Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Εγγυημενο εισοδημα

Τα σχόλια... ... που ακούγονται και γράφονται τις τελευταίες μέρες για τους Ιρλανδούς είναι τα περισσότερα εχθρικά και μοχθηρά. Σαν να ήταν έγκλημα η απόφασή τους να εγγυηθούν στο ακέραιο (100%) τις οικονομίες των καταθετών που βρίσκονται στις ιρλανδικές τράπεζες. Έτσι- έγκλημα- χαρακτηρίζουν την ιρλανδική απόφαση αυτοί που μας έχουν συνηθίσει να σώζουν με τα λεφτά των φορολογουμένων μονάχα τραπεζίτες. Οι επικριτές... ... της Ιρλανδίας ασφαλώς αγνοούν ότι, στην πορεία των οκτώ προηγούμενων αιώνων, οι Ιρλανδοί έμαθαν να είναι βέβαιοι για ένα πράγμα: πως δεν μπορούν ποτέ να βασίζονται παρά μονάχα στον εαυτό τους. Παράδειγμα, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το Πάσχα του 1916, γράφει η δημοσιογράφος Γιολέιν Μέιλετ, όταν οι Βρετανοί που κατείχαν τη χώρα τους προσπάθησαν να τους παρασύρουν και να τους στρατολογήσουν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, οι Ιρλανδοί εξεγέρθηκαν. Και προτίμησαν να πολεμήσουν τον Βρετανό κατακτητή, παρά να ενταχθούν στις τάξεις του στρατού του για να συμετέχουν σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους. Μετά την εξέγερση του 1916, η αντίδραση των Βρετανών ήταν άμεση και σκληρή. Βρετανικές πολιτοφυλακές από βετεράνους του πολέμου έκαναν όργια στο νησί (όσοι έχουν δει την ταινία του Κεν Λόουτς «Όταν φυσάει ο άνεμος», θα καταλάβουν). Όταν πια απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, το 1922, οι Ιρλανδοί είχαν καταλάβει καλά ένα πράγμα: πως αν δεν έπαιρναν οι ίδιοι την τύχη της χώρας τους στα χέρια τους, κανείς δεν θα πήγαινε να τους βοηθήσει. Έτσι σκέφτονται μέχρι σήμερα οι Ιρλανδοί, βάζοντας πάνω από όλα το συμφέρον της χώρας τους (απόδειξη η καταψήφιση της Συνθήκης της Λισαβώνας). Η μονομερής... ... απόφαση των Ιρλανδών σίγουρα χαλάει την πιάτσα. Καταθέτες από άλλες χώρες συρρέουν στις ιρλανδικές τράπεζες, αναζητώντας ένα αξιόπιστο και ασφαλές καταφύγιο για τα χρήματά τους. Η εγγύηση των καταθέσεων στο ακέραιο υπονομεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, φωνάζουν εξοργισμένοι οι ευρωκράτες των Βρυξελλών. Τουλάχιστον καταλάβαμε επιτέλους πώς εννοούν αυτόν τον ανταγωνισμό: να είναι πάντα εγγυημένα μονάχα τα κέρδη των τραπεζιτών και να πέφτουν πάντα οι ζημιές τους στις πλάτες των καταθετών. Η ιρλανδική... ... πρωτοβουλία έπιασε τους ευρωκράτες στον ύπνο. Με θέμα το ύψος εγγύησης των καταθέσεων, ο Σαρκοζί συγκάλεσε σε κατάσταση πανικού ένα διευθυντήριο, αποτελούμενο από τους ηγέτες της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας, αγνοώντας τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Άραγε θα πρόκειται για ένα “αποφασίζουμε και διατάζουμε;”» διαμαρτυρήθηκε ο Φινλανδός υπουργός Οικονομίας. Και την ίδια ώρα που άλλες χώρες ορθώνουν το ανάστημά τους για να αποτινάξουν τον ζουρλομανδύα των Βρυξελλών, παρατηρούμε το θλιβερό θέαμα ησσόνων ηγετών να δεσμεύονται «πολιτικά» πως εγγυώνται το σύνολο των καταθέσεων στις χώρες τους, ενώ την ίδια ώρα γλείφουν τους ευρωκράτες για να τους επιτρέψουν να εγγυηθούν κάτι παραπάνω από τα 20.000 ευρώ. Όμως, σε τέτοιες ιστορικές στιγμές χρειάζονται ιρλανδικά κότσια, που σίγουρα δεν τα έχουν οι πολιτικοί απατεώνες.

Το παιδί της ζούγκλας

Oι αποδράσεις στη φύση δεν δρουν καθόλου κατευναστικά επάνω μου. Ίσα ίσα που με αφήνουν με ένα δυνατό ανικανοποίητο και γυρνώ στην Αθήνα σκασμένος. Αν είχα, λέω, ένα 4Χ4, θα πήγαινα πιο βαθιά στους χωματόδρομους· αν τα παπούτσια μου είχαν βεντούζες, θα την κατέβαινα εκείνη την πλαγιά· αν το μπουφάν μου είχε αλεξικέραυνο, θα έβγαινα βόλτα στο δάσος με βροχή· κι αν είχα το κατάλληλο σκάφανδρο, θα έμπαινα στο ποτάμι μέχρι τον λαιμό. Όσο για το τελευταίο, κάτι έκανα αυτή τη φορά. Γύρισα τα μπατζάκια του παντελονιού μου, τσαλαβούτηξα στα αβαθή του Λούσιου ίσα με τους αστράγαλους κι ένιωσα σχεδόν σαν τον Μόγλη, το παιδί της ζούγκλας. Κι όταν γονάτισα στην όχθη κι έσκαψα με τα νύχια για να βγάλω από το χώμα δυο βολβούς γεμάτους δροσερά κυκλάμινα, αισθάνθηκα περίπου σαν τη Χάιντι τη μικρούλα των Άλπεων. Αδιαφορώντας για την κρίση του καπιταλισμού και τα ζόρια του σχεδίου Πόλσον, τύλιξα τους θησαυρούς μου στις ροζ σελίδες των κυριακάτικων εφημερίδων και δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω σπίτι. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δυο τούφες από ρόδινα κεφαλάκια σκάνε μύτη στο βάθος της ζαρντινιέρας με τους πιο προστατευτικούς θάμνους που διαθέτει η βεράντα μου. Το καλό που τους θέλω είναι να σκύψουν πάνω από τα κυκλάμινά μου με στοργή σαν νά ΄τανε δικά τους παιδιά κι ακόμη καλύτερα.

Τι να τον κάνω τον θυμό;

Είχε στ΄ αλήθεια θυμώσει ο λαός, την εβδομάδα που ανατράπηκαν τα αποτελέσματα στα γκάλοπ; Ήταν μια, ήταν δυο μονάδες, ήταν κλάσματα, ήταν προβάδισμα, ήταν αλήθεια; Μπορεί μερικοί να είχαν ήδη θυμώσει από την εποχή των δομημένων ομολόγων, άλλοι από την εποχή των υποκλοπών, άλλοι από το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, από το περήφανο βέτο, από τη βάση του 10, από τα φορολογικά, ή απλώς από αυτούς τους συνεχόμενους άχρηστους τσαμπουκάδες. Αλλά τι να τον κάνεις τον θυμό αφού τον μετρήσεις; Δεν είναι γλαστράκι να τον βάλεις στο παράθυρο και να τον ποτίζεις, να τον κρατήσεις ζωντανό ώς τις εκλογές. Είναι και βλαβερός σαν συναίσθημα, χαλάει τη χώνεψη, εντείνει το στρες και επιβαρύνει τα καρδιαγγειακά. Οπότε, τι να κάνουμε, μάλλον ξεθυμώνουμε σιγά σιγά, έχουμε τις δουλειές μας, τόσα τρεχάματα. Και σε λίγο ξεχνάμε, μας κατακτά, σαν την υγρασία του καινούργιου κλίματος, και μας διαβρώνει, η συνήθεια. Συνηθίζουμε τους θρασείς και κυνικούς υπουργούς, τους αδίστακτους πρωθυπουργικούς συμβούλους που βρίζουν το σύμπαν επειδή καταδικάστηκαν για ποινικά αδικήματα, που δεν ντρέπονται καθόλου. Συνηθίζουμε αυτή την καταπληκτική έλλειψη ντροπής. Τι βλαβερό συναίσθημα, τι ελάττωμα μεγάλο το να ντρέπεσαι, κοίτα πόσο πρόκοψαν οι ανενδοίαστοι, σκεφτόμαστε. Φαίνεται ώρες ώρες τόσο αεροστεγές το σύστημα, τόσο αποπνικτικό και από παντού προστατευμένο, που μπορεί να μετανιώσει κανείς για όποια ουσιαστικά πολιτική προσπάθεια έκανε στη ζωή του, για όποια στιγμή φέρθηκε έντιμα. Αντί να μας μετράνε τον θυμό με γκάλοπ, σαν παιδική ασθένεια που περιμένεις να περάσει, να ακούγαμε μια λογική κουβέντα, να θυμόμασταν πέντε ουσιαστικά πράγματα, πριν εντελώς πωρωθούμε, πριν εντελώς γλιστρήσουμε στην παραίτηση και τη μοιρολατρία;