Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Κι όμως, είμαι εξαρτημένος...

Νόμιζα πως είχα νικήσει την εξάρτησή μου με την τηλεόραση μια για πάντα. Σπάνια ένιωθα την ανάγκη να την ανοίξω. Μόνον όταν είχε την αγαπημένη μου σειρά- κάθε Σάββατο απόγευμα. Κατά τα άλλα, την έβρισκα ενοχλητική. Έως και εκνευριστική- ιδίως όταν έπαιζε στη διαπασών κάθε βράδυ που γυρνούσα από τη δουλειά μου. Ο ήχος, τα τσιριχτά- για συζήτηση ούτε λόγος-, τα χαχανητά, οι ανάλατες ατάκες στα σίριαλ... όλα με ενοχλούσαν. Οι δικοί μου άνθρωποι με αποκαλούσαν συχνά-πυκνά περίεργο. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν κατάφερα να κρύψω τον εκνευρισμό μου. Αντίθετα, απαιτούσα να κλείσουν την τηλεόραση ή να χαμηλώσουν τη φωνή- μέχρι να γίνουν οι φωνές μακρινοί ψίθυροι. Να, όμως που η τηλεόραση πήρε την εκδίκησή της από εμένα. Μετά τη μετακόμιση βρέθηκα με καινούργια τηλεόραση, αλλά χωρίς κεραία. Δώρο-άδωρον, αφού η οθόνη της παραμένει εδώ και ημέρες κατάμαυρη. Το πρώτο 24ωρο ούτε που το πρόσεξα. Τη δεύτερη ημέρα, όμως, αισθάνθηκα την ανάγκη για μια συντροφιά. Με ενοχλούσε η σιωπή καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Και περισσότερο από όλα, με δυσαρεστούσε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να απολαύσω τον καναπέ μου. Όπως και να το κάνουμε, η απόλυτη χαλάρωση στον καναπέ πάει συνοδεία με χάζεμα στην τηλεόραση- και ένα μπολ σνακ... Το να κοιτάει κανείς τον τοίχο δεν αποδίδει! Αλλά, όπως έχουν άλλωστε πει πριν από εμένα, πρέπει να χάσεις κάτι για να το εκτιμήσεις- ή επειδή ταιριάζει περισσότερο στη δική μου περίπτωση, να το αναζητήσεις. Στο μεταξύ, θα πεταχτώ στο σπίτι μιας φίλης για να συζητήσουμε παρέα με την... τηλεόραση.

Οι βιτρίνες

O γωνιακός φούρνος είχε ανάψει τα φώτα του μέσα στη νύχτα και θεράπευε λίγο το παθολογικό σκοτάδι του μικρού δρόμου. Ανεβασμένη σε μια σκάλα η ιδιοκτήτρια περνούσε κίτρινη χρυσοποίκιλτη κουρτίνα μπροστά στη βιτρίνα, μαζεμένη σαν στόρι με φουντωτές χριστουγεννιάτι- κες γιρλάντες και βροχές από λαμπιόνια. Ασυναίσθητα στάθηκα και τη χάζευα, μου αρέσει πάντα να παρακολουθώ τους μαγαζάτορες την ώρα που στολίζουν τις προθήκες τους, αυτές τις κοπιώδεις στάσεις που άθελα εκθέτουν προς τα έξω. Δεν ήταν τυχαίο που η ντροπαλή μας φουρνάρισσα διάλεξε να το κάνει μέσα στη μαύρη νύχτα, να ετοιμάσει διακριτικά τον εορταστικό διάκοσμο, να είναι το πρωί σαν να πέρασε νεράιδα. Θυμήθηκα ξαφνικά ότι την εποχή που ήμουν παιδί ο Δήμος Αθηναίων έκανε διαγωνισμό χριστουγεννιάτικης βιτρίνας κάθε χρόνο και ήταν μεγάλη υπόθεση να πάρεις το βραβείο. Ο νικητής το έβαζε κι αυτό στη βιτρίνα και περνούσαμε απαραιτήτως να το θαυμάσουμε, αλλά ελέγχαμε και τους άλλους διαγωνιζόμενους για να κρίνουμε και μόνοι μας αν είχε κερδίσει δίκαια. Με αυτόν τον τρόπο τσεκάραμε την καλλιτεχνική αξία της βιτρίνας μαγαζιών που δεν σκοπεύαμε να επισκεφθούμε ποτέ, αλλά η όψη που προσέφεραν στον δρόμο μάς αφορούσε. Η καλύτερη βιτρίνα ήταν σπουδαίο θέμα συζήτησης και διαφωνίας. Ο αγώνας φυσικά συνεχίζεται, οι μαγαζάτορες κάνουν ό,τι μπορούν, ενώ εμείς υποτίθεται ότι προσπαθούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό, να μην παρασυρόμαστε από το ντεκόρ, να βλέπουμε γυμνό το αντικείμενο και να το φανταζόμαστε στο περιβάλλον του σπιτιού μας. Οι πρώτες βιτρίνες πολυτελείας που ετοιμάστηκαν στην Αθήνα, φαίνεται να εξαντλούν τη φαντασία τους για να μας δελεάσουν. Υποτίθεται ότι θα είμαστε δύσκολοι σε εποχή κρίσης, αλλά ίσως είναι ευκαιρία να ξαναδούμε τη βόλτα καλλιτεχνικά.