Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Για τριάκοντα ευρώ απόδειξη

Θα κρατήσω την τσάντα στο χέρι, είπα στο μαγαζί, ευχαριστημένη για το νέο μου απόκτημα.

Ο μαγαζάτορας έβγαλε τα καρτελάκια με την τιμή, χωρίς να το ζητήσω, και μου την έδωσε. Άδειασα μέσα τα πράγματα από τις τσέπες, πλήρωσα, πήρα τα ρέστα, την κρέμασα στον ώμο, χαμογέλασα, και περίμενα.
Ήρθε άλλος αγοραστής στο ταμείο, πλήρωσε, πήρε απόδειξη, έφυγε, κι εγώ ακόμα περίμενα.
- Θα χάλασε η μηχανή, είπα στο τέλος κοιτάζοντας όσο πιο χαζά τον μαγαζάτορα.
Μου έριξε ένα βλέμμα σκοτεινό, πάτησε τα κουμπιά, κράχα - κρούχα, βγήκε η απόδειξη.
Μου την έδωσε χωρίς να ανταποκριθεί στο πλατύ μου χαμόγελο. Την πήρα μ΄ ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά. Άξιζε ο κόπος να στενοχωρήσω τον άνθρωπο για τριάντα ευρώ απόδειξη; Τι με έχει πιάσει, έχω γίνει κάτι σαν περιπλανώμενος ιππότης των αποδείξεων, σώνει και καλά να βάλω τους συμβαλλομένους της καθημερινότητάς μου σε σειρά. Οι άνθρωποι θα νιώθουν ότι παραβιάζω αυτονόητα δικαιώματά τους, το αφορολόγητο δυνατό, έστω και για λίγα σέντσια. Εδώ η Εκκλησία της Ελλάδος αρνείται να φορολογηθεί, που σημαίνει ότι είναι εκ Θεού το αφορολόγητο. Οι μιαροί άνθρωποι επιβάλλουν φόρους, και οι ανίκανοι να γλιτώσουν πρέπει να τους πληρώνουν.
Αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Εξάλλου, έχουν άλλα προσόντα, σταθερό μισθό ή συντάξεις, δεν είμαστε όλοι ίσοι. Παλεύουμε κάθε μέρα να περάσουμε από τη μια πλευρά, των υποταγμένων στην εφορία, στην άλλη, των ανυπότακτων. Κι όποιος γίνεται τόσο σπουδαίος που τα καταφέρνει χαίρει κοινωνικού σεβασμού. Δεν είναι αλήθεια πως δεν έχουμε κοινωνική συνοχή. Έχουμε, μόνο που δεν είναι η συνηθισμένη. Είναι ο βαθύς σεβασμός προς τους αφορολόγητους και το όνειρο να τους φτάσουμε, να περάσουμε στο δικό τους προνομιακό οικόπεδο. Έστω και για τριάντα δεκάρες.