξε με τα χρόνια που πέρασαν, αν βιάζεσαι να ανέβεις στον αφρό για να ρουφήξεις αέρα από τον αναπνευστήρα; Πώς μπορείς να νοσταλγείς χωρίς να βουτήξεις; Πάνω στα βράχια, στην άμμο ή στην άκρη μιας βάρκας, πριν πέσω στη θάλασσα αναζητώ τον ήλιο. Τον θέλω να φωτίζει φευγαλέα τον δρόμο προς τον βυθό για να σπρώξω πρώτα με τα χέρια το νερό κι αφού ξεχάσω τη στεριά, να ανοίξω τα μάτια. Βλέπεις, είναι η ορμή, χρόνια τώρα, κολλημένη στη λαχτάρα. Σπαρταριστή και ψαρίσια. Άλλοτε της προσμονής κι άλλοτε της φυγής. Σαν αυτή που ώθησε τον Βασίλη και μένα να κουβεντιάζουμε για ώρες στην πλώρη, έξω από ένα νησί- τη Μονή- μια σπιθαμή γης, δίπλα στην Αίγινα. Βούτηξα για να ξεφύγω από τις μνήμες μου, με το σχοινί παραμάσχαλα και έδεσα τη βάρκα. Ο Βασίλης, Έλληνας εξ Αιγύπτου, που ήρθε πριν από 50 χρόνια από το Κάιρο στην Αθήνα, μιλούσε για τον πατέρα του Γιώργο, που γεννήθηκε στη Μενεμένη, ένα χωριό έξω από τη Σμύρνη. Η ταυτότητά του έγραφε, όπως μου είπε, «Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης». Με αυτήν ταξίδεψε για Αίγυπτο το 1921, έναν χρόνο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπρος στα μάτια μου ακόμα ζωντανή η εικόνα της καμένης αττικής γης. Στον βυθό οι πρόσφυγες της Ανατολής. Πίσω στην Αθήνα οι λαθρομετανάστες από τη Λέσβο. Αιολική φθινοπωρινή γη, χωρίς μια στάλα άνοιξης, στον δρόμο της επιστροφής.