Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Τα «καλά παιδιά» με τρομάζουν

Τα ήσυχα «καλά παιδιά» μού προκαλούν τόση θλίψη. Δεν φωνάζουν πολύ, δεν αγανακτούν όταν πρέπει, δεν διεκδικούν όσο πρέπει, δεν συγκρούονται. Κι όλοι τα θεωρούν όλα αυτά πολύ θετικά στοιχεία. Μπορεί να βράζουν μέσα τους, αλλά δεν επιτρέπουν συνήθως στον θυμό τους να εκφραστεί, ούτε στον πραγματικό εαυτό τους να φανερωθεί. Κι αν κάποια στιγμή ξεσπάσουν εκρηκτικά, όλοι ξαφνιάζονται. Δεν μπορεί, οι άλλοι φταίνε. Ποτέ η δική τους η «χύτρα» που χάλασε. Αυτά τα μοναχικά «καλά παιδιά» με το απόμακρο βλέμμα και το γλυκό αφηρημένο χαμόγελο. Τους μιλάς κι έχεις συνεχώς μιαν αίσθηση παράξενη, σαν να βρίσκεσαι σε κενό αέρος. Είναι αλλού, αλλά δεν σου λένε, «συγγνώμη, δεν μπορώ να σ΄ ακούσω τώρα» γιατί, είπαμε, είναι «καλά παιδιά» και δεν απογοητεύουν κανέναν. Κάνουν, όμως, κάτι πιο απογοητευτικό: σ΄ αφήνουν να κρέμεσαι, μόνος, ματαιωμένος, πείθοντας τους άλλους αλλά και τον εαυτό τους ότι είναι ευγενικοί, όχι αδιάφοροι. Αυτά τα ουδέτερα «καλά παιδιά» μού ξυπνάνε τόσο θυμό όταν φοράνε διάφορα «πουκάμισα» λογικής για να μην ανακατευτούν πουθενά- δεν με νοιάζει, δεν μου αρέσουν οι καβγάδες, όλοι δίκιο έχουν, τι σημασία έχει, ο καθένας ας κάνει ό,τι θέλει, κι άλλα τέτοια. Αυτά τα δυστυχισμένα «καλά παιδιά» που στρέφουν την αγωνία τους στη σκληρή δουλειά καπνίζοντας ατέλειωτα πακέτα τσιγάρα ή, ακόμη χειρότερα, πνίγουν τον πόνο τους στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά και λένε «αν βλάπτω κάποιον, είναι ο εαυτός μου». Κι αν δεν ξεσπάσει κάποιο μεγάλο δράμα μ΄ αυτούς πρωταγωνιστές, όπου όλοι θα δηλώνουν μπροστά στις κάμερες «μα, ήταν τόσο καλό παιδί», όλα θα μοιάζουν «φυσιολογικά». Και ήσυχα. Πολύ ήσυχα. Τραγικά ήσυχα.

Επικράτεια του τσαμπουκά

Στα γήπεδα η Ελλάδα δεν αναστενάζει πια, παίζει ξύλο. Αλλά δεν της φτάνουν τα γήπεδα, παίζει ξύλο σε δρόμους και πλατείες, λες και είναι το μόνο πράγμα που της έχει απομείνει. Σε λιμάνια επίσης, στον Πειραιά που κάποτε έψαχνες να βρεις άλλο λιμάνι τόσο να σε τρελάνει. Τώρα ψάχνεις να βρεις άλλο λιμάνι να σαλπάρεις και πίσω να μην κάνεις. Πιάνεις τόπο στο πεδίο της καθημερινής μάχης που έχει γίνει η χώρα σου. Αλλά είναι κλειστοί οι δρόμοι με τρακτέρ και στα λιμάνια τα δακρυγόνα απαντούν σε εκτοξευόμενες πατάτες. Εντάξει, στην Παιδεία δε λέω, είναι πιο πολιτισμένα τα πράγματα, απλώς όλοι φεύγουν ακατάδεχτοι από τον διάλογο της tabula rasa, όπως είχαν φύγει ακατάδεχτοι από τον διάλογο της Μαριέττας Γιαννάκου. Μορφωμένοι άνθρωποι, όχι σαν τους άλλους. Αν δεν έχεις παιδιά να πηγαίνουν σχολείο, δεν θέλεις να ταξιδέψεις, δεν είσαι καθαρίστρια που συνδικαλίζεται, δεν τρελαίνεσαι να πας στη Λυρική που τελεί υπό κατάληψη, δεν σου αρέσει το ποδόσφαιρο και τα γήπεδα γενικά, δεν είσαι άρρωστος να χρειάζεσαι νοσοκομείο και να πέσεις στην ένδεια του ΕΣΥ, καλά θα κάνεις να μην περνάς κοντά από τα αστυνομικά τμήματα που βάζουν στόχο οι επαναστάτες. Δηλαδή αυτοί που ονομάζουν εαυτούς επαναστάτες, διότι έτσι που έγινε η βία καθημερινή και ανέξοδη, επανάσταση κάνει όποιος την αρνείται. Αυτοί που προσπαθούν να συμβιβαστούν με τους αντίθετους, να συζητήσουν, να συμφιλιωθούν, παζαρεύουν και υποχωρούν λίγο προσπαθώντας να πείσουν και τους άλλους να υποχωρήσουν άλλο λίγο, αυτοί είναι οι σιωπηλοί και άδοξοι επαναστάτες στη χώρα του τσαμπουκά. Αλλά δεν τους δοξάζουμε, δεν τους αναγνωρίζουμε, προκαλούν αμηχανία τόσο διαφορετικοί που είναι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τόσο φιλόδοξοι και απαιτητικοί από τον εαυτό τους και τους άλλους.