Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Ελληνική ευθιξία

O πρόεδρος της Βουλής κάλεσε τον πρέσβη της Γερμανίας και του επέδωσε διαμαρτυρία για όσα γράφουν εναντίον μας οι Γερμανοί δημοσιογράφοι.

Μαζί και τα αποκόμματα όλων αυτών των γεμάτων κακία και δυσπιστία άρθρων. Τα μάζευε τόσο καιρό επιμελώς, για να καταλάβουν και οι Γερμανοί πόσο δουλευταράς είναι και οι Έλληνες ψηφοφόροι που κάποια στιγμή είχαν τη λαϊκίστικη σκέψη ότι θα έπρεπε οικειοθελώς να προσφέρει στο ταμείο του κράτους τον 13ο μισθό του μαζί με τους άλλους βουλευτές. Ή τον 14ο. Δεν θυμάμαι.
Τώρα τι θα κάνει ο Γερμανός πρέσβης; Έχει βέβαια πολλές επιλογές. Η μια είναι να κάνει αγωγή στους Γερμανούς δημοσιογράφους για συκοφαντική δυσφήμηση της φίλης χώρας Ελλάδας και την αποζημίωση των εκατομμυρίων ευρώ που θα πάρει, γιατί πάντα σε εκατομμύρια είναι η αποζημίωση της δυσφήμησης εδώ σε μας, να μας τη δώσει για να τον συγχωρήσουμε ως εκπρόσωπο αυτού του αχάριστου λαού που δεν μπορεί να εκτιμήσει το προνόμιο να τρέφει Έλληνες. Ή, μπορεί να τους καλέσει σε τραπέζι στον «Διόνυσο» με όλα τα έξοδα πληρωμένα και θέα την Ακρόπολη, να δουν τι καλά περνάνε εδώ οι φίλοι και δικοί και να μην ξαναγράψουν παρά μόνο πόσο σπουδαίοι και κιμπάρηδες και μοναδικοί είμαστε, για να τους ξανακαλέσουμε. Δικό του θέμα είναι. Να τους τραβήξει το αυτί με κάποιο τρόπο των Γερμανών δημοσιογράφων;
Αυτή δεν είναι η δουλειά των πρέσβεων; Να τραβάνε τα αυτιά των δημοσιογράφων.
Όπως των βουλευτών είναι να μαζεύουν αποκόμματα και να τους τα πηγαίνουν, φροντίζοντας επιμελώς τη φήμη μας και το καλό μας όνομα ως Ελλήνων. Και μη μου πείτε τώρα ότι δεν τα μαζεύει μόνος τα αποκόμματα και βάζει τον Άργο του Τύπου της Ανατολής να κάνει τη δουλειά. Λαϊκίζετε πάλι.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Μιλάμε για παιδιά

Μπορεί να φαίνεται ακραίο να ζητάνε ορισμένοι να δοθεί ελληνική ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα. Και πράγματι, στη συγκέντρωση που έγινε το Σάββατο με αίτημα την ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά ήταν πολύ λίγος κόσμος, αν σκεφτείτε ότι το θέμα αφορά τα παιδιά, όχι κάτι άλλο. Όχι τους μπαμπάδες ή τις μαμάδες τους που φέρνουν τις αναμνήσεις από άλλα μέρη στις αποσκευές τους, τα παιδιά που μεγαλώνουν εδώ, ανάμεσα στα δικά μας, μιλάνε ελληνικά, πηγαίνουν σχολείο, ανασαίνουν τον ίδιο αέρα και αποθηκεύουν αναμνήσεις από τον ίδιο περίγυρο. Αν οι γονείς τους δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα, νομιμότητα και μονιμότητα για όσο απαιτεί ο νόμος, σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά θα έχουν χειρότερη μεταχείριση από το ελληνικό κράτος, θα θεωρούνται άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας, μη πολίτες. Πέρα από την υποκειμενική προκατάληψη του καθενός που θα πρέπει να αντιμετωπίζουν, θα έχουν και την αντικειμενική υποβάθμιση της ύπαρξής τους από την πολιτεία επειδή οι γονείς τους δεν θα πληρούν όλους τους όρους για να ζητήσουν για λογαριασμό τους ιθαγένεια. Σε καθημερινή βάση, στα σχολεία και στις παρέες, στους δρόμους και στις δουλειές, θα υπάρχουν με το στίγμα αυτής της στέρησης, και δεν είναι μόνο ότι θα εξασφαλίσουν ένα ψυχικό τραύμα όλα τους, με συνέπειες ανάλογες με τον χαρακτήρα. Είναι ότι και τα άλλα παιδιά, τα τυχερά, με τις σωστές προϋποθέσεις για ιθαγένεια, θα μεγαλώνουν με τη γνώση πως μερικά παιδιά είναι κατώτερα, όπως γίνεται και τώρα, αλλά τώρα πιστεύουμε όλοι πως ζούμε μια φάση μεταβατική. Μια γνώση που διαφθείρει τις ψυχές, κατεβάζει το επίπεδο της πολιτικής ευαισθησίας, διαφθείρει τελικά τις κοινωνίες. Είναι πολύ βαρύ. Είναι άδικο για τα ίδια τα παιδιά μας.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Πολεοδομικό παραμύθι χωρίς όνομα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πόλη που απέκτησε σχέδιο ονειρεμένο πριν καν αποφασιστεί να γίνει πρωτεύουσα ενός καινούργιου μικρού φιλόδοξου κι ορμητικού κράτους. Κι όταν το σχέδιο ξεκίνησε να εφαρμόζεται οι λιγότερο ονειροπόλοι κτηματίες, παλιοί και κυρίως νέοι, άνθρωποι που είχαν αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας μεγάλες εκτάσεις από διάφορους αγάδες, πασάδες, δερβισάδες πριν αυτοί μεταναστεύσουν, αυτοί λοιπόν οι νεόπλουτοι, ας πούμε νεογαιοκτήμονες, τόσο καλά οργανώθηκαν εναντίον του ονειρεμένου σχεδίου που κατάφεραν να στενέψουν οι δρόμοι και οι πλατείες.

Για να μη χρειαστεί να κοπούν πολύ τα μεγάλα τους κτήματα. Αν και δεν υπήρχαν ακόμα Σαρκοζί και Μέρκελ, το κράτος από τότε δεν είχε λεφτά για απαλλοτριώσεις, κι όταν του βρίσκονταν πήγαιναν αλλού.
Ύστερα η πόλη μεγάλωνε.
Οι κτηματίες που είχαν μείνει απέξω, για να μην την πατήσουν όπως οι από μέσα έφτιαχναν μόνοι τους σχέδια με πολλούς μικρούς στενούς δρόμους, χωρίς πλατείες φυσικά και άλλα τέτοια άχρηστα, πάρκα, αλέες, κ.λπ., πουλούσαν τα οικοπεδάκια και μετά όλοι μαζί, αγοραστές και πωλητές, πίεζαν πολιτικά να εγκριθούν τα σχέδια. Η μέθοδος συνεχίστηκε μέχρι να καλύψει το Λεκανοπέδιο, κι ύστερα έγινε καθέτως κάτι παρόμοιο. Όλα τα μικρά σπιτάκια έγιναν πολυκατοικίες με μερικούς καινούργιους νόμους που βοήθησαν.
Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που κάποιος σκέφτηκε να επιβάλει τη στοά στα πεζοδρόμια και τους ακάλυπτους. Θα ήταν πολύ γενναίος άνθρωπος, και μαζί ονειροπόλος. Μερικά οικόπεδα από παράξενες συγκυρίες έμειναν άχτιστα και να που τώρα διάφοροι νεαροί έχουν γίνει αντάρτες του πράσινου και δεν αφήνουν να πλησιάσουν ούτε τα συνεργεία των Δήμων.
Δύσκολη κατάσταση, αλλά το τέλος του παραμυθιού υπήρχε μέσα στην αρχή του, αφού τίποτε δεν έφερε ανατροπή στη μέση του.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Εξάρτηση


Η πόλη μάς έχει διαφθείρει, το κατάφερε ύπουλα με τα χρόνια. Μας έχει δημιουργήσει εξάρτηση, να μην μπορούμε στιγμή μακριά της. Και δεν εννοώ αυτήν την άσχημη Αθήνα που κάθε μέρα μάς βγάζει γλώσσα, μάς βρίζει δείχνοντας την ασχήμια της, ουρλιάζοντας ότι άδικα την ντύσαμε αρχοντικά, αυτή κουρελού πάντα ήθελε να είναι και θα μας εκδικείται στον αιώνα τον άπαντα. Εννοώ την πόλη των ονείρων μας, αυτή που δεν παύουμε να επιθυμούμε σαν άρρωστοι εραστές, να καταδιώκουμε απελπισμένα. Την αληθινή πόλη που θα μπορούσαμε να έχουμε, μια πόλη που θα σε άφηνε να χαζεύεις και να χάνεσαι, να ξεχνιέσαι και να επανεφεύρεις τον εαυτό σου με μια βόλτα. Αυτή που θα σε αγκάλιαζε παρηγορητικά κάθε φορά που ο αρχαίος θεσμός της οικογένειας σού βαραίνει το στήθος και βγαίνεις από το πυρηνικό διαμέρισμα να πάρεις μια ανάσα. Αυτή που θα σε δεχόταν χωρίς να σε ρωτάει ποιος είσαι και τι θέλεις. Αυτή που θα σου έδειχνε τις ομορφιές της χωρίς να ζητάει ταυτότητα. Που θα χαμογελούσε χωρίς επιφυλάξεις και θα σε οδηγούσε στα θαύματα, όπως στις ταινίες του Φελίνι. Την πόλη που δεν θα σε εξαντλούσε στην ανούσια βία. Την πόλη που θα σε εκμαύλιζε να εγκαταλείπεις την εστία, δεν θα σε κυνηγούσε να ξαναχωθείς μέσα της κάθε φορά που βγαίνεις. Που θα σου υποσχόταν το τυχαίο, όπως κάθε αληθινή πόλη, και που θα σου προσέφερε το προγραμματισμένο, πάντα, σίγουρα, εγγυημένα. Όπως κάθε αληθινή πόλη. Που θα καμάρωνε για την παλιά της γειτονιά και θα κορδωνόταν για τις καινούργιες. Την πόλη που δεν θα έκλεινε τις Κυριακές και τις γιορτές.

Ωστόσο ακόμα κι έτσι απαράδεχτη που είναι τώρα, μπορούσε να μην κλείνει τις Κυριακές και τις γιορτές.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Βαλένθιαααα!

http://www.youtube.com/watch?v=Ds8ryWd5aFw&feature=PlayList&p=F12F92401388AF62&index=0&playnext=1
Στην Κεντρική Αγορά της Βαλένθιας γυρίστηκε ένα χάπενινγκ με όπερα και ανέβηκε στο Γιουτιούμπ, όπου κάνει θραύση.

Ξαφνικά τα μεγάφωνα παίζουν μουσική από την Τραβιάτα του Βέρντι και πωλητές με ποδιά αφήνουν το μαγαζί, βγαίνουν στη μέση και τραγουδούν.
Εντάξει, προφανώς ήταν τραγουδιστές της όπερας που είχαν ντυθεί πωλητές, αλλά ήταν τόσο όμορφο να εμφανίζονται ξαφνικά με τις ποδιές και να αρχίζουν τα τραγούδι, τόσο εξαιρετικό και ανέλπιστο, που ο φακός κατέγραψε μερικούς αγοραστές- ακροατές να δακρύζουν από συγκίνηση. Τραγούδησαν τη σκηνή από το πάρτι, εκείνη της αρχής που έχει και βαλσάκι, και χόρεψαν στη μέση της Κεντρικής Αγοράς στη Βαλένθια, κρατώντας ποτηράκια σαμπάνιας που προσφέρθηκε από τα μαγαζιά. Στο τέλος οι τραγουδιστές ύψωσαν ένα πανό, «Είδες πόσο πολύ σου αρέσει η όπερα;» έγραφε.
Διαφήμισαν και την Όπερα και την Αγορά και χάρισαν σε όσους έτυχαν εκεί τη στιγμή εκείνη μια μικρή ανακάλυψη: πόσες δυνατότητες απόλαυσης και χαράς κρύβουν οι άνθρωποι, ανεκμετάλλευτες. Και τώρα βέβαια αρχίζει κανείς να ονειρεύεται παρόμοια πράγματα στην Αθήνα. Αλλά πρέπει να υπολογίσουμε ότι το σκηνικό είναι δύσκολο.
Το καλοκαίρι μια ομάδα παιδιών τραγούδησε ολόκληρη την Κάρμεν στον δρόμο, στην πλατεία Καπνικαρέας για την ακρίβεια, κι ήταν εξαιρετικά. Ας μη ζητάμε παραπάνω. Για να φτάσει να γίνει η Αγορά σκηνικό όπερας πρέπει να αλλάξουν πολλά. Πρώτα χρειάζεται γενική καθαριότητα, ύστερα βάψιμο, καλό σφουγγάρισμα και στέγνωμα του πατώματος, να μην τσακιστούν γλιστρώντας κοινό και τραγουδιστές, γιατί μπορεί να ξεχαστούν με την όπερα, να μην είναι συγκεντρωμένοι όπως όταν ψωνίζουν τα κρεατικά τους. Αν γίνουν όλα αυτά θα μπορεί να παιχτεί μετά και η Αΐντα, γιατί τέτοιο έργο στη Βαρβάκειο θα είναι εφάμιλλο με τη διώρυγα του Σουέζ.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Για τριάκοντα ευρώ απόδειξη

Θα κρατήσω την τσάντα στο χέρι, είπα στο μαγαζί, ευχαριστημένη για το νέο μου απόκτημα.

Ο μαγαζάτορας έβγαλε τα καρτελάκια με την τιμή, χωρίς να το ζητήσω, και μου την έδωσε. Άδειασα μέσα τα πράγματα από τις τσέπες, πλήρωσα, πήρα τα ρέστα, την κρέμασα στον ώμο, χαμογέλασα, και περίμενα.
Ήρθε άλλος αγοραστής στο ταμείο, πλήρωσε, πήρε απόδειξη, έφυγε, κι εγώ ακόμα περίμενα.
- Θα χάλασε η μηχανή, είπα στο τέλος κοιτάζοντας όσο πιο χαζά τον μαγαζάτορα.
Μου έριξε ένα βλέμμα σκοτεινό, πάτησε τα κουμπιά, κράχα - κρούχα, βγήκε η απόδειξη.
Μου την έδωσε χωρίς να ανταποκριθεί στο πλατύ μου χαμόγελο. Την πήρα μ΄ ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά. Άξιζε ο κόπος να στενοχωρήσω τον άνθρωπο για τριάντα ευρώ απόδειξη; Τι με έχει πιάσει, έχω γίνει κάτι σαν περιπλανώμενος ιππότης των αποδείξεων, σώνει και καλά να βάλω τους συμβαλλομένους της καθημερινότητάς μου σε σειρά. Οι άνθρωποι θα νιώθουν ότι παραβιάζω αυτονόητα δικαιώματά τους, το αφορολόγητο δυνατό, έστω και για λίγα σέντσια. Εδώ η Εκκλησία της Ελλάδος αρνείται να φορολογηθεί, που σημαίνει ότι είναι εκ Θεού το αφορολόγητο. Οι μιαροί άνθρωποι επιβάλλουν φόρους, και οι ανίκανοι να γλιτώσουν πρέπει να τους πληρώνουν.
Αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Εξάλλου, έχουν άλλα προσόντα, σταθερό μισθό ή συντάξεις, δεν είμαστε όλοι ίσοι. Παλεύουμε κάθε μέρα να περάσουμε από τη μια πλευρά, των υποταγμένων στην εφορία, στην άλλη, των ανυπότακτων. Κι όποιος γίνεται τόσο σπουδαίος που τα καταφέρνει χαίρει κοινωνικού σεβασμού. Δεν είναι αλήθεια πως δεν έχουμε κοινωνική συνοχή. Έχουμε, μόνο που δεν είναι η συνηθισμένη. Είναι ο βαθύς σεβασμός προς τους αφορολόγητους και το όνειρο να τους φτάσουμε, να περάσουμε στο δικό τους προνομιακό οικόπεδο. Έστω και για τριάντα δεκάρες.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Η φορολογημένη κι ο αφορολόγητος

Τον φώναξα για επισκευές στο σπίτι και ήρθε. Τόση ευγνωμοσύνη για την εμφάνισή του.


Τόσος θαυμασμός για την ικανότητά του. Τι θα έκανα χωρίς αυτόν; Κουβαλά το βαλιτσάκι με τις ειδικές θήκες. Το ανοίγει και βγάζει εργαλεία ακριβείας.

Ξαναφέρνει στη ζωή μου το φως και τη ζέστη. Κατεβαίνει από τη σκάλα και χαμογελά.

Άγγελος της τεχνολογίας.
Μόνο φτερά δεν ξεφυτρώνουν στην πλάτη της πορτοκαλί φόρμας. Να το πω το πικραμένο που μου ήρθε στο μυαλό; Είναι που άκουσα τον Πρωθυπουργό εκείνη τη βραδιά της εθνικής ομοψυχίας.
Είναι που άκουσα το διάγγελμα και ξύπνησε μέσα μου η Μπουμπουλίνα. Στο κάτω κάτω δεν μας ζήτησε να πολεμήσουμε, να φορολογηθούμε είπε μόνο. Πώς πήγαιναν εθελοντές στον πόλεμο και δεν προλάβαιναν να γράφονται στη στρατολογία; Ε, μπορεί τώρα να βρεθούν κι εκείνοι που θα αλλάξουν λίγο, μια σταλιά, την αντίληψή τους για τους φόρους, χωρίς να βάλουν το χακί. Παίρνω ανάσα βαθιά και ζητάω απόδειξη. Ξαφνιάζεται, κι αμέσως μετά ένα χαμόγελο επιείκειας γλυκαίνει το πρόσωπό του. Α, η καημένη εγώ με τον εκσυγχρονισμένο πατριωτισμό μου... Αφού μου έχει εξηγήσει ότι με το κράτος εκείνος δεν συνεταιρίζεται. Δεν βάζει στην τσέπη του ξένα χέρια.

Έτσι ωραία και γλαφυρά μού τα λέει γελώντας, και σίγουρος ότι θα έκανα το ίδιο αν μπορούσα (Πού να ξέρω; Δεν μπήκα εγώ ποτέ σε τέτοιο πειρασμό) παίρνει ύφος ανωτερότητας ακαταμάχητο και το γαρνίρει με επαναστατικές φρασούλες. Πού βρίσκει τόσες λέξεις αιχμηρές, χειρώνακτας άνθρωπος, κι εγώ που είμαι εργάτης του λόγου μένω βουβή και τον κοιτάζω σιωπηλή, ελπίζοντας να μη θυμώσει και μου το κρατήσει, και δεν ξανάρθει όταν τον χρειαστώ; Ζητείται επειγόντως φρασεολογία πειστική, λέξεις δυνατές, κουλτούρα βαθύτερη περί συνείδησης του πολίτη, που μας λείπει.