Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Ανοιχτά

Από τις αγαπημένες μου μέρες του χρόνου η αυριανή Κυριακή. Επειδή τα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Οχι ότι θα πάω σε κανένα. Η έφοδος των μυρίων που γίνεται στα χριστουγεννιάτικα καταστήματα (όσα ακόμα απέμειναν στην Αθήνα, ειδικά στο κέντρο της) είναι ένα άθλημα ακατάλληλο για τα ήδη κουρελιασμένα νεύρα μου. Είναι απλώς, θέμα αντίληψης . Πριν με πιάσετε από τον λαιμό και με σύρετε για πίσσα και αντεργατικά πούπουλα, δώστε μου μόνο μια μικρή ευκαιρία: Τι θα πείραζε, δηλαδή, να βρίσκουμε καταστήματα ανοιχτά τις Κυριακές, με την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση, να μην παραβιαστεί ούτε στο ελάχιστο το κατοχυρωμένο ωράριο των εργαζομένων; Τι κοσμοϊστορικό θα γινόταν, αν οι καταστηματάρχες χωρίς προσωπικό που θα επέλεγαν να δουλέψουν Κυριακή κατοχύρωναν μια άλλη μέρα της εβδομάδας ως αργία; Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες Ελληνες που δουλεύουν Κυριακές, όλη τους τη ζωή, γιατί αυτή είναι η φύση της δουλειάς τους -και πιστέψτε με, δεν έχουν ούτε δύο κεφάλια, ούτε είκοσι δάχτυλα, είναι άνθρωποι σαν κι εσάς, σαν κι εμένα. Κατά τα άλλα, αν υπάρχουν δύο πόλεις στον κόσμο που «φωνάζουν» από μακριά ότι θέλουν ανοιχτά μαγαζιά τις Κυριακές, αυτές είναι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Απαλλαγμένες από τα μιλιούνια των «υποχρεωτικώς» κινουμένων της εργάσιμης εβδομάδας, θα μπορούσαν να προσφέρουν το καλύτερο κυριακάτικο πρόσωπό τους στους καταναλωτές: Στο πακέτο -φιλί ζωής που δόθηκε στα κατεστραμμένα μαγαζιά, γιατί δεν προσφέρθηκε η ευκαιρία να λειτουργήσουν -προαιρετικά- και Κυριακή; Θα ήταν ένα μέτρο ανέξοδο, ορισμένου χρόνου ίσως, που θα έδινε μια «ιδέα» στους Ελληνες εργαζομένους και καταναλωτές για το πώς δουλεύει ένα τέτοιο μοντέλο. Δεν θα έχανε κανείς και πάνω στα συμπεράσματα μιας σεζόν θα μπορούσαν να ληφθούν και αποφάσεις. Είπα... αποφάσεις; Μπρρ, κακή λέξη, Πιπέρι στο στόμα!

Αχ, Ελλάδα σ' αγαπώ...

Γιατί δεν αγαπώ τη σημερινή Ελλάδα; Εύκολο. Ο καθένας μπορεί να γράψει (ειδικά τώρα) ολόκληρους τόμους γι' αυτό. Τo δύσκολο είναι το αντίθετο. Γιατί αγαπάω την Ελλάδα; Θα προσπαθήσω να απαριθμήσω τους λόγους που με κάνουν να αγαπάω τη χώρα μου, ακόμα κι αν φανούν παιδαριώδεις. Λοιπόν, αγαπάω την ελληνική φύση, το τοπίο της. Κάτι γίνεται όταν αράζω κάτω από λεμονιές, συκιές και πεύκα, όταν κρύβομαι από το ανελέητο φως σ' ένα σκιερό βραχάκι μιας γυμνής παραλίας. Γίνομαι ολόκληρος. Αγαπάω το ελληνικό «παιδικό»: Είμαστε ακόμα πιτσιρίκια, άτακτα, απείθαρχα, μας αρέσει να αμφισβητούμε, να παίρνουμε το χαρτζιλίκι των μεγάλων και να το τρώμε σε τσιχλόφουσκες αντί να το «αποταμιεύουμε» για ένα σοβαρό μέλλον. Μας λένε αεριτζήδες, εμείς απλώς καταλαβαίνουμε ότι τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Αγαπάω τους σπαραξικάρδιους στίχους των τραγουδιών της πίστας, την κλειστοφοβική ποίηση της Νικολακοπούλου, τη ρομαντική μουντρουχιά των Active Member, τα πολλά κιλά τρέλας του Ρασούλη. Κόβομαι για vintage Σαββόπουλο. Αγαπάω τους ταξιτζήδες, τις διπλές πίτες με γύρο, τους περιπτεράδες, τους καραγκιοζοπαίκτες, τους «φεύγα» γέρους στο Ζάππειο. Αγαπάω τα συνθήματα σε δρόμους, τοίχους και γήπεδα. Αγαπώ το Λεμονοδάσος, τη βόρεια Κέρκυρα, όλες τις Κυκλάδες και όλες τις θείες της Σκιάθου που έμειναν απαράλλαχτες από τα χρόνια του Παπαδιαμάντη. Αγαπάω ένα χωριό τέρμα Θεού στην Τήνο, που συμπτωματικά λέγεται «Αγάπη»... Αγαπάω τους ποιητές μας, επειδή ζωγράφισαν με λέξεις την Ελλάδα που όλοι έχουμε στην καρδιά μας, γλυκιά και πικρή, ηρωίδα και κότα, αγία και πόρνη. Δεν αγαπώ απλώς την Ελλάδα, τη λατρεύω. Αρνούμαι να την ανταλλάξω με το ξεπουλημένο μπορντέλο που μου αντιπροτείνουν να αποδεχτώ ως πατρίδα. Δεν θα μασήσω. Αυτό που αγαπώ εγώ αισθάνομαι ότι βαστάει γερά, σε γερά θεμέλια. Δεν είμαι μόνος μου. Δεν είμαστε μόνοι μας. Δεν το πιστεύετε; Ε, ας βγούμε να μετρηθούμε. Κι αν τα πληκτρολόγια δεν είναι αρκετά, υπάρχει πάντα και ο δρόμος. Που, ως γνωστόν, γράφει τη δική του ιστορία.