Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

«Βατοπαίδιον paradox»

Δεν μεγάλωσα σε θρησκευόμενη οικογένεια, τουλάχιστον με την τυπική ελληνική εκδοχή του όρου. Έτσι, η επαφή μου με τις εκκλησιαστικές δομές ήταν πολύ περιορισμένη. Στο λύκειο όμως βρέθηκα αντιμέτωπος με τον τυπικό, δογματικό σχεδόν, Έλληνα καθηγητή θρησκευτικών. Ξέρετε, ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός, η συμβολή της Εκκλησίας στην ιστορία μας, στα 400 χρόνια σκλαβιάς μάς κράτησαν ζωντανούς κ.λπ. Όσο για τη διδασκαλία άλλων θρησκευμάτων; Κατά «διαβολική» σύμπτωση κάθε χρόνο δεν προλαβαίναμε ποτέ να φτάσουμε σε αυτά τα κεφάλαια του βιβλίου. Δεν ξέρω αν έφταιγε το νεαρό της ηλικίας μου, αλλά μου φάνηκαν λίγο υπερβολικά όλα αυτά. Από τότε έγινα και κάπως «δύσπιστος». Φοιτητής πια για πρώτη φορά άκουσα έναν καθηγητή πανεπιστημίου να καταρρίπτει τους μύθους της σύνδεσης της Ορθοδοξίας με την επιβίωση του ελληνικού έθνους. Ήταν ένα ευχάριστο πολιτισμικό σοκ. Θεώρησα ότι κάποιος μιλούσε για το αντικείμενο ρεαλιστικά. Κάποια χρόνια αργότερα σε μια αίθουσα αγγλικού πανεπιστημίου το θέμα εμφανίστηκε πάλι μπροστά μου. Ήμουν ο μοναδικος Ελληνας σε μια συζήτηση για τα σύγχρονα μοντέλα έθνους- κράτους, την προνοιακή τους πολιτική και διάφορα άλλα, που πιθανόν ακούγονται λίγο βαρετά τώρα. Εκεί λοιπόν ένας Άγγλος καθηγητής, προσπαθούσε να μας εξηγήσει τη σχέση της Εκκλησίας με την εξέλιξη των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών. Εκεί πια η δυσπιστία μου για τη λεγόμενη προσφορά των εκκλησιαστικών δομών στο κοινωνικό σύνολο εντάθηκε. Γιατί; Γελώντας , γυρνάει προς το μέρος μου και μου λέει: «Πρέπει να παραδεχτείς ότι το διαβόητο Greek paradox- όρος που οι ξένοι χρησιμοποιούν για κάθε τι ελληνικό που δεν καταλαβαίνουν- υπάρχει και στη λεγόμενη προσφορά της Εκκλησίας στο έθνος σας. Ζείτε σε κατάλοιπα της βυζαντινής λογικής, δεν διαχωρίζετε την Εκκλησία από το Κράτος και η πρώτη παρεμβαίνει με κάθε ευκαιρία στα κοσμικά αλλά από την άλλη εκεί που πρέπει να συμβάλλει δραστικά, στην πρόνοια δηλαδή, θυμάται τον απόκοσμο χαρακτήρα της». Οι διάφορες εθνικότητες που υπήρχαν στα γύρω έδρανα δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι στην Ελλάδα κανείς δεν είχε τολμήσει να διαχωρίσει τους αυτονόητα ξεχωριστούς ρόλους των εν λόγω θεσμών. Ούτε ότι αρκετοί εκπρόσωποι της Εκκλησίας, κληρικοί και μοναχοί, σπάνια δίνουν λεφτά «υπέρ αδυνάτων». Πού να παρακολουθούσαν και την επικαιρότητα του «Βατοπαίδιον paradox» τις τελευταίες ημέρες...

Η Ελλάδα από χαμηλά

Ανατριχιάζοντας ξεφυλλίζω το λεύκωμα με τις υπέροχες εικόνες της Ελλάδας από ψηλά. Τόσο ωραία, τα φλαμίνγκο πάνω από την αλυκή, τα οργωμένα χωράφια, οι διπλές αμμουδιές, τα χωριά των βουνών με τη γύρω φύση, τόσο ανυπεράσπιστα μέρες που είναι. Ειδικά τα πουλιά, τόσο ανύποπτα. Ποζάρουν χωρίς να το ξέρουν, δεν θα μάθουν ποτέ ότι ανήκουν στον τόπο αυτό που ονομάζουμε Ελλάδα. Ίσως να αισθάνονται ότι ζουν επικινδύνως, αλλά τη σημασία των λέξεων και των ονομάτων δεν θα τη μάθουν. Το όνομα Ελλάδα, ας πούμε, και τη λέξη «φιλέτο» με την οποία οι Έλληνες χαρακτηρίζουν τα ακριβά οικόπεδα. Σαν φλαμίνγκο πετά κι ο αναγνώστης πάνω από δάση και φαλακρές βουνοκορφές, πάνω από λίμνες (μοναστηριακές άραγε; μετόχια μήπως;) και ακρογιαλιές, κι από μικρά νησάκια. Πόση ομορφιά, πόσο νέα είναι όλα αυτά έτσι από ψηλά! Εδώ στα χαμηλά που ζούμε και στο καθημερινό περιβάλλον που συνηθίσαμε να αντικρύζουμε στο ύψος των ματιών, στην ασχήμια που μας καταπίνει δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι από μακριά φαίνονται όλα διαφορετικά, τόσο ειδυλλιακά. Να μπορούσαμε να πετάμε και να βλέπουμε κι εμείς από ψηλά τα πάντα, πόσο διαφορετικά θα ήταν, πόσο ανώδυνα... Δεν χορταίνω να τα βλέπω, αλλά σαν να πετάω ήδη με πιάνει ζαλάδα και αναρωτιέμαι, τι είναι αυτά που βλέπω; Είναι παραλίες ή μήπως είναι φιλέτα; Είναι λόφοι και κόλποι και κάμποι, είναι κωμοπόλεις και χωριά, είναι δέντρα χιονισμένα ή ανθισμένα, είναι στέγες και ταράτσες, ή μήπως είναι μελλοντικά ανταλλάξιμα κομμάτια, ή αξιοποιήσιμα; Δεν είμαστε για πτήσεις αυτή την εποχή, ακόμα και των φτερών την αθωότητα την έχουμε χάσει.